Φρίντριχ Νίτσε - Χαρούμενη Επιστήμη [Μετάφραση...

279
ΦΡΙΝΤΡΙΧ ΝΙΤΣΕ Η ΧΑΡΟΥΜΕΝΗ ΕΠΙΣΤΗΜΗ

Upload: nevernothing

Post on 27-Nov-2015

1.039 views

Category:

Documents


21 download

DESCRIPTION

Νίτσε, Χαρούμενη Επιστήμη, Μετάφραση Ζήση Σαρίκα

TRANSCRIPT

ΦΡΙΝΤΡΙΧ ΝΙΤΣΕ Η ΧΑΡΟΥΜΕΝΗ ΕΠΙΣΤΗΜΗ

Τίτλος πρωτοτύπου: Die^öft/ic/te Wissenschaft Τυπογραςρική διόρθοκτη: Βασίλης Τομανάς Εξοκρυλλο: Step Publications Εκτύπωση: Ψαρράς-Ανιωνιάδης Βφλιοδεσία: Δεληδημητρίου Copyright: 2004, Ζήσης Σορίκας και εκδ. Νησίδες

Δεσπερέ 3 546 21 Θεσσαλονίκη

τηλ. 2310-236.575

ISBN:960-8263-45-X.

ΦΡΙΝΤΡΙΧ ΝΙΤΣΕ

Η ΧΑΡΟΥΜΕΝΗ ΕΠΙΣΤΗΜΗ («la gaya scienza»)

Μετάφραση - Επιμέλεια:

ΖΗΣΗΣ ΣΑΡΙΚΑΣ

ΝΗΣΙΔΕΣ

Περιεχόμενα

Σημείωμα του μεταφραστή 9

Η ΧΑΡΟΥΜΕΝΗ ΕΠΙΣΤΗΜΗ 11

Πρόλογος σιη δεΰτερη έκδοση 13

«Αστείο, πανουργία και εκδίκηση» 21

Πραπο βιβλίο 37

Δεύτερο βιβλίο 81

Τρίτο βιβλίο 121

Τέταρτο βιβλίο: Sanctus Januarius 166

Πέμπτο βιβλίο: Εμείς οι άφοβοι 209

Παράρτημα: Τραγοΰδιατου πρίγκιπα Έκνομου 267

Σημείωμα του μεταφραστή

•R μετάφραση της Χαρούμενης επιστήμης (1882, ένα χρόνο πριν από το ' i rai μίλησε ο Ζαρατούστρα, και 1887, μετά τον Ζαρατούστρα, το Πέρα από το καλό και το κακό και τη Γενεαλογία της ηθικής) έγινε από την έϊίδοοη Friedrich Nietzsche, Sämtliche Werke, επιμ. έκδ. Giorgio Colli και Mazzino Montinari, Βερολίνο-Νέα Υόρκη, 1988, τόμ. 3. Πριν από ορισμένα χρόνια είχε κυκλοφορήσει άλλη μια δική μου μετάφραση του βιβλίου, η οποία είναι σήμερα πια ξεπερασμένη λόγω της εμβάθυνσης μου στη φιλοσοφία του Νίτσε και της πολύχρονης τριβής μου με την ιδιαίτερα απαιτητική γλώσσα του. Στην παρούσα έκδοση χρησιμοποίη-σα τα εξής βοηθήματα: 1. F. Nietzsche, The Gay Science, μετ. Walter Kaufmann, Νέα Υόρκη, 1974. 2. F. Nietzsche, Le gai savoir, μετ. Henri Albert, επιμ. Marc Sautet, Παρίσι, 1993. 3. F. Nietzsche, Le gai savoir, μετ. Patrick Wotling, Παρίσι, 2000.

Η ΧΑΡΟΥΜΕΝΗ ΕΠΙΣΤΗΜΗ'

(«la gaya scienza»)

Για τον ποιητή και για τον σοφό, όλα τα πράγματα είναι φιλικά και ιερά, όλες οι εμπειρίες χρήσιμες, όλες οι μέρες άγιες, όλοι οι άνθρωποι θεϊκοί.

Έμερσον^ [Επιγραςτη της έκδοοης του 1882]

Κατοικώ στο δικό μου σπίτι, Ποτέ δεν αντέγραιρα κανέναν σε τίποτε Και -κοροϊδεύω κάθε δάσκαλο/δεξιοτέχνη Που δεν κορόιδεψε τον εαυτό του.

Πάνω από την πόρτα μου [Επιγραφή της έκδοσης του 1887]

1. Die fröhliche Wissenschaft. Έχει αποδοθεί και ως «Η χαρούμενη γνώση», σε συμφωνία με τις ερμηνείες γάλλοιν και ιταλών μελετητών και μεταφραστών του Νίτσε {savoir, sapere). Στα αγγλικά έχει επικρατήσει η εκδοχή science (επιορτήμη), ενώ παλαιότερα είχε προταθεί και η λέξη wisdom (σοφία). Αν και είναι σίγουρο ότι ο Νίτσε δεν χρησιμοποιεί ούτε τη λέξη Wissen (το «ειδέναι», η γνώση ως τελικό αποτέλεσμα) ουτε τη λέξη Erkennen (το «γιγνώσκειν», η γνώοη ως διβδικασία), και η απόδοση της Wissenschaft με τη λέξη «επιστήμη» είναι ανεπαρκής, καθώς ο Νίτσε την αντιδιαστέλλει προς την «επιστήμη» των παλαιότερων φιλοσόφοϊν όπως ο Καντ, ο Χέγκελ ή ο Φίχτε και των συγκαιρινών του επιστημόνων (τόσο από το χώρο των ςρυσικών επιοτημών όσο και από των επιστημοίν του ανθρώπου, που μόλις είχαν αρχίσει να διαμορφώνονται εκείνη την εποχή). Παράλληλα, προσπαθεί να βάλει στη δική του «επιστήμη», μέσω του υποτίτλου Ια gaya scienza, και άλλες διαστάσεις ή μορφές γνώσης, όπως της τέχνης. Στο Ecce Homo, ο Νίτσε γράφει ότι «η προβηγκια-νή έννοια της gaya scienza είναι η ενότητα του τροβαδούρου, του ιππότη και του ελεύθερου πνεύματος». 2. Ραλφ Γουάλντο Έμερσον (1803-1882), αμερικανός συγγραφέας και (ριλόσοφος. Πρβλ. Νίτσε, Το λυκόφως των ειδώλων, «Ακροβολισμοί εν^ παράκαιρου ανθρώ-που», § 13.

Πρόλογος στη δεύτερη έκδοση^

1. Το βιβλίο αυτό ίσως χρειάζεται κάτι παραπάνω από έναν πρόλο-γο· και πάλι όμως θα εξακολουθούσε να υπάρχει η εξής αμφιβολία: πώς είναι δυνατό να έρθει κανείς που ποτέ δεν βίωσε κάτι παρόμοιο πιο κοντά στο βίωμα του βιβλίου αυτού μέσω προλόγων; Το βιβλίο μοιάζει να είναι γραμμένο οτη γλώσσα του ανέμου που λιώνει τα χιόνια: είναι φτιαγμένο από υπεροψία, ανησυχία, αντίφαση, απριλιάτικο καιρό -έ-τσι που θυμίζει συνεχώς στον καθένα όχι μόνον ότι ο χειμώνας είναι κοντά αλλά και τη νίκη σε βάρος του χειμώνα, νίκη που έρχεται, πρέπει να έρθει, κι ίσως έχει έρθει ήδη... Η ευγνωμοσύνη ρέει διαρκώς, σαν να έχει συμβεί το απροσδόκητο, η ευγνωμοσύνη ενός αναρρώνοντος -γιατί η ανάρρωση ήταν αυτό το απροσδόκητο. «Χαρούμενη επιστήμη»: αυτό σημαίνει τα Σατουρνάλια" ενός πνεύματος που αντιστάθηκε υπομονετι-κά σε μια φοβερή, μακρόχρονη πίεση -υπομονετικά, γερά, ψυχρά, χω-ρίς να το βάζει κάτω, αλλά και χωρίς ελπίδα- και που είναι κυριευμένο τώρα από την ελπίδα, την ελπίδα για υγεία, και από το μεθύσι^ της ανάρρωσης. Τι το παράξενο λοιπόν αν βγαίνουν εδώ στο φως πολλά παράλογα και τρελά πράγματα, πολλή κατεργάρικη τρυφερότητα, που ξοδεύεται ακόμη και για προβλήματα που έχουν αγκαθωτό δέρμα και που δεν επιτρέπουν να τα χαϊδεύεις και να τα σαγηνεύεις; Ολόκληρο το βιβλίο δεν είναι τίποτε άλλο παρά ένα γλέντι έπειτα από μακρόχρονη στέρηση και ανημποριά, δεν είναι παρά η αγαλλίαση για την ανάκτηση των δυνάμεων, για την εκ νέου αςτυπνισμένη πίστη σ' ένα αύριο και μεθαύριο, για το ξαφνικό αίσθημα και προαίσθημα του μέλλοντος, επι-κείμενων περιπετειών, θαλασσών και πάλι ανοιχτών, σκοπών και πάλι

3. Η πρώτη έκδοση του βιβλίου έγινε το 1882 και περιείχε μόνο τέσσερα βιβλία. Η δεύτερη έκδοση έγινε το 1887, με προσθήκη του προλόγου αυτού, του πέμπτου βιβλί-ου και του παραρτήματος με τα Τραγούδια του πρίγκιπα Έκνομον. 4. Ρωμαϊκή γιορτή προς τιμήν του θεου Σατούρνου (Κρόνου), όπου οι δούλοι έπαιρ-ναν τη θέση των κυρίων και το αντίστροφο. 5. Trunkenheit. Ο Νίτσε χρησιμοποιεί συνήθίος την έννοια της μέθης {Rausch), την οποία αναλύει ως ιδιαίτερα έντονο αίσθημα δύναμης. Πρβλ. Το λυκόφως των ειδώ-λων, α. 69-70. Στη Γέννηση της τραγωδίας (§ 2) η μέθη χαρακτηρίζει τις διονυσιακές καταστάσεις, ενώ το όνειρο τις απολλώνιες.

14 Η ΧΑΡΟΥΜΕΝΗ ΕΠΙΣΤΗΜΗ

επιτρεπτών, και πάλι πιστευτών. Και πόσα πράγματα άφηνα πίσω μου τότε! Εκείνο το κομμάτι ερημιάς, εξάντλησης, ε'λλειψης πίστης, παγώμα-τος με'σα στη νιότη, εκείνο το γε'ρασμα χωμε'νο εκεί που δεν χωρούσε, εκείνη την τυραννία του πόνου, την υπερφαλαγγιζόμενη από την τυραν-νία της περηφάνιας, η οποία αρνιόταν τις συνέπειες του πόνου (και οι συνε'πειες είναι παρηγοριές), εκείνη τη ριζική απομόνωση ως νόμιμη άμυνα ενάντια σε μια περιφρόνηση προς τους ανθρώπους που είχε γίνει παθολογικά διορατική, εκείνο τον επιλεγμένο για λόγους αρχής περιο-ρισμό στο πιο πικρό, τραχύ και οδυνηρό της γνώσης, έναν περιορισμό επιβεβλημένο από την αηδία που αναπτύχθηκε σιγά-σιγά από μια ά-φρονα πνευματική δίαιτα και μαλθακότητα -το ονομάζουν αυτό ρομα-ντισμό'- ω, ποιος θα μπορούσε να νιώσει όλα αυτά τα πράγματα όπως τα ένιωσα εγώ; Κι όποιος όμως θα μπορούσε να το κάνει, θα μου συγ-χωρούσε σίγουρα τη λίγη τρέλα, τη λίγη υπερβολή, τη λίγη «χαρούμενη επιστήμη» -για παράδειγμα, τη φούχτα τραγούδια που προστέθηκαν σ' αυτό το βιβλίο- τραγούδια όπου ένας ποιητής κοροϊδεύει όλους τους ποιητές με τρόπο δύσκολα συγχωρητέο. -Αχ, δεν είναι μόνον οι ποιητές και τα ωραία τους «λυρικά αισθήματα» εκείνα πάνω στα οποία θα εξα-πολύσει την κακία του αυτός ο αναστημένος: ποιος ξέρει τι λογής θύμα •ψάχνει να βρει, τι λογής τέρας που επιδέχεται παρωδία θα τον ερεθίσει σε λίγο; «Incipit tragoedia» [«Η τραγωδία αρχίζει^»] -διαβάζει κανείς στο τέλος αυτού του επικίνδυνα άκακου βιβλίου: έχετε το νου σας! Κάτι υποδειγματικά άσχημο και κακό αναγγέλλεται εδώ: Incipit parodia [Η παρωδία αρχίζει®], δεν χωράει αμφιβολία...

2. -Ας αφήσουμε όμως τον κύριο Νίτσε: τι μας νοιάζει αν ανάρρω-σε;... Ένας ψυχολόγος γνωρίζει λίγα ερωτήματα τόσο ελκυστικά όσο εκείνο που αφορά στη σχέση φιλοσοφίας και υγείας, και στην περίπτω-ση που θα αρρωστήσει ο ίδιος, θα μεταφέρει στην αρρώστια του όλη την επιστημονική περιέργειά του. Γιατί, αν υποθέσουμε πως είναι κα-νείς πρόσωπο, τότε έχει αναγκαστικά τη φιλοσοφία του προσώπου του·

6. Πρβλ. παρακάτω, § 370.0 Νίτσε αντιτάσσει το διονυσιακό (ή το κλασικό) στον ρομαντισμό. 7. Τίτλος της § 342, τελειηαίου αφορισμού του τέταρτου βιβλίου, με τον οποίο τελεί-ωνε η πρώτη έκδοση ττ\ςΧαρούμενης επιστήμης. Ο Νίτσε επαναλαμβάνειτην έκφρα-ση σιην§ 382. 8. Πιθανότατα, ο Νίτσε εννοείτην παρωδία του Χριστού va.\.vr\ςKmvήςΔιaθή)cης στο Έτσι μίλησε ο Ζαρατούστρα, που γράφτηκε πριν απ' αυτό τον πρόλογο (1883-1885).

ΠΡΟΛΟΓΟΣ ΣΤΗ ΔΕΥΤΕΡΗ ΕΚΔΟΣΗ 15

εδώ όμως υπάρχει μια αξιοσημείοπη διαφορά: στον ένα φιλοσοφούν οι ελλείψεις του, ενώ στον άλλο τα πλούτη και οι δυνάμεις του. Ο πρώτος χρειάζεται τη φιλοσοφία του ως στήριγμα, ανακούφιση, γιατρικό, λύ-τρωση, ανάταση, αυτοαποξένωση. Στον δεύτερο η φιλοσοφία είναι α-πλώς μια ωραία πολυτέλεια και, στην καλύτερη περίπτωση, η ηδυπά-θεια μιας θριαμβευτικής ευγνωμοσύνης, που τελικά οφείλει να γραφεί με κοσμικά κεφαλαία γράμματα στον ουρανό των εννοιών. Στην πρώ-τη, πιο συνηθισμένη όμως περίπτωση, όταν δηλαδή φιλοσοφούν οι κατα-στάσεις ανάγκης, όπως συμβαίνει μ' όλους τους άρρωστους στοχαστές (κι ίσως οι άρρωστοι στοχαστές υπερτερούν στην ισεορία της φιλοσοφί-ας), τι γίνεται η ίδια η σκέψη, η οποία βρίσκεται κάτω από την πίεση της αρρώοΓΓίας; Αυτό είναι το ερώτημα που ενδιαφέρει τον ψυχολόγο: κι εδώ μπορεί να γίνει ένα πείραμα. Είναι ακριβώς σαν τον ταξιδιώτη που προγραμματίζει να ξυπνήσει μια ορισμένη ώρα κι ύστερα παραδίνεται ήσυχα στον ύπνο- έτσι κι εμείς οι φιλόσοφοι, αν υποτεθεί ότι αρρωσταί-νουμε, παραδινόμαστε προσωρινά ψυχή τε και σώματι στην αρρώσιια -κλείνουμε, ούτως ειπείν, τα μάτια μπροστά στον εαυτό μας. Κι όπως ο ταξιδιώτης ξέρει πως κάτι δεν κοιμάται, πως κάτι μετράει τις ώρες και θα τον ξυπνήσει, έτσι κι εμείς ξέρουμε πως η κρίσιμη στιγμή θα μας βρει ξύπνιους -και πως κάτι θα πεταχτεί τότε και θα πιάσει το πνεύμα επ' αυτοφώρω: εννοώ τη στιγμή της αδυναμίας ή της υποχώρησης ή της παρά-δοσης ή της σκλήρυνσης ή του σκοτεινιάσματός του, κι όσων άλλων ονομάτων υπάρχουν για τις αρρωστιάρικες καταστάσεις του πνεύμα-τος, που σε ημέρες υγείας έχουν εναντίον τους την περηφάνια του πνεύ-ματος (γιατί όπως σωστά λέει το παλιό ρητό: «το περήφανο πνεύμα, το παγόνι και το άλογο είναι τα τρία πιο περήφανα ζώα της γης»). Ύστερα από μια τέτοια ερώτηση στον εαυτό, ύστερα από μια τέτοια δοκιμή του εαυτού, μαθαίνει κανείς να βλέπει με οξύτερο μάτι καθετί που αποτέ-λεσε αντικείμενο της φιλοσοφίας μέχρι τώρα. Μαντεύει κανείς καλύτε-ρα από πριν τις αθέλητες λοξοδρομήσεις, τα πλάγια δρομάκια, τις ήσυ-χες γωνιές και τα ηλιόλουστα μέρη της σκέψης, όπου οδηγούνται και παρασύρονται οι πάσχοντες στοχαστές ακριβώς ως πάσχοντες, τώρα ξέρει καλύτερα προς τα πού το άρρωστο σώμα και η ανάγκη του τραβούν, ωθούν, παρασέρνουν ασύνειδα το πνεύμα: προς τον ήλιο, την ηρεμία, τη γλυκύτητα, την καρτερία, το γιατρικό, την ανακούφιση με όλες τις έννοιες της λέξης. Κάθε φιλοσοφία που βάζει την ειρήνη •ψηλό-τερα από τον πόλεμο, κάθε ηθική που περιέχει μια αρνητική σύλληψη της ευτυχίας, κάθε μεταφυσική και φυσική που γνωρίζουν ένα φινάλε, μια τελική κατάσταση οποιουδήποτε είδους, κάθε κυρίως αισθητική ή θρησκευτική επιθυμία για κάποιο Παράμερα, Εκείθεν, Έξω, Υπερά-

16 Η ΧΑΡΟΥΜΕΝΗ ΕΠΙΣΤΗΜΗ

νω, μας δίνουν το δικαίωμα να ρωτήσουμε μήπως η αρρώστια ήταν ε-κείνη που ενέπνευσε τον φιλόσοφο. Η ασυνειδη μεταμφίεση των φυσιο-λογικών' (physiologischer) αναγκών κάτω από το μανδύα του αντικειμε-νικού, του ιδεϊκοΰ, του καθαρά πνευματικού μπορεί να ορτάσει σε επί-φοβο σημείο: αρκετε'ς φορές αναρωτήθηκα μήπως, σε γενικές γραμμές, η φιλοσοφία ήταν μέχρι σήμερα απλώς μια εξήγηση του σώματος και μια παρανόηση του σώματος. Πίσω από τις ύψιστες αξιολογικές κρίσεις, που οδήγησαν μέχρι τώρα την ιστορία της σκέψης, κρύβονται παρανο-ήσεις σχετικά με τη συγκρότηση του σώματος -είτε μεμονωμένων ατό-μων είτε κοινωνικών τάξεων είτε ολόκληρων φυλών'". Όλες αιπές οι ριψοκίνδυνες τρέλες της μεταφυσικής, ιδιαίτερα οι απαντήσεις τους στο ερώτημα σχετικά με την αξία της ενθαδικής ύπαρξης, μπορούν να θεω-ρηθούν πρώτα πρώτα και πάντα συμπτώματα καθορισμένων σωμάτων. Και αν γενικά οι τέτοιας λογής καταφάσεις στον κόσμο ή αρνήσεις του κόσμου δεν περιέχουν ούτε κόκκο σημασίας, επιστημονικά εξεταζόμε-νες, παρέχουν μολαταύτα ακόμα πιο πολύτιμες ενδείξεις στον ιστορικό και τον ·ψυχολόγο, ως συμπτώματα, όπως είπα, του σώματος, της αποτυ-χίας και της επιτυχίας του, της πληρότητάς του, της δύναμης του, της κυρuxρχίας του μέσα στην ιστορία, ή αντίθετα των επισχέσεοίίν του, των κοπώσεών του, των φτωχεμάτων του, των προαισθημάτων του του τέ-λους, της θέλησής του να τελειώνει. Ακόμη περιμένω έναν φιλόσοφο γιατρό με την ξεχωριστή έννοια της λέξης -κάποιον που θα προσεγγίσει το πρόβλημα της συνολικής υγείας ενός λαού, μιας εποχής, μιας φυλής, της ανθρωπότητας-, που μια μέρα θα έχει το θάρρος να ωθήσει την υποψία μου στα άκρα και να τολμήσει να πει τη φράση: αυτό με το οποίο είχε να κάνει όλη η φιλοσοφική δραστηριότητα μέχρι σήμερα δεν ήταν καθόλου η «αλήθεια», αλλά κάτι άλλο -ας πούμε, η υγεία, το μέλ-λον, η ανάπτυξη, η δύναμη, η ζωή...

3. -Μαντεύει κανείς πως δεν θέλω να φανώ αχάριστος τη στιγμή που αποχωρίζομαι εκείνη την περίοδο ταυ σοβαρού μαρασμού, της οποίας τα οφέλη δεν έχουν εξαντληθεί για μένα ακόμη: όπως επίσης γνωρίζω αρκετά καλά το πλεονέκτημα που μου δίνει η πολύ ευμετάβλητη υγεία μου απένα-ντι σε όλους τους μονολιθικούς του πνεύματος. Ένας φιλόσοφος πσυ πέρα-σε και ξαναπερνάει από πολλά είδη υγείας, έχει περάσει και από ισάριθ-

9. Το επίθετο «ςιυσιολογικός» σημαίνει σε όλο το κείμενο «ο της ςρυσιολογίας». 10. Το βαοικό αντό θέμα θα αναπτύξει ο Νίτσε εκτενώς στα σύγχρονα μ' απτό τον πρόλογο βιβλία Πέοα από το χαλό χαι το κακό και Γενεαλογία της ηθικής.

ΠΡΟΛΟΓΟΣ ΣΤΗ ΔΕΥΤΕΡΗ ΕΚΔΟΣΗ 17

μες φιλοσοφίες· οχπλως δεν μπορεί να κάνει αλλιώς από το να μεταφε'ρει την εκάστοτε κατάσταίτη του στην πιο πνευματική μορφή και ορίζοντα: αυτή η τέχνη μεταμόρφωσης είναι η φιλοσοφία. Εμείς οι φιλόσοφοι δεν είμαστε ελεύθεροι να χωρίσουμε το σώμα από την ψυχή όπως κάνει ο κό-σμος· κι ακόμη περισσότερο, να χωρίσουμε την ψυχή από το πνεύμα. Δεν είμαστε σκεπτόμενοι βάτραχοι, ούτε μηχανές αντικειμενικής μέτρησης και καταγραφής με κατατρυγμένα σπλάγχνα· οφείλουμε να γεννάμε συνεχώς τις σκέψεις μας με πόνο και, σαν τις μητέρες, να δίνουμε σ" αυτές όσο αίμα, καρδιά, φαπιά, ηδονή, πάθος, βάσανο, συνείδηση, πεπρωμένο και μοιραίο έχουμε. Η ζωή -αυτό σημαίνει για μας να μετατρέπουμε συνεχώς αυτό που είμαστε σε φλόγα και φως· όπως επίσης και καθετί που μας αφορά: όεν μπορούμε να κάνουμε αλλιώς. Κι όσο για την αρρώστια: μήπως δεν μπαί-νουμε στον πειρασμό να ραπησουμε αν είναι για μας γενικά απαραίτητη; Μόνον ο μεγάλος πόνος είναι ο έσχατος απελευθερωτής του πνεύματος, επειδή είναι ο δάσκαλος της μεγάλης υποψίας, που μετατρέπει κάθε U σε Χ, ένα πραγματικό, γνήσιο Χ, δηλαδή το προτελειτταίο γράμμα πριν από το τελευταίο"... Μόνον ο μεγάλος πόνος, ο μακρόχρονος, αργός πόνος, που πάει με το πάσο του και μέσα στον οποίο καιγόμαστε σαν τα χλωρά κλαριά, μας αναγκάζει, εμάς τους φιλοσόφους, να κατεβούμε στα έσχατα βάθη μας και να απεκδυθούμε κάθε εμπιστοσύνη, καθετί καλοκάγαθο, καθετί που ρίχνει ένα πέπλο, καθετί ήπιο, καθετί μετριοπαθές -πράγματα στα οποία άλλοτε ίσως είχαμε τοποθετήσει την ανθροΜτινότητά μας. Αμφι-βάλλω αν ένας τέτοιος πόνος μάς κάνει «καλύτερους»· ξέρω όμως πως μας κάνει βαθύτερους. Στο εξής, είτε μάθουμε να ανητάσσσυμε στον πόνο αυ-τόν την περηφάνια μας, το χλευασμό μας, τη δύναμη της θέλησης μας, όμοιοι με τον Ινδιάνο'^ της Αμερικής που, όσο σκληρά κι αν τον βασανί-ζουν, αποζημιώνεται από τον βασανιστή του με την κακία της γλώσσας του· είτε αποσυρθούμε μέσω του πόνου σ* εκείνο το ανατολίτικο μηδέν -που λέγεται νιρβάνα'^-, σ" εκείνη τη βουβή, άκαμπτη, κσυςη εγκατάλειψη του εαυτού, λησμονιά του εαυτού, εξάλει·ψη του εαυτού: μέσα από τέτοιες μα-κρόχρονες και επικίνδυνες ασκήσεις αυτοκυριαρχίας βγαίνει κανείς ως άλ-

11.0 Νίτσε παίζει εδώ με την ιδιωματική έκφραση «κάνω από ένα Χ ένα U», που σημαίνει «ξεγελώ», «εξαπατώ», «πουλώ (ρύκια για μεταξωτές κορδέλες». Επομένως, η αντιστροφή της έκφρασης στο κείμενο σημαίνει το ξεπέρασμα της αυταπάτης και την πρόσβαση στην πραγματικότητα. 12. Πηγή του Νίτσε το έργο του άγγλου αρχαιολόγου και ανθροΜίολόγου John Lub-bock, TTie origin ofcivilisation and the primitive condition ofman, 1870. 13.0 Νίτσε δανείζεται αυτή την ερμηνεία της νιρβάνα από τον φιλόσοφο Λρτουρ Σοπενάουερ, Die Welt als Wille und Vorstellung, II, § 48.0 Σοπενάουερ την παρουσιά-ζει ως «άρνηση αυτού ταυ κόσμου», άρνηση της θέλησης για ζωή.

18 Η ΧΑΡΟΥΜΕΝΗ ΕΠΙΣΤΗΜΗ

λος άνθρωπος, με κάποια εραπηματικά επιπλέον -και προπαντός με τη θε'ληοη να ρωτάει στο εξής περισσότερο, πιο βαθιά, πιο σοβαρά, πιο σκληρά, πιο κακά, πιο ήρεμα απ' ό,τι ριοτούσε ώς τότε. Η εμπιστοσύνη στη ζωη ε'χει χαθεί: η ίδια η ζωή ε'χει γίνει πρόβλημα. -Ας μην πιστέψουμε όμως απ' αυτό πως έτσι γίνεται κανείς κατ' ανάγκη κατηςτης! Ακόμη και η αγάπη για ζωή εξακολουθεί να είναι δυνοπη -μόνο που τώρα αγαπάει κανείς αλλιώς. Η αγάπη για μια γυναίκα είναι ανχό που προκαλεί αμφι-βολίες μέσα μας... Το θέλγητρο καθετί του προβληματικού, η χαρά με το Χ είναι όμως υπερβολικά μεγάλη σ' έναν τέτοιο πιο πνευματικό, πιο πνευματοποιημένο άνθρωπο ώστε να μην καταβροχθίζει ακατάπαυστα σαν καθαρή ςρω ιά όλη τη δυστυχία πσυ προκαλεί ό,τι είναι προβληματι-κό, όλο τον κίνδυνο της αβεβαιότητας, ακόμη και τη ζήλια του ερωτευμέ-νου. Γνοορίζουμε μια καινούργια ευτυχία...

4. Στο τέλος, ας μην ξεχάσω να πω το ουσιαστικότερο: από τέτοιες αβύσσους, από τέτοιο σοβαρό μαρασμό, όπως και από τον μαρασμό της βαριάς υποψίας, επιστρέφει κανείς ξαναγεννημένος, με καινούργιο δέρμα, πιο μυγιάγγιχτος και κακός, με πιο λεπτό γούστο για τη χαρά, με πιο λεπτεπίλεπτη γλώσσα για όλα τα καλά πράγματα, με πιο χαρούμε-νες αισθήσεις, με μια δεύτερη και πιο επικίνδυνη αθωότητα μέσα στη χαρά, πιο παιδικός'"· και συνάμα εκατό φορές πιο εκλεπτυσμένος απ' όσο ήταν κανένας ποτέ. Πόσο απωθητική μας φαίνεται τώρα αυτή η χονδροειδής, πνιγηρή, φαιά απόλαυση, όπως την εννοούν εκείνοι που αγαπούν τις απολαύσεις, οι «καλλιεργημένοι άνθρωποι» μας, οι πλού-σιοί μας και οι διευθύνοντές μας! Με πόση κακεντρέχεια ακούμε τώρα το μεγάλο πανηγυρτζίδικο ταμπούρλο με το οποίο ο «καλλιεργημένος άνθρωπος» και κάτοικος της πόλης αφήνεται σήμερα να βιαστεί από την τέχνη, το βιβλίο και τη μουσική για να φτάσει στις «πνευματικές απολαύσεις» -με τη βοήθεια πνευματικών ποτών! Πόσο κακό κάνει τώ-ρα στ' αφτιά μας η θεατρική κραυγή του πάθους, πόσο ξένη έχει γίνει για το γούστο μας όλη η ρομαντική οχλαγοιγία και ανακατωσούρα των αισθήσεων, την οποία αγαπάει η καλλιεργημένη πλέμπα, πόσο ξένες έχουν γίνει για μας όλες οι βλέψεις της πλέμπας αυτής για το υπέροχο, το εξυψωμένο, το παραστολισμένο"! Όχι, αν εμείς οι αναρρώνοντες εξακολουθούμε να χρειαζόμαστε γενικά μια τέχνη, είναι μια άλλη τέ-

14. Στο Έτσι μίλησε ο Ζαρατούστρα, το «παιδί» είναι η τρίτη «μεταμόρφωση του ηνεύματος». 15. Υπαινιγμός σιαν Ρίχαρντ Βάγκνερ και στο φεοηιβάλτου Μπαϋρόυτ. Ο Νίτσε είχε ανακαλύψει από το 1881 τον Μπιζε'.

ΠΡΟΛΟΓΟΣ ΣΤΗ ΔΕΥΤΕΡΗ ΕΚΔΟΣΗ 19

χνη -μια σκωπτική, ανάλαφρη, φευγαλέα, θεϊκά ατάραχη, θεϊκά τεχνη-τή τέχνη, που να ανεβαίνει σαν καθαρή φλόγα σ' έναν ανέφελο ουρα-νό. Προπαντός: χρειαζόμαστε μια τέχνη για καλλιτέχνες, μόνο για καλ-λιτέχνες! Καταλαβαινόμαστε τώρα καλύτερα όσον αφορά στο τι είναι απαραίτητο κατά πρώτο λόγο γι' αυτή την τέχνη: ευδιαθεσία, κάθε ευ-διαθεσία, φίλοι μου! -ακόμη και ως καλλιτέχνες: θα ήθελα να το απο-δείξω αυτό. Μερικά πράγματα τα ξέρουμε τώρα πάρα πολύ καλά εμείς οι γνώστες: ω, πώς μαθαίνουμε τώρα να ξεχνάμε καλά", και να είμα-στε καλοί στο να μην ξέρουμε", ως καλλιτέχνες! Κι όσον αφορά στο μέλλον μας: δεν υπάρχει περίπτωση να μας βρει κανείς στα χνάρια ε-κείνων των νεαρών Αιγυπτίων που κάνουν τη νύχτα ανασφαλή μέρη τους ναούς, αγκαλιάζουν τα αγάλματα και θέλουν με κάθε τρόπο να ξεσκεπάσουν, να αποκαλύψουν και να φέρουν στο άπλετο φως καθετί για το οποίο υπάρχουν βάσιμοι λόγοι να είναι κρυμμένο. Όχι, αυτό το κακό γούστο, αυτή η θέληση για αλήθεια, για «αλήθεια με κάθε τίμη-μα'®», αυτή η νεανική τρέλα με την αγάπη της αλήθειας είναι κάτι που μας αηδιάζει: είμαστε πάρα πολύ έμπειροι, πάρα πολύ σοβαροί, πάρα πολύ πρόσχαροι, πάρα πολύ καμένοι, πάρα πολύ βαθιοί για κάτι τέ-τοιο... Δεν πιστεύουμε πια πως η αλήθεια παραμένει ακόμη αλήθεια όταν της βγάλεις το πέπλο· έχουμε ζήσει πάρα πολύ για να πιστεύουμε κάτι τέτοιο. Σήμερα θεωρούμε ζήτημα ευπρέπειας το να μη θέλει κα-νείς να βλέπει τα πάντα γυμνά, να παρευρίσκεται σε όλα, να καταλα-βαίνει και να «ξέρει» τα πάντα. «Είναι αλήθεια πως ο καλός θεός είναι παρών παντού;» ρωτούσε ένα κοριτσάκι τη μητέρα του: «Αυτό το βρί-σκω όμως άπρεπο». -Ιδού μια υπόδειξη για τους φιλοσόφους! θα έπρε-πε να δείχνουμε περισσότερο σεβασμό προς την αιδώ με την οποία κρύ-βεται η ςρυση πίσω από αινίγματα και πολύχρωμες αβεβαιότητες". Μή-πως είναι και η αλήθεια μια γυναίκα που έχει λόγους να μη μας αφήνει να δούμε τους λόγους της; Μήπως το όνομα της είναι -για να μιλήσουμε ελληνικά- Βαυβώ^;... Αχ, αυτοί οι Έλληνες! 'Ηξεραν να ζουν: πράγμα

16. Για τη λήθη, βλ. επίσης Η γενεαλογία της ηθικής, II, § 1-3. 17. Βλ. επίσης Πέρα από το καλό και το κακό, § 229-230. 18. Για τη θέληση για αλήθεια, βλ. ιδιαίτερα Πέρα από το καλό και το καπό, § 1. 19. Ο Νίτσε επανερμηνεΰει εδώ την περίφημη φράση του Ηράκλειτου «Η φΰση αρέσκεται να κρύβεται» (εκδ. Diels-Kranz, απ. 123). 20. Κοπιά την αρχαία ελληνική μυθολογία, γυναίκα του Δυσαΰλη, η οποία φιλοξένησε τη Δήμητρα και τον Ίακχο στην Ελευσίνα. Η Δήμητρα, απελπισμένη επειδή δεν μπορούσε να βρει την κόρη της που έψαχνε, αρνήθηκε να γευτεί το ζωμό που της πρόσφερε η Βαυβώ. Τότε εκείνη σήκοκιε τα ροι3χατης και έδειξε τα οπίσθια της. Η Δήμητρα γέλασε και έσιερξε να γευτεί τον ζωμό.

20 Η ΧΑΡΟΥΜΕΝΗ ΕΠΙΣΤΗΜΗ

που απαιτεί να σταματάς θαρραλέα στην επιφάνεια, στην πτυχή, στην επιδερμίδα, να λατρεύεις τη φαινομενικότητα, να πιστεύεις στις μορ-φε'ς, στους ήχους, στις λέξεις, σ' ολόκληρο τον Όλυμπο της φαινομενι-κότητας! Αυτοί οι Έλληνες ήταν επιφανειακοί -από βάθοςΙ Και μήπως εκεί δεν ξαναγυρίζουμε, εμείς οι ριψοκίνδυνοι του πνεύματος, που σκαρ-φαλώσαμε στην πιο ψηλή και επικίνδυνη κορυφή της σύγχρονης σκέψης και που κοιτάξαμε ολόγυρα μας από εκεί πάνω -που κοιτάξαμε κάτω μας από κει πάνω; Μήπως δεν είμαστε, ακριβώς απ' αυτή την άποψη. Έλληνες; Λάτρεις των μορφών, των ήχων, των λέξεων; Και γι' αυτό ακριβώς -καλλιτέχνες;

Ρούτα, κοντά στη Γένοβα, φθινόπωρο του 1886

«Αστείο, πανουργία και εκδίκηση^^»

Πρελονδιο σε γερμανικές ρίμες

1. Πρόσκληση

Τολμήστε να δοκιμάσετε το φαγητό μου, φαγάδες! Αύριο θα το βρείτε καλύτερο Και μεθαύριο θα σας φανεί καλό! Κι αν θελήσετε τότε κάτι παραπάνω Οι επτά παλιές συνταγές μου Θα μου δοδσουν το θάρρος να κάνω επτά καινούργιες.

2. Η ευτυχία μου

Από τότε που κουράστηκα να ψάχνω, Έμαθα να βρίσκω. Κι από τότε που ένας άνεμος μού εναντιώθηκε, Σαλπάρω μ' όλους τους ανέμους.

3. Ατρόμητος

Όπου και να βρίσκεσαι, σκάβε βαθιά! Κάτω είναι η πηγή! Άσε τους σκοτεινούς ανθρώπους να φωνάζουν: «Κάτω υπάρχει πάντα μόνο η κόλαση».

4. Αιάλογος

Α. - Ήμουν άρρωστος; Γιατρεύτηκα;

21. Τίτλος ενός Singspiel του Γκαίτε, το οποίο γράcptηκε το 1790.0 φίλος τού Νίτσε Πετερ Γκαοττο μελοποίησε το 1880.

22 Η ΧΑΡΟΥΜΕΝΗ ΕΠΙΣΤΗΜΗ

Και ποιος ήταν ο γιατρός μου; Πώς τα ξέχασα όλα τοιπα! Β. - Μόνο τώρα πιστεΐίω πως γιατρετίτηκες: Γιατί υγιής είναι όποιος εχει ξεχάσει.

5. Στονς ενάρετους

Ακόμη κι οι αρετές μας πρέπει να έχουν ελαφρά πόδια: Σαν τους στίχους του Ομήρου, πρέπει να έρχονται και να φε·ύγονν\

6. Σοφία τον κόσμου

Μη μένεις κάτω στο χώμα! Και μην ανεβαίνεις πάρα πολυ ψηλά! Ομορφότερος φαίνεται ο κόσμος Από ένα μέσο τ3α|)ος.

7. Vademecum-Vadetecum [Ακολούθα με-Ακολούθα τον εαυτό σου]

Σε γοητεύει η τέχνη και η γλώσσα μου, Μ' ακολουθείς, έρχεσαι πίσω μου; Κοίτα να είσαι πιστός μόνο στον εαυτό σου. Κι έτσι θα μ' ακολουθήσεις -μαλακά, μαλακά!

8. AΛλάζoirtaς το τρίτο δέρμα

Το δέρμα μου σχίζεται και σκάει, καθώς το φίδι Μέσα μου ποθεί, σαν να μην είχε Φάει ήδη αρκετή γη, να φάει μ' ορμή Περισσότερη γη. Σέρνομαι ανάμεσα Στο χόρτο και τις πέτρες. Πεινασμένος στον ελικοειδή μου δρόμο Να φάω αυτό που έτρωγα πάντα:

«ΑΣΤΕΙΟ, ΠΑΝΟΥΡΓΙΑ ΚΑΙ ΕΚΔΙΚΗΣΗ» 23

Εσένα, φαΐ των φιδιών, εσένα, γη!

9. Τα τριαντάφνλλά μου

Ναι! η ευτυχία μου θέλει να δώσει ευτυχία Κάθε ευτυχία θέλει ναι να δώσει ευτυχία, Θέλετε να κόψετε τα τριαντάφυλλά μου;

Πρέπει να σκύψετε και να κρυςρτείτε Μέσα στα βράχια και στις βάτους. Και συχνά να γλείφετε τα δάχτυλά σας!

Γιατί η ευτυχία μου αγαπάει τα πειράγματα. Γιατί η απόλαυση μου αγαπάει τις κατεργαριές! Θέλετε να κόψετε τα τριαντάφιυλλά μου;

10. Ο καταφρονψής

Πολλά πράγματα αφήνω να πέσουν και να χαθούν Και γι' αυτό λέτε με λέτε καταφρονητη. Όποιος πίνει από ξέχειλο ποτήρι, Αφήνει να πέσει και να χυθεί πολύ. Δίχως να καταφρονεί όμως το κρασί.

11. Η παροιμία λέει

Δηκτικός και πράος, χυδαίος και λεπτός, Οικείος και ξένος, βρόμικος και καθαρός. Τόπος συνάντησης τρελών και σοςρών: Όλα τούτα είμαι και θέλω να είμαι.

Περιστέρι και φίδι και γουρούνι μαζί!

12. Σ' έναν φίλο του φωτός

Αν δεν θέλεις να εξασθενήσουν τα μάτια και το μυαλό σου

24 Η ΧΑΡΟΥΜΕΝΗ ΕΠΙΣΤΗΜΗ

Τρέχα πίσω από τον ήλιο -στη σκιά.

13. Για χορευτές

Ο λείος πάγος Ένας παράδεισος Για κείνον που ξε'ρει να χορεύει καλά.

14. Το παλικάρι

Καλύτερα μια ατόφια έχθρα Παρά μια φιλία κολλημένη με κόλλα.

15. Σκουριά

Χρειάζεται κι η σκουριά" να είσαι κοφτερός δεν αρκεί! Αλλιώς θα λένε πάντα για σένα: «Είναι πολύ νέος!»

16. Προς τα πάνω

«Πώς θα (ρτάσω γρηγορότερα στην κορφή του βουνσυ;» «Συνέχισε να ανεβαίνεις και μην το πολυσκέςρτεσαι».

17. Το απόφθεγμα του ανθρώπου της βίας

Ποτέ σου μην παρακαλάς! Άσε τα κλαψουρίσματα! Παίρνε, σου λέω, πάντα παίρνε!

18. Μαζεμένες ψυχές

Μισώ τις μαζεμένες ψυχές. Δεν έχουν τίποτα καλό και σχεδόν τίποτα κακό.

«ΑΣΤΕΙΟ, ΠΑΝΟΥΡΓΙΑ ΚΑΙ ΕΚΔΙΚΗΣΗ» 25

19. ο ακούσιος σαγηνευτής

Πέταξε μια κούφια λέξη για να περάσει η ώρα, Στον αέρα -κι όμως μ' αιπήν «έπεσε» μια γυναίκα.

20. Προς εξέταση

Τον διπλό πόνο τον αντέχεις πιο εύκολα Απ' τον μονό: θέλεις να το ρισκάρεις;

21. Ενάντια στην έπαρση

Μη φουσκώνεις: γιατί αλλιώς Το παραμικρό τσίμπημα θα σε κάνει να σκάσεις.

22. Άντρας και γυναίκα

«Άρπαξε τη γυναίκα για την οποία χτυπάει η καρδιά σου!» Έτσι σκέςπεται ο άντρας· η γυναίκα δεν αρπάζει, κλέβει.

23. Ερμηνεία

Όταν ερμηνεύω τον εαυτό μου, μπαίνω μέσα στην ερμηνεία μου. Δεν μπορώ να γίνω ερμηνευτής του εαυτού μου. Όποιος όμως χαράζει τον δικό του δρόμο, Φωτίζει περισσότερο και τη δική μου εικόνα.

24. Φάρμακο για πεσιμιστές

Παραπονιέσαι πως δεν βρίσκεις τίποτα του γούστου σου; Πάντα, φίλε μου, οι παλιές ιδιοτροπίες; Σ' ακούω να βλαστημάς, να θορυβείς και να φτύνεις. Η υπομονή κι η καρδιά μου σπάνε.

26 Η ΧΑΡΟΥΜΕΝΗ ΕΠΙΣΤΗΜΗ

Ακολούθα με, φίλε! Αποφάσισε ελεύθερα Να καταπιείς ε'να παχουλό βατράχι! Γρήγορα και δίχως να καλοκοιτάξεις! Αυτό θα σε γιατρέψει απ' τη δυσπεψία!^^

25. Παράκληση

Ξε'ρω το μυαλό πολλών ανθρώπων Κι όμως δεν ξέρω ποιος είμαι εγώ! Το μάτι μου είναι πολΰ κοντά μου, Δεν είμαι αιττό που βλέπω και είδα. Θα ϋχρελουσα περισσότερο τον εαυτό μου Αν μπορούσα να βρεθώ μακριά απ' αυτόν. Όχι, βέβαια, τόσο μακριά σαν τον εχθρό μου! Ο καλύτερος φίλος μου είναι κιόλας πολύ μακριά μου Αλλά ανάμεσα σ' αυτόν και σε μένα η μέση! Μαντεύετε για τι πράγμα παρακαλώ;

26. Η σκληρότητά μου

Πρέπει να δρασκελίσω εκατό σκαλιά, Πρέπει ν' ανεβώ και σας ακούω να φωνάζετε: «Είσαι σκληρός! Μα από πέτρα είμαστε;» Πρέπει να δρασκελίσω εκατό σκαλιά, Και κανένας δεν θέλει να 'ναι σκαλοπάτι.

27. Ο ταξιδιώτης

«Δεν υπάρχει πια μονοπάτι! Αβυσσος ένα γύρο και νεκρική σιγη!» Έτσι το ήθελες! Η θέληση σου βγήκε από το μονοπάτι!

22.0 Νίτσε χρησιμοποιεί εδώ μια ισιορία που αναφέρουν ο Σαμφόρ και ο Σταντάλ οχετικά με κάποιον ντε Λεοέ, που, επειδή γνώριζε καλά την κοινωνία, έλεγε ότι θα έπρεπε να καταπίνει κανείς κάθε πρωί ένα παχουλό βατράχι, για να μη βρίσκει πια τίποτε αηδιαστικό την υπόλοιπη μέρα.

«ΑΣΤΕΙΟ, ΠΑΝΟΥΡΓΙΑ ΚΑΙ ΕΚΔΙΚΗΣΗ» 27

Έλα, ταξιδιώτη, ήρθε η στιγμή! Κοίτα ψυχρά και καθαρά! Είσαι χαμένος, αν πιστέψεις σεον κίνδυνο.

28. Παρηγοριά για αρχάριους

Κοίτα το παιδί ανάμεσα στα γουροΰνια, Αβοήθητο, με συσπασμένα δάχτυλα! Μπορεί να κλαίει, μόνο να κλαίει -Θα μάθει άραγε ποτέ να στέκεται όρθιο και να περπατάει; Μη φοβάστε! Και γρήγορα θα δείτε, νομίζω, Το παιδί να χορεύει! Μόλις μπορέσει να στηριχτεί στα δυο του πόδια Θα στηριχτεί και στο κεφάλι του.

29. Εγωισμός των αστεριών

Αν εγώ, ένα στρογγυλό βαρέλι που κυλάει, Δεν συνέχιζα να περιστρέφομαι συνέχεια. Πώς θα γλίτωνα απ' το κάψιμο Καθώς τρέχω πίσω απ' τον φλογερό ήλιο;

30. Ο πλησίον

Δεν μ' αρέσει ο πλησίον μου κοντά μου: Και θα ήθελα να ήταν ψηλά και μακριά! Πώς αλλιώς θα γινόταν το αστέρι μσυ;

31. Ο μεταμφιεσμένος άγιος

Για να μη μας καταπιέζει η ευτυχία σου Φοράς τα γνωρίσματα του διαβόλου. Την ευφυΐα του και τα ρούχα του. Μάταια όμως! Μέσα απ' τα μάτια σου Ακτινοβολεί η αγιοσύνη!

28 Η ΧΑΡΟΥΜΕΝΗ ΕΠΙΣΤΗΜΗ

32. Ο ανελεύθερος

Α. - Στέκει κι αφουγκράζεται: τι μπόρεσε να τον σαοπίσει; Τι άκουσε να βουίζει στ' αφτιά του; Τι ήταν αυτό που τον ακινητοποίησε; Β. - Σαν όλους που φόρεσαν κάποτε αλυσίδες Έτσι κι αυτός ακούει παντού τον θόρυβο τους.

33. Ο μοναχικός

Απεχθάνομαι να ακολουθώ, απεχθάνομαι να ηγούμαι. Να υπακούω; Όχι! Και να κυβερνώ; Όχι! Όποιος δεν φοβάται τον εαυτό τον δεν προκαλεί φόβο σε κανέναν. Και μόνον όποιος προκαλεί φόβο μπορεί να οδηγήσει άλλους! Απεχθάνομαι ακόμη και να οδηγώ τον εαυτό μου! Μ' αρέσει, σαν τα ζώα του δάσους και της θάλασσας, Να χάνομαι για αρκετή ώρα Να κάθομαι οκλαδόν σε κάποιο γοητευτικό λαβύρινθο Να καλώ τέλος τον εαιπό μου από μακριά Να τον πλανεύω να έρθει πάλι κοντά μου.

34. Seneca et hoc genus omne [Ο Σενέκας^ και οι όμοιοί του]

Γράςρουν κι όλο γράφουν τις ανυπόφορα σοφές τσυς κουταμάρες. Σαν να αλήθευε το: primum scribere, Deinde philosophari [Πρώτα να γράφεις Και μετά να φιλοσοφείς]

35. Πάγος

Ναι! Κάπου-κάπου ςρτιάχνω πάγο: Είναι χρήσιμος για την πέψη! Αν έχετε πολλά να χωνέψετε, Α, πόσο θα σας αρέσει ο πάγος μου!

23. Λατίνος σιωικός φιλόσοφος (4 π.Χ.-65 μ.Χ)

«ΑΣΤΕΙΟ, ΠΑΝΟΥΡΓΙΑ ΚΑΙ ΕΚΔΙΚΗΣΗ» 29

36. Νεανικά γραπτά

Της σοφίας μου το άλφα και το ωμέγα Ακούω πάλι. Τι άκουσα; Τώρα ηχοΰν αλλιώς, Το μόνο που ακούω τώρα είναι Το αιώνιο αχ! και ωχ! της νιότης μου.

37. Σύνεση

Σε τούτη την περιοχή δεν ταξιδεύει κανείς με ασφάλεια-Κι αν έχεις μυαλό, διπλασίασε την προσοχή σου! Σε δελεάζουν και σ' αγαπούν ώσπου να σε κατασπαράξουν: Είναι ενθουσιώδη πνεύματα: ποτέ δεν έχουν πνεύμα!

38. Ο ευσεβής μιλάει

Ο Θεός μάς αγαπάει επειδή μας έπλασε! «Ο άνθρωπος έπλασε το Θεό!» -είναι η λεπτή απάντηση σας. Και ο άνθρωπος δεν πρέπει να αγαπάει αυτό που έπλασε; Κι επειδή τον έπλασε, θα 'πρεπε τώρα να τον αρνηθεί; Αυτό χωλαίνει, σαν του διαβόλου την οπλή.

39. Το καλοκαίρι

Με τον ιδρώτα του προσώπου μας^ Πρέπει να τρώμε το ψωμί μας; Όταν είσαι ιδρωμένος, καλύτερα να μην τρως τίποτα. Κατά τους υπολογισμούς των σοφών γιατρών. Το λιοπύρι μας γνέφει: τι λείπει; Τι σημαίνει το σινιάλο της ςρωτιάς του; Με τον ιδρώτα του προσώπου μας Πρέπει να πίνουμε το κρασί μας!

24. meaig, 3,19.

30 Η ΧΑΡΟΥΜΕΝΗ ΕΠΙΣΤΗΜΗ

40. Χωρίς φθόνο

Ναι, η ματιά του δεν έχει φθόνο· και τον τιμάτε γι' αυτό; Καθόλου δεν τον νοιάζουν οι τιμε'ς σας· Έχει το αετίοιο μάτι για το μακρινό, Δεν σας βλε'πει! - Βλέπει μόνο τα άστρα, τα άστρα!

41. Ηρακλειησμός

Μόνον ο αγώνας, φίλοι μου, Φέρνει κάθε ευτυχία στη γη! Και για να γεννηθεί η φιλία Χρειάζεται η κάπνα του μπαρουτιοΰ! Κι οι φίλοι γίνονται ένα σε τρία πράγματα: Αδέλφια στην ανάγκη, Ίσοι μπροστά στον εχθρό Ελεύθεροι - μπροστά στο θάνατο!

42. Βασική αρχή των πολύ εκλεπτυσμένων

Καλύτερα στις μύτες των ποδιών σου, Παρά με τα τέσσερα! Καλύτερα μέσα από μια κλειδαρότρυπα, Παρά από ορθάνοιχτες πόρτες!

43. Συμβουλή

Έχεις το νου σου στη δόξα; Τότε άκου το μάθημα: Να αρνείσαι εγκαίρως, ελεύθερα Τις τιμές!

44. Αυτός που φτάνει στο βάθος

Ερευνητής εγώ; Ω, μη λέτε αυτη τη λε'ξη!

«ΑΣΤΕΙΟ, ΠΑΝΟΥΡΓΙΑ ΚΑΙ ΕΚΔΙΚΗΣΗ» 31

Εγώ είμαι μόνο βαρύς -τόσο πολλά κιλά! Πέςρτω, πέφτω συνεχώς Και τέλος φτάνω στο βάθος!

45. Για πάντα

«Έρχομαι σήμερα, γιατί έτσι μου αρέσει σήμερα», Σκέφτεται εκείνος που έρχεται για πάντα. Τι τον νοιάζει τι θα πει ο κόσμος: «Έρχεσαι πολΰ νωρίς! Έρχεσαι πολύ αργά!»

46. Κρίσεις των κουρασμένων

Όλοι οι κουρασμένοι καταριούνται τον ήλιο. Η αξία των δέντρων είναι γι' αυτους -η σκιά τους.

47. Πτώση

«Βουλιάζει, πέφτει τώρα», κοροϊδεύετε συνεχώς. Η αλήθεια είναι: κατεβαίνει κάτω σε σας! Η υπερβολική ευτυχία του του έχει γίνει βάρος Το υπερβολικό φως του αναζητά το σκοτάδι σας.

48. Εναντίον των νόμων

Από σήμερα κρέμεται στο λαιμό μου Από ένα τρίχινο κορδόνι ένα ρολόι. Από σήμερα σταματά η κίνηση των άστρων και του ήλιου. Το λάλημα του πετεινού κι οι σκιές. Και καθετί που μου έδειχνε άλλοτε το χρόνο Είναι τώρα κουφό, βουβό, τυφλό. Όλη η φύση γύρω μου σιωπά Καθώς ηχεί το τικ τακ του νόμου και του ρολογιού.

32 Η ΧΑΡΟΥΜΕΝΗ ΕΠΙΣΤΗΜΗ

49. Ο σοφός μιλά

Ξένος προς τον λαό κι όμως χρήσιμος στον λαό, Ακολουθώ τον δρόμο μου, άλλοτε ήλιος, άλλοτε σΰννεφο Πάντα όμως πάνω από τούτο τον λαό!

50. Χάνοντας το μυαλό

Ατπή έχει τώρα πνεύμα - πώς μπόρεσε να το βρει; Εξαιτίας της ένας άντρας έχασε τα μυαλά του. Το μυαλό του ήταν πλούσιο πριν απ' αυτή τη διασκέδαση: Στο διάβολο πήγε το μυαλό του - όχι, όχι! Στη γυναίκα!

51. Ευσεβείς πόθοι

«Μακάρι να χάνονταν αμέσως Όλα τα κλειδιά Και σε κάθε κλειδαριά Να γύριζε το αντικλείδι!» Έτσι σκέφτεται συνεχώς Όποιος είναι -αντικλείδι.

52. Γράφοντας με το πόδι

Δεν γράφω μόνο με το χέρι: Το πόδι μου θέλει κι αυτό πάντα να κάνει το γραφιά. Γερό, ελεύθερο κι ανδρείο με περνάει Άλλοτε μέσα από τον κάμπο Άλλοτε μέσα από το χαρτί.

53. Ανθρώπινο, πάρα πολύ ανθρώπινο». Ένα βιβλίο^

Μελαγχολικά και φοβισμένα κοιτάς προς τα πίσω

25.0 τιρώιος τόμος του βιβλίου αυτού του Νίτσε εκδόθηκε το 1878 και ο δεύτερος τον επόμενο χρόνο. Ξανακυκλοφόρησαν μαζί το 1886 με προσθήκη ενός προλόγου.

«ΑΣΤΕΙΟ, ΠΑΝΟΥΡΓΙΑ ΚΑΙ ΕΚΔΙΚΗΣΗ» 33

Εμπιστεύεσαι το μέλλον όταν εμπιστεύεσαι τον εαυτό σου. Ω πουλί, να σε κατατάξω στους αετούς; Είσαι η αγαπημένη κουκουβάγια της Αθηνάς;

54. Στον αναγνώστη μον

Καλά δόντια, καλό στομάχι Αυτά σου εύχομαι! Κι αν χώνεψες το βιβλίο μου Σίγουρα θα τα πας καλά μαζί μου!

55. Ο ρεαλιστής ζωγράφος

«Πιστά η ςρύση, στο ακέραιο η φύση!» -Πώς να την πιάσει αυτός; Πότε εξαντλήθηκε η φύση σε εικόνες; Ατέλειωτο είναι και το μικρότερο κομμάτι του κόσμου! Αυτός ζοαγραφίζει τελικά ό,τι του αρέσει. Και τι του αρέσει; -Ό,τι μπορεί να ζωγραφίσει!

56. Κενοδοξία ποιητή

Δώστε μου κόλλα και γρήγορα Θα βρω τα ξύλα μόνος μου. Να βάλεις νόημα σε τέσσερις ρίμες δίχως νόημα -δεν είναι μικρή περηφάνια!

57. Επιλεγμένο γούστο

Αν μ' άφηναν να διαλέξω ελεύθερα. Ευχαρίστως θα διάλεγα μια θεσούλα Στη μέση του παράδεισου: Κι ακόμη πιο πρόθυμα -μπροστά στην πόρτα του!

34 Η ΧΑΡΟΥΜΕΝΗ ΕΠΙΣΤΗΜΗ

58. Η στροφή μύτη

Η μ·ύτη κοιτάει με αναίδεια Στη χώρα· τα ρουθοΰνια της φουσκώνουν. Γι' αυτό εσύ, ακέρατε ρινόκερε, Περήφανο ανθρωπάκι, πε'φτεις όλο μπροστά! Κι ε'τσι πάντα μαζί πηγαίνουν! Ολόισια περηφάνια και στραβή μΰτη.

59. Η πένα γρατζουνάει

Η πένα γρατζουνάει: κόλαση! Είμαι λοιπόν καταδικασμένος να γρατζουνάω; Γρήγορα τη βουτάω στο μελανοδοχείο Και γράφω με παχιά κύματα μελάνης. Πώς τρέχει, τόσο γεμάτα, τόσο πλατιά! Πώς πετυχαίνει τώρα καθετί που επιχειρώ! Μόνο που το γράψιμο δεν είναι καθαρό -Μα τι με νοιάζει; Και ποιος διαβάζει αυτά που γράφω;

60. Ανώτεροι άνθρωποι

Αυτός ανεβαίνει ψηλά -πρέπει να τον επαινούμε! Να όμως ένας άλλος· έρχεται πάντα από ψηλά! Ζει εκεί όπου ποτέ δεν φτάνει ο έπαινος -Είναι από ψηλά.

61. Ο σκεπτικιστής μιλά

Η μισή ζ(ύή σου πέρασε, Ο δείκτης προχωρεί, η ·ψυχή σου τρέμει! Πολύ καιρό περιπλανιέται και ψάχνει Και δεν βρίσκει -και διστάζει εδώ; Η μισή ζ(ΰη σου πέρασε. Και κάθε ώρα της ήταν θλίψη και πλάνη!

«ΑΣΤΕΙΟ, ΠΑΝΟΥΡΓΙΑ ΚΑΙ ΕΚΔΙΚΗΣΗ» 35

Τι ψάχνεις ακόμα; Γιατί-, Αυτό ακριβώς ψάχνω - το λχίγο του λόγου!

62. Ecce Homo [Ίδε ο άνθρωπος^]

Ναι, ξέρω από που έρχομαι! Αχόρταγος σαν φλόγα, Καίγομαι και τρώω τον εαυτό μου. Ό,τι πιάνω γίνεται φως Ό,τι αφήνω είναι στάχτη: Σίγουρα, είμαι φλόγα!

63. Ηθική των άστρων

Προκαθορισμένο για την τροχιά των άστρων, Τι σε νοιάζουν, αστέρι, τα σκοτάδια; Κΰλα μακάρια μέσα από τούτη την εποχή! Η δυστυχία της είναι ξένη και μακρινή για σένα! Το φως σου ανήκει στον πιο μακρινό κόσμο: Αμαρτία πρέπει να είναι για σένα ο οίκτος! Ένας και μόνο νόμος ισχύει για σένα: να 'σαι καθαρό!

26. Η έκφραση αυτή, που αποτελεί και τίτλο ενός βιβλίου ταυ Νίτσε, ευτώθηκε από τον Πόντιο Πιλάτο για τον Ιησοΰ. Βλ. Κατά Ιωάννην ευαγγέλιον, ιθ', 6.

Πρώτο βιβλίο

1. Οι δάσκαλοι τον σκοπού της ενθαδικής ύπαρξης. -Είτε κοιτώ με καλό είτε με κακό μάτι τους ανθρώπους, τους βρίσκω να ασχολούνται πάντα μ' ένα καθήκον, όλοι μαζί κι ο καθένας χωριστά: να κάνουν ό,τι εξυπηρετεί τη διατήρηση του ανθρώπινου είδους". Κι αυτό, στ' αλή-θεια, όχι από κάποιο αίσθημα αγάπης για το είδος αυτό, αλλά απλώς επειδή δεν υπάρχει μέσα τους τίποτε πιο παλιό, πιο δυνατό, πιο ανελέ-ητο και πιο ακατανίκητο απ' αυτό το ένστικτο -επειδή αυτό το ένστικτο αποτελεί την ουσία του είδους μας, της αγέλης μας. Όσο γρήγορα κι αν ξεχωρίζουμε τους ομοίους μας, με τη γνωστή μυωπία, από πέντε βήματα απόσταση, σε ωφέλιμους και επιβλαβείς, κάλους και κακούς ανθρώ-πους, όταν κάνουμε κάποιο συνολικό απολογισμό, όταν σκεφτόμαστε το όλον περισσότερο, γινόμαστε δύσπιστοι μπροστά & αυτό το ξεκαθά-ρισμα και τον διαχωρισμό και τελικά τον παρατάμε. Ακόμη κι ο πιο επιβλαβής άνθρωπος είναι ίσως ο πιο ωφε'λιμος όσον αφορά στη διατή-ρηση του είδους: κι αυτό, επειδή διατηρεί είτε μέσα του είτε στους άλ-λους (μέσω της επίδρασης που ασκεί σ' αυτούς) ενορμήσεις δίχως τις οποίες η ανθρωπότητα θα είχε προ πολλού χαλαρώσει ή σαπίσει. Το μίσος, η χαιρεκακία, η δίψα για αρπαγή και για κυριαρχία, κι ό,τι άλλο ονομάζεται κακό, ανήκουν στην εκπληκτική οικονομία της διατήρησης του είδους, ασφαλώς σε μια οικονομία δαπανηρή, σπάταλη και εν συ-νόλω υπέρμετρα τρελή: είναι αποδεδειγμένο γεγονός όμως ότι αυτή δια-τήρησε το είδος μας ώς τώρα. Δεν ξέρω πια αν εσυ, αγαπητέ μου συνάν-θρωπε και πλησίον, θα μπορούσες να ζήσεις αποκλειστικά προς ζημίαν του είδους, άρα «παράλογα» και «κακά». Εκείνο που είχε μπορέσει να βλάψει το είδος, ίσως έχει πεθάνει εδώ και πολλούς αιώνες και ανήκει τώρα σ' εκείνα τα πράγματα που δεν μπορεί να πραγματοποιήσει ούτε ο ίδιος ο Θεός. Υποτάξου στις καλύτερες ή τις χειρότερες επιθυμίες σου, και προπάντων: τράβα στον αφανισμό σου! -και σης δυο περιππό-σεις θα παραμένεις με τον ένα ή τον άλλο τρόπο ενισχυτής και ευεργέ-της της ανθρωπότητας, και γι' αυτό θα δικαιοϋσαι να βρίσκεις ανθρώ-

27. Η άποτίτη αιπη του Νίτσε για τη διατήρηση του είδους, όπου κάθε άτομο κάνει ό,τι μπορεί για να μην αλλάξει το είδος, είναι τελείως α\η(θετη από εκείνη nwu διατύπω-σε ο Δαρβίνος στο έργο του Η καταγωγή των ειδών (1854). Ο Νίτσε μιλά βέβαια μΰνο για το ανθρώπινο είδος.

38 Η ΧΑΡΟΥΜΕΝΗ ΕΠΙΣΤΗΜΗ

πους που θα σε εξυμνούν -αλλά και ανθρώπους που θα σε χλευάζουν! Ποτε' όμως δεν θα βρεις κάποιον που θα ήξερε να σε γελοιοποιήσει ολοκληρωτικά, εσένα, το μεμονωμένο άτομο, ακόμη και στα καλύτερα στοιχεία που έχεις, και να σε κάνει να νιώσεις, τόσο όσο θα απαιτούσε η αλήθεια, την απέραντη μυγίσια και βατραχίσια κακομοιριά σου! Μέ-χρι τώρα, ακόμη και οι άριστοι δεν είχαν αρκετή αίσθηση της αλή-θειας, ακόμη και οι πιο προικισμένοι είχαν πάρα.πολύ λίγο πνεύμα ώ-στε να γελάσουν με τον εαυτό τους -όπως θα απαιτούσε η πλήρης αλή-θεια] Ίσως όμως υπάρχει ακόμη κάποιο μέλλον για το γέλιο! Κι αυτό θα γίνει όταν η θέση «το είδος είναι το παν, ο ένας είναι κανένας» ενσωματωθεί στην ανθρωπότητα, κι όταν η πρόσβαση σ' αυτή την έ-σχατη απελευθέρωση και ανευθυνότητα είναι ανοιχτή σε όλους ανά πάσα στιγμή. Ίσως συνδεθεί τότε το γέλιο με τη σοφία, ίσως να υπάρχει τότε μόνον η «χαρούμενη επιστήμη». Για την ώρα όμως τα πράγματα είναι τελείως διαφορετικά. Για την ώρα, η κωμωδία της ενθαδικής ύ-παρξης δεν «απέκτησε ακόμη συνείδηση» του εαυτού της. Για την ώρα συνεχίζουμε να ζούμε στην εποχή της τραγωδίας, στην εποχή των ηθι-κών και των θρησκειών. Τι σημαίνουν οι συνεχείς εκ νέου εμφανίσεις αυτών των ιδριττών ηθικών και θρησκειών, αυτών των υποκινητών αγώ-v(i)v γύρω από ηθικές εκτιμήσεις, αυτών των δασκάλων των τύψεων και των θρησκευτικών πολέμων; Τι σημαίνουν αυτοί οι ήρωες πάνω σ' αυτή τη σκηνή; Γιατί μέχρι τώρα αυτοί ήταν οι ήρωες αυτής της σκηνής και καθετί άλλο, που για ένα διάστημα ήταν το μόνο ορατό και εγγύτατο, χρησίμευε πάντα για την προετοιμασία αυτών των ηρώοιν, είτε ως μη-χανισμοί και παρασκήνια είτε με τον ρόλο των έμπιστων και των θαλα-μηπόλων. (Οι ποιητές^, παραδείγματος χάρη, ήταν πάντα θαλαμηπό-λοι κάποιας ηθικής.) -Είναι αυτονόητο πως αυτοί οι τραγωδοί δουλεύ-ουν επίσης υπέρ των συμφερόντων του είδους, ακόμη κι αν πιστεύουν πως δουλεύουν για το συμφέρον του Θεού και ως απεσταλμένοι του Θεού. Κι αυτοί επίσης προωθούν τη ζωή του είδους, προωθώντας την πίσιη στη ζωή. «Αξίζει τον κόπο να ζεις» -αυτό λένε όλοι τους-, «υπάρ-χει κάτι σ' αυτή τη ζωή, υπάρχει κάτι πίσω από τη ζωή, κάτω από τη ζωή· προσέξι:ε!» Από καιρού σε καιρό, η ενόρμηση α\πή, που υπάρχει εξίσου και στους ανώτερους και στους πιο κοινούς ανθρώπους -η ενόρ-μηση της διατήρησης του είδους- αναδύεται ως λογικό^' (Vernunft) και πάθος του πνεύματος. Τότε συνοδεύεται από μια λαμπρή ακολουθία

28.0 Νίτσε μπορεί να έχει εδώ στο νου του τον Ρίχαρντ Βάγκνερ, ο οποίος τέθηκε, σισν Πάραιφαλ, στην υπηρεσία της «ηθικής του οίκτου» του Σοπενάουερ. 29. Η λέξη αποδίδεται σία ελληνικά και «Λόγος».

ΠΡΩΤΟ ΒΙΒΛΙΟ 39

λόγων (αιτιών) και προσπαθεί με όλες του τις δυνάμεις να μας κάνει να ξεχάσουμε πώς κατά βάθος είναι ένστικτο, ενόρμηση, τρέλα, έλλειψη λόγων. Πρέπει να αγαπάμε τη ζωή για το λόγο ort-! Ο άνθρωπος πρέπει να προαγάγει τον εαυτό του και τον πλησίον του, για το λόγο ότι-\ Πόσα ονόματα παίρνουν και θα πάρουν στο μέλλον όλα αυτά τα Πρέπει και τα Επειδή! Και, προκειμένου αυτό που συμβαίνει αναγκαία και πάντα, από μόνο του και δίχως κανένα σκοπό, να φανεί στο εξής ότι γίνεται για κάποιο συγκεκριμένο σκοπό και να επιβληθεί με προδηλότητα στους ανθρώπους ως λογικό και έσχατη εντολή, εμφανίζεται ο ηθικοδιδάσκα-λος στη σκηνή, ως δάσκαλος «του σκοπού της ενθαδικής ύπαρξης». Και, για να πετύχει το έργο του, επινοεί μια δεύτερη και διαφορετική ενθα-δική ύπαρξη, και ξεκαρφώνει, με την καινούργια του μηχανική, την παλιά, συνηθισμένη ενθαδική ύπαρξη από τους παλιούς, συνηθισμένους μεντεσέδες της. Μάλιστα! Δεν θέλει καθόλου να γελάμε με την ενθαδι-κή ύπαρξη ή με τον εαυτό μας -ή μ' αυτόν. Γι' αντόν, ένας είναι πάντα ένας, κάτι πρώτο και έσχατο και πελώριο' γι' αυτόν δεν υπάρχει είδος, αθροίσματα, μηδενικά. Όσο τρελές και παραληρηματικές κι αν είναι οι επινοήσεις και οι εκτιμήσεις του, όσο κι αν παρανοεί την πορεία της φύσης και αρνείται τις συνθήκες της (και όλες οι ηθικές μέχρι τώρα ήταν τόσο τρελές και αντίθετες προς τη φύση που καθεμιά απ' αυτές θα κατέστρεφε την ανθρωπότητα στην περίπτωση που θα κατάφερνε να την εξουσιάσει), μολαταύτα! κάθε φορά που ο «ήρωας» εμφανιζόταν στη σκηνή, κάτι καινούργιο συνέβαινε, το φρικτό αντίθετο του γέλιου, το δυνατό ταρακούνημα που νιώθουν πολλά άτομα στη σκέ·ψη: «Ναι, η ζωή αξίζει! Ναι, είμαι άξιος να ζω!» Η ζωή κι εγώ κι εσύ και όλοι μαζί ξαναγινόμασταν ενδιαφέροντες για κάποιο διάστημα. -Είναι αναντίρ-ρητο ότι με τον καιρό όλοι αυτοί οι μεγάλοι δάσκαλοι του σκοπού υπο-τάχθηκαν στο γέλιο, στο λογικό και στη φύση: η σύντομη τραγωδία τε-λείωνε πάντα και επέστρεφε στην αιώνια κωμωδία της ενθαδικής ύ-παρξης· και τα «αναρίθμητα κύματα του γέλιου» -για να επαναλάβουμε τα λόγια του Αισχύλου^- σκέπαζαν μοιραία στο τέλος και τον μεγαλύ-τερο απ' αυτούς τους τραγωδούς. Όμως, παρά την ύπαρξη του διορθω-τικού αυτού γέλιου, η ανθρώπινη φύση έχει αλλάξει συνολικά από την αδιάλειπτη επανεμφάνιση αυτών των δασκάλων του σκοπού της ενθα-δικής ύπαρξης: τώρα έχει μία επιπλέον ανάγκη, την ανάγκη της συνε-χούς εμφάνισης τέτοιων δασκάλων και διδασκαλιών για το «σχοπό». Ο άνθρωπος έχει γίνει βαθμιαία ένα χιμαιρικό ζώο που έχει να εχπληρ(ό-σει μια συνθήκη ύπαρξης παραπάνω από κάθε άλλο ζώο: ο άνθραητος

30. Ανακριβής μετάφραση τοιν στίχων 89-90 του Προμι^θέα δείκτη του Αυϊχύλου.

40 Η ΧΑΡΟΥΜΕΝΗ ΕΠΙΣΤΗΜΗ

οφείλει από καιρού σε καιρό να πιστεύει πως γνωρίζει το γιατί υπάρ-χει· το είδος του δεν θα μπορούσε να ευδοκιμήσει χωρίς μια περιοδική εμπιστοσύνη στη ζωή! -χωρίς μια πίστη ότι υπάρχει λογική μέσα στη ζωή] Και η ανθρώπινη (ρυλή δεν θα πάψει να θεσπίζει από καιρού σε καιρό: «Υπάρχει κάτι με το οποίο στο εξής δεν πρέπει πια καθόλου να γελάμε!» Και ο πιο προνοητικός φίλος του ανθρώπου θα προσθέτει: «Στα μέσα και στις αναγκαιότητες για τη διατήρηση του είδους δεν ανήκουν μόνο το γέλιο και η χαρούμενη σοφία'', αλλά και το τραγικό μ' όλο το υπέρτατο ά-λογό του (Unfemunfl)». Και συνεπώς! Συνεπώς! Συνεπώς! Ω, με καταλαβαίνετε, αδέλφια μου; Καταλαβαίνετε αυτό τον καινούργιο νόμο της άμπωτης και της πλημμυρίδας; Θα έρθει και η δική μας ώρα!

2. Η διανοητική συνείδηση. -Πάντα κάνω το ίδιο πείραμα κι όμως πάντα αντιστέκομαι σ' αυτό, δεν θέλω να πισιέψω το αποτέλεσμα του, αν και μπορώ να το πιάσω με τα χέρια μου: οι περισσότεροι άνθρωποι δεν έχουν διανοητική συνείδηση. Πολλές φορές μου φάνηκε μάλιστα πως, όταν απαιτείς μια τέτοια διανοητική συνείδηση, βρίσκεσαι μέσα στις πιο πυκνοκατοικημένες πόλεις τόσο μόνος όσο στην έρημο. Όλοι σε κοιτούν σαν ξένο και συνεχίζουν να δουλεύουν τη ζυγαριά τους ονομά-ζοντας το ένα καλό και το άλλο κακό. Κανένας τους δεν κοκκινίζει από ντροπή όταν του πεις ότι τα ζύγια του είναι λειψά· κανένας μάλιστα δεν αγανακτεί μαζί σου και ίσως να γελάει με τις αμφιβολίες σου. Θέλω να πω: οι περισσότεροι άνθρωποι δεν βρίσκουν πως είναι αξιοκατάκριτο το να πιστεύουν το ένα ή το άλλο και να ζουν σύμφωνα μ' αυτή την πίστη, χωρίς να έχουν συνειδητοποιήσει εκ των προτέρων τους έσχατους και πιο σίγουρους λόγους για το υπέρ και το κατά και χωρίς να μπαίνουν στον κόπο να αναζητούν εκ των υστέρων αυτούς τους λόγους. Οι πιο προικισμένοι άντρες και οι πιο ευγενείς γυναίκες ανήκουν σ' αυτούς τους «περισσότερους». Τι με νοιάζει όμως εμένα η καλή καρδιά, η φινέ-τσα και η ευφυΐα, όταν ο άνθρωπος που έχει ατττές τις αρετές ανέχεται την ύπαρξη νωθρών αισθημάτων μέσα στην πίστη και στις κρίσεις του, όταν δεν βλέπει τη λαχτάρα για βεβαιότητα σαν την πιο ενδόμυχη επιθυ-μία του, σαν την πιο βαθιά ανάγκη του, σαν αυτό που χωρίζει τους ανώ-τερους ανθρώπους από τους κατώτερους! Σ' ορισμένους ευσεβείς αν-θρώπους βρήκα ένα μίσος εναντίον του λογικού και στάθηκα καλός μαζί τους: γιατί αυτό το μίσος τουλάχιστον πρόδιδε την κακή διανοητι-

31. Weisheit wti όχι Wissenschaft (=επΐ(τπίμη).

ΠΡΩΤΟ ΒΙΒΛΙΟ 41

κή τους συνείδηση! Αλλά να βρίσκεσαι καταμεσής σ' αυτή την rerum concprdia discors [ασυμφωνη συμφωνία των πραγμάτων]" και σ' όλη αυτή τη θαυμαστή αβεβαιότητα και πσλυσημαντότητα της ενθαδι-κής ύπαρξης και να μη ρωτάς, να μη ριγείς από την επιθυμία και την ευχαρίστηση να ρωτήσεις, να μη μισείς τουλάχιστον όποιον ρωτάει κα'- μάλιστα να διασκεδάζεις μέχρι κορεσμού μ' αυτόν -αυτό εγώ το αισθάνομαι αξιοκαταφρόνητο, και αυτό το αίσθημα ψάχνω πρώτα να βρω στον καθένα: κάποια τρέλα με πείθει πάντα πως κάθε άν-θρο>πος έχει αυτό το αίσθημα επειδή απλώς είναι άνθρωπος. Αυτή είναι η δική μου αδικία.

3. Ευγενής και κοινός. -Όλα τα ευγενή και μεγαλόψυχα αισθήματα φαίνονται στις κοινές φΰσεις ως στερούμενα σκοπού και γι' αυτό κατά πρώτο αναξιόπιστα. Κλείνουν το μάτι με νόημα όταν ακούν να γίνεται λόγος γι' αυτά και μοιάζουν σαν να θέλουν να πουν: «Σίγουρα κάποιο όφελος κρύβεται εδώ, δεν μπορεί να δει κανείς πίσω από όλους τους τοίχους». Είναι καχύποπτοι απέναντι στον ευγενή άνθρωπο, σαν να ε-πιδίωκε αυτός να αντλήσει όφελος από πλάγιους δρόμους. Αν πειστούν όμως με εξαιρετική σαφήνεια για την απουσία εγωιστικών προθέσεων και κερδών, βλέπουν τον ευγενή άνθρωπο σαν κανένα τρελό" τον περι-φρονούν όταν χαίρεται και γελούν με τη λάμψη των ματιών του. «Πώς μπορεί κανείς να χαίρεται με το ότι βρίσκεται σε μειονεκτική θέση; Πώς μπορεί να θέλει να βρίσκεται σε μειονεκτική θέση ενώ έχει τα μάτια ανοιχτά; Σίγουρα το ευγενές αίσθημα πρέπει να σχετίζεται με κάποια αρρώστια του λογικού.» Έτσι σκέφτονται και κοιτούν περιφρο-νητικά, όπως περιφρονούν και τη χαρά που αντλεί ένας τρελός από την ιδεοληψία του. Αυτό που διακρίνει τη συνηθισμένη φύση είναι ότι έχει πάντα στραμμένα τα μάτια στο όφελός της και ότι αυτή η σκέψη σχε-τικά με το σκοπό και το όφελος είναι πιο ισχυρή κι από τις ισχυρότερες ενορμήσεις της. Σοφία και φιλαυτία των φύσεων αυτών είναι να μην επιτρέπουν σ' αυτές τις ενορμήσεις να τις παρασύρουν σε πράξεις στε-ρούμενες σκοπού. Σε σύγκριση με τη συνηθισμένη φύση, η ανώτερη qpO-ση είναι πιο ανορθολογική, διότι εκείνοι που είναι ευγενείς, εχείνοι που δείχνουν μεγαλοψυχία και αυτοθυσία υποκύπτουν πράγμοπι σης ενορ-μήσεις τους, και όταν βρίσκονται στις καλύτερες στιγμές τους, το λογιχά τους σταματάει να λειτουργεί. Ένα ζώο που με κίνδυνο της ζωής του προστατεύει τα μικρά του ή που ακολουθεί το θηλυκό ακόμη και σιο

32. Η έκφραση είναι του λατίνου ποιητή Οράτιου, Epistulae, 1,12,19.

42 Η ΧΑΡΟΥΜΕΝΗ ΕΠΙΣΤΗΜΗ

θάνατο κατά τη διάρκεια της περιόδου του οργασμοτ3, δεν σκε'φτεται τον κίνδυνο και το θάνατο· το λογικό του σταματάει, γιατί η ευχας.ΐ5τη-οη που του παρέχουν τα μικρά ή το θηλυκό και ο φόβος μήπως τη στε-ρηθεί το κυριεύουν ολοκληρωτικά· το ζώο γίνεται πιο ηλίθιο απ ό,τι συνήθως -όπως ακριβώς εκείνοι που είναι ευγενείς και μεγαλόψυχοι. Αυτοί ε'χουν κάποια αισθήματα αρέσκειας και απαρέσκειας σε τέτοια ένταση που αναγκάζουν τον νου να σιωπήσει ή να τα υπηρετήσει: τη στιγμή εκείνη η καρδιά τους μπαίνει στο κεφάλι και τότε μιλάμε για «πάθος». (Μερικές φορές συναντάμε και το αντίθετο, και μάλιστα την «αντιστροφή του πάθους»· παραδείγματος χάρη στην περίπτωση του Φοντενέλ^^, στην καρδιά του οποίου μια φορά κάποιος ακούμπησε το χέρι του και του είπε: «Αυτό που έχετε εκεί, αγαπητέ μου, είναι κι αυτό μυαλό'S>.) Το ά-λογο ή το ανάποδο λογικό του πάθους είναι αυτό που περιφρονεί ο κοινός άνθρωπος στον ευγενή, ιδιαίτερα όταν το πάθος αυτό στρέφεται σε αντικείμενα που η αξία τους του φαίνεται εντελώς χιμαιρική και αυθαίρετη. Ενοχλείται μ' εκείνον που υποκύπτει στο πά-θος της λαιμαργίας, αλλά καταλαβαίνει τουλάχιστον το δέλεαρ που γί-νεται εδώ τύραννος· δεν καταλαβαίνει όμως, παραδείγματος χάρη, πώς μπορεί κάποιος να ριψοκινδυνεύει την υγεία του και την υπόληψη του για χάρη του πάθους για γνώση. Το γούστο της ανώτερης φύσης στρέφεται σε εξαιρέσεις, σε πράγματα που συνήθως αφήνουν αδιάφορους τους περισ-σότερους ανθρώπους και που μοιάζουν να μην έχουν καμιά γλύκα· η α-νο&τερη (ρύση έχει ένα ξεχωριστό μέτρο της αξίας. Κατά το πλείστον όμως όεν πιστεύει ότι έχει στην ιδιοσυγκρασία της του γούστου ένα ξεχωριστό μέτρο της αξίας και μάλλον θέτει τις αξίες και τις απαξίες της ως γενικά έγκυρες κι έτσι πέφτει στο ακατανόητο και στο μη πρακτικό. Μια ανώτε-ρη φύση πολύ σπάνια διατηρεί αρκετό λογικό ώστε να καταλάβει και να μεταχειριστεί τους καθημερινούς ανθρώπους ως τέτοιους- κατά κανόνα δέχεται ότι το δικό της πάθος υπάρχει κρυμμένο σ' όλους τους ανθρώ-πους, και αυτή ακριβώς η πίστη τη γεμίζει φλόγα και ευγλωττία. Όταν λοιπόν τέτοιοι άνθρωποι-εξαιρέσεις δεν αντιλαμβάνονται τον εαυτό τους ως εξαίρεση, πώς είναι δυνατόν ποτέ να καταλάβουν τις κοινές φύσεις και να προβούν σε μια αμερόληπτη εκτίμηση του κανόνα! -Έτσι λοιπόν μιλούν κι awoi για την τρέλα, για το αλυσιτελές και για τις φαντασιοκοπί-ες της ανθρωπότητας, έκπληκτοι από την τόσο τρελή τρεχάλα αυτού του κόσμου και από το ότι δεν αναγνωρίζει αυτό πσυ του «είναι απαραίτητο». -Αυτή είναι η αιώνια αδικία που κάνουν οι ευγενείς.

33. Μπερνάρ Φαντενέλ (1657-1757), γάλλος φιλόσοφος και ποιητής, 34. Hippolyte T&iac,L'Ancien Regime, 1875, II, 2, § 4.

ΠΡΩΤΟ ΒΙΒΛΙΟ 43

4. Τι διατηρεί το είδος. -Τα πιο ισχυρά και τα πιο κακά πνεύματα ήταν εκείνα πόυ συνέβαλαν περισσότερο απ' όλους μέχρι σήμερα στην προαγωγή της ανθρωπότητας: πάντοτε ξανάναβαν τα κοιμισμένα πάθη -κάθε οργανωμένη κοινωνία αποναρκώνει τα πάθη- και πάντοτε ξυ-πνούσαν την αίσθηση της σύγκρισης, της αντίφασης, της ευχαρίστησης με το καινούργιο, το ριψοκίνδυνο, το αδοκίμαστο" ανάγκαζαν τσυς αν-θρώπους να αντιπαρατάσσουν γνώμη με γνώμη, πρότυπο με πρότυπο. Κι αυτό με τα όπλα, αναποδογυρίζοντας τα ορόσημα, τις περισσότερες φορές παραβιάζοντας τις ευσέβειες -αλλά και δημιουργώντας καινούρ-γιες θρησκείες και ηθικές! Σε κάθε δάσκαλο και κήρυκα τον καινούρ-γιου συναντάμε την ίδια «κακία» που διασύρει κάθε κατακτητή -αν και εκδηλώνεται με λεπτότερο τρόπο, χωρίς να κινητοποιεί άμεσα τους μυς (και γι' αυτό το λόγο δεν διασύρει και τόσο!). Το καινούργιο όμως είναι σε κάθε περίπτωση το κακό, αυτό που θέλει να εκπορθήσει και να ανα-τρέψει τα παλιά ορόσημα και τις παλιές ευσέβειες· και μόνο το παλιό είναι το καλό^^! Οι καλοί άνθρωποι κάθε εποχής είναι εκείνοι που πα-ραχιόνουν βαθιά τις παλιές σκέψεις και τις κάνουν να καρπίζουν -είναι οι αγρότες του πνεύματος. Στο τέλος όμως κάθε χωράφι εξαντλείται, και το αλέτρι του κακού πρέπει να έρθει πάλι και πάλι. -Σήμερα υ-πάρχει μια θεμελιωδώς εσφαλμένη διδασκαλία της ηθικής, την οποία εκτιμούν ιδιαίτερα στην Αγγλία: η διδασκαλία αυτή υποστηρίζει ότι οι κρίσεις «καλό» και «κακό» είναι άθροισμα των εμπειριών σχετικά με το «κατάλληλο για κάποιο σκοπό» και το «ακατάλληλο για κάποιο σκο-πό"»· κατ' αυτήν, καλό είναι καθετί που διατηρεί το είδος, ενώ κακό καθετί που το βλάπτει. Στην πραγματικότητα όμως, οι κακές ενορμή-σεις είναι σε εξίσου υψηλό βαθμό κατάλληλες για κάποιο σκοπό, ευνοϊ-κές για τη διατήρηση του είδους και απαραίτητες με τις καλές: η λει-τουργία τους είναι απλώς διαφορετική.

5. Απόλυτα καθήκοντα. -Όλοι οι άνθρωποι που αισθάνονται ότι χρειάζονται τις πιο δυνατές λέξεις και τόνους, τις πιο εύγλοϊττες χ ε ι ^ νομίες και στάσεις, για να μπορέσουν γενικά να ενεργήσουν, οι επανα-στάτες πολιτικοί, οι σοσιαλιστές, οι κήρυκες της χρισηανικής ή όχι με-τάνοιας, όλοι εκείνοι δηλαδή που αντιπαθούν τις μισές επιτυχίες: όλοι

35. Πρβλ. τι λέει ο Νίτσε για την «ηθικότητα το>ν ηθών» σιη Χαραυγή, § 9. 36.0 Νίτσε αναφέρεται εδώ στη θεωρία του άγγλου ε|ελικτικισιή φιλοσόφου Χέρ-μπερτ Σπε'νσερ (1820-1903) όπως διατυπώνεται στο έργο του Data of EMcs. Βλ. επίσης την «Πρώτη πραγματεία» της /ϊνεαίο^/ας της ηθικής του Νίτσε.

44 Η ΧΑΡΟΥΜΕΝΗ ΕΠΙΣΤΗΜΗ

αυτοί οι άνθρωποι μιλούν για «καθήκοντα» και μάλιστα για καθήκοντα που έχουν το χαρακτήρα του απόλυτου. Δίχως αυτά, δεν θα είχαν κανε'-να δικαίωμα οτο μεγάλο πάθος τους: το ξέρουν αυτό πολύ καλά! Γι' αυτό πιάνονται πάντα από φιλοσοφίες της ηθικής που κηρύττουν κά-ποια κατηγορική προσταγή^', ή παίρνουν μια γερή δόση θρησκείας, όπως έκανε παραδείγματος χάρη ο Ματσίνι'®. Επειδή θέλουν να τους εμπιστεύονται απόλυτα οι άλλοι, χρειάζεται να αναπτύξουν πρώτα απ' όλα μια απόλυτη εμπιστοσύνη στον εαυτό τους, στη βάση κάποιας έ-σχατης, αναντίρρητης και καθ' εαυτήν υπέροχης εντολής· θέλουν να νιώθουν πως είναι υπηρέτες και όργανα της και να περνούν για τέτοιοι. Εδώ έχουμε τους πιο φυσικούς και κατά το πλείστον πιο σημαίνοντες αντίπαλους του ηθικού διαφωτισμού και σκεπτικισμού· είναι όμως σπά-νιοι. Αντίθετα, μια πολύ ευρεία τάξη τέτοιων αντιπάλων βρίσκεται πα-ντού όπου το συμφέρον διδάσκει την υποταγή, ενώ η υπόληψη και η τιμή μοιάζουν να την απαγορεύουν. Όποιος νιώθει απαξιωμένος ατη σκέψη να είναι όργανο ενός ηγεμόνα, ενός κόμματος, μιας αίρεσης ή, ακόμα χειρότερα, μιας οικονομικής δύναμης, επειδή, παραδείγματος χάρη, είναι απόγονος μιας παλιάς και περήφανης οικογένειας, αλλά θέλει ή οφείλει μολαταύτα να είναι τέτοιο όργανο ενώπιον του εαυτού του και ενώπιον της κοινής γνώμης, χρειάζεται εμφατικές αρχές που να μπορεί να τις ξεστομίζει όποτε θέλει: αρχές ενός απόλυτου καθήκοντος σης οποίες μπορεί κανείς να υποτάσσεται και να δείχνει υποταγμένος δίχως να ντρέπεται. Κάθε εκλεπτυσμένη δουλοπρέπεια κρατιέται γερά από την κατηγορική προσταγή και είναι ο θανάσιμος εχθρός εκείνων που θέλουν να απαλλάξουν το καθήκον από τον απόλυτο χαρακτήρα του- αυτό ζητάει απ' αυτούς η ευπρέπεια, κι όχι μόνον η ευπρέπεια.

6, Απώλεια αξιοπρέπειας. - Ο στοχασμός έχει χάσει όλη την αξιο-πρέπεια της μορφής, το τυπικό και οι επίσημες χειρονομίες του στοχα-σμού έχουν γελοιοποιηθεί, κι ένας σοφός άνθρωπος παλαιού στιλ θε-ωρείται ανυπόφορος. Σκεφτόμαστε πολύ γρήγορα, στη διαδρομή, βαδί-ζοντας, κάνοντας τις κάθε λογής δουλειές μας, ακόμη κι όταν σκεςπό-μαστε το πιο σοβαρό θέμα· δεν χρειαζόμαστε πολλή προετοιμασία ούτε πολλή σιωπή: όλα γίνονται σαν να έχουμε στο κεφάλι μας μια αεικίνητη

37. Κοηάτον Kavt, υπάρχει μία μόνο κατηγορική προσταγή: «Να πράττεις πάντα μόνο βάσει εκείνης της αρχής που θα ήθελες, συγχρόνως, να καταστεί καθολικός νόμος». Προ(ρανης η ειρωνική κριτική του Νίτσε. 38. Τζιουζέπε Μαισίνι (1808-1872), ιταλός πατριώτης και επανασιάτης.

ΠΡΩΤΟ ΒΙΒΛΙΟ 45

μηχανή που συνεχίζει να δουλεΰει ακόμη και κάτω από τις δυσμενέσιε-ρες συνθήκες. Παλιότερα μπορούσες να πεις, βλέποντας απλώς κάποιον, ότι ήθελε να σκεφτεί -αυτό ήταν η εξαίρεση!-, ότι ήθελε τώρα να γίνει σοφότερος και ότι προετοιμαζόταν για μια σκέψη: το πρόσωπό του έ-παιρνε ένα ύφος σαν να προσευχόταν, και σταματούσε να περπατάει-στεκόταν μάλιστα ώρες ακίνητος στη μέση του δρόμου, όταν «ερχόταν» η σκέψη -στο ένα πόδι ή και στα δυο". Τόσο «άξιζε το πράγμα»!

7. Κάτι για τους εργατικούς. -Όποιος θέλει σήμερα να κάνει αντικεί-μενο μελέτης τα ηθικά πράγματα ανοίγει μπροστά του ένα τεράστιο πεδίο εργασίας. Όλα τα είδη παθών πρέπει να εξεταστούν χωριστά, να αναζητηθούν ένα-ένα μέσα σε διαφορετικές εποχές, λαούς, μεγάλα και μικρά άτομα· πρέπει να βγει στο φως όλη η λογική τους, οι τρόποι τους να εκτιμούν τις αξίες και να διευκρινίζουν τα πράγματα! Μέχρι τώρα δεν έχει γραςττεί η ιστορία κανενός πράγματος από εκείνα που δίνουν χρώμα στην ενθαδική ύπαρξη: πού μπορείτε να βρείτε μια ιστορία του έρωτα, της απληστίας, του φθόνου, της συνείδησης, της ευσέβειας, της σκληρότητας; Μας λείπει εντελώς ακόμη και μια συγκριτική ιστορία του δικαίου ή απλώς των ποινών. Έκανε κανείς ποτέ μια μελέτη για τους διαφορετικούς τρόπους διαίρεσης της μέρας, για τις συνέπειες που έχει ένα κανονικό πρόγραμμα για την εργασία, για τις γιορτές και για τις μέρες σχόλης; Τι ξέρουμε για τα ηθικά αποτελέσματα το)ν διαφόρων τροφών; Υπάρχει καμιά φιλοσοφία της διατροφής; (Ο διαρκώς αναζο)-πυρούμενος θόρυβος υπέρ και κατά της φυτοφαγίας αποδεικνύει πως δεν υπάρχει τέτοια φιλοσοφία!) Συγκέντρωσε κανείς ποτέ τις εμπειρίες της ζωής σε κοινότητα -παραδείγματος χάρη στα μοναστήρια; Παρου-σιάστηκε ποτέ η διαλεκτική του γάμου και της φιλίας; Βρήκαν τους στο-χαστές τους τα ήθη των σοφών, των εμπόρων, των καλλιτεχνών ή των τεχνιτών; Υπάρχουν τόσα πολλά εδώ που πρέπει να σκεφτούμε! Ερευ-νήθηκαν ποτέ σε βάθος όλα όσα θεώρησαν μέχρι σήμερα οι άνθρωποι «όρους της ύπαρξης τους», κι όλο το λογικό, το πάθος και η δειςηδαιμο-νία που τους οδήγησαν να τα δουν έτσι; Η παρατήρηση και μόνο των διαφορετικών μορφών ανάπτυξης που πήραν και παίρνουν ακόμη οι ανθρώπινες ενορμήσεις ανάλογα με τα διάφορα ηθιχά κλίματα δίνει κιόλας πολλή δουλειά στους πιο εργατικούς. Για να εξαντληθούν οι διά-φορες οπτικές γωνίες και το υλικό του θέματος αυτού χρειάζονται ολό-κληρες γενιές, γενιές σοφών που θα συνεργάζονταν συστηματικά. Το

39. Πρβλ. Ώλάναν,Αλκφιάδηςδείίτερος, Α.

46 Η ΧΑΡΟΥΜΕΝΗ ΕΠΙΣΤΗΜΗ

ίδιο ισχύει και για την κατάδειξη των λόγων που εξηγούν τις διαφορές μεταξύ ηθικών κλιμάτων {«γιατί ο ήλιος μιας θεμελιώδους ηθικής κρί-οτης και ενός βασικού κριτηρίου αξίας λάμπει εδώ -κι ένας άλλος ε-κεί;»). Και μια άλλη δουλειά θα ήταν να προσδιοριστεί η σφαλερότητα όλων αυτών των λόγων και ολόκληρη η ουσία της ηθικής κρίσης μέχρι τώρα. Κι αν υποθέσουμε πως γίνονταν όλες αυτές οι δουλειές, τότε θα εμφανιζόταν στο προσκήνιο το πιο ακανθώδες ερώτημα: μπορεί η επι-στήμη να παράσχει σκοπούς στη δράση, μια που έχει αποδείξει πως μπορεί να πάρει τέτοιους σκοπούς και να τους εκμηδενίσει; -Και τότε θα μπορούσε να αρχίσει ένας πειραματισμός ικανός να ικανοποιήσει οποιονδήποτε ηρωισμό, ένας πειραματισμός που θα διαρκούσε αιώνες και που θα έβαζε στη σκιά όλα τα μεγάλα έργα και τις θυσίες τής μέχρι τούδε ιστορίας. Η επιστήμη δεν έχτισε ακόμη τα κυκλώπεια κτίρια της· θα έρθει η ώρα και γι' αυτό!

8. Ασύνειδες"" αρετές. -Όλες οι ιδιότητες ενός ανθρώπου τις οποίες έχει συνειδητοποιήσει αυτός -και ιδίως όταν υποθέτει ότι είναι εξίσου ορατές και προφανείς στον περίγυρο του- υπόκεινται σε εντελώς δια-φορετικούς νόμους εξέλιξης από εκείνες τις ιδιότητες τις οποίες είτε δεν τις ξέρει καλά είτε καθόλου και οι οποίες κρύβονται λόγω της λεπτότη-τάς τους ακόμη και από τον πιο λεπταίσθητο παρατηρητή και ξέρουν, θαρρείς, να κρύβονται πίσω από το τίποτα. Το ίδιο συμβαίνει με τα κομψότατα σκαλίσματα που υπάρχουν στις φολίδες των ερπετών: θα ήταν λάθος να τα πάρουμε για στολίδι ή όπλο -επειδή φαίνονται μόνο κάτω από ένα μικροσκόπιο, άρα κάτω από ένα τεχνητά οξυμένο μάτι, το οποίο δεν διαθέτουν καθόλου παρόμοια ζώα για τα οποία τα σκαλί-σματα αυτά θα σήμαιναν στολίδι ή όπλο! Οι ορατές ηθικές μας ιδιότη-τες, και ιδιαίτερα εκείνες για τις οποίες πιστεύουμε ότι είναι ορατές, ακολουθούν τη δική τους πορεία- και οι αόρατες, που έχουν τα ίδια ονόματα με τις πρώτες και που στη σχέση μας με τους άλλους δεν μπο-ρούν να μας χρησιμέψουν σαν όπλα ή στολίδια, ακολουθούν επίσης τη δική τους πορεία: πιθανόν μια πορεία εντελώς διαφορετική και με γραμ-μές, λεπτουργήματα και σκαλίσματα που ίσως θα μπορούσαν να ευχα-ριστήσουν έναν θεό εφοδιασμένο μ' ένα θεϊκό μικροσκόπιο. Έχουμε,

40. Ο όρος ασύνειδο {Unbewusst) εγκαινιάστηκε για προίπη φορά το 1869 από το βφλίο του Eduard von Haitmann, Philosophie des Unbewussten, το οποίο είχε διαβά-σει επισταμένα ο Νίτσε. Ο Hartmann ονόμαζε «ασύνειδο» αυτό ηου ο Σοπενάουερ αποκαλούσε «θέληση», «τυφλή θέληση για ζωή».

ΠΡΩΤΟ ΒΙΒΛΙΟ 47

παραδείγματος χάρη, τη φιλοπονία μας, τη φιλοδοξία μας, την οξυδέρ-κειά μας - όλος ο κόσμος το ξε'ρει αυτό- αλλά επιπρόσθετα έχουμε πιθανόν άλλη μια φορά τη φιλοπονία μας, τη φιλοδοξία μας, την οξυ-δερκειά μας- για αυτές όμως τις δικές μας φολίδες δεν έχει εφευρεθεί ακόμα μικροσκόπιο! -Και στο σημείο αυτό οι φίλοι της ενστικτικής ηθι-κότητας·" θα έλεγαν: «Μπράβο! Θεωρεί τουλάχιστον πως μπορεί να υπάρχουν ασυνειδες αρετές -αυτό μας αρκεί!» -Ω, εσείς ολιγαρκείς!

9. Οι εκρήξεις μας. -Αναρίθμητα πράγματα που ιδιοποιήθηκε σε προ-γενέστερα στάδια η ανθρωπότητα, αλλά με μορφή τόσο αδύναμη και εμβρυακή που κανένας δεν μπόρεσε να αντιληφθεί την ιδιοποίηση αυ-τή, έρχονται ξα(ρνικά στο φως πολΰ αργότερα, ίσως αιώνες αργότερα-στο μεταξύ έχουν γίνει δυνατά κι έχουν ωριμάσει. Ορισμένες εποχές, όπως και ορισμένοι άνθρωποι, μοιάζουν να μην έχουν καθόλου το τάδε ή το δείνα ταλέντο, την τάδε ή τη δείνα αρετή: περιμένετε όμως τα εγγόνια και τα δισέγγονά τους, αν μπορείτε να περιμένετε τόσο πολύ -θα φέρουν στο φως ό,τι είχαν μέσα τους οι παππούδες τους, ό,τι είχαν μέσα τους δίχως να το ξέρουν ακόμη. Συχνά, ήδη ο γιος αποκαλύπτει τον πατέρα του: ο πατέρας καταλαβαίνει καλύτερα τον εαυτό του από τη στιγμή που έχει ένα γιο. Όλοι έχουμε μέσα μας κρυμμένους κήπους και ςρυτείες· και, για να χρησιμοποιήσω μια άλλη μεταφορά, είμαστε όλοι ηφαίστεια που περιμένουν την ώρα της έκρηξής τους· κανένας δεν ξέρει όμως πότε, σε λίγο ή σε πολύ, θα γίνει η έκρηξη αυτή -ούτε καν ο καλός Θεός.

10. Ένα είδος αταβισμού. -Μου αρέσει να καταλαβαίνω τους σπά-νιους ανθρώπους μιας εποχής σαν όψιμους βλαστούς που εμφανίζονται ξαφνικά, όψιμους βλαστούς παλιών πολιτισμών και των δυνάμεων τους: ούτως ειπείν, σαν αταβισμό ενός λαού και των ηθών του: μ' αυτό τον τρόπο υπάρχει πραγματικά ακόμα κάτι για να καταλάβει κανείς κάτι γι' αυτούς! Σήμερα φαίνονται ξένοι, σπάνιοι, ασυνήθιστοι: κι όποιος νιώθει μέσα του αυτές τις δυνάμεις πρέπει να τις τρέφει, να τις υπερα-σπίζεται, να τις τιμά και να τις καλλιεργεί ενάντια (f έναν άλλο κόσμο που είναι εχθρός τους, ώσπου να γίνει είτε ένας μεγάλος άνθροιπος είτε

41.0 Σοπενάουερ υποστήριζε άτι ο οίκτος είναι αναντίρρητο γεγονός της ανθρωια-νης οτυνείδησης, «πρωταρχικό και άμεσο προϊόν της φύσης», μη εξαρτώμενο από συνθήκες όπως αντιλήψεις, θρησκείες, δόγματα, παιδεία κτλ.

48 Η ΧΑΡΟΥΜΕΝΗ ΕΠΙΣΤΗΜΗ

ένας τρελός και εκκεντρικός, εκτός κι αν χαθεί στο μεταξύ. Άλλοτε, οι ίδιες αυτε'ς ιδιότητες ι ταν συνηθισμένες και γι' αυτό θεωρούνταν κοι-νές: δεν αποτελούσαν διακριτικό σημάδι. Ίσως απαιτούνταν ή προϋπο-τίθενταν ήταν αδύνατο να γίνεις μεγάλος μέσω αυτών κι αυτό επειδή απλώς δεν υπήρχε κίνδυνος να σε οδηγήσουν στην τρέλα ή στη μονα-ξιά. -Στις γενεές και στις κάστες που διατηρούν έναν λαό συναντάμε κυρίως αυτούς τους αντίκτυπους των παλιών ενσρμήσεων, ενώ ένας τέ-τοιος αταβισμός είναι απίθανος εκεί όπου οι φυλές, οι συνήθειες και οι εκτιμήσεις αξιών αλλάζουν πολύ γρήγορα. Γιατί το τέμπο είναι για τις δυνάμεις εξέλιξης των λαών τόσο σημαντικό όσο και για τη μουσική: στην περίπτωση μας, ένα αντάντε της εξέλιξης είναι απαραίτητο ως τέ-μπο ενός πνεύματος παθιασμένου και αργού: και σ' αυτό το είδος ανή-κει πράγματι το πνεύμα των συντηρητικών γενεών·* .

11. Η συνείδηση. -Η συνείδηση είναι η τελευταία και οψιμότερη εξέ-λιξη του οργανικού και, συνεπώς, το λιγότερο ολοκληρωμένο, το λιγό-τερο ισχυρό πράγμα του οργανικού. Από τη συνείδηση προκαλούνται αναρίθμητες λαθεμένες κινήσεις που κάνουν έναν άνθρωπο ή ένα ζώο να χαθεί νωρίτερα απ' ό,τι θα χρειαζόταν, «παρά το ορισμένο από τη μοίρα», όπως λέει ο Όμηρος^'. Αν ο διατηρητικός σύνδεσμος των ενστί-κτων δεν ήταν τόσο ισχυρότερος απ' αυτήν, κι αν δεν χρησίμευε στο όλον ως ρυθμιστής, η ανθρωπότητα μοιραία θα χανόταν από τις στρα-βές κρίσεις και τις φαντασιοπληξίες της -ενώ έχει τα μάτια ανοιχτά-από τη ρηχότητα και την ευπιστία της, κοντολογίς από τη συνείδησή της· ή, καλύτερα, χωρίς αυτό, η ανθρωπότητα δεν θα υπήρχε εδώ και

42. Σε ένα πολύ οημαντικό απόσπασμα του φθινοπώρου του 1880 (6 [31]), ο Νίτσε γράφει: «Ένα χυδαίο είδος ανθρώπων ανεβαίνει στην εξουσία (στη θέση των ευ-γενών ή των ιερέων): πρώτα οι έμποροι και αργότερα οι εργάτες. Η μάζα εμφανίζε-ται επί σκηνής στον ρόλο του Κυρίου: το άτομο οφείλει να χαθεί μέσα σιη μάζα. -Μολαταύτα, πάντα γεννιούνται εκείνοι που νωρίτερα θα ανήκαν οτις κυρίαρχες τάξεις, στον κλήρο, στην αριστοκρατία, στη σκέψη. Αυτοί δεν υπολογίζουν το γεγο-νός ότι η θρησκεία, η μεταφυσική, η ευγένεια έχουν καταστραφεί και ότι το Ατομο δεν έχει πλέον νόημα. Είναι οι 'Οψιμοι. Οφείλουν να βρουν ένα νόημα, να καθορί-σουν ένα σκοπό για να μη βρεθούν σε δύσκολη θέση. [...] Είναι οι παρατηρητές της εποχής τους, ζουν πίσω από τα γεγονότα. [... ] Είμαστε εμιγκρέδες. -Είναι αλήθεια, έχουμε γεννηθεί από άρχοντες και ιερείς [...] τι μας ενδιαφέρουν όμως οι σημερινοί άρχοντες και ιερείς!» 43.0 Νίτσε αναφέρεται στην ομηρική έκφραση υπέρμόρον. Βλ. π.χ. Ιλιάς Ε 674,0 613·Οόΰοσε«ζκ175,π392.

ΠΡΩΤΟ ΒΙΒΛΙΟ 49

πολυ καιρό! Πριν σχηματιστεί πλήρως και ωριμάσει, μια λειτουργία α-ποτελεί κίνδυνο για τον οργανισμό: τόσο το καλύτερο αν υποστεί σκλη-ρή τυραννία το ίδιο διάστημα! Έτσι η συνείδηση τυραννιέται σκληρά -και τη λιγότερη τυραννία δεν την ασκεί η περηφάνια που έχουμε γι' αυτήν! Νομίζουμε πως η συνείδηση αποτελεί τον πυρήνα του ανθρώ-που" πως είναι το μόνιμο, αιώνιο, έσχατο, πιο πρωταρχικό στοιχείο του! Παίρνουμε τη συνείδηση για σταθερό, δεδομένο μέγεθος! Αρνούμαστε την ανάπτυξη της και τις διαλείψεις της! Τη θεωρούμε «ενότητα του οργανισμού»! -Αυτή η γελοία υπερεκτίμηση και παρανόηση της συνεί-δησης έχει την πολΰ ωφέλιμη συνέπεια να εμποδίζει την υπερβολικά γρήγορη ανάπτυξη της. Επειδή οι άνθρωποι πίστευαν πως διέθεταν ήδη συνείδηση, δεν μπήκαν και πολύ στον κόπο να την αποκτήσουν -και σήμερα ακόμη ισχύει το ίδιο! Να ενσωματώσουμε τη γνώση και να την κάνουμε ενστικτική, αυτό παραμένει πάντα ένα απολύτως καινούργιο καθήκον, το οποίο είναι μόλις αντιληπτό από το ανθρώπινο μάτι, μόλις αναγνωρίσιμο με σαφήνεια, -ένα καθήκον που θα αντιληφθούν μόνον εκείνοι που έχουν καταλάβει ότι μέχρι τώρα ενσωματώναμε μόνο τις πλάνες μας και ότι όλη η συνείδηση μας σχετίζεται με πλάνες!

12. Για τον σκοπό της επιστήμης. -Πώς; Ο τελικός σκοπός της επιστή-μης είναι να δώσει όσο το δυνατόν περισσότερη ευχαρίστηση κι όσο το δυνατόν λιγότερη απαρέσκεια στον άνθρωπο; Αν όμως ήταν η ευχαρί-στηση και η απαρέσκεια τόσο σφιχτά δεμένες που όποιος θέλει να έχει όσο το δυνατόν περισσότερη από τη μία να είναι υποχρεωμένος να έχει επίσης όσο το δυνατόν περισσότερη και από την άλλη -που όποιος θέ-λει να μάθει την «αγαλλίαση ώς τον ουρανό""» να είναι υποχρεωμένος να είναι έτοιμος και για τη «θλίψη μέχρι θανάτου·*'»; Και ίσως έτσι έ-χουν τα πράγματα! Αυτό τουλάχιστον πίστευαν οι στωικοί και ήταν συ-νεπείς όταν επιθυμούσαν όσο το δυνατόν λιγότερη ευχαρίστηση, προ-κειμένου να πάρουν από τη ζωή όσο το δυνατόν λιγότερη απαρέσκεια. (Η ρήση που είχαν συνέχεια στα χείλη: «Ο ενάρετος άνθρωπος είναι ο πιο ευτυχισμένος'"», ήταν τόσο ένα έμβλημα της σχολής τους για τη μεγάλη μάζα όσο και μια καζουισιική πονηριά για τους λεπταίσθητους ανθρώπους.) Ακόμη και σήμερα έχετε την ίδια επιλογή: είτε όαο το όν-νατόν λιγότερη απαρέσκεια, ανυπαρξία πόνου μ' άλλα λόγια -και κατά

44. Βλ. Γκαίτε, Egmont, ΠΙ, 2. 45. Βλ. Κατά Ματθαίον EVOYydXuw, 26,38. 46. Διογένης Λαέρτιος, Φιλοσόφα/νβίων και (κτ/μάκον Εΐααγοίγή, VII. 87.

50 Η ΧΑΡΟΥΜΕΝΗ ΕΠΙΣΤΗΜΗ

βάθος οι σοσιαλιστές και οι πολιτικοί όλων των κομμάτων θα όφειλαν, για να είναι τίμιοι, να μην υπόσχονται στους οπαδούς τους περισσότερα απ' αυτό- είτε όσο το δυνατόν περισσότερη απαρέσκεια ως τίμημα για την ανάπτυξη ενός πλήθους λεπτών ηδονών και τέρψεων που σπάνια τις έχουν γευτεί οι άνθρωποι μέχρι σήμερα! Αν διαλέξετε το πρώτο, αν δηλαδή θελήσετε να μετριάσετε και να μειώσετε την ικανότητα των ανθρώπων να νιώθουν πόνο, τότε είστε υποχρεωμένοι να μετριάσετε και να μειώσετε και την ικανότητά τους για χαρά. Πράγματι, η επιστήμη μπορεί να εξυπηρετήσει και τον έναν και τον άλλο σκοπό! Μέχρι σήμε-ρα είναι ίσως περισσότερο γνωστή για τη δυναμή της να στερεί από τον άνθρωπο τις χαρές του και να τον κάνει πιο ψυχρό, πιο όμοιο με άγαλ-μα, πιο στωικό, θα μπορούσε να εμφανιστεί μια μέρα και ώς ο μεγάλος κομιστής πόνου- τότε όμως θα μπορούσε ίσως να εμφανιστεί ταυτόχρο-να και η αντίθετη δύναμή της, δηλαδή η τεράστια δύναμή της να κάνει να λάμπουν νέοι αστρικοί κόσμοι χαράς!

13. Για τη θεωρία του αισθήματος της δύναμης. -Κάνοντας κανείς κα-λό ή κακό στους άλλους ασκεί τη δύναμή του πάνω τους -και δεν ζητάει τίποτα περισσότερο! Κάνοντας κακό α' εκείνους τους οποίους οφείλου-με πριν απ' όλα να κάνουμε να νιώσουν τη δύναμή μας· διότι ο πόνος είναι πολύ αποτελεσματικότερο μέσο γι' αυτό από την ηδονή: ο πόνος ροπά πάντα την αιτία, ενώ η ηδονή συνηθίζει να μένει στον εαυτό της και να μην κοιτάει πίσω. Κάνοντας καλό ή θέλοντας το καλό εκείνων που ήδη εξαρτώνται από μας κατά κάποιο τρόπο (που είναι δηλαδή συνηθισμένοι να μας σκέφτονται σαν αιτίες τους)· θέλουμε να αυξήσου-με τη δύναμή τους, επειδή έτσι αυξάνουμε τη δική μας, ή θέλουμε να τους δείξουμε πόσο πλεονεκτικό είναι που βρίσκονται κάτω από τη δύ-ναμή μας -έτσι, θα τους ικανοποιεί περισσότερο η κατάσταση τους, θα είναι πιο εχθρικοί και πιο ετοιμοπόλεμοι απέναντι τους εχθρούς της δυναμής μας. Το να κάνουμε καλό ή κακό μπορεί να συνεπάγεται θυσί-ες από τη μεριά μας: αυτό όμως δεν αλλάζει καθόλου την τελική αξία των πράξεών μας· ακόμη κι όταν παίζουμε τη ζωή μας, όπως κάνει ο μάρτυρας για χάρη της Εκκλησίας του, αυτό είναι μια θυσία που προ-σφέρουμε στη δική μας λαχτάρα για δύναμη ή στο σκοπό της διατήρη-σης του αισθήματος της δύναμης μας. Όποιος νιώθει πως «κατέχει την αλήθεια» -πόσα και πόσα αποκτήματα δεν παρατάει προκειμένου να διασώσει αυτό το αίσθημα! Πόσα και πόσα δεν πετάει προκειμένου να διατηρηθεί «ψηλά», δηλαδή πάνω από τους άλλους, που δεν κατέχουν «την αλήθεια»! Ασφαλώς, η κατάσταση κατά την οποία κάνουμε κακό

ΠΡΩΤΟ ΒΙΒΛΙΟ 51

σπάνια είναι εξίσου ευχάριστη, εξίσου ανόθευτα ευχάριστη, με την κα-τάσταση κατά. την οποία κάνουμε καλό -αυτό είναι ένα σημάδι που δείχνει ότι μας λείπει ακόμα δύναμη ή που προδίδει τον θυμό μας γι' αυτή την ε'λλειψη- είναι μια κατάσταση που φέρνει νέους κινδύνους και αβεβαιότητες για τη δύναμη που κατέχουμε ήδη και σκοτεινιάζει τον ορίζοντά μας με την προοπτική της εκδίκησης, της κοροϊδίας, της τιμω-ρίας, της αποτυχίας. Μόνον οι πιο ευερέθιστοι και οι πιο άπληστοι άν-θρωποι για αίσθημα δύναμης μπορούν να νιώσουν περισσότερη ευχαρί-στηση όταν αποτυπώνουν τη σφραγίδα της δύναμης στον ανθιστάμενο; άνθρωποι στους οποίους το θέαμα του ήδη υποταγμένου ανθρώπου (ε-φόσον είναι αντικείμενο καλοσύνης) είναι βάρος και προκαλεί ανία. Αυτό εξαρτάται από το πώς συνηθίζει κανείς να καρνκενει τη ζωή του-είναι ζήτημα γούστου αν προτιμάει την αργή ή την ξαφνική, τη σίγουρη ή την επικίνδυνη και τολμηρή αύξηση της δύναμής του -η επιλογή του καρυκεύματος εξαρτάται από το ταμπεραμέντο του καθενός. Για τις περήφανες φύσεις η εύκολη λεία είναι κάτι αξιοκαταφρόνητο, νιώθουν καλά μόνον όταν βλέπουν ακατάβλητους ανθρώπους που μπορεί να γί-νουν εχθροί τους, και όταν βλέπουν όλα τα αποκτήματα που είναι δύ-σκολο να κατακτηθούν. Συχνά είναι σκληρές απέναντι σε κάποιον που υποφέρει, επειδή είναι ανάξιος των φιλοδοξιών και της περηφάνιας τους-είναι όμως περιποιητικές για τους ομοίους τους, με τους οποίους θα ήταν τιμητικό να παλέψουν και να συγκρουστούν αν δινόταν κάποτε η ευκαι-ρία. Κάτω από το καλό αίσθημα αυτής της προοπτικής, οι άνθρωποι της ιπποτικής κάστας συνήθιζαν να μεταχειρίζονται ο ένας τον άλλο με ε-ξαιρετική φιλοφροσύνη. - Ο οίκτος είναι το πιο ευχάριστο συναίσθημα σ' εκείνες τις φύσεις που έχουν ελάχιστη περηφάνια και καμιά βλέψη για μεγάλες κατακτήσεις· γι' αυτές η εύκολη λεία -και εύκολη λεία εί-ναι όλοι όσοι υποφέρουν- είναι κάτι συναρπαστικό. Ο οίκτος εξυμνεί-ται ως η αρετή των πορνών"'.

14. Όλα όσα ονομάζονται αγάπη**. -Δίψα για κατοχή·" και αγάπη: πόσο διαφορετικά αισθανόμαστε ακούγοντας τις δύο αυτές λέξεις! Κι όμως, μπορεί να είναι η ίδια ενόρμηση με δυο ονόματα, την πρώτη φο-ρά συκοφαντούμενη από εκείνους που ήδη έχουν, που η ενόρμηση τους

47. Βασικό κείμενο της κριτικής του οίκτου από τον Νίτσε. Βλ. ζπ((π\ςΟαντ^ρκηος, §7 και εδώ §338. 48. Η παράγραφος αυτή εμπνέεται από το σύγγραμμα του XxacmikDel'anwur, 1822. 49. Habsucht. Η λέξη αποδίδεται και ως «έντονη επιθυμία» και «πλεονεξία».

52 Η ΧΑΡΟΥΜΕΝΗ ΕΠΙΣΤΗΜΗ

έχει καταλαγιάσει κάπως και που φοβούνται για το «έχει» τους· τη δεύτερη φορά από τους ανικανοποίητους και διτρασμένους, και συ-νεπώς ε|υμνοΰμενη ως «καλή». Η «αγάπη για τον πλησίον μας» -δεν είναι ώθηση για απόκτηση μιας καινούργιας ιδιοκτησίας-, Το ίδιο δεν συμβαίνει και με την αγάπη μας για γνώση, για αλήθεια; Και γενικά με κάθε ώθηση για καινούργια πράγματα; Σιγά-σιγά βαριόμαστε το παλιό, αυτό που κατέχουμε σίγουρα, και απλώνουμε πάλι τα χέρια μας- ακόμη και το πιο όμορφο τοπίο δεν είναι πια σίγουρο για την αγάπη μας όταν ζήσουμε σ' αυτό τρεις μήνες και μια πιο μακρινή ακρογιαλιά προσελκύει την πλεονεξία μας: η κατοχή μικραίνει τις περισσότερες φορές το κατεχόμενο αντικείμενο. Η ευχαρίστηση που νιώθουμε με τον εαυτό μας θέλει να διατηρηθεί τόσο έντονη που αλλάζει πάντα κάτι καινούργιο σε μας τους ίδιους -αυτό ακριβώς ονομάζεται κατοχή. Το να βαριέσαι μια κατοχή σημαίνει πως βαριέ-σαι τον εαυτό σου. (Μπορεί επίσης να υποφέρεις και από το παρα-πανίσιο -η επιθυμία να πετάξεις κάτι ή να μοιράσεις κάτι μπορεί επίσης να πάρει το τιμητικό όνομα «αγάπη».) Όταν βλέπουμε κά-ποιον να υποφέρει, θέλουμε να εκμεταλλευτούμε την ευκαιρία για να τον πάρουμε στην κατοχή μας· αυτό κάνει, παραδείγματος χάρη, ο αγαθοεργός και σπλαχνικός άνθρωπος, και ονομάζει τη δίψα για καινούργια κατοχή που έχει ξυπνήσει μέσα του «αγάπη»· και η ευχα-ρίστηση που βρίσκει σ' αυτό είναι παρεμφερής με την ευχαρίστηση από την πρόκληση μιας νέας κατάκτησης. Η αγάπη των δυο φύλων είναι εκείνη που προδίδεται καλύτερα ως ώθηση για ιδιοκτησία^®: αυτός που αγαπάει θέλει να είναι μοναδικός και αποκλειστικός κά-τοχος του προσώπου που ποθεί, θέλει επίσης να εξουσιάζει απόλυτα την ψυχή και το σώμα του προσώπου αυτού, θέλει να έχει την απο-κλειστική αγάπη του, θέλει να ζει και να κυριαρχεί μέσα στην άλλη ψυχή ως το πιο υψηλό και επιθυμητό πράγμα γι' αυτήν. Αν προσέ-ξουμε πως αυτό σημαίνει ότι αποκλείονται οι υπόλοιποι άνθρωποι από ένα πολύτιμο αγαθό, ευτυχία και απόλαυση· αν σκεφτούμε πως αυτός που αγαπάει επιδιώκει το φτώχεμα και τη στέρηση όλων των άλλων ανταγωνιστών και θέλει να γίνει ο δράκος που φυλάει το χρυ-σό του θησαυρό", ο πιο αναίσθητος και ιδιοτελής «κατακτητής» και άρπαγας- αν σκεφτούμε, τέλος, πως αυτός που αγαπάει θεωρεί όλο τον υπόλοιπο κόσμο αδιάφορο, άχρωμο, χωρίς καμιά αξία και είναι

50.0 Στανιάλπκπεΰει το αντίθετο: «Η κατοχή δεν είναι τίποτα, η απόλαυση κάνει τα n0cina»,Del'amour, Παρίσι, έκδοση του 1856,1, σ. 45. 51. Η εικόνα είναι από τον Χρυσό του Ρήνου του Βάγκνερ.

ΠΡΩΤΟ ΒΙΒΛΙΟ 53

έτοιμος να κςίνει κάθε θυσία, να διαταράξει οποιαδήποτε τάξη, να θέσει σε δεύτερη μοίρα κάθε άλλο συμφέρον: τότε θα νιώσουμε κα-τάπληξη με το ότι υμνήθηκε και θεοποιήθηκε τόσο πολύ και σ' όλες τις εποχές αυτή η άγρια δίψα για κατοχή και η αδικία της αγάπης των δυο φύλων, θα νιώσουμε κατάπληξη με το ότι απ' αυτήν ακριβώς την αγάπη αντλήθηκε η έννοια της αγάπης ως αντίθεσης του εγωι-σμού -ενώ δεν είναι παρά η γνησιότερη έκφραση του εγωισμού! Ε-δώ η γλωσσική χρήση δημιουργήθηκε προφανώς από τους μη κατέ-χοντες και επιθυμούντες -σίγουρα, υπήρχαν πάντα πάρα πολλοί απ' αυτούς. Εκείνοι που είχαν εξασφαλίσει, στο χώρο που αναφερόμα-στε, πολλή κατοχή και κορεσμό άφηναν να τους ξεφύγει κάπου-κά-που καμιά λέξη για τον «μανιασμένο δαίμονα» -όπως έκανε, παρα-δείγματος χάρη, ο Σοφοκλής, ο πιο αξιαγάπητος και ο πιο αγαπημέ-νος των Αθηναίων^^: ο Έρως όμως γελούσε πάντα με τέτοιους βλά-σφημους -ήταν πάντα οι μεγαλύτεροι ευνοούμενοι του. -Υπάρχει σί-γουρα εδώ ή εκεί στη γη ένα είδος προέκτασης της αγάπης όπου η άπληστη αυτή επιθυμία που νιώθουν αμοιβαία δύο πρόσωπα έχει πα-ραχωρήσει τη θέση της σε μια καινούργια επιθυμία και δίψα για κατοχή, σε μια κοινή, ανώτερη δίψα για ένα ιδανικό που βρίσκεται πάνω τους. Ποιος γνωρίζει όμως τούτη την αγάπη; Ποιος την έζησε; Το αληθινό της όνομα είναι φίΑία".

15. Από μακριά. -Το βουνό αυτό κάνει ολόκληρη την εποχή, στην οποία δεσπόζει, γοητευτική και μεστή από νόημα. 'Οταν το πούμε αυτό για εκατοστή φορά στον εαυτό μας, γινόμαστε τόσο παράλογοι και ευ-γνώμονες απέναντί του που πιστεύουμε ότι το βουνό, δηλαδή ο χορηγός της γοητείας αυτής, πρέπει να είναι το πιο γοητευτικό πράγμα της περιο-χής -κι έτσι ανεβαίνουμε σ' αυτό και απογοητευόμαστε. Ξαφνικά, το ίδιο το βουνό κι όλο το τοπίο γύρω μας, κάτω μας, χάνουν τη μαγεία τους. Είχαμε ξεχάσει πως αρκετά μεγάλα πράγματα, όπως και αρκετά καλά πράγματα, απαιτούν να τα βλέπουμε μόνον από κάποια απόοπα-ση και οπωσδήποτε μόνον από κάτω, ποτέ από πάνω -μόνον έτσι ασκούν τψ επίδραση τους. Ίσως γνωρίζεις στο περιβάλλον σου ανθρώ-πους που είναι υποχρεωμένοι να δουν μόνον από κάποια απόσταση τον εαυτό τους για να τον βρουν ανεκτό ή ελκυστικό και ικανό να δώσει δύναμη. Η αυτογνωσία δεν συνιστάται γι' αυτούς.

52. Βλ. Σθ(ροκλής,^ντί^όνι;, 790, Τραχίνιαι, 4 4 1 ^ · Πλάτων, Ποληεία, 329 b-d. 53. Βλ. επίσης §61.

54 Η ΧΑΡΟΥΜΕΝΗ ΕΠΙΣΤΗΜΗ

16. Περνώντας το γεφυράκι. -Στις σχέσεις μας με ανθρώπους που ντρε'πονται για τα συναισθήματα τους πρε'πει να ξε'ρουμε να προσποιού-μαστε. Οι άνθρωποι αυτοί νιώθουν ξαφνικό μίσος για όποιον τους τσα-κώνει να έχουν ένα τρυφερό, ενθουσιώδες ή υψηλό συναίσθημα, σαν να είχε δει τα μυστικά τους. Αν θέλετε να τους κάνετε να νιώσουν καλά τέτοιες στιγμές, κάντε τους να γελάσουν ή πείτε μια ψυχρή και δηκτική κακία· τότε το συναίσθημα τους παγώνει και συνέρχονται αμέσως. Λέω όμως το επιμύθιο πριν πω την ιστορία. -Κάποτε ήμασταν τόσο κοντά ο ένας στον άλλο μέσα στη ζωή που τίποτα δεν φαινόταν να εμποδίζει τη φιλία και την αδελφοσύνη μας, και μόνον ένα μικρό γεφυράκι υπήρχε ανάμεσα μας. Ακριβώς τη στιγμή που πήγαινες να ανεβείς ο' αυτό σε ρώτησα: «Θέλεις να περάσεις το γεφυράκι για να με συναντήσεις;» -και τότε έπαψες πια να το θέλεις* κι όταν σε ξαναπαρακάλεσα, έμεινες σιωπηλός. Από τότε βουνά κι ορμητικοί ποταμοί κι ό,τι άλλο χωρίζει και αποξενώνει μπήκαν ανάμεσά μας· κι ακόμη κι όταν το θέλαμε, δεν ήταν μπορετό να συναντηθούμε! Μα όταν θυμάσαι τώρα εκείνο το μι-κρό γεφυράκι δεν έχεις πια λόγια -μόνο λυγμούς και απορία.

17. Αιτιολογώντας τη φτώχεια της. -Ασφαλώς, κανένα τέχνασμα δεν μας επιτρέπει να μετατρέψουμε μια φτωχή αρετή σε πλούσια και ξέχει-λη· μπορούμε όμως να επανερμηνεύσουμε τη φτώχεια της και να την ομορφύνουμε δίνοντάς της τη μορφή αναγκαιότητας, έτσι ώστε να μην υποφέρουμε πια με το θέαμά της και να μην κατηγορούμε τη μοίρα γι' αυτήν. Έτσι κάνει ο σοφός κηπουρός όταν βάζει το φτωχό ρυάκι που κυλάει στον κήπο του στα χέρια μιας νύμφης των πηγών: έτσι αιτιολογεί τη φτώχεια του -και ποιος δεν χρειάζεται τις νύμφες τόσο όσο αυτός;

18. Αρχαία περηφάνια. -Μας λείπει η αρχαία απόχρωση της ευγέ-νειας ·* επειδή από τα αισθήματά μας λείπει ο δούλος της αρχαιότητας. Ένας Έλληνας ευγενούς καταγωγής έβρισκε τόσο τεράστια ενδιάμεσα στάδια και τόσο μεγάλη απόσταση ανάμεσα στο δικό του ύψος και σ' αυτή την έσχατη ευτέλεια, που σπάνια μπορούσε να δει τον δούλο κα-θαρά: ακόμη και ο Πλάτωνας δεν τον είδε παραπάνω'^. Τα πράγματα είναι διαφορετικά με μας, που είμαστε εξοικειωμένοι με τη θεωρία της

54. Το χαρακτηριστικό τοιν ευγενών, των αρισιοκρατοόν. 55. Η άποψη αυτη είναι ασαφής. Πάντως, στο δεύτερο βιβλίο της/ToAire ig ο Πλάτω-νας μιλά για τους καλλιεργητές της γης, τους τεχνίτες και τους εμπόρους, καθώς σκιαγρας>είτην ορθη πολιτεία, όχι όμως για τους δούλους.

ΠΡΩΤΟ ΒΙΒΛΙΟ 55

ισότητας των ανθρώπων, αν και όχι με την ίδια την ισότητα. Ένα ανθρώ-πινο ον που δεν μπορεί να διαθέσει τον εαυτό του όπως θέλει και που του λείπει εντελώς η σχόλη -αυτό δεν μας φαίνεται καθόλου αξιοκατα-φρόνητο· ίσως υπάρχει πολλή δουλικότητα τέτοιου είδους στον καθένα από μας εξαιτίας των συνθηκών της κοινωνικής οργάνωσης και της δρα-στηριότητάς μας, που είναι θεμελιωδώς διαφορετικές από των αρχαί-ων. - Ο έλληνας φιλόσοφος περνούσε τη ζωή του με το κρυφό αίσθημα πως υπήρχαν πολύ περισσότεροι δούλοι απ' ό,τι πίστευαν οι άνθρωποι: δηλαδή, εννοούσε πως ήταν δούλος όποιος δεν ήταν φιλόσοφος· φού-σκωνε από περηφάνια στη σκέψη πως ακόμη και οι ισχυρότεροι άν-θρωποι της γης ανήκαν στην κατηγορία αυτών που θεωρούσε δούλους. Κι αυτή η περηφάνια είναι ξένη και αδύνατη για μας· ακόμη και μετα-φορικά η λέξη «δούλος» δεν έχει την πλήρη δύναμή της για μας.

19. Το κακό. -Εξετάστε τη ζωή των καλύτερατν και γονιμότερων αν-θρώπων και λαών και αναρωτηθείτε αν ένα δένδρο που πρέπει να με-γαλώσει περήφανα σε ύψος μπορεί να κάνει χωρίς κακοκαιρίες και θύελλες· αν η δυσμένεια και η αντίσταση έξωθεν, αν κάθε είδος μίσους, ζηλοφθονίας, ισχυρογνωμοσύνης, δυσπιστίας, σκληρότητας, πλεονεξίας και βίας δεν ανήκουν στις ευνοϊκότερες συνθήκες δίχως τις οποίες είναι σχεδόν αδύνατη οποιαδήποτε μεγάλη ανάπτυξη, ακόμα και η ανάπτυ-ξη της αρετής; Το δηλητήριο που σκοτώνει τις πιο αδύναμες φύσεις εί-ναι δυναμωτικό για τις δυνατές -οι οποίες επίσης δεν το ονομάζουν δηλητήριο".

20. Αξιοπρέπεια της τρέλας. -Λίγες χιλιετίες ακόμη στο δρόμο του τελευταίου αιώνα! -και καθετί που θα κάνει ο άνθρωπος θα εκφράζει την ανώτερη εξυπνάδα· γι' αυτό όμως η εξυπνάδα θα χάσει όλη την αξιοπρέπειά της. Τότε θα είναι σίγουρα αναγκαίο να είναι κανείς έξυ-πνος: αυτό όμως θα είναι τόσο κοινό και συνηθισμένο πράγμα, που ένα ευγενέστερο γούστο θα θεωρεί αυτή την αναγκαιότητα χυόαιόντμα. Κι όπως ακριβώς μια τυραννία ασκούμενη από την αλήθεια και την επι-στήμη μπορεί να ανεβάσει ψηλά την τιμή του ψέματος, έτσι και μια τυραννία της εξυττνάδας μπορεί να προκαλέσει την εμςράνιση ενός νέου είδους ευγένειας. Το να είσαι ευγενής -αυτό μπορεί ίσως τότε να σημαί-νει: να έχεις τρέλες μέσα στο κεφάλι σου.

56. Πρβλ. Πέρα από το καλό και το κακό, § 30.

56 Η ΧΑΡΟΥΜΕΝΗ ΕΠΙΣΤΗΜΗ

21. Στους διδασκάλους της ανιδιοτέλειας". -Οι αρετές ενός ανθρώ-που δεν ονομάζονται καλές ανάλογα με τα αποτελέσματα τους γι' αυ-τόν αλλά ανάλογα με τα αποτελέσματα που πιστεύουμε πως έχουν για μας και για την κοινωνία: ανέκαθεν η εξύμνηση των αρετών ήταν ελά-χιστα «ανιδιοτελής», ελάχιστα «μη εγωιστική»! Γιατί αλλιώς θα έπρεπε να είχαμε δει ότι οι αρετές (όπως η εργατικότητα, η υπακοή, η παρθενί-α, η ευσέβεια, η δικαιοσύνη) είναι συνήθως επιβλαβείς για όποιον τις έχει, καθώς είναι ενορμήσεις που τον καταδυναστεύουν εξαιρετικά βίαια και άπληστα και που δεν θέλουν καθόλου να τις κρατά σε ισορροπία το λογικό μέσω των άλλων ενορμήσεων. Όταν κατέχεις μια αρετή, μια πραγματική, ακέραιη αρετή (κι όχι μόνο μια ενορμησούλα για μια αρε-τή!) -είσαι θύμα της. Ο γείτονάς σου όμως την επαινεί γι' αυτό το λόγο! Επαινούν τους εργατικούς ανθρώπους παρόλο που αυτοί χαλούν μ' αυ-τή τη φιλοπονία τα μάτια τους ή την προποτυπία και τη φρεσκάδα του πνεύματός τους. Επαινούν και οικτίρουν τον νέο που «σκοτώθηκε στη δουλειά» επειδή τον κρίνουν ως εξής: «Για την κοινωνία ως σύνολο η απώλεια ακόμη και του καλύτερου ατόμου είναι μικρή θυσία! Κρίμα που χρειάζονται τέτοιες θυσίες! Θα ήταν όμως πολύ χειρότερα αν το άτομο σκεφτόταν διαφορετικά και θεωρούσε τη διατήρηση και την α-νάπτυξή του σημαντικότερες από τη δουλειά του στην υπηρεσία της κοι-νωνίας!» Κι έτσι λυπούνται αυτόν τον νέο όχι για τον ίδιο αλλά επειδή ένα αφοσιωμένο εργαλείο, αδυσώπητο με τον εαυτό του -ένας «γενναί-ος άνθρωπος», όπως λένε- χάθηκε για την κοινωνία με τον θάνατο του. Ίσως να αναρωτιούνται βέβαια μήπως θα ήταν χρησιμότερο, για το συμφέρον της κοινωνίας, να ήταν ο νέος αυτός λιγότερο αδυσώπητος με τον εαυτό του στην εργασία του, να διατηρούσε τον εαυτό του περισσό-τερο καιρό. Δέχονται πως κάποιο όφελος θα υπήρχε αν το έκανε αυτό, αλλά θεωρούν ανώτερο και διαρκέστερο το άλλο όφελος, δηλαδή το ότι έγινε μια &υσία και το ότι το φρόνημα του θυσιαστήριου ζώου επιβε-βαιώθηκε για άλλη μια φορά ολοφάνερα. Έτσι, αυτό που επαινείται όταν επαινούνται οι αρετές είναι, πρώτον, η εργαλειακή τους φύση, και δεύτερον, η τυφλή ενόρμηση μέσα σε κάθε αρετή που δεν αφήνει να της επιβληθούν όρια από το συνολικό συμφέρον του ατόμου -κοντολο-γίς, επαινείται το ά-λογο στην αρετή, μέσω του οποίου το άτομο αςρήνε-ται να μετατραπεί σε απλή λειτουργία του συνόλου. Η εξύμνηση των αρετών είναι εξύμνηση κάποιου πράγματος που είναι επιβλαβές ιδιωτι-

57.0 Νίτσε έχει εδώ υπόψη του τους ωφελιμιστές και τους θετικισιές φιλοσόφους.

ΠΡΩΤΟ ΒΙΒΛΙΟ 57

κά -εξύμνηση των ενορμήσεων που στερούν τον άνθρωπο από την ευ-γενέστερη φιλαυτία του και τη δύναμη για την ύψιστη προστασία του εαυτού του. -Πράγματι, για τη διδαχή και τον ενστερνισμό ενάρετων συνηθειών τονίζεται μια σειρά αποτελεσμάτων της αρετής που την κά-νουν να μοιάζει με αδελφή του ιδιωτικού συμφέροντος -και όντως υ-πάρχει κάποια τέτοια συγγενική σχέση! Η τυφλή, μανιασμένη εργατι-κότητα, παραδείγματος χάρη, αυτή η τυπική αρετή του εργαλείου, πα-ρουσιάζεται σαν οδός προς τον πλούτο και την τιμή και σαν φάρμακο που θεραπεύει καλύτερα την ανία και τα πάθη- ωστόσο δεν λέγεται τίποτε για τους κινδύνους που κρύβει, για τη φοβερή επικινδυνότητά της. Έτσι ενεργεί πάντα η εκπαίδευση: επιδιώκει να ρυθμίσει το άτομο, μέσω μιας σειράς θελγήτρων και οφελών, έτσι ώστε να υιοθετήσει αυτό έναν τρόπο σκέψης και συμπεριφοράς που, από τη στιγμή που θα γίνει συνήθεια, ενόρμηση^® και πάθος, θα κυριαρχήσει σε βάρος του έσχατου οφέλους του αλλά υπέρ του «γενικού καλού». Πόσες φορές δεν είδα αυ-τή την τυφλή, μανιασμένη εργατικότητα να δημιουργεί πλούτο και να χαρίζει τιμές, αφαιρώντας όμως ταυτόχρονα τη λεπτότητα των οργάνων χάρη στην οποία γίνεται δυνατή η απόλαυση του πλούτου και των τι-μών. Πόσες φορές δεν παρατήρησα επίσης ότι αυτό το βασικό φάρμα-κο για την ανία και τα πάθη αμβλύνει την ίδια στιγμή τις αισθήσεις και κάνει το πνεύμα απειθές σε καινούργια ερεθίσματα. (Η εργατικότερη όλων των εποχών -η δική μας- δεν ξέρει τι να κάνει όλη την εργατι-κότητα και το χρήμα της, εκτός από περισσότερο χρήμα και περισσότε-ρη εργατικότητα· γιατί, για να ξοδεύεις, πρέπει να έχεις περισσότερο μυαλό απ' όσο χρειάζεται για να αποκτάς! - Καλά, ας περιμένουμε τα «εγγόνια» μας!) 'Οταν πετυχαίνει αυτή η αγωγή, τότε κάθε αρετή ενός ατόμου γίνεται δημόσια ωφέλεια και ιδιωτική ζημία, υπό την έννοια του ύψιστου ιδιωτικού σκοπού· πιθανότατα καταλήγει σε υποπλασία του πνεύματος και των αισθήσεων ή και σε πρόωρη παρακμή. Εξετάστε απ' αυτή τη σκοπιά, και κατά σειρά, τις αρετές της υπακοής, της παρθενίας, της ευσέβειας και της δικαιοσύνης. Η εξύμνηση του ανιδιοτελούς, του αυτοθυσιαζόμενου, του ενάρετου -δηλαδή, εκείνου που δεν χρησιμο-ποιεί όλη τη δύναμη και το λογικό του για τη διατήρηση, ανάπτυξη, εξύψωση, προαγωγή του εαυτού του και για την επέκταση της δύναμης του, αλλά μάλλον ζει, σ' ό,τι τον αφορά, μέτρια και αφρόντιστα, ίοως μάλιστα αδιάφορα ή ειρωνικά-, η εξύμνηση αυτή δεν γεννήθηκε α-σφαλώς από το πνεύμα της ανιδιοτέλειας! Ο «πλησίον» εξυμνεί την ανι-διοτέλεια επειδή έχει οφέλη απ' αυτήνΙ Αν ο πλησίον σκεφτόταν κι αυ-

58. Βασικό σημείο για το πώς αντιλαμβάνεται ο Νίτσε την ενόρμηση.

58 Η ΧΑΡΟΥΜΕΝΗ ΕΠΙΣΤΗΜΗ

τός «ανιδιοτελώς», θα απεχθανόταν αυτή τη μείωση της δύναμης, αυτό τον ακρωτηριασμό που γίνεται για διχό τον όφελος! Θα δούλευε ενά-ντια στην ανάπτυξη τέτοιων κλίσεων, και πάνω απ' όλα θα εκδήλωνε την ανιδιοτε'λειά του με το να μην τις χαρακτηρίζει καλέςΙ -Ιδού τι δεί-χνει τη θεμελκϋδη αντίφαση της ηθικής που είναι πολύ ευυπόληπτη σή-μερα: τα κίνητρα της ηθικής αυτής βρίσκονται σε πλήρη αντίθεση με τις αρχές της! Αυτό με το οποίο θε'λει να αποδειχτεί αυτή η ηθική αναιρεί-ται την ίδια στιγμή από το κριτηριό της για το τι είναι ηθικό! Η αρχή «πρε'πει να απαρνηθείς τον εαυτό σου και να τον θυσιάσεις''», προκεί-μενου να μην εναντιωθεί στην ίδια της την ηθική, θα μπορούσε να θε-σπιστεί μόνον από ένα ον που θα απαρνιόταν έτσι το δικό του όφελος και που θα προκαλούσε ίσως και τη δική του καταστροφή καθώς θα απαιτούσε τη θυσία των ατόμων. Από τη στιγμή όμως που ο πλησίον (ή η κοινωνία) συνιστά τον αλτρουισμό λόγω της χρησιμότητάς του, εφαρ-μόζει την αντίθετη αρχή, δηλαδή: «πρέπει να επιδιώκεις το προσωπικό σου όφελος ακόμη και σε βάρος όλων των άλλων». Κι έτσι εξυμνείται, με μια ανάσα, ένα «πρέπει» και ένα «δεν πρέπει»!

22. υ ordre du jour pour le roi [H ημερησία διάταξη για τον βασιλιά] -Η μέρα αρχίζει: ας αρχίσουμε κανονίζοντας για τη μέρα αυτή τις υπο-θέσεις και τις γιορτές του ελεήμονα κυρίου μας που χαίρεται ακόμη τον ύπνο του. Η Μεγαλειότητά του θα βρει άσχημο καιρό σήμερα: θα προ-σέξουμε να μην τον χαρακτηρίσουμε άσχημο· δεν θα μιλήσουμε για τον καιρό -αλλά θα χειριστούμε τις υποθέσεις και τις γιορτές πιο επίσημα απ' ό,τι θα χρειαζόταν αλλιώς. Ίσως, ακόμα, η Μεγαλειότητά του να είναι άρρωστη: έτσι, στο πρόγευμα, θα παρουσιάσουμε την τελευταία καλή είδηση του προηγούμενου βραδιού, την άφιξη του κυρίου Μο-νταίνι"·, που τόσο χαριτωμένα αστειεύεται με την αρρώστια του -υπο-φέρει από πέτρα. Θα δεχτούμε ορισμένα πρόσωπα (πρόσωπα! -τι θα 'λεγε, αν άκουγε αυτή τη λέξη, αυτός ο πρησμένος γερο-βάτραχος, που θα 'ναι ανάμεσα τους! «Δεν είμαι πρόσωπο», θα έλεγε, «αλλά πάντα το ίδιο το πράγμα») -και η ακρόαση θα κρατήσει περισσότερο απ' όσο μπορεί να αντέξει ευχάριστα κανείς: λόγος επαρκής για να μνημονεύ-σουμε εκείνο τον ποιητή που έγραφε πάνω από την πόρτα του": «Ό-59. Λυτό υποστηρίζει π.χ. ο άγγλος οχρελιμιστής φιλόσοφος και οικονομολόγος Τζον Στούαρτ ΜΛ (1806-1873). Το μόνο κίνητρο της δράσης μας πρέπει, κατά τη γνώμη του, να είναι το καλό των άλλων. Βλ. π.χ. χο έργο του Augusie Comte and Positivism. 60. Μισέλ ντε Μονταίνι (1533-1592), γάλλος φιλόσοφος. 61. Πρβλ.την επιγραφή στη δεύτερη έ·>ώοστ\ττ\ςΧαρούμενηςεπιστήμης.

ΠΡΩΤΟ ΒΙΒΛΙΟ 59

ποιος μπαίνει.εδώ με τιμά' όποιος δεν μπαίνει με ευχαριστεί"». -Τι ευγενικός τρόπος να είσαι αγενής! Κι ίσως έχει δίκιο να 'ναι αγενής αιπός ο ποιητής: λέγεται πως οι στίχοι του είναι καλύτεροι από τον στι-χουργό. Ας τον α(ρήσουμε λοιπόν να γράψει κι άλλους πολλούς και να αποτραβηχτεί από τον κόσμο όσο το δυνατόν περισσότερο: αυτό το νόημα εχει η ευγενική αγένειά του! Αντίθετα, ένας ηγεμόνας αξίζει πάντα περισσότερο από τους «στίχους» του, ακόμη κι αν -τι κάνουμε όμως; Φλυαρούμε ενώ όλη η αυλή νομίζει πως έχουμε στρωθεί στη δου-λειά και σπάμε το κεφάλι μας: δεν υπάρχει παράθυρο που να φωτίζεται νωρίτερα από το δικό μας! -Άκου! Ήταν η καμπάνα; Στο διάβολο! Η μερα κι ο χορός αρχίζουν και δεν ξέρουμε τα βήματα! Είμαστε υποχρε-ωμένοι να αυτοσχεδιάσουμε -όλος ο κόσμος αυτοσχεδιάζει τη μέρα του. Ας κάνουμε σήμερα ό,τι κάνει όλος ο κόσμος! -Και πάνω εκεί έσβησε το παράξενο πρωινό μου όνειρο, ίσως από τους σκληρούς ήχους του ρολογιού του πύργου, που χτυπούσε την πέμπτη ώρα μ' όλη τη σοβαρό-τητα που το χαρακτηρίζει. Μου φαίνεται πως ο θεός των ονείρων θέλη-σε αυτή τη φορά να κοροϊδέψει τις συνήθειές μου -έχω τη συνήθεια να αρχίζω τη μέρα μου ετοιμάζοντάς την και κάνοντάς την υποφερτή για μένα' και ίσως το 'χω κάνει αυτό πολλές φορές πάρα πολύ επίσημα και πάρα πολύ ηγεμονικά".

23. Οι ενδείξεις της διαφθοράς. - Παρατηρήστε ο' εκείνες τις κατα-στάσεις της κοινωνίας που είναι απαραίτητες από καιρό σε καιρό και που κατονομάζονται με τη λέξη «διαφθορά» τις εξής ενδείξεις. Από τη στιγμή που εμφανίζεται κάπου η διαφθορά, αρχίζει να παίρνει το πάνω χέρι μια παρδαλή δεισιδαιμονία, και η μέχρι τούδε γενική πίστη ενός λαού γίνεται ωχρή και ανήμπορη απέναντι της: η δεισιδαιμονία είναι πράγματι ελευθερία πνεύματος δεύτερης κατηγορίας, κι όποιοι παρα-δίδονται σ' αυτήν διαλέγουν ορισμένες φόρμουλες και σχήματα τα ο-ποία τους αρέσουν και παρέχουν στον εαυτό τους ένα δικαίωμα επιλο-γής. Ο δεισιδαίμων είναι πάντα, σε σύγκριση με τον θρήσκο, πολύ πε-ρισσότερο «πρόσωπο», και μια δεισιδαίμων xoivtavia είναι μια κοινωνί-α στην οποία υπάρχουν πολλά άτομα και πολλή ευχαρίστηση με την ατο-μικότητα. Απ' αυτή την άπσψη, η δεισιδαιμονία φαίνεται πάντα οαν πρό-οδος σε σχέση με την πίστη και σαν σημάδι ότι ο νους γίνεται πιο (χνεξάρ-

62. Άγνωστος ποιητής. Πάντως, η Julie de Lespinasse γράφει σιην αλληλογρα(ρΰι ττ}ς πως κάποιος «σοφός» είχε βάλει αιηή την επιγραφή πάνω από την πόρτα του. 63. Για το όνειρο βλ. επίσηςΑΓαραυχιί, § 119.

60 Η ΧΑΡΟΥΜΕΝΗ ΕΠΙΣΤΗΜΗ

τητος και απαιτεί τα δικαιώματα του. Εκείνοι λοιπόν που παραπονιού-νται τότε για διαφθορά είναι οι λάτρεις της παλιάς θρησκείας και θρη-σκευτικότητας -αυτοί μάλιστα καθόρισαν μέχρι τώρα τη γλωσσική χρή-ση" και δυσφήμησαν τη δεισιδαιμονία, ακόμη και στα πιο ελεύθερα πνεύματα. Ας μάθουμε λοιπόν πως η δεισιδαιμονία είναι ένα σύμπτωμα του διαφωτισμού. -Δεύτερον, μια κοινωνία στην οποία βρίσκει θέση η διαφθορά κατηγορείται για παράλυση- πράγματι, είναι ολοφάνερο ότι μειώνεται η εκτίμηση για τον πόλεμο και η ευχαρίστηση με τον πόλεμο, ενώ οι ανέσεις της ζωής επιδιώκονται τώρα με τόσο ζήλο με όσο προη-γουμένως οι πολεμικές και αθλητικές τιμές. Παραβλέπεται συνήθως ό-μως το ότι εκείνη η παλιά ενέργεια του λαού και το παλιό πάθος του λαού, που εμφανίζονταν με τον πιο λαμπρό τρόπο στον πόλεμο και ^ους ιπποτικούς αγώνες, μετατράπηκαν σε αναρίθμητα ιδιωτικά πάθη και έγιναν λιγότερο ορατά. Πιθανόν μάλιστα, σε συνθήκες «διαφθοράς», η δύναμη και η βιαιότητα της ενέργειας του λαού που ξοδεύονται να είναι μεγαλύτερες από κάθε άλλη φορά και το άτομο να τις ξοδεύει πολύ πιο σπάταλα απ' όσο μπορούσε πρωτύτερα -τότε δεν ήταν αρκετά πλούσιο για κάτι τέτοιο! Κι έτσι, ακριβώς σε καιρούς «παράλυσης» τρέχει η τρα-γωδία στους δρόμους και μέσα στα σπίτια, γεννιέται η μεγάλη αγάπη και το μεγάλο μίσος και πετιέται ώς τον ουρανό η φλόγα της γνώσης. -Τρίτον, συνήθως λέγεται (σαν να επρόκειτο να γίνει μια επανόρθωση για τις κατηγορίες της δεισιδαιμονίας και της παράλυσης) ότι αυτές οι εποχές διαφθοράς είναι ηπιότερες και ότι η σκληρότητα ελαττώνεται σημαντικά, σε σύγκριση με την παλιότερη, πιο δυνατή και πιο αφοσιω-μένη στην πίστη εποχή. Δεν μπορώ όμως να δεχτώ αυτό το εγκώμιο, όπως δεν δέχτηκα και τις προηγούμενες κατηγορίες. Στο μόνο που συμ-φωνώ είναι στο ότι η σκληρότητα γίνεται τώρα πιο εκλεπτυσμένη και ότι οι παλιότερες μορφές της προσβάλλουν το καινούργιο γούστο· αλλά το πλήγωμα και ο βασανισμός των άλλων με τις λέξεις και τα βλέμματα φτάνουν στο απόγειό τους σε καιρούς διαφθοράς -μόνο τότε δημιουρ-γείται η κακία και η ευχαρίστηση με την κακία. Οι άνθρωποι της δια-φθοράς είναι πνευματώδεις και συκοφάντες· γνωρίζουν πως υπάρχουν και άλλα είδη δολοφονίας εκτός από το στιλέτο και τη βίαιη επίθεση· γνωρίζουν επίσης πως καθετί καλά ειπωμένο γίνεται πιστευτό. -Τέταρ-τον, όταν «παρακμάζουν τα ήθη» εμφανίζονται οι άνθρωποι που αποκα-λούνται τύραννοι: είναι οι προάγγελοι και θα λέγαμε οι πρωτογέννητοι των ατόμων. Λίγη υπομονή ακόμα: και αυτός ο καρπός των καρπών

64. Ο Νίτσε υποστηρίζει πως η χρήση της γλώσσας είναι μέσο καθορισμού και επιβολής των αξιών.

ΠΡΩΤΟ ΒΙΒΛΙΟ 61

κρέμεται ώριμος και κίτρινος από το δέντρο ενός λαοΰ -και μόνο για χάρη αυτών των καρπών υπήρχε εκεί αυτό το δέντρο! Μόλις φτάνει στο ζενίθ της η παρακμή, όπως και η πάλη μεταξύ των κάθε λογής τυράννων, εμφανίζεται πάντα ο Καίσαρας, ο τελικός τύραννος, που δίνει τέλος στην εξασθενημένη πάλη για την κυριαρχία του ενός, αφή-νοντας την κόπωση να δουλέψει για λογαριασμό του. Και την εποχή που εμφανίζεται ο Καίσαρας, το άτομο βρίσκεται συνήθως στο μεγα-λύτερο βαθμό ωριμότητας και, κατά συνέπεια, και η «κουλτούρα» βρί-σκεται στο υψηλότερο και γονιμότερο στάδιό της. Αυτό όμως δεν γί-νεται επειδή το θέλει αυτός ή για χάρη του, παρόλο που οι άνθρωποι της πιο υψηλής κουλτούρας συνηθίζουν να κολακεύουν τον Καίσαρά τους ισχυριζόμενοι πως αυτή είναι έργο τον. Η αλήθεια είναι όμως πως απλώς χρειάζονται εξωτερική γαλήνη επειδή έχουν αρκετή εσωτερική ανησυχία και δουλειά. Σ' αυτές τις εποχές, η δωροδοκία και η προδο-σία cpτάvoυv στο απόγειο τους, επειδή η αγάπη για το εγώ, η οποία μόλις έχει ανακαλυφθεί, είναι τώρα πολύ ισχυρότερη από την αγάπη για την παλιά, φθαρμένη, συζητημένη μέχρι θανάτου «πατρίδα»' και η ανάγκη να επιτευχθεί κάποια ασφάλεια απέναντι στα φοβερά σκα-μπανεβάσματα της τύχης ανοίγει ακόμη και τα πιο ευγενή χέρια μόλις κάποιος ισχυρός και πλούσιος δείξει πως είναι έτοιμος να ρίξει χρυσά-φι μέσα τους. Το μέλλον είναι πολύ αβέβαιο· οι άνθρωποι ζουν λοιπόν για το σήμερα, και τούτη η ψυχική κατάσταση κάνει εύκολο το παιχνί-δι για όλους τους διαφθορείς, γιατί ο καθένας αφήνεται να διαφθαρεί και να δωροδοκηθεί μόνο «για σήμερα» ενώ διαφυλάττει το μέλλον και την αρετή του! Τα άτομα -αυτά τα αληθινά «καθ' εαυτά» και «δι' εαυτά»- φροντίζουν, όπως είναι γνωστό, για τη στιγμή περισσότερο απ' ό,τι τα αντίθετα τους, δηλαδή οι αγελαίοι άνθρωποι, επειδή πιστεύ-ουν πως είναι εξίσου απρόβλεπτα με το μέλλον. Επίσης προσκολλώ-νται σε ανθρώπους της βίας, επειδή θεωρούν πως είναι ικανά για πρά-ξεις και για λόγια που δεν θα μπορούσαν να κατανοηθούν ή να συγ-χωρεθούν από τη μάζα των ανθρώπων -ο τύραννος όμως ή Καίσαρας κατανοεί τα δικαιώματα του ατόμου ακόμη και σης παρεκτροπές του και έχει προσωπικό συμφέρον να υποστηρίζει και μάλιστα να υποκινεί τη δημιουργία μιας τολμηρότερης ιδιωτικής ηθικής. Γιατί πιστεύει για τον εαυτό του, και θέλει να πιστεύουν γι' αυτόν και οι άλλοι, εκείνο που είχε πει μια μέρα ο Ναπολέοντας με τον κλασικό του τρόπο: «Έ-χω το δικαίωμα να απαντώ σ' όλες τις κατηγορίες που γίνονται εναντί-ον μου μ' ένα αιώνιο "έτσι είμαι εγώ!". Είμαι ξέχωρος απ' όλο τον κόσμο και δεν δέχομαι όρους από κανέναν, θέλω να υποτάσσεστε ακόμα και στις ιδιοτροπίες μου και να βρίσκετε φυσιολογική κάθε

62 Η ΧΑΡΟΥΜΕΝΗ ΕΠΙΣΤΗΜΗ

διασκέδαση στην οποία ρίχνομαι"». Έτσι απάντησε μια μέρα ο Να-πολέοντας στη γυναίκα του, που είχε λόγους να αμφιβάλλει για τη συζυγική του πίστη. -Οι εποχές διαφθοράς είναι εκείνες που τα μήλα πέφτουν από το δέντρο: εννοώ τα άτομα, τους φορείς των σπόρων του μέλλοντος, τους πρωτεργάτες του πνευματικού αποικισμού και του και-νούργιου σχηματισμού συνδέσμων του κράτους και της κοινωνίας. Η διαφθορά είναι απλώς μια άσχημη λέξη για το φθινόπωρο ενός λαού.

24. Διαφορετικές ανικανοποιήσεις. -Οι αδύναμοι και ούτως ειπείν γυ-ναικείοι ανικανοποίητοι είναι εφευρετικοί όταν είναι να γίνει η ζωή πιο όμορςρη και πιο βαθιά" οι δυνατοί ανικανοποίητοι -αυτοί που είναι ανά-μεσά τους αντρικές προσωπικότητες, για να μείνουμε σ' αυτή την εικό-να- είναι εφευρετικοί όταν είναι να γίνει η ζωή πιο καλή και πιο ασφα-λής. Οι πρώτοι δείχνουν την αδυναμία τους και τη γυναικεία τους φύση με το να αίρήνονται πρόθυμα για ένα διάστημα να εξαπατώνται και να ικανοποιούνται με λίγο μεθύσι και ενθουσιασμό, συνολικά όμως ποτέ δεν μπορεί να ικανοποιηθούν και υποφέρουν από την αγιάτρευτη ανι-κανοποίηση τους. Εκτός αυτού, υποστηρίζουν όλους εκείνους που ξέ-ρουν να φτιάχνουν οπιούχες και ναρκωτικές παρηγοριές και γι' αυτό ακριβώς είναι γεμάτοι κακία για όλους όσοι εκτιμούν περισσότερο τον γιατρό απ' ό,τι τον ιερέα -κι έτσι ενισχύουν τη συνέχιση των πραγματι-κών καταστάσεων ανάγκης! Αν δεν υπήρχαν τόσο πολλοί ανικανοποίη-τοι αυτού του είδους στην Ευρώπη από τον Μεσαίωνα και μετά, ίσως να μην είχε εμφανιστεί ποτέ η περιβόητη ευρωπαϊκή ικανότητα για συνεχή μεταμόρφωση: διότι οι απαιτήσεις των δυνατών ανικανοποίητων είναι πολύ χοντροκομμένες και κατά βάθος υπερβολικά ολιγαρκείς για να μη μπορούν τελικά να ικανοποιηθούν. Η Κίνα, παραδείγματος χάρη, είναι μια χώρα όπου η συνολική ανικανοποίηση και η ικανότητα για μετα-μόρφωση έχουν πεθάνει εδώ και πολλούς αιώνες^^· και οι Ευρωπαίοι σοσιαλιστές και οι «ειδωλολάτρες-του-κράτους» εύκολα θα μπορούσαν, με τα μέτρα που θα έπαιρναν για να κάνουν τη ζωή καλύτερη και α-σφαλέστερη, να δημιουργήσουν και στην Ευρώπη κινέζικες συνθήκες και κινέζικη «ευτυχία», με την προϋπόθεση ότι θα μπορούσαν να ξερι-ζώσουν προηγουμένως αυτή την πιο νοσηρή, πιο τρυφερή, πιο γυναικεία ανικανοποίηση και ρομαντισμό που εξακολουθούν να υπάρχουν εδώ σε

65. Βλ. Madame de Rimusat, Mimoires 1802-1808, Παρίσι 1880, τόμ. I, σ. 114-115. 66. Για την Κίνα, βλ. πιο κάτω, § 377 και Χαραυγή, § 206.0 Νίτσε κατηγορούσε τον Καντ για «κινεζισμό». Βλ. Πέρα από το καλό και το καχό, § 11 και 210.

ΠΡΩΤΟ ΒΙΒΛΙΟ 59

εξαιρετική αφθονία. Η Ευρώπη είναι ένας άρρωστος που χρωστάει τη μεγαλύτερη ευγνωμοσύνη στο ανίατο της και στην αιώνια μεταμόρφω-ση της οδύνης της: αυτές οι συνεχώς καινούργιες καταστάσεις, αυτοί οι συνεχώς καινούργιοι κίνδυνοι, πόνοι και διέξοδοι δημιούργησαν τελι-κά, χάρη στην ακατάπαυστη ανανέωση τους, μια διανοητική ευερεθι-στότητα που ισοδυναμεί σχεδόν με τη μεγαλοφυία και που είναι, σε κάθε περίπτωση, μητέρα κάθε μεγαλοφυίας.

25. Όχι προορισμένος για γνώση. -Υπάρχει μια ηλίθια ταπεινοφρο-σύνη που δεν είναι καθόλου σπάνια και που κάνει όποιον προσβάλλει ανίκανο να γίνει μαθητής της γνώσης. Πράγματι: μόλις ένας άνθρωπος αυτού του είδους αντιληφθεί κάτι εντυπωσιακό, κάνει θα λέγαμε μετα-βολή και λέει στον εαυτό του: «Ξεγελάστηκες! Πού έχεις τα μυαλά σου! Αυτό δεν μπορεί να είναι αλήθεια!» Κι ύστερα, αντί να κοιτάξει και να ακούσει ακόμη μια φορά, προσεκτικότερα, φεύγει σαν φοβισμένος μα-κριά από το εντυπωσιακό πράγμα και προσπαθεί να το βγάλει από το μυαλό του όσο το δυνατόν γρηγορότερα. Πράγματι, ο εσωτερικός του κανόνας λέει: «Δεν θέλω να δω τίποτε που να αντιβαίνει στην κοινή γνώμη. Είμαι εγώ φτιαγμένος για να ανακαλύπτω καινούργιες αλήθειες; Οι παλιές αλήθειες είναι ήδη υπερβολικά πολλές».

26. Τι είναι η ζωή; - Η ζωή -σημαίνει: να πετάς διαρκώς μακριά σου καθετί που θέλει να πεθάνει. Ζωή -σημαίνει: να είσαι σκληρός και ανε-λέητος απέναντι σε καθετί που γερνάει και αδυνατίζει μέσα μας -κι όχι μόνο μέσα μας. Ζωή -σημαίνει λοιπόν επίσης: να μη λυπάσαι καθόλου τους ετοιμοθάνατους, τους εξαθλιωμένους και τους γέρους; Να είσαι συνεχώς δολοφόνος; -Κι όμως ο γερο-Μωυσής είπε: «Ου φονεύοεις^Ί»

27. Ο αποποιούμενος. - Τι κάνει αυτός που αποποιείται; Πασχίζει για έναν ανώτερο κόσμο, θέλει να πετάξει μακρύτερα και ψηλότερα από όλους τους ανθρώπους της κατάφασης -πετάει πολλά πράγματα που θα μπορούσαν να βαρύνουν το πέταγμά του, και ανάμεσα σ" αυτά αρκετά πράγματα που του φαίνονται αξιόλογα και αξιαγάπητα: τα θυσιάζει στην επιθυμία του για τα ύψη. Αυτή η θυσία όμως, αυτό το πέταμα είναι το μόνο πράγμα που φαίνεται σ' αυτόν: γι' αυτό του δίνουν το όνομα του

67.Βλ.Έ|οόος:,20,13.

64 Η ΧΑΡΟΥΜΕΝΗ ΕΠΙΣΤΗΜΗ

αποποιούμενου, και πράγματι έτσι στέκεται μπροστά μας, κρυμμένος κάτω από την κουκοΰλα του και όμοιος με την ιρυχή ενός τρίχινου ασκη-τικού ράσου. Αυτός όμως είναι απόλυτα ικανοποιημένος με την εντύπω-ση που μας προκαλεί: θέλει να κρύψει από μας την επιθυμία του, την περηφάνια του, την πρόθεση του να πετάξει πάνω από μας. -Ναι, είναι πιο έξυπνος απ' όσο νομίζουμε και τόσο ευγενικός μαζί μας - αυτός ο καταφάοχων! Γιατί τέτοιος είναι κι αυτός, σαν και μας, έστω κι αν απο-ποιείται.

28. Να βλάπτεις μ' 6,τι καλύτερο έχεις. -Ενίοτε οι δυνάμεις μας μάς σπρώχνουν τόσο μακριά που δεν μπορούμε πια να αντέξουμε τις αδυ-ναμίες μας και χανόμαστε απ' αυτές: προβλέπουμε σίγουρα αυτή την έκβαση και μολαταύτα δεν θέλουμε να αλλάξει τίποτε. Τότε γινόμαστε σκληροί απέναντι σε καθετί που υπάρχει μέσα μας και θέλει να γλιτώ-σει- το μεγαλείο μας είναι και έλλειψη ελέους. - Έ ν α τέτοιο βίωμα, για το οποίο πρέπει να πληρώσουμε στο τέλος με τη ζωή μας, είναι μια εικόνα για τη συνολική επίδραση που ασκούν οι μεγάλοι άνθρωποι στους άλλους και στην εποχή τους. Ακριβώς μ' ό,τι είναι καλύτερο μέσα τους, μ' ό,τι μόνον αυτοί μπορούν να κάνουν, καταστρέφουν πολλούς αδύνα-μους, ανασφαλείς ανθρώπους που σχηματίζονται ακόμη, ανθρώπους που είναι γεμάτοι θέληση· άρα είναι επιβλαβείς. Και μάλιστα μπορεί να είναι μόνον επιβλαβείς, επειδή ό,τι καλύτερο έχουν μέσα τους το παίρ-νουν και κατά κάποιο τρόπο το καταπίνουν εκείνοι οι οποίοι χάνουν απ' αυτό το λογικό και τη φιλαυτία τους, σαν να είχαν πιει ένα πολύ δυνατό ποτό: μεθούν τόσο πολύ που δεν μπορεί παρά να τσακίσουν τα πόδια τους σ" όλους τους λάθος δρόμους στους οποίους τους παρασύρει το μεθύσι τους.

29. Αυτοί που προσθέτουν ψέματα. -'Οταν άρχισαν ορισμένοι στη Γαλ-λία να επιτίθενται στις αριστοτελικές ενότητες®* και, όπως ήταν φυσικό, άλλοι να τις υπερασπίζονται, κατέστη δυνατό να δει κανείς για μια α-κόμη φορά αυτό που τόσο συχνά αλλά και τόσο απρόθυμα βλέπει κα-νείς: κάποιοι επινόησαν ψευδείς λόγους για να δικαιολογηθεί η ύπαρξη

68. Πρόκειται για τις απαιτούμενες στην κλασική τραγωδία ενότητες του χώρου, ταυ χρόνου και της δράσης. Η παράδοοη τις ανάγει στον Αριστοτέλη, στο έργο του όμως Ποαμιχή αναφέρεται μόνον η τρίτη. Ο ·>νχνάνας τωντρκόν ενοτήτων δημιουργήθηκε στην ουσία από την ιταλική Αναγέννηση.

ΠΡΩΤΟ ΒΙΒΛΙΟ 59

των νόμων αυτών, απλώς για να μην παραδεχτούν πως είχαν συνηθίσει στους νόμους αυτούς και πως δεν ήθελαν να αλλάξει η κατάσταση. Και έτσι γίνεται πάντα στο εσωτερικό κάθε κρατούσας ηθικής και θρησκεί-ας: οι λόγοι και οι προθέσεις που υπάρχουν πίσω από τη συνήθεια προ-στίθενται σ' αυτήν μέσω ενός ψέματος, μόλις κάποιοι αρχίσουν να αμ-φισβητούν τη συνήθεια και να ρωτούν για τις προθέσεις και τους σκο-πούς της. Εδώ έγκειται η μεγάλη ανεντιμότητα των συντηρητικών όλϋτν των εποχών: είναι αυτοί που προσθέτουν ψέματα.

30. Κωμωδία των διασημοτήτων. -Διάσημοι άνθρωποι που χρειάζο-νται τη δόξα τους, όπως παραδείγματος χάρη όλοι οι πολιτικοί, δεν διαλέγουν ποτέ συμμάχους και φίλους ανυστερόβουλα: από τον ένα ζη-τούν λίγη από τη λάμψη και την αντανάκλαση της αρετής του, από έναν δεύτερο τον φόβο που προκαλούν κάποιες ανησυχητικές ιδιότητες του γνωστές σε όλους, από κάποιον τρίτο κλέβουν τη φήμη του ότι είναι τεμπέλης, ότι ραχατεύει στον ήλιο, επειδή αυτό εξυπηρετεί το σκοπό τους να φαίνονται κάπου-κάπου απρόσεκτοι και ράθυμοι -έτσι κρύ-βουν το ότι βρίσκονται σε επκρυλακή. Αλλοτε χρειάζονται τον ονειρο-πόλο κοντά τους, άλλοτε τον ειδήμονα, άλλοτε τον στοχαστικό, άλλοτε τον τυπολάτρη, σαν να ήταν ο εαυτός τους της στιγμής. Σχεδόν αμέσ(ος μετά όμως δεν τους χρειάζονται άλλο! Έτσι, ο περίγυρος και η πρόσο-ψη των διασημοτήτων πεθαίνουν συνεχώς, ενώ όλα φαίνονται να συρ-ρέουν σ' αυτό τον περίγυρο και να θέλουν να γίνουν «χαρακτήρας» τους: σ' αυτό οι διασημότητες μοιάζουν με τις μεγάλες πόλεις. Η φήμη τους αλλάζει συνεχώς όπως και ο χαρακτήρας τους, επειδή τα μεταβαλ-λόμενα μέσα τους απαιτούν αυτή την αλλαγή και βγάζουν στη σκηνή πότε τη μια και πότε την άλλη πραγματική ή πλασματική ιδιότητα: οι φίλοι τους και οι σύμμαχοί τους ανήκουν, όπως είπα, σ" αυτές τις θεατρι-κές ιδιότητες. Αντίθετα, αυτό που θέλουν οι διάσημοι άνδρες πρέπει να μένει όσο γίνεται πιο στέρεο και γερό σαν τον μπρούντζο, και να λά-μπει ακατάπαυστα· κι αυτό το πράγμα όμως απαιτεί ενίοτε τις κωμωδί-ες του και τα επί σκηνής παιχνίδια του.

31. Εμπόριο και ευγε'νεια^^. -Το να πουλάς και να αγοράζεις έχει γίνει σήμερα τόσο συνηθισμένο όσο και η τέχνη να διαβάζεις και να γράφεις. Όλοι έχουν εξασκηθεί σ' αυτό: ακόμη κι αν δεν είναι έμποροι.

69. Με την έννοια της αριστοκρατικής κοκαγαιγης.

64 Η ΧΑΡΟΥΜΕΝΗ ΕΠΙΣΤΗΜΗ

εξασκούνται κι άλλο κάθε με'ρα σ' αυτή την τεχνική -όπως παλιότερα, την εποχή που οι άνθρωποι ήταν πιο άγριοι, όλοι ήταν κυνηγοί και εξασκούνταν καθημερινά στην τέχνη του κυνηγίου. Τότε το κυνήγι ήταν κάτι συνηθισμε'νο" όπως όμως αυτό κατε'ληξε να γίνει προνόμιο των ισχυρίόν και ευγενών και να χάσει έτσι τον καθημερινό και συνη-θισμένο χαρακτήρα του -επειδή έπαψε να είναι αναγκαίο και έγινε υπόθεση κεφιού και πολυτέλειας-, το ίδιο μπορεί να συμβεί μια μέρα και με την αγορά και την πώληση. Μπορούμε να φανταστούμε κατα-στάσεις της κοινωνίας όπου δεν θα υπάρχει αγορά και πώληση και όπου η αναγκαιότητα της τεχνικής αυτής θα εξαλειφθεί σιγά-σιγά. Ίσως τότε ορισμένα άτομα που θα είναι λιγότερο υποταγμένα στον νόμο της γενικής κατάστασης να επιτρέψουν στον εαυτό τους να αγο-ράζουν και να πουλούν σαν να ήταν αυτό πολυτέλεια της ευαισθησίας. Από εκείνη τη στιγμή το εμπόριο θα αποκτήσει ευγένεια, και οι αρι-στοκράτες θα αφοσιωθούν ίσως εξίσου πρόθυμα στο εμπόριο όπως αφοσιώνονταν άλλοτε στον πόλεμο και στην πολιτική: ενώ, αντίθετα, η εκτίμηση για την πολιτική θα μπορούσε τότε να αλλάξει τελείως. Ήδη σήμερα, η πολιτική παύει να είναι επιτήδευμα του ευγενούς: και μπορεί μια μέρα να φαίνεται τόσο αγοραία ώστε να κατατάσσεται, μαζί μ' όλη την κομματική και δημοσιογραφική φιλολογία, κάτω από την επικεφαλίδα «πορνεία του πνεύματος».

32. Ανεπιθύμητοι μαθητές. -Τι να τους κάνω αυτούς τους δύο νέους! -φώναζε με δυσθυμία ένας φιλόσοφος που «διέφθειρε» τη νεολαία όπως έκανε κάποτε κι ο Σωκράτης™ -μου είναι ανεπιθύμητοι για μαθητές. Ο ένας δεν μπορεί να πει «όχι» και ο άλλος λέει για καθετί «και έτσι και αλλιώς». Αν υποθέσουμε πως καταλάβαιναν τη διδασκαλία μου, ο πρώ-τος θα υπέφερε πάρα πολύ, γιατί ο τρόπος σκέψης μου απαιτεί μια φιλο-πόλεμη ψυχή, μια θέληση να κάνεις κακό, μια ευχαρίστηση στο να λες όχι, ένα σκληρό δέρμα- θα υπέκυπτε στα ανοιχτά και εσωτερικά τραύ-ματα του. Κι ο άλλος θα κανόνιζε να κάνει κάθε υπόθεση που θα υπο-στήριζε ημίμετρο κι έτσι θα τη μετέτρεπε σε ημίμετρο δίνοντας —τέτοιο μαθητή εύχομαι στον εχθρό μου!

33. Έξω από την αίθουσα διαλέξεων. -«Για να σας αποδείξω ότι ο άνθρωπος ανήκει κατά βάθος στα αγαθά ζώα, θα ήθελα να σας θυμί-

70. Βλ. Πλάτων, £ιι0ΰφρ<ϋν, 2a-2b.

ΠΡΩΤΟ ΒΙΒΛΙΟ 59

σω πόσο πολΰ καιρό ήταν ευκολόπιστος. Μόνο σήμερα έχει γίνει, πο-λύ καθυστερημένα και επειτα από μια τεράστια υπερνίκηση του εαυ-τού του, δύσπιστο ζώο. -Ναι! Ο άνθρωπος είναι τώρα πιο κακός από κάθε άλλη φορά». -Δεν το καταλαβαίνω αυτό: γιατί να είναι τώρα πιο δύσπιστος και πιο κακός ο άνθρωπος; - «Επειδή τώρα έχει -και χρειά-ζεται- μια επιστήμη"!»

34. Historia abscondita [Κρυμμένη ιστορία''^]. -Κάθε μεγάλος άνδρας έχει αναδρομική ισχύ: για χάρη του όλη η ιστορία μπαίνει πάλι στη ζυγαριά, και χιλιάδες μυστικά του παρελθόντος γλιστρούν έξω από τις κρυψώνες τους -και βγαίνουν στον ήλιο του. Είναι αδύνατο να προβλέ-ψει κανείς τι άλλο ακόμη θα γίνει ιστορία. Ίσως το παρελθόν να είναι ακόμη ουσιαστικά ανεξερεύνητο! Χρειαζόμαστε ακόμα τόσο πολλές αναδρομικε'ς ισχύες!

35. Αίρεση και μαγγανεία. -Το να σκέφτεσαι διαφορετικά απ' ό,τι συνηθίζεται -αυτό δεν οφείλεται τόσο πολύ στη δράση ενός καλύτερου νου όσο στη δράση δυνατών, κακών κλίσεων, διασπαστικών, απομο-νωτικών, επίμονων, χαιρέκακων, μοχθηρών. Η αίρεση είναι το ταίρι της μαγγανείας και σίγουρα όχι πιο αβλαβής ούτε πιο αξιοσέβαστη από αυτή. Οι αιρετικοί και οι μάγοι είναι δύο είδη κακών ανθρώπων: το κοινό που έχουν μεταξύ τους είναι ότι κι αυτοί αισθάνονται ότι είναι κακοί αλλά αντλούν ακατανίκητη ευχαρίστηση από το να βλάπτουν κα-θετί που κυριαρχεί -ανθρώπους ή γνώμες. Η Μεταρρύθμιση, που ήταν ένα είδος διπλασιασμού του μεσαιωνικού ιτνεύματος, σε μια εποχή που αυτό δεν συνοδευόταν πια από καλή συνείδηση, παρήγαγε αιρετικούς και μάγους σε τεράστια αφθονία.

36. Τελευταία λόγια. -Θα θυμάστε ότι ο αυτοκράτορας Αύγουστος -εκείνος ο τρομερός άνθρωπος που ήξερε εξίσου καλά να ελέγχει τον εαυτό του και να σιωπά όσο και οποιοσδήποτε σοφός Σωκράτης- έγινε αδιάκριτος απέναντι στον ίδιο του τον εαυτό, όταν είπε τα τελευταία

71. Για την επιστήμη και την ιδιαίτερη εργασία της βλ. ΐπ\χ!χ\ςΠέοααπότο)(αλ0Μαι τοκακό,§24. 72.0 Νίτσε επινοεί τη φράση αυτή με βάοη το Deus absconditus (Ο κρυμμένος θεός) του Πασκάλ.

64 Η ΧΑΡΟΥΜΕΝΗ ΕΠΙΣΤΗΜΗ

του λόγια. Για πρώτη φορά άφησε τη μάσκα να πέσει, καθώς άςρησε να εννοηθεί πως είχε φορέσει μάσκα και πως είχε παίξει μια κωμωδία: είχε παίξει το ρόλο του πατέρα της πατρίδας και της εστεμμένης σοφίας με μια τέχνη που έςρτανε στην αυταπάτη! Plaudite amici, comoedia finita est! [Χειροκροτηοτε, φίλοι, η κωμωδία τελείωσε"!]. - Η σκέψη του ετοι-μοθάνατου Νέρωνα: qualis artifex pereo! [Τι καλλιτέχνης χάνεται'"!] ή-ταν και σκέψη του ετοιμοθάνατου Αΰγουστου: ματαιοδοξία ηθοποιού, ρητορεία ηθοποιού! Εντελώς το αντίθετο από τη σκέψη του ετοιμοθάνα-του Σωκράτη'^! -Ο Τιβέριος όμως πέθανε σιωπηλός, αυτός ο πιο βασα-νισμένος απ' όσους έγιναν ποτέ βασανιστές του εαυτού τους -αυτός ή-ταν γνήσιος και όχι ηθοποιός! Τι να πέρασε άραγε από το μυαλό του στο τέλος! Ίσως αυτό: «Η ζωή είναι ένας μακρύς θάνατος! Τι τρελός που ήμουν να κουτσουρέψω τις ζωές τόσων ανθρώπων! Ήμουν εγώ φτιαγ-μένος για να γίνω ευεργέτης; Θα έπρεπε να τους έδινα την αιώνια ζωή: τότε θα μπορούσα να τους βλέπω να πεθαίνουν αιώνια. Γι' αυτό το πράγμα είχα πολύ καλά μάτια: qualis spectator pereo! [Τι θεατής χάνεται!]» Κι όταν, ύστερα από μακρόχρονο χαροπάλεμα, φάνηκε να ανακτά τις δυ-νάμεις του, έκριναν σκόπιμο να τον πνίξουν με μαξιλάρια -και βρήκε διπλό θάνατο·".

37. Τρεις φορές από πλάνη'". -Τους λίγους τελευταίους αιώνες οι άν-θρωποι προήγαγαν την επιστήμη, εν μέρει επειδή έλπιζαν πως μ' αυτήν και δι' αυτής θα καταλάβαιναν καλύτερα την καλοσύνη και τη σοφία του Θεού -αυτό ήταν το κυριότερο κίνητρο στην ψυχή των μεγάλων Αγγλων σαν τον Νεύτωνα· εν μέρει επειδή πίστευαν στην απόλυτη χρη-σιμότητα της γνώσης και προπαντός στον ενδότερο δεσμό της ηθικής, της γνώσης και της ευτυχίας -αυτό ήταν το κυριότερο κίνητρο των μεγά-λων Γάλλων σαν τον Βολταίρο- και εν μέρει επειδή πίστευαν ότι κα-τείχαν και αγαπούσαν στην επιστήμη κάτι ανιδιοτελές, αβλαβές, αύ-ταρκες, αληθινά αθώο, στο οποίο δεν συμμετείχαν καθόλου οι κακές ενορμήσεις του ανθρώπου -αυτό ήταν το κυριότερο κίνητρο της ψυχής του Σπινόζα που ως άνθρωπος της γνώσης ένιωθε θεϊκός. -Τρεις φορές από πλάνη λοιπόν!

73. BL Σουητοόνιος, ΜβΜί/Κί, 90,1. 74. Βλ. Σσυηκόνιος,Λ/βΓί?, 49,1. 75. Για τον ετοιμοθάνατο Σωκράτη, βλ. και § 340. 76. Το επεισόδιο ταυ θανάτου του Τιβέριου αναφέρεται από τον ΤάΜχο, Annaks, VI, L 77. Βλ. και Πέρα αοιό το καλό και το κακό, § 2.

ΠΡΩΤΟ ΒΙΒΛΙΟ 59

38. OL εκρηκτικοί. -Αν αναλογιζόμασταν πόσο πολΰ χρειάζεται η ε-νεργητικότητα" των νέων την έκρηξη, δεν θα παραξενευόμασταν πια με την ελάχιστη λεπτότητα και εκλεκτικότητα που δείχνουν όταν επιλέ-γουν να ταχθούν υπέρ της μιας ή της άλλης υπόθεσης. Αυτό που τους προσελκύει είναι το θέαμα της φλόγας που περιβάλλει μια υπόθεση -δηλαδή κατά κάποιο τρόπο το θέαμα του αναμμένου φιτιλιοϋ κι όχι η ίδια η υπόθεση. Γι' αυτό, οι πιο λεπταίσθητοι εκμαυλιστές ξέρουν καλά πώς να προκαλούν στους νέους την ελπίδα για μια έκρηξη και να παρα-μελούν να αιτιολογήσουν την υπόθεσή τους: με τις αιτιολογίες δεν κερ-δίζεις αυτά τα μπαρουτοβάρελα!

39. Αλλαγή του γούστου. - Η αλλαγή του γενικού γούστου είναι πιο ση-μαντική από την αλλαγή ταιν γνωμών. Οι γνώμες, μαζί μ' όλες τις αποδεί-ξεις τους, τις αναιρέσεις τους και ολόκληρη τη διανοητική μασκαράτα, είναι συμπτώματα μιας αλλαγής του γούστου· καθόλου δεν είναι, όπως τόσο συχνά υποθέτουν ακόμη, αιτίες αυτής της αλλαγής. Πώς αλλάζει το γενικό γούστο; Ως εξής: μεμονωμένα άτομα, ισχυροί, άνθρωποι με επιρ-ροή εκφράζουν, χωρίς καμιά ντροπή, το δικό τους hoc est ridiculum, hoc est absurdum [αυτό είναι γελοίο, αυτό είναι παράλογο], δηλαδή την ετυ-μηγορία του γούστου τους και της αηδίας τους, και την επιβάλλουν τυραν-νικά. Έτσι, επιβάλλουν έναν καταναγκασμό σε πολλούς, η οποία μετα-τρέπεται βαθμηδόν σε συνήθεια για ακόμη περισσότερους και τέλος σε ανάγκη όλων. Το ότι όμως τα άτομα αυτά έχουν διαφορετική αίσθηση και «γούστο» εξαρτάται συνήθως από μια ιδιομορφία του τρόπου ζωής τους, της διατρο(ρής τους, της πέ·ψης τους, ίσως από μια έλλειψη ή περίσ-σεια ανόργανων αλάτων στο αίμα και στον εγκέφαλό τους· κοντολογίς, από τη φυσιν''^ τους. Έχουν όμως το θάρρος να αναγνωρίζουν τη (ptxjiv τους και να παίρνουν υπόψη τους τις απαιτήσεις της ακόμη και στις λε-πτότερες νότες τους: οι αισθητικές και ηθικές κρίσεις τους ανήκουν σ' αυτές τις «λειπότερες νότες» της φύσεως.

40. Για τψ έλL·ίψη ευγενούς μορφής. -Οι στρατιώτες και οι αρχηγοί τους έχουν μεταξύ τους πολύ καλύτερες σχέσεις από ό,τι έχουν οι εργα-

78. Ελληνικά στο κείμενο. Ο Νίτσε ανάγει τη σςραίρα ταιν παρασιάσεοϊν και tcov κρίσεων σ" εκείνη του σώματος. Ωστόσο, το σώμα είναι γι' αυτόν το οργανωμένο *αι ιεραρχημένο (αποδιοργανωμένο και αναρχικό σε περίσωση ασθένειας) σύνολο των ενορμήσεων.

64 Η ΧΑΡΟΥΜΕΝΗ ΕΠΙΣΤΗΜΗ

ζόμενοι με τους εργοδότες. Με'χρι τοόρα τουλάχιστον, κάθε κουλτουρα που στηρίζεται σε στρατιωτική βάση εξακολουθεί να είναι ανώτερη α-πό τη λεγόμενη βιομηχανική κουλτούρα: η τελευταία είναι, στην τωρινή μορφή της, η χυδαιότερη μορφή ύπαρξης που έγινε με'χρι τώρα. Εδώ λειτουργεί μόνον ο νόμος της ανάγκης: θέλουμε να ζήσουμε και γι' αυτό είμαστε υποχρεωμένοι να πουλάμε τον εαυτό μας, περιφρονούμε όμως όποιον εκμεταλλεύεται τούτη την ανάγκη και αγοράζει τον εργαζόμε-νο. Περιέργως, η υποταγή σε ισχυρά πρόσωπα, σε πρόσωπα που εμπνέ-ουν φόβο, ακόμη και τρόμο, όπως είναι οι τύραννοι και οι στρατιωτικοί αρχηγοί, θεωρείται πολύ λιγότερο οδυνηρή από την υποταγή σε άγνωστα και αδιάφορα πρόσωπα, όπως είναι όλοι οι μεγιστάνες της βιομηχανί-ας. Αυτό που βλέπουν οι εργάτες στον εργοδότη είναι συνήθως ένας πανούργος και εκμεταλλευτής σκυλάνθρωπος που κερδοσκοπεί με κάθε ένδεια- και το όνομα, η μορφή, τα ήθη και η φήμη του τους είναι εντε-λώς αδιάφορα. Οι βιομήχανοι και οι μεγάλοι έμποροι διέθεταν πιθανόν ώς σήμερα σε ελαχιστότατο βαθμό όλες εκείνες τις μορφές και τα χα-ρακτηριστικά της ανώτερης ράτσας, που είναι η μόνη που κάνει ενδια-φέροντα τα πρόσωπα. Αν έδειχναν και στα μάτια και στις κινήσεις τους το σημάδι της ευγενούς καταγωγής, ίσως να μην υπήρχε σοσιαλισμός των μαζών. Γιατί κατά βάθος οι μάζες είναι έτοιμες για οποιαδήποτε όουλεία", αρκεί να νομιμοποιείται συνεχώς ο ανώτερος τους ως ανώτε-ρος, ως γεννημένος για να διατάζει -μέσω της ευγενούς μορςρής! Ο πιο κοινός άνθρωπος νιώθει πως η ευγένεια δεν αυτοσχεδιάζεται και πως πρέπει να τιμάται ως ο καρπός πολλών αιώνων. Η απουσία όμως ανώ-τερης μορφής και η πασίγνωστη χυδαιότητα των βιομηχάνων με τα χο-ντρά, κόκκινα χέρια τον κάνουν να σκέφτεται πως μόνον η τύχη και η σύμπτωση έχουν ανεβάσει εδώ έναν πάνω από τους άλλους. Ε τότε, συμπεραίνει αυτός μέσα του, ας δοκιμάσουμε κι εμείς τη σύμπτωση και την τύχη! Ας ρίξουμε τα ζάρια! Κι έτσι αρχίζει ο σοσιαλισμός.

41. Ενάντια στη μεταμέλεια. - Ο στοχαστής βλέπει τις ενέργειές του σαν δοκιμές και ερωτήσεις - σαν απόπειρες για να πάρει εξηγήσεις για κάτι. Η επιτυχία και η αποτυχία είναι γι' αυτόν κατά πρώτο λόγο απα-ντήσεις. Το να θυμώνει ή το να μετανιώνει επειδή κάτι πήγε στραβά -

79. Σε σημειώσεις της ίδιας nsQioöcn) ο Νίτσε γράφει: «Η δουλεία είναι απαραίτητη για τη δημιουργία ενός ανοίπερου οργανισμού, όπως και οι κάστες.»· «Η δουλεία δεν πρέπει να εξαφανιστεί, είναι απαραίτητη. Πρέπει όμως να προσέξουμε ώστε να ξαναγεννιούνιαι συνεχώς εκείνοι για τους οποίους πρέπει να δουλεύει κανείς.»

ΠΡΩΤΟ ΒΙΒΛΙΟ 59

αυτό το αφήνει σε εκείνους που ενεργούν μόνον επειδή τους το διέτα-ξαν άλλοι και 'που πρέπει να περιμένουν ξυλιές αν ο ελεήμων αφέντης τους δεν ικανοποιηθεί με το αποτέλεσμα.

42. Δουλειά και ανία. -Να ψάχνεις για δουλειά για να έχεις ένα μι-σθό: σ' αυτό είναι ίδιοι όλοι σχεδόν οι άνθρωποι σήμερα στις πολιτισμέ-νες χώρες. Για όλους η δουλειά είναι ένα μέσο και όχι ο ίδιος ο σκοπός. Γι' αυτό και δεν είναι δύσκολοι στην επιλογή της εργασίας: αρκεί να τους εξασφαλίζει ικανοποιητική αμοιβή. Υπάρχουν όμως άνθρωποι (πιο σπάνιοι) που θα προτιμούσαν να πεθάνουν παρά να δουλεύουν χωρίς να αντλούν ευχαρίστηση από τη δουλειά τους. Είναι επιλεκτικοί, ικανο-ποιούνται δύσκολα και δεν νοιάζονται για μεγάλες αμοιβές, αν η δου-λειά δεν είναι η αμοιβή όλων των αμοιβών. Σ' αυτό το σπάνιο είδος ανθρώπων ανήκουν οι καλλιτε'χνες και οι κάθε λογής θεωρητικοί, όπως κι εκείνοι οι αργόσχολοι που περνούν τη ζωή τους με το κυνήγι, τα ταξί-δια, τις ερωτοδουλειές και τις περιπέτειες. Όλοι αυτοί θέλουν τη δου-λειά και την ανάγκη, αρκεί να είναι συνδεδεμένες με την ευχαρίστηση, και την πιο δύσκολη δουλειά, την πιο σκληρή, αν χρειάζεται. Αλλιώς είναι αποφασισμένοι να διατηρήσουν την τεμπελιά τους, ακόμη κι αν μπορεί να τους φέρει τη φτώχεια, την ατίμωση, τον κίνδυνο να χάσουν την υγεία τους ή τη ζωή τους. Δεν φοβούνται τόσο την ανία όσο τη δου-λειά που δεν έχει ευχαρίστηση- και μάλιστα χρειάζονται πολλή ανία προκειμένου να πετύχει η δουλειά τους. Για τους στοχαστές και όλα τα εφευρετικά πνεύματα, η ανία είναι εκείνη η δυσάρεστη «άπνοια» της •ψυχής που υπάρχει πριν από το καλό ταξίδι και τους χαρούμενους ανέ-μους. Είναι υποχρεωμένοι να την υποφέρουν και να περιμένουν τα απο-τελέσματα της πάνω τους. Ακριβώς αντό δεν μπορούν να πετύχουν με κανέναν τρόπο από μόνες τους οι κατώτερες φύσεις! Είναι κοινό πράγ-μα να διώχνεις με κάθε θυσία την ανία, όπως είναι κοινό πράγμα να δουλεύεις δίχως ευχαρίστηση. Οι Ασιάτες ίσως διακρίνονται από τους Ευρωπαίους από την ικανότητα τους να πετυχαίνουν μεγαλύτερη και βαθύτερη γαλήνη· ακόμη και τα ναρκωτικά τους έχουν αργή επίδραση και απαιτούν υπομονή -σε αντίθεση προς το σιχαμερά αιφνιδιαστικό ευρωπαϊκό δηλητήριο, το αλκοόλ®".

43. Τι αποκαλύπτουν οι νόμοι. -Κάνουμε μεγάλο λάθος όταν μελετά-

80. Μεταξύ άλλων, ο Νίτσε διάβαζε βιβλία εθνολογίας και διαιτητικής.

64 Η ΧΑΡΟΥΜΕΝΗ ΕΠΙΣΤΗΜΗ

με τον ποινικό κώδικα ενός λαού σαν να ηταν έκφραση του χαρακτήρα του. Οι νόμοι δεν αποκαλύιαουν τι είναι ε'νας λαός αλλά τι του φαίνεται ξένο, ασυνήθιστο, τερατώδες, ξενικό. Οι νόμοι αναφέρονται στις εξαι-ρέσεις της ηθικότητας των ηθών, και οι αυστηρότερες ποινές πλήττουν ό,τι συμφωνεί με τα ήθη ενός γειτονικού λαοΰ. Έτσι οι Ουαχαμπίτες®' δέχονται μόνο δυο θανάσιμα αμαρτήματα: το να πιστεύεις σ' έναν άλλο θεό κι όχι στον θεό των Ουαχαμπιτών και το να καπΛ'ίζεις (αποκαλούν το κάπνισμα «επαίσχυντο τρόπο πόσης»), «Και τι κάνετε με το φόνο και τη μοιχεία;» -ρώτησε έκπληκτος ο Εγγλέζος που τα άκουγε αυτά. «Ο Θεός είναι μεγαλόψυχος και ελεήμων!» -του απάντησε ο γερο-άρχη-γός. -Έτσι και οι αρχαίοι Ρωμαίοι είχαν την άποψη πως μια γυναίκα μπορούσε να αμαρτήσει θανάσιμα με δύο μόνο τρόπους: πρώτα με τη μοιχεία και μετά με την οινοποσία. Ο γερο-Κάτωνας®^ πίστευε πως το φιλί μεταξύ συγγενών είχε γίνει μέρος των ηθών μόνο και μόνο για να ελέγχονται σ' αυτό το σημείο οι γυναίκες. Ένα φιλί σήμαινε: μυρίζει αυτή κρασί® ; Πράγματι, γυναίκες που πιάστηκαν πιωμένες τιμωρήθη-καν με θάνατο· κι αυτό ασφαλώς δεν έγινε μόνο για το λόγο ότι οι γυναίκες χάνουν μερικές φορές κάτω από την επίδραση του αλκοόλ εντελώς την ικανότητα να λένε όχι. Σε μια εποχή που η χρήση του κρα-σιού ήταν ακόμη πρόσφατη στην Ευρώπη, οι γυναίκες του ευρωπαϊκού Νότου κυριεύονταν από καιρό σε καιρό από το οργιαστικό και διο-νυσιακό φαινόμενο, το οποίο οι Ρωμαίοι φοβούνταν περισσότερο από καθετί, επειδή το θεωρούσαν τερατώδη εξωτισμό που ανέτρεπε τη βά-ση της ρωμαϊκής ευαισθησίας· ήταν γι' αυτούς προδοσία της Ρώμης, ενσωμάτωση του ξένου στοιχείου*^.

44. Κίνητρα στα οποία πιστεύουν οι άνθρωποι. -Όσο σπουδαίο κι αν μπορεί να είναι να γνωρίζουμε τα κίνητρα σύμφωνα με τα οποία έδρα-σε η ανθρωπότητα μέχρι σήμερα, ουσιαστικότερο ίσως είναι για τον

81. Μουσουλμανική αίρεση στην Αραβία τον 18ο αιώνα που υποοτήριζε την επι-στροφή στον αληθινό ισλαμισμό. Ο Εγγλέζος συγγραφέας για τον οποίο γίνεται λόγος πιο κάτω είναι ο G. Palgrave (Α Narrative ofa Year'sJoumey Through Central andEastemArabia). Για τη σπουδαιότητα που είχε για τον Νίτσε η εθνογραφική και ιστορική πληροφόρηση, βλ. τον Πρόλογο της Γενεαλογίας της ηθικής. 82. Κάτων ο Τιμητής (234-149), πολιτικός άνδρας της «παλαιάς» σεβαστής Ρώμης. 83. Βλ. Πλοΰΐαρχος,ν4/τία ρωμαϊκά, 6. 84. Αξιοσημείαπη εδώ η αντιπαράθεση ανάμεσα στην αρχαία ελληνική και τη ρωμα-ϊκή κουλτούρα. Το ουσιώδες στοιχείο της ιδιοσυστασίας των αρχαίων Ελλήνων εί-ναι, για τον Νίτσε, το διονυσιακό.

ΠΡΩΤΟ ΒΙΒΛΙΟ 59

άνθρωπο της γνώοιης να γνωρίζει την πίστη στο τάδε ή στο δείνα κίνη-τρο, άρα σε ό',τι έπλασε με τη φαντασία της μέχρι τώρα η ανθρωπότητα και το θεώρησε μοχλό του πράττειν της. Γιατί, πραγματικά, οι άνθρω-ποι πήραν το μερίδιο της εσωτερικής ευτυχίας ή αθλιότητάς τους ανά-λογα με την πίστη τους στο ένα ή στο άλλο κίνητρο -και όχι απ' αυτό που ήταν πραγματικά κίνητρο! Αυτό το τελευταίο έχει δευτερεύον εν-διαφέρον.

45. Επίκουρος. - Ναι, είμαι περήφανος που αντιλαμβάνομαι τον χα-ρακτήρα του Επίκουρου διαφορετικά απ' όλους τους άλλους ίσως. Μ' ό,τι ακούω ή διαβάζω απ' αυτόν γεύομαι την ευτυχία του απομεσήμε-ρου της αρχαιότητας -βλέπω τα μάτια του να κοιτούν μια πλατιά, α-σπριδερή θάλασσα, δίπλα σε βράχια της ακτής όπου ξαπλώνει ο ήλιος, ενώ μεγάλα και μικρά ζώα παίζουν μέσα στο φως του, σίγουρα και ήρε-μα σαν τούτο το φως και τα μάτια του. Τέτοια ευτυχία μπορούσε να επινοηθεί μόνο από έναν άνθρωπο που υπέφερε διαρκώς. Είναι η ευτυ-χία των ματιών μπροστά στα οποία γαλήνεψε η θάλασσα της ενθαδικής ύπαρξης και που δεν μπορούν πια να χορτάσουν να βλέπουν την επιφά-νειά της, την παρδαλή, τρυφερή, ρυτιδωμένη επιδερμίδα της: ποτέ πριν δεν υπήρξε τέτοια μετριοπάθεια της φιληδονίας.

46. Η κατάπληξη μας. -Είναι βαθιά και θεμελιώδης ευτυχία το ότι η επιστήμη ανακαλύπτει πράγματα που στέκονται καλά και παρέχουν συ-νεχώς τη βάση για καινούργιες ανακαλύψεις -γιατί σίγουρα θα μπορού-σε να συνέβαινε κάτι άλλο! Πράγματι, έχουμε πεισθεί τόσο πολύ για την αβεβαιότητα και την ιδιορρυθμία των κρίσεών μας και για την αιώ-νια αλλαγή όλων των ανθρώπινων νόμων και εννοιών, που μένουμε κα-τάπληκτοι όταν βλέπουμε πόσο πολύ αντέχουν τα αποτελέσματα της επιστήμης! Παλιότερα, οι άνθρωποι δεν ήξεραν τίποτε γι' αυτή την ευ-μεταβλητότητα καθετί ανθρώπινου, τα ήθη της ηθικότητας στήριζαν την πίστη ότι όλη η εσωτερική ζωή των ανθρώπων ήταν δεμένη με αιώ-νιες αλυσίδες με τη μπρούντζινη αναγκαιότητα. Ίσως οι άνθρωποι τότε να ένιωθαν μια παρόμοια ηδονική κατάπληξη όταν άκουγαν θρύλους και παραμύθια. Το θαυμαστό έκανε πολύ καλό σε εκείνους τους αν-θρώπους που σίγουρα κουράζονταν κάπου-κάπου από τον κανόνα και την αιωνιότητα. Να χάσεις μια φορά το έδαφος κάτω από τα πόδω σου! Να αιωρηθείς! Να παραστρατήσεις! Να γίνεις τρελός! Αυτό ήταν ο παράδεισος και η τρυφή σε παλιότερες εποχές, ενώ η δική μας ευ-

64 Η ΧΑΡΟΥΜΕΝΗ ΕΠΙΣΤΗΜΗ

δαιμόνια μοιάζει με του ναυαγού που μόλις βγήκε ατην ακτη και πατάει με τα δυο του πόδια στην παλιά γέρικη στεριά -κατάπληκτος πο,( δεν κουνιέται ακόμα.

47. Για την κατάπνιξη των παθών. -Όταν απαγορεύουμε συνεχώ;' στον εαυτό μας την έκφραση των παθών, σαν να ηταν αυτό κάτι πού θα έπρεπε να αφήνουμε να το κάνουν οι «κοινές», πιο χοντροκομμένες, αστικές, χωριάτικες φύσεις -θέλοντας συνεπώς να καταπνίξουμε όχι τα ίδια τα πάθη αλλά τη γλώσσα και τις κινήσεις τους- καταλήγουμε σ' αυτό ακριβώς που δεν θέλουμε: στην κατάπνιξη των ίδιων των παθών ή τουλάχιστον στην εξασθένηση και στην αλλοίωση τους. Το πιο διδακτι-κό παράδειγμα είναι η αυλή του Λουδοβίκου ΙΔ' και όλα όσα εξαρτώ-νταν απ' αυτήν. Η περίοδος που ακολούθησε, ήταν εκπαιδευμένη στην κατάπνιξη της έκφρασης, δεν είχε πια πάθη και έβαλε στη θέση τους έναν χαριτωμένο, ρηχό, παιχνιδιάρικο χαρακτήρα. Ήταν μια εποχή σημαδεμένη από την ανικανότητα να είναι κακοαναθρεμμένη: ακόμη και μια προσβολή γινόταν δεκτή και ανταποδιδόταν με- ευγενικά λόγια. Ίσως η εποχή μας να εκφράζει την πιο αξιοσημείωτη αντίθεση αυτού του πράγματος: βλέπω παντού, στη ζωή και στο θέατρο, και πάρα πολύ σε ό,τι γράφεται, την ευεξία με όλες τις πιο χονδροειόείς εκρήξεις και κινήσεις του πάθους: σήμερα απαιτείται ένα είδος σύμβασης του αχαλί-νωτου πάθους -και όχι το ίδιο το πάθος! Μολαταύτα, θα φτάσουμε έτσι τελικά στο ίδιο το πάθος, και οι απόγονοί μας θα έχουν γνήσια αγριότη-τα κι όχι μόνον αγριότητα και ακαλλιεργησία των μορφών.

48. Γνώση της αθλιότητας. -Τίποτε δεν διαφοροποιεί ίσως τόσο τους ανθρώπους και τις εποχές όσο ο διαφορετικός βαθμός γνώσης της α-θλιότητας: αθλιότητας της ψυχής και του σώματος. Όσον αφορά στην αθλιότητα του σώματος, εμείς σήμερα ίσως να είμαστε, παρά τις α-δυναμίες και τις αναπηρίες μας, ατζαμήδες και συνάμα φαντασιόπληκτοι λόγω έλλειτρης πλούσιας προσωπικής εμπειρίας: σε σύγκριση με την ε-ποχή του φόβου, την πιο μακρόχρονη όλων των εποχών, όπου τα άτομα ήταν υποχρεωμένα να προστατεύουν τον εαυτό τους από τη βία και γίνονταν έτσι και τα ίδια βίαια. Τότε οι άνθρωποι περνούσαν από ένα πλούσιο σχολείο σωματικών μαρτυρίων και στερήσεων και θεωρούσαν ακόμη και μια ορισμένη σκληρότητα προς τον εαυτό τους και μια θελη-ματική εξάσκηση στον πόνο αναγκαία μέσα για τη διατήρηση τους. Τότε οι άνθρωποι μάθαιναν στους οικείους τους πώς να αντέχουν τον

ΠΡΩΤΟ ΒΙΒΛΙΟ 59

πόνο, τότε προκαλούσαν πρόθυμα πόνο κι έβλεπαν τους άλλους να τον υφίοτανται υπό την πιο φοβερή του μορφή χωρίς να νιώθουν τίποτε άλ-λο εκτός από το αίσθημα της δικής τους ασφάλειας. Όσον αφορά όμως στην αθλιότητα της ψυχής, σήμερα παρατηρώ κάθε άνθρωπο για να δω αν την ξέρει από πείρα ή από περιγραφές· αν νομίζει πως είναι ανα-γκαίο να υποκρίνεται πως κατέχει τούτη τη γνώση, σαν να είναι ένα σημάδι πιο εκλεπτυσμένης καλλιέργειας, ή αν δεν πιστεύει πια, στο βά-θος της ψυχής του, σε μεγάλους πόνους της ψυχής, κι αν του συμβαίνει, όταν ακούει γι' αυτούς, το ίδιο όπως όταν ακούει για μεγάλους σωματι-κούς πόνους: να του έρχονται δηλαδή στο μυαλό οι δικοί του πονόδο-ντοι ή στομαχόπονοι. Αυτό όμως γίνεται, μου φαίνεται, με τους περισ-σότερους ανθρώπους σήμερα. Η γενική έλλειψη εξάσκησης στον πόνο και των δύο ειδών και οι σπάνιες ευκαιρίες που έχεις να δεις κάποιον να υποφέρει, έχουν μια σημαντική συνέπεια: σήμερα οι άνθρωποι μι-σούν τον πόνο πολύ περισσότερο απ' ό,τι παλιότερα· μιλούν με πολύ χειρότερα λόγια γι' αυτόν και μάλιστα θεωρούν ακόμη και την απλή παρουσία του πόνου υπό μορφή σκέψης σχεδόν ανυπόφορη και τη μετα-τρέπουν σε ζήτημα συνείδησης και μομ(ρής κατά της ολότητας της ενθα-δικής ύπαρξης. Η εκκόλαψη πεσιμιστικών φιλοσοφιών'^ δεν είναι κα-θόλου σημάδι μεγάλων και φοβερών καταστάσεων ανάγκης· αυτά ό-μως τα ερωτηματικά για την αξία όλης της ζωής δημιουργούνται σε επο-χές όπου η εκλέπτυνση και η ελάφρυνση της ενθαδικής ύπαρξης βρί-σκουν ακόμη και τα αναπόφευκτα μικροτσιμπήματα, τα οποία υφίστα-νται η ψυχή και το σώμα, υπερβολικά αιματηρά και μοχθηρά, και, ελ-λείψει πραγματικών εμπειριών πόνου, τείνουν να θεωρήσουν τις βασα-νιστικές παραστάσεις ανώτατο είδος πόνου. -Υπάρχει μια συνταγή κα-τά των πεσιμιστικών φιλοσοφιών και κατά της υπερβολικής ευαισθησί-ας, που μου φαίνεται πως είναι η πραγματική «αθλιότητα της σημερινής εποχής»· ίσως όμως κι αυτή η συνταγή ηχεί ήδη πολύ σκληρά και θα κατατασσόταν στις ενδείξεις που οδηγούν σήμερα στην εξής κρίση: «η ενθαδική ύπαρξη είναι κάτι κακό». Καλά λοιπόν! Η συνταγή γι' αυτή την «αθλιότητα» είναι: αθλιότψα.

49. Η μεγαλοψυχία και συγγενικά φαινόμενα^. - Εκείνες οι παράδο-ξες εκδηλώσεις, όπως η ξαφνική κρυάδα στη συμπεριφορά ενός εγκάρ-

85. Εννοείται ο Σοπενάουερ και οι μαθητές του. Πρβλ. § 357. 86. «Συγγενικά» ε ίναι ένα επίθετο που χρησιμοποιεί συχνά ο Νίτσε για να χαρακτη-ρίσει φαινόμενα που έχουν κοινή ενορμησιακή καταγωγή.

64 Η ΧΑΡΟΥΜΕΝΗ ΕΠΙΣΤΗΜΗ

διου ανθρώπου ή το χιούμορ ενός μελαγχολικού, και πάνω απ' όλα η μεγαλοψυχία ως ξαςρνικη παραίτηση από την εκδίκηση ή την ικανοποί-ηση του φθόνου, παρουσιάζονται σε ανθρώπους που έχουν μια ισχυρή φυγόκεντρη δύναμη και που νιώθουν ξαφνικά κορεσμό και αηδία. Οι ικανοποιήσεις τους είναι τόσο γρήγορες και έντονες που ακολουθού-νται πάντα από κόπωση και αποστροφή και από μια φυγή στο αντίθετο γούστο: σ' αυτό το αντίθετο, η κράμπα του αισθήματος λύνεται -στον έναν από μια ξαφνική κρυάδα, στον άλλο από το γέλιο, στον τρίτο από τα δάκρυα και την αυτοθυσία. Ο μεγαλόψυχος άνθρωπος -ή τουλάχι-στον εκείνο το είδος μεγαλόψυχου που έκανε πάντα μεγαλύτερη εντύ-πωση- μου φαίνεται πως είναι ένας άνθρωπος της έσχατης δίψας για εκδίκηση, ο οποίος βλέπει μια ικανοποίηση να είναι στο χέρι του και την πίνει πρώτα με τη φαντασία τον τόσο αχόρταγα, τόσο ολοκληρωτι-κά, μέχρι την τελευταία σταγόνα, που μια τεράστια και γρήγορη αηδία ακολουθεί αυτή τη γρήγορη κραιπάλη· τότε «ξεπερνάει», όπως λένε, τον εαυτό του και συγχωρεί τον εχθρό του, και μάλιστα τον ευλογεί και τον τιμά. Μ' αυτή τη βία που ασκεί στον εαυτό του, μ' αυτό το χλευασμό της ενόρμησής του για εκδίκηση, που μια στιγμή πριν ήταν τόσο ισχυρή, απλώς παραδίδεται σε μια καινούργια ενόρμηση (στην αηδία), που με τη σειρά της κυριαρχεί πάνω του. Και το κάνει αυτό με την ίδια ανυπο-μονησία και ακράτεια που έδειχνε μια στιγμή πριν, όταν απολάμβανε με τη φαντασία του προκαταβολικά τη χαρά της εκδίκησης. Στη μεγα-λοψυχία υπάρχει ο ίδιος βαθμός εγωισμού όπως και στην εκδίκηση, μό-νο που πρόκειται για εγωισμό διαφορετικής ποιότητας.

50. Το επιχείρημα της απομόνωσης. - Η μομφή της συνείδησης είναι, ακόμα και στους πιο ευσυνείδητους ανθρώπους, αδύναμη σε σύγκριση με το εξής αίσθημα: «Αυτό ή εκείνο είναι αντίθετο προς τα χρηστά ήθη της κοινωνίας σου.» Ένα ψυχρό βλέμμα ή ένας μορφασμός από τη με-ριά εκείνων από τους οποίους και για τους οποίους έχουμε εκπαιδευτεί φοβίζουν ακόμη και τον πιο δυνατό άνθρωπο. Μα τι φοβάται ακριβώς; Την απομόνωση! Αυτό είναι το επιχείρημα που ανατρέπει ακόμη και τα καλύτερα επιχειρήματα υπέρ ενός προσώπου ή μιας υπόθεσης! -Έτσι μιλάει από μέσα μας το ένστικτο της αγέλης.

51. Αίσθηση της αλήθειας. -Επικροτώ οποιοδήποτε σκεπτικισμό που θα μου επέτρεπε να απαντήσω: «Ας το δοκιμάσουμε κι αυτό!» Αλλά δεν θέλω πια να ακούω τίποτε για όλα εκείνα τα πράγματα και ερωτή-

ΠΡΩΤΟ ΒΙΒΛΙΟ 59

ματα που δεν επιτρέπουν το πείραμα. Αυτά είναι τα όρια της «αίσθησης της αλήθειας» μου· γιατί η ανδρεία έχει χάσει εδώ τα δικαιώματα της.

52. Τι ξέρουν οι άλλοι για μας. -Εκείνο που ξέρουμε και κρατάμε στη μνήμη μας για τον εαυτό μας δεν είναι τόσο αποφασιστικό για την ευτυ-χία της ζωής μας, αν και ο κόσμος πιστεύει το αντίθετο. Μια μέρα πέ-φτει πάνω μας εκείνο που ξέρουν (ή που νομίζουν ότι ξέρουν) άλλοι για μας -και τότε αναγνωρίζουμε πως αυτό είναι πιο ισχυρό. Πιο εύκολα τα βγάζεις πέρα με την κακή σου συνείδηση παρά με την κακή σου φήμη.

53. Πού αρχίζει το καλό. -Εκεί που η αδύναμη οπτική δύναμη του ματιού δεν μπορεί πια να δει την κακή ενόρμηση επειδή έχει γίνει πολι'' λεπτή, εκεί τοποθετεί ο άνθρωπος το βασίλειο του καλού. Και το αίσθη-μα ότι έχει εισέλθει τώρα στο βασίλειο του καλού διεγείρει όλες εκείνες τις ενορμήσεις που απειλήθηκαν και περιορίστηκαν από την κακή ε-νόρμηση, όπως το αίσθημα της ασφάλειας, της άνεσης, της καλοσύνης. Άρα: όσο πιο αμβλυμμένο είναι το μάτι τόσο πιο εκτεταμένο είναι το καλό! Εξ ου η αιώνια ευδιαθεσία του λαού και τοτν παιδιών! Εξ ου η κατήφεια και η συγγενής με την κακή συνείδηση θλίψη των μεγάλων στοχαστών!

54. Η επίγνωση της φαινομενικότητας. -Πόσο θαυμαστή και καινούρ-για και συνάμα φοβερή και ειρωνική αισθάνομαι, με τη γνώση μου, τη θέση μου απέναντι στο σύνολο της ενθαδικής ύπαρξης! Ανακάλυψα για μένα πως το ανθρώπινο και το ζωικό παρελθόν, και μάλιστα ολόκληρη η προϊστορία και η ιστορία κάθε αισθητού όντος, συνεχίζουν μέσα μου να γράφουν ποίηση, να αγαπούν, να μισούν και να συμπεραίνουν. Ξαφ-νικά ξυπνώ στη μέση αυτού του ονείρου, αλλά μόνο με την επίγνωση ότι ονειρευόμουν και ότι οφείλω να συνεχίσω να ονειρεύομαι για να μη χαθώ: όπως πρέπει να κάνει ο υπνοβάτης, για να μην πέσει και τσακι-στεί. Τι είναι η «φαινομενικότητα» για μένα τώρα! Ασςραλώς όχι το α-ντίθετο κάποιου «είναι» -και τι θα μπορούσα να πω για οποιοδήποτε «είναι» εκτός από τα κατηγορήματα της φαινομενικότητάς του! Ασφα-λώς όχι μια άψυχη μάσκα που μπορεί κανείς να βάλει πάνω σ' έναν άγνωστο Χ ή να βγάλει από έναν άγνωστο Χ! Για μένα, η φαινομενικό-τητα είναι αυτό που ζει και ενεργεί, αυτό που φτάνει τόσο μακριά μέσα στον αυτοχλευασμό του που μ' αφήνει να νιώσω πως δεν υπάρχει εδώ

64 Η ΧΑΡΟΥΜΕΝΗ ΕΠΙΣΤΗΜΗ

παρά φαινομενικότητα και φως που φωσφορίζει και χορός των ξωτικών και τίποτε περισσότερο -πως ανάμεσα σ' όλους αυτούς τους ονειροπό-λους κι εγώ επίσης, ο «άνθρωπος της γνώσης», χορεύω το δικό μου χο-ρό· πως ο άνθρωπος της γνώσης είναι ένα μέσο για να παραταθεί ο γήινος χορός και πως ανήκει υπό την έννοια αυτή στους τελετάρχες της ενθαδικής ύπαρξης· και πως η υπέροχη συνοχή και αλληλεξάρτηση ό-λων των γνώσεων ίσως είναι και θα είναι το ύψιστο μέσο για να διατη-ρηθεί η καθολικότητα της ονειροπόλησης και η αμοιβαία παντοκατανο-ητότητα®' όλων των ονειροπόλων και συνεπώς η παράταση της διάρ-κειας του ονείρου.

55. Το έσχατο νόημα της ευγένειας. -Τι σε κάνει «ευγενή»; Σίγουρα όχι το να κάνεις θυσίες, γιατί τέτοιες κάνει και ο λυσσασμένος φιλήδο-νος. Σίγουρα όχι το να ακολουθείς κάποιο πάθος, γιατί υπάρχουν αξιο-περιφρόνητα πάθη. Σίγουρα όχι το να κάνεις κάτι για τους άλλους, δί-χως φιλαυτία, γιατί ίσως κανένας δεν είναι πιο συνεπής εγωιστής από τον ευγενή. -Αυτό που σε κάνει ευγενή είναι ότι το πάθος που σε πλήτ-τει είναι ιδιόμορφο, κι εσύ δεν ξέρεις τίποτε για τούτη την ιδιομορφία: είναι η χρήση μιας σπάνιας και μοναδικής μονάδας μέτρησης και σχε-δόν μια τρέλα" η αίσθηση της θέρμης σε πράγματα που όλοι οι άλλοι τα βρίσκουν ι|)υχρά· το μάντεμα αξιών για τις οποίες δεν έχουν εφευρεθεί ακόμη ζύγια· μια θυσιαστήρια προσφορά σε βωμούς αφιερωμένους σ' έναν άγνωστο θεό®® · η ανδρεία δίχως προσδοκία για τιμές· η αυτάρκεια που ξεχειλίζει από αφθονία και μεταβιβάζεται σε ανθρώπους και σε πράγματα. Μέχρι τώρα, η σπανιότητα και η έλλει·ψη επίγνωσης της σπα-νιότητας αυτής ήταν αυτές που έκαναν κάποιον ευγενή. Πρέπει όμως να λάβουμε υπόψη μας πως αυτό το κριτήριο έγινε αιτία να κριθούν άδικα και να συκοφαντηθούν στο σύνολό τους και προς όφελος των εξαιρέσεων όλα όσα ήταν συνηθισμένα, οικεία και απαραίτητα -δηλα-δή όλα όσα εξυπηρετούσαν περισσότερο τη διατήρηση του είδους και ήταν ώς τώρα ο κανόνας στην ανθρωπότητα. Το να γίνεις ο συνήγορος του κανόνα -αυτή είναι η έσχατη μορφή και εκλέπτυνση με τις οποίες θα μπορούσε να εμφανιστεί το νόημα της ευγένειας στη γη.

87. Allverständlichkeit. Νεολογισμός τον οποίο πλάθει ο Νίτσε κατά το πρότυπο των εννοιών της «παντοδυναμίας» και της «παντογνωσίας» που χρησιμοποιούσε η κλασική μεταφυσική για να κατονομάσει τα κατηγορήματα του Θεού. 88. Ο απόστολος Παύλος μιλά στους Αθηναίους για ένα βωμό αφιερωμένο στον «άγνωστο θεό» που είχε δει στην πόλη τους. Βλ. Πράξεις αποστόλων, ιζ', 22-23.

ΠΡΩΤΟ ΒΙΒΛΙΟ 59

56. Η επιθυμία να υποφέρεις. -'Οταν σκέφτομαι την επιθυμία να κά-νω κάτι που να γαργαλά και να κεντρίζει συνεχώς τα εκατομμύρια των νε'ων Ευρωπαίων, που δεν μπορούν να αντέξουν την ανία τους και τον εαυτό τους, αντιλαμβάνομαι πως πρέπει να έχουν μέσα τους την επι-θυμία να υποφέρουν για κάτι, έτσι ώστε να αντλούν από εδώ έναν πιθα-νό λόγο για δράση, για έργα. Χρειάζεται η απόγνωση! Εδώ οφείλονται λοιπόν οι φωνασκίες των πολιτικών, εδώ οφείλονται οι πολλές ψεύτικες, πλασματικές, εξογκωμένες «καταστάσεις ανάγκης» όλων των τάξεων και η τυφλή προθυμία τους να τις πιστέψουν. Αυτοί οι νέοι άνθρωποι απαιτούν να έρχεται ή να γίνεται ορατή από έξω όχι η ευτυχία αλλά η δυστυχία· και η φαντασία τους δουλεύει εκ των προτέρων και τη μετα-τρέπει σε τέρας, έτσι ώστε να έχουν να πολεμήσουν μετά ένα τέρας. Αν αυτοί οι διψασμένοι για απόγνωση ένιωθαν μέσα τους τη δύναμη να ευεργετήσουν τον εαυτό τους εκ των ένδον, να κάνουν κάτι για τον εαυτό τους, τότε θα ήξεραν επίσης πώς να δημιουργήσουν για τον εαυτό τους, εκ των ένδον, τη δική τους προσωπική απόγνωση. Τότε οι επινοή-σεις τους θα μπορούσαν να είναι πιο εκλεπτυσμένες και οι ικανοποιή-σεις τους θα μπορούσαν να ηχούν όπως η καλή μουσική: ενώ σήμερα γεμίζουν τον κόσμο με την κραυγή απόγνωσης τους και, συνεπώς, πάρα πολύ συχνά με το αίσθημα της απόγνωσηςί Δεν ξέρουν τι να κάνουν με τον εαυτό τους -κι έτσι βάζουν σε πειρασμό τον διάβολο επικαλούμενοι τη δυστυχία των άλλων: πάντα χρειάζονται τους άλλους! Και συνεχώς κι άλλους άλλους! -Συγγνώμη, φίλοι μου, εγώ τόλμησα να βάλω σε πειρα-σμό τον διάβολο μιλώντας για τη δική μου ευτυχία.

Δεύτερο βιβλίο

57. Στους ρεαλιστές. -Εσείς εχέφρονες άνθρωποι που νιώθετε θωρακι-σμένοι απέναντι στο πάθος και στη φαντασιοπληξία και που κάνετε πρόθυ-μα την κενότητα σας περηφάνια και στολίδι: λέτε πως είστε ρεαλιστές και ισχυρίζεστε πως ο κόσμος είναι φτιαγμένος πράγματι έτσι όπως φαί-νεται σε σας: μόνον εσείς βλέπετε ακάλυπτη την αλήθεια και ίσως είστε το καλύτερο μέρος της -ω, εσείς αγαπημένες εικόνες της Σαΐδος®'! Αλλά ακόμη και στην πιο ακάλυπτη κατάσταση σας, δεν είστε κι εσείς πάντα εξαιρετικά παθιασμένα και σκοτεινά πλάσματα σε σύγκριση με τα ψά-ρια, και πάρα πολΰ όμοιοι μ' έναν ερωτευμένο καλλιτέχνη; -και άλλωστε τι είναι η «πραγματικότητα» για έναν ερωτευμένο καλλιτέχνη; Εξακο-λουθείτε να φέρνετε μαζί σας τις εκτιμήσεις των πραγμάτοχν που έχουν την καταγωγή τους στα πάθη και τις διαχύσεις των περασμένων αιώνων! Η εχεφροσυνη σας εξακολουθεί να είναι ποτισμένη από ένα κρυφό και αξερίζωτο μεθύσι! Η αγάπη σας για την «πραγματικότητα», λόγου χάρη -αχ, αυτή είναι μια παλιά, παμπάλαια «αγάπη»! Κάθε αίσθηση και αι-σθητή εντύπωση περιέχει ένα κομμάτι της παλιάς αυτής αγάπης· δεν υ-πάρχει αίσθηση και αισθητή εντύπωση που να μην έχει δουλευτεί και υφανθεί από κάποια φαντασιοπληξία, από κάποια προκατάληψη, από κάποιο ά-λογο, από κάποια άγνοια, από κάποιο φόβο και δεν ξέρω από τι άλλο ακόμη! Εκείνο το βουνό εκεί κάτω! Εκείνο το σύννεφο! Τι είναι «πραγματικό» σ' αυτά; Για προσπαθήστε να αφαιρέσετε το φαντασίωμα και κάθε ανθρώπινη προσθήκη απ' αιττά, εσείς εχέφρονες! Αχ, αν το μπο-ρούσατε! Αν μπορούσατε να ξεχάσετε την προέλευση σας, το παρελθόν σας, το δημοτικό σχολείο σας -όλη την ανθρώπινη και ζωική (ρύση σας! Δεν υπάρχει «πραγματικότητα» για μας -ούτε και για σας, εχέφρονες. Δεν είμαστε τόσο ξένοι μεταξύ μας όσο νομίζετε, και ίσςος η καλή μας θέληση να ξεπεράσουμε το μεθύσι να είναι τόσο σεβαστή όσο και η πίστη σας πως είστε γενικώς ανίκανοι για μεθύσι.

58. Μόνον ως δημιουργοί! -Αυτό που μου κόστισε και μου χο<π(ζει πάντα τον μεγαλύτερο κόπο είναι το εξής: να αντιλαμβάνομαι ότι ο

89. Αναςχιρά σιο ποίημα του Σίλλερ Das verschleierte Bild zu Sais.

64 Η ΧΑΡΟΥΜΕΝΗ ΕΠΙΣΤΗΜΗ

τρόπος με τον οποίο ονομάζονται τα πράγματα μετράει ανείπωτα περισ-σότερο από το τι είναι αυτά'". Η φήμη, το όνομα και η εμφάνιση, η αξία, το συνηθισμένο μέτρο και βάρος ενός πράγματος -δηλαδή όλα εκείνα τα οποία ήταν στην αρχή σχεδόν πάντα πλάνη και αυθαιρεσία, και ρίχτη-καν πάνω στα πράγματα σαν ένδυμα ενώ ήταν εντελώς ξένα προς την ουσία και ακόμη και προς το δέρμα τους- όλα αυτά γίνονται, λόγω της πίστης που τους δίνουν και της ανάπτυξής τους από γενιά σε γενιά, όμοια κατά κάποιο τρόπο με το σώμα των πραγμάτων και ενσωματώνονται σ' αυτά σταδιακά ώσπου γίνονται το ίδιο το σώμα τους. Ό,τι ήταν στην αρχή φαινομενικότητα γίνεται στο τέλος, σχεδόν πάντα, ουσία και ενερ-γεί' σαν ουσία! Τι τρελός θα ήταν ο άνθρωπος που θα ισχυριζόταν πως αρκεί να καταδειχτεί αυτή η καταγωγή και αυτή η νεφελώδης καλύπτρα της ψευδαίσθησης για να εκμηδενιστεί ο κόσμος που περνάει για ουσια-στικός, η λεγόμενη «πραγματικότψα»\ Μπορούμε να εκμηδενίσουμε μό-νον ως δημιουργοί^'! -Ας μην ξεχνάμε όμως και τοΰτο: για να δημιουργή-σεις, μακροπρόθεσμα, καινούργια «πράγματα», αρκεί να δημιουργήσεις καινούργια ονόματα, εκτιμήσεις και αληθοφάνειες.

59. Εμείς οι καλλιτέχνες! -Όταν αγαπάμε μια γυναίκα'^, εύκολα νιώ-θουμε μίσος για τη φύση μόλις σκεφτούμε όλες τις αποκρουστικές (ρυσι-κές ιδιότητες που χαρακτηρίζουν κάθε γυναίκα. Προτιμάμε να μην τα σκεφτόμαστε όλα αυτά· όταν όμως η ψυχή μας τα αγγίξει μια φορά, τινάζεται ανυπόμονα και κοιτάει, όπως είπαμε, με περιφρονητικό ύφος τη φύση: νιώθουμε προσβεβλημένοι, η φύση μοιάζει να σφετερίζεται την ιδιοκτησία μας και μάλιστα με τα πιο βέβηλα χέρια. Τότε βουλώ-νουμε τα αφτιά μας για να μην ακούσουμε τη φωνή της ςρυσιολογίας και θεσπίζουμε κρυφά για μας: «Δεν θέλω να ακούσω τίποτε για το ότι ο άνθρωπος είναι και κάτι άλλο εκτός από ψνχή και μορφήΐ» Ο «άνθρω-πος κάτω από την επιδερμίδα» είναι για όλους τους ερωτευμένους κάτι βδελυρό και αδιανόητο, μια βλασφημία κατά του Θεού και του έρωτα. -Λοιπόν, αυτό που νιώθει πάντα ο ερωτευμένος για τη φύση και τις (ρυσικές ιδιότητες, το ένιωθε άλλοτε κάθε λάτρης του Θεού και της «πα-ντοδυναμίας» του: καθετί που λεγόταν για τη φύση από αστρονόμους,

90. Ένα παράδειγμα στην § 130. 91. Για τη σχέση δημιουργίας και καταστροφής, βλ. επίσης Η γενεαλογία της ηθικής, «Δεύτερη πραγματεία», § 24. 92. Την άνοιξη κατά την οποία τελείωνε τη Χαρούμενη επιστήμη ο Νίτσε γνώρισε, μέσω του φίλου του Πάουλ Ρέε, τη ρωσίδα διανοούμενη Λου φαν Σαλομέ, την ερω-τεύτηκε και τη ζήτησε αμέσως σε γάμο. Εκείνη αρνήθηκε.

ΔΕΥΤΕΡΟ ΒΙΒΛΙΟ 93

γεωλόγους, φυσιολόγους ή γιατρούς, του φαινόταν επέμβαση στην πο-λύτιμη ιδιοκτησία του και, κατά συνέπεια, επίθεση και επιπλέον αναι-σχυντία του επιτιθέμενου! Οι «νόμοι της φύσης» ηχούσαν γι' αυτόν όπως μια κατασυκοφάντηση του θεού" κατά βάθος θα ήθελε να αναγάγει όλη τη μηχανική σε ηθικές πράξεις της θέλησης και της αυθαιρεσίας. Επειδή όμως δεν υπήρχε κανένας να του προσφέρει αυτή την υπηρεσία, απέκρυπτε από τον εαυτό του τη φύση και τη μηχανική όσο περισσότε-ρο μπορούσε και ζούσε μέσα σ' ένα όνειρο. Αχ, εκείνοι οι άνθρωποι των παλιότερων εποχών ήξεραν να ονειρεύονται και δεν είχαν καθόλου ανάγκη να κοιμηθούν πρώτα! Κι εμείς οι σημερινοί άνθρωποι όμως, το ξέρουμε αυτό ακόμη πάρα πολύ καλά μ' όλη την καλή μας θέληση να μείνουμε ξύπνιοι και να ζήσουμε στο φως! Αρκεί να αγαπάμε, να μισού-με, να ποθούμε, απλώς να νιώθουμε -και αμέσως έρχεται πάνω μας το πνεύμα και η δύναμη του ονείρου, και να που με τα μάτια μας ανοιχτά, χίτυχροί απέναντι σε κάθε κίνδυνο, ανηφορίζουμε τους πιο επικίνδυνους δρόμους για να (ρτάσουμε στις στέγες και τους πύργους της φαντασιοκο-πίας -χωρίς να νιώθουμε κανένα ίλιγγο, σαν να ήμασταν γεννημένοι για να σκαρφαλώνουμε -εμείς οι υπνοβάτες της μέρας! Εμείς οι καλλι-τέχνες! Εμείς που αποκρύπτουμε τη φύση! Εμείς οι σεληνιαζόμενοι και οι μανιακοί με το Θεό! Εμείς οι νεκρικά σιωπηλοί, ακούραστοι ταξι-διώτες, ανεβαίνουμε σε ύψη που δεν τα βλέπουμε σαν ύψη αλλά σαν πεδιάδες μας, σαν βεβαιότητες μας!

60. Οι γυναίκες και η εξ αποστάσεως δράση τσυς. - Έ χ ω ακόμη α-(ρτιά; Μήπως είμαι πια μόνον αιρτιά και τίποτε άλλο; Εδώ στέκομαι μέσα στην πυρκαγιά της κυματαγωγής, της οποίας οι λευκές φλόγες μου γλείφουν τα πόδια. Από παντού ακούω ουρλιαχτά, απειλές, στριγκλιές να έρχονται καταπάνω μου, ενώ στο βαθύτερο βάθος ο γερο-κοσμοσεί-στης τραγουδάει την άριά του, υπόκωφα σαν ταύρος που μουγκανίζει: τέτοιο σεισμό προκαλεί ο ρυθμός του τραγουδιού του που οι καρδιές ακόμη κι αυτών των ανεμοδαρμένων βραχωδών τεράτων τρέμουν μέσα στα σώματά τους. Τότε, ξαφνικά, σαν να γεννήθηκε από το μηδέν, εμ-φανίζεται μπροστά στις πύλες αυτού του καταχθόνιου λαβύρινθου, λίγες οργιές μακρύτερα -ένα μεγάλο ιστιοφόρο, γλιστρώντας σιωπηλά σαν φάντασμα. Ω, αυτή η ομορφιά του φαντάσματος! Με τι μαγεία μ' αγγί-ζει; Πώς! Σ' αυτό μπαρκάρισε όλη η σιωπή, όλη η γαλήνη του κόσμου; Να βρίσκεται άραγε εκεί, σ' αυτό το ήρεμο μέρος, και η ευτυχία μου -το πιο ευτυχισμένο εγώ μου, το δεύτερο, διαιωνισμένο εγώ μου; Όχι εντελώς νεκρό αλλά ούτε και ζωντανό πια; Ένα ενδιάμεσο ον, όμοιο με

64 Η ΧΑΡΟΥΜΕΝΗ ΕΠΙΣΤΗΜΗ

πνεΰμα, ένα ον που ήσυχα παρατηρεί, γλιστράει, πλανιε'ται crtov αε'ρα; Σαν αυτό το πλοίο που με τα άσπρα του πανιά κινείται σαν τεράστια πεταλοΐ)δα πάνω στη σκοτεινή θάλασσα; Ναι! Να κινείσαι πάνω από την ενθαδική ύπαρξη. Αυτό είναι κάτι! Αυτό θα 'ταν κάτι!... Φαίνεται πως ο θόρυβος εδώ μ' ε'κανε φαντασιοκόπο; Κάθε μεγάλος θόρυβος μας κάνει να τοποθετούμε την ευτυχία κάπου ήσυχα και μακριά. Όταν ένας άν-δρας βρίσκεται μέσα στο δικό τον θόρυβο, μέσα στην κυματαγωγή των προβολών και των σχεδίων του: τότε βλέπει επίσης ήρεμα, μαγικά όντα να γλιστρούν μπροστά του, κι αυτός λαχταράει την ευτυχία τους και την απόσυρση τους -είναι οι γυναίκες. Σχεδόν αμέσως σκέcpτεται πως ο καλύ-τερος εαυτός του μένει εκεί που μένουν οι γυναίκες και πως σ' εκείνα τα ήσυχα μέρη ακόμη και η πιο θορυβώδης κυματαγωγή γίνεται νεκρικά ήσυχη κι η ίδια η ζωή γίνεται όνειρο για τη ζωή. Κι όμως! Κι όμως! Ευγε-νή μου ενθουσιώδη, ακόμη και στο πιο ωραίο ιστιοφόρο υπάρχει πολλή αναταραχή και πολύς θόρυβος και δυστυχώς πολύς μικρόχαρος και ελε-εινός θόρυβος! Η μαγεία και η ισχυρότερη επίδραση που ασκούν οι γυ-ναίκες είναι, για να μιλήσουμε στη γλώσσα των φιλοσόφων, μια δράση από μακριά, μια actio in distans [δράση εξ αποστάσεως'']: γι' αυτό όμως χρειάζεται πριν απ' όλα και πάνω απ' όλα -απόσταση.

61. Προς τιμήν της φιλίας. - Οι αρχαίοι θεωρούσαν τη φιλία το ύψι-στο αίσθημα'·· -ανώτερο ακόμη και από την τόσο εξυμνημενη περηφά-νια του αυτάρκους σοφού. Η φιλία ήταν, ούτως ειπείν, η μοναδική και πιο ιερή μοναδική αδελφή της περηφάνιας αυτής. Αυτό το εκφράζει πολύ καλά η ιστορία εκείνου του μακεδόνα βασιλιά που έδωσε δώρο ένα τάλαντο σ' έναν αθηναίο φιλόσοφο που περιφρονούσε τον κόσμο και τον είδε να του το επιστρέφει. «Πώς;» είπε ο βασιλιάς, «δεν έχει λοιπόν αυτός κανένα φίλο;» Και εννοούσε: «Τιμώ την περηφάνια αυτού του ανεξάρτητου σοφού, αλλά θα τιμούσα την ανθρωπιά του περισσό-τερο αν ο φίλος που κρύβει μέσα του νικούσε την περηφάνια του. Ο φιλόσοφος μειώθηκε στα μάτια μου επειδή έδειξε πως δεν ξέρει το ένα από τα δύο ανώτερα αισθήματα -και μάλιστα το ύψιστο!»

93. Η έννοια αιηή σημαίνει ότι ένα γεγονός μπορεί να αποτελέσει την άμεση αιτία, δίχως τη μεσολάβηση κανενός άλλου γεγονότος ή παράγοντα, για τη δημιουργία ενός άλλου γεγονότος. Σ' αυτήν αναφέρθηκαν, μεταξύ άλλων, ο Ντεκάρτ και ο Νεύ-τωνας. 94. Αριστοτέλης, Ηθικά Νικομάχεια, 1155a·. «Διότι κανένας δεν θα ήθελε να ζει δίχως φίλους, ακόμη κι αν κατείχε όλα τα υπόλοιπα αγαθά».

ΔΕΥΤΕΡΟ ΒΙΒΛΙΟ 93

62. Έρωτας. - Ο έρωτας συγχωρεί στον αγαπημένο ακόμη και τον πόθο.

63. Η γυναίκα στη μουσική. -Πώς γίνεται να φέρνουν οι ζεστοί, βρο-χεροί άνεμοι τη διάθεση για μουσική και την εφευρετική ευχαρίστηση που λαμβάνεται από τη μελωδία; Δεν είναι οι ίδιοι άνεμοι που γεμίζουν τις εκκλησίες και προκαλούν ερωτικές σκέψεις στις γυναίκες;

64. Σκεπτικίστριες. -Φοβάμαι πως όταν γεράσουν οι γυναίκες είναι πιο σκεπτικίστριες μες στην κρυψώνα της καρδιάς τους από οποιονδή-ποτε άνδρα: θεωρούν την επιφανειακότητα της ενθαδικής ύπαρξης ου-σία της ύπαρξης, και κάθε αρετή και βαθύτητα είναι γι' αυτές μόνον απόκρυψη τούτης της «αλήθειας», πολύ καλόδεχτη απόκρυψη ενός pu-dendum [επονείδιστου πράγματος] -μ' άλλα λόγια, ένα ζήτημα ευπρέ-πειας και αιδούς, και τίποτα παραπάνω!

65. Αφοσίωση. -Υπάρχουν ευγενείς γυναίκες που χαρακτηρίζονται από μια ορισμένη φτώχεια πνεύματος: δεν ξέρουν καλύτερο τρόπο για να εκφράσουν τη βαθύτατη αφοσίωση τους από το να προσφέρουν την αρετή και την αιδώ τους: γιατί αυτό είναι το πιο πολύτιμο πράγμα που έχουν. Και συχνά αυτό το δώρο γίνεται δεκτό χωρίς να δημιουργεί εκεί-νη την υποχρέωση που θα ήθελαν οι δωρήτριες -μια πολύ μελαγχολική ιστορία!

66. Η δύναμη των αδύναμων. -Όλες οι γυναίκες είναι επιδέξιες στο να διογκώνουν τις αδυναμίες τους, και μάλιστα εφευρετικές σε αδυναμίες, προκειμένου να δημιουργήσουν την εντύπωση πως είναι τόσο εύθραυστα στολίδια που πληγώνονται ακόμη κι από έναν κόκκο σκόνης. Η ύπαρξή τους πρέπει να κάνει τον άνδρα να καταλάβει τη χοντροκσπιά του και να βαρύνει τη συνείδησή του με ενοχές γι' αιττό. Έτσι αμύνσνται οι γυναόιες ενάντια στους ισχυρούς και το «δίκαιο του ισχυρότερου».

67. Να μιμείσαι τον εαυτό σου. -Τώρα αυτή τον αγαπάει και στο εξής κοιτάει μπροστά με ήρεμη εμπιοττοσύνη -σαν αγελάδα. Προσοχή όμως! Η μαγεία της ήταν ακριβώς το ότι η γυναίκα αυτή έμοιαζε εξαιρετικά

64 Η ΧΑΡΟΥΜΕΝΗ ΕΠΙΣΤΗΜΗ

ευμετάβλητη και ανεξιχνίαστη! Γιατί αυτός είχε ήδη υπερβολικά σταθε-ρή διάθεση με'σα του! Δεν θα ηταν καλύτερο να μιμηθεί αυτη τον παλιό της χαρακτήρα; Να προσποιηθεί πως δεν τον αγαπάει; Αυτό άλλωστε δεν της συμβουλεύει ο ε'ρωτας; Μναί comoedia! [Ζήτω η κωμωδία!]

68. Θέληση και ευπειθεια. -Κάποιος πήγε ε'ναν νέο σ' έναν σοφό και του είπε: «Ιδού κάποιος που πρόκειται να διαφθαρεί από τις γυναίκες!» Ο σοφός κούνησε το κεφάλι του και χαμογέλασε. «Οι άνδρες», είπε, «εί-ναι εκείνοι που διαφθείρουν τις γυναίκες. Κι όλες τις ελλείψεις των γυναι-κ(όν πρέπει να τις πληρώνουν και να τις καλύπτουν οι ίδιοι οι άνδρες -γιατί ο άνδρας δημιουργεί για τον εαυτό του την εικόνα της γυναίκας, και η γυναίκα πλάθει τον εαυτό της συμφωνά μ' αυτή την εικόνα». - «Είσαι πολύ καλός με τις γυναίκες», είπε κάποιος από τσυς παριστάμενους, «δεν τις ξέρεις καλά!» Ο σοφός απάντησε: «Η θέληση είναι ο τρόπος του άν-δρα- η ευπείθεια ο τρόπος της γυναίκας. Αυτός είναι ο νόμος τοον cpuXxüv -νόμος πράγματι σκληρός για τις γυναίκες! Όλοι οι άνθρωποι είναι αθώοι για την ύπαρξη του νόμου αυτού, οι γυναίκες όμως είναι διπλά αθώες: ποιος θα είχε αρκετό λάδι και γλυκύτητα γι' αυτές;» -«Τι λάδι! Τι γλυκύ-τητα!» φώναξε κάποιος άλλος μέσα από το πλήθος: -«Πρέπει να δια-παιδαγωγήσουμε καλύτερα τις γυναίκες!» -«Πρέπει να διαπαιδαγοογή-σουμε καλύτερα τους άνδρες!», είπε ο σοφός και έγνεψε στον νέο να τον ακολουθήσει''. -Εκείνος όμως δεν τον ακολούθησε.

69. Ικανότητα για εκδίκηση. -Το να μη μπορεί κάποιος να υπερασπί-σει τον εαυτό του και, κατά συνέπεια, το να μη θέλει να τον υπερασπί-σει, είναι κάτι που δεν το θεωρούμε ακόμη ντροίτή: δεν εκτιμάμε όμως καθόλου εκείνον που δεν έχει ούτε την ικανότητα ούτε την καλή θέλη-ση για εκδίκηση -αδιάφορο αν είναι άνδρας ή γυναίκα. Θα μπορούσε να μας κρατήσει (ή, όπως λένε, να μας «αιχμαλοπίσει») μια γυναίκα αν δεν πιστεύαμε εμείς πως ξέρει, κάτω από ορισμένες συνθήκες, να χρη-σιμοποιήσει ακόμη και στιλέτο (κάθε είδους στιλέτο) εναντίον μας·, Ή εναντίον του εαυτού της -πράγμα που θα αποτελούσε σε μια ορισμένη περίπτωση πιο τσουχτερή εκδίκηση (η κινέζικη εκδίκηση).

70. Οι αφέντρες των αφεντάδων. -Μια βαθιά και δυνατή φωνή άλτο.

95. Πο^Ι. Κατά Ματθαίον ευαγγέλισν, 19,22.

ΔΕΥΤΕΡΟ ΒΙΒΛΙΟ 93

σαν αυτές που ακούμε καμιά φορά στο θέατρο, ανοίγει ξαφνικά μπρο-στά μας την αυλαία σε δυνατότητες στις οποίες συνήθως δεν πιστεύου-με. Μέσα σε μια στιγμή πιστεύουμε πως κάπου στον κόσμο μπορεί να υπάρχουν γυναίκες με εξαίσιες, ηρωικές και βασιλικές ψ' χέζ» ικανές και έτοιμες για μεγαλειώδεις αντεπιθέσεις, αποφάσεις και θυσίες, ικα-νές και έτοιμες να κυριαρχήσουν τους άνδρες, επειδή μέσα τους τα κα-λύτερα στοιχεία του άνδρα, εκτός από το ςούλο του, έχουν γίνει ενσαρ-κωμένο ιδεώδες. Ασφαλώς, η πρόθεση του θεάτρου δεν είναι το να δη-μιουργηθεί, μέσω αυτών των φωνών, μια τέτοια άποψη για τις γυναίκες: συνήθως οι γυναίκες εκπροσωπούν τον ιδεώδη αρσενικό εραστή, όπως είναι λόγου χάρη ο Ρωμαίος. Αν κρίνω όμως από την πείρα μου, το θέατρο κι ο συνθέτης που περιμένουν τέτοια αποτελέσματα απ' αυτό το είδος φωνής σφάλλουν κανονικά. Τέτοιοι εραστές δεν είναι πειστικοί" αυτές οι φωνές διατηρούν πάντα μια μητρική και συζυγική απόχρωση -ιδίως όταν αντηχεί μέσα τους ο έρωτας.

71. Για τη γυναικεία παρθενία. -Υπάρχει κάτι το εκπληκτικό και τε-ρατώδες στην αγωγή των γυναικών της καλής κοινωνίας. Ίσως, μάλι-στα, να μην υπάρχει τίποτα πιο παράδοξο. Όλος ο κόσμος συμφωνεί πως πρέπει να ανατραφούν με τη μεγαλύτερη δυνατή άγνοια in eroticis [στα ερωτικά ζητήματα] και ποΰς πρέπει να αποτυπωθεί στην ψυχή τους μια βαθιά αίσθηση ντροπής γι' αυτά και συνάμα η πιο ακραία ανυπομο-νησία και διάθεση φυγής όταν γίνεται νύξη σε τέτοια πράγματα. Όλη η «τιμή'*» των γυναικών διακυβεύεται κατά βάθος μόνο α" αυτό το σημείο: όλα τα άλλα θα τους τα συγχωρούσαν! Σ' αυτό το πράγμα όμως οι γυναί-κες πρε'πει να μείνουν αδαείς ώς τα βάθη της καρδιάς τους -πρέπει να μην έχουν μάτια, αφτιά, λόγια ή σκέψεις γι' αυτό που είναι γι' αυτές «κακό»· εδώ, ακόμη και η γνώση είναι ήδη το κακό. Και μετά! Ριγμένες θαρρείς από έναν φρικτό κεραυνό στην πραγματικότητα και τη γνώοη, από το γάμο -και μάλιστα από το γάμο με τον άνδρα που αγαπούν και εκτιμούν περισσότερο: πιάνοντας τον έρωτα και την αιδώ σε κατάφωρη αντίφαση, οφείλοντας να νιώσουν μαζί έκσταση, παράδοση του εαυτού τους, καθήκον, οίκτο και τρόμο ενώπιον της αναπάντεχης γειτονίας του Θεού και του κτήνους, και δεν ξέρω τι άλλο ακόμα! -Εδώ έχει δεθεί

96.0 Νίτσε φαίνεται να επαναλαμβάνει εδώ τις απόψεις του Σοπενάουερ. Γράιρει αυτός: «Η τιμή της γυναίκας έγκειται, για μια νέα κοπέλ«, στο να μη δίνεται σε κανέναν, και, για μια γυναίκα, στο να δίνεται μόνο στον άντρα της.» ( ρΑαήαηβη zur Lebensweisheit, IV, Φραγκφούρτη, 1976, σ. 73.

64 Η ΧΑΡΟΥΜΕΝΗ ΕΠΙΣΤΗΜΗ

όντως μέσα στην ψυχή ενας άλυτος κόμπος που δεν έχει τον όμοιο του! Ακόμη και η πονόψυχη περιέργεια του πιο σοφού γνώστη των ανθρώ-πων είναι ανεπαρκής για να μαντέψει πώς τα καταφέρνει η μια ή η άλλη γυναίκα να προσαρμοστεί σ' αυτή τη λύση του αινίγματος και σ' αυτό το αίνιγμα της λύσης. Ανεπαρκής είναι επίσης για να μαντέψει τι φοβερές, απλωμένες σαν πλοκάμια υποψίες πρέπει να αναδεύονται μέ-σα στη φτωχή, διασαλευμένη ψυχή κάθε γυναίκας -και πώς ρίχνει ά-γκυρα ακριβώς στο σημείο αυτό η έσχατη φιλοσοφία κι ο σκεπτικισμός της! -Κι ύστερα, η ίδια βαθιά σιωπή όπως και πριν: και πολλές φορές μια σιωπή μπροστά στον εαυτό, ένα κλείσιμο των ματιών μπροστά στον εαυτό. -Οι νέες γυναίκες κάνουν κάθε δυνατή προσπάθεια για να φαί-νονται επιπόλαιες και αστόχαστες. Οι πιο λεπταίσθητες υποκρίνονται πως έχουν κάποιο είδος αναίδειας. -Οι γυναίκες εύκολα βλέπουν τους συζύγους τους σαν ερωτηματικό όσον αφορά στην τιμή τους, και τα παι-διά τους σαν απολογία ή επιτίμιο -χρειάζονται τα παιδιά και τα επιθυ-μούν εντελώς διαφορετικά απ' ό,τι οι άνδρες. -Κοντολογίς, δεν μπορεί κανείς να είναι αρκετά επιεικής με τις γυναίκες!

72. Οι μητέρες. -Τα ζώα δεν σκέφτονται τα θηλυκά έτσι όπως σκέ-qpTOvrai οι άνδρες τις γυναίκες· γι' αυτά το θηλυκό είναι το παραγωγικό ον. Η πατρική αγάπη δεν υπάρχει σ' αυτά, αλλά κάτι σαν την αγάπη για τα παιδιά μιας ερωμένης και κάτι σαν τη συνήθεια που αποκτάει μ' αυτά. Τα θηλυκά ικανοποιούν με τα παιδιά τους την επιθυμία τους να κυριαρχούν, βρίσκουν σ' αυτά μια ιδιοκτησία, μια απασχόληση, βρί-σκουν κάτι το οποίο καταλαβαίνουν απόλυτα, κάτι με το οποίο μπο-ρούν να φλυαρήσουν: όλα αυτά μαζί είναι η μητρική αγάπη, που μπορεί να συγκριθεί με την αγάπη του καλλιτέχνη για το έργο του. Η κυοφορία έχει κάνει τις γυναίκες πιο γλυκιές, πιο υπομονετικές, πιο δειλες, πιο επιδεκτικές στην υποταγή" το ίδιο και η πνευματική κυοφορία δημιουρ-γεί τον χαρακτήρα των θεωρησιακών ανθρώπων, που είναι συγγενικός με το γυναικείο χαρακτήρα: οι θεωρησιακοί είναι αρσενικές μητέρες. -Στα ζώα, το αρσενικό ςρύλο είναι το ωραίο φύλο.

73. Άγια σκληρότητα. -Ένας άνδρας πήγε σ' έναν άγιο κρατώντας στην αγκαλιά του ένα νεογέννητο παιδί. «Τι να κάνω μ' αυτό το παιδί;» ρώτησε, «είναι άθλιο, κακοσχηματισμένο, και δεν έχει ούτε όση ζωή χρειάζεται για να πεθάνει.» «Σκότωσέ το!» φώναξε ο άγιος με τρομερή φωνή, «κι υστέρα κράτα το στα χέρια σου τρεις μέρες και τρεις νύχτες

ΔΕΥΤΕΡΟ ΒΙΒΛΙΟ 93

ώστε να το θυμάσαι,: έτσι, ποτέ δεν θα ξανακάνεις παιδί αν δεν έχει έρθει η κατάλληλη στιγμή για σένα». -'Οταν τ' άκουσε αυτό ο άνδρας, έφυγε απογοητευμένος, και πολλοί κατηγόρησαν τον άγιο επειδή τον συμβούλευσε να δείξει σκληρότητα, να σκοτώσει το παιδί. «Δεν είναι όμως πιο σκληρό να το αφήσει να ζήσει;» είπε ο άγιος.

74. Οι αποτυχημένες. -Πάντα αποτυχαίνουν εκείνες οι καημένες γυ-ναίκες που γίνονται ανήσυχες, αβέβαιες για τον εαυτό τους και υπερβο-λικά φλύαρες μπροστά στον άνδρα που αγαπούν. Γιατί αυτό που ελκ\3ει περισσότερο τον άνδρα είναι μια ορισμένη κρυφή και φλεγματική τρυ-φερότητα.

75. Το τρίτο φύλο. -«Ένας μικρόσωμος άνδρας είναι κάτι παράδοξο, αλλά εξακολουθεί να είναι άνδρας. Οι μικρόσωμες γυναίκες όμως μου φαίνονται, σε σύγκριση με τις ψηλές γυναίκες, πως ανήκουν σε κάποιο άλλο φύλο» -είπε ένας γέρος χοροδιδάσκαλος. Μια μικρόσωμη γυναί-κα δεν είναι ποτέ όμορφη -είπε κάποτε ο γερο-Αρισιοτέλης".

76. Ο μεγαλύτερος κίνδυνος. -Αν δεν υπήρχαν ανέκαθεν πάρα πολ-λοί άνθρωποι που εκλάμβαναν την πειθαρχία του μυαλού τους -την «ορ-θολογικότητα» τους- ως περηφάνια τους, υποχρέωση τους και αρετή τους, αν, ως φίλοι του «υγιούς ανθρώπινου κοινού νου», δεν ένιωθαν προσβεβλημένοι ή ταπεινωμένοι μ' όλες τις φαντασιοκοπίες και τις ε-κτροπές της σκέψης, η ανθρωπότητα θα είχε χαθεί προ πολλού! Ο με-γαλύτερος κίνδυνος που αιωρούνταν (και εξακολουθεί να αιωρείται) πάντα πάνω της είναι η έκρηξη της παραφροσύνης -δηλαδή η έκρηξη της αυθαιρεσίας στο να αισθάνεσαι, να βλέπεις και να ακούς, η από-λαυση της έλλειψης πνευματικής πειθαρχίας, η χαρά με την ανθρώπινη α-νοησία. Η αντίθεση στον κόσμο της παραφροσύνης δεν είναι η αλή-θεια και η βεβαιότητα αλλά η καθολικότητα και η καθολική δεσμεχπι-κότητα μιας πίστης, κοντολογίς, η μη αυθαιρεσία στην κρίση. Και η μεγαλύτερη δουλειά των ανθρώπων μέχρι τώρα ήταν να επιτευχθεί συμ-φωνία σε πάρα πολλά πράγματα και να κάνουν νόμο τους τούτη τη συμφωνία -ανεξάρτητα από το αν είναι αληθινά ή ψεύτικα τα πράγμα-

97. Βλ. Αρκποτέλης, Ηθικά Νικομάχεια, 1123 b 6-8.0 Αριστοτέλης δεν μιλάει πάνιως ειδικά για τη «γυναίκα».

64 Η ΧΑΡΟΥΜΕΝΗ ΕΠΙΣΤΗΜΗ

τα αυτά. Ατπη είναι η πειθαρχία του μυαλοΰ που κράτησε την ανθρωπό-τητα· ωστόσο, οι αντίθετες ενορμησεις εξακολουθούν να είναι τόσο ι-σχυρές που κατά βάθος δεν μπορούμε να μιλάμε με πολλή εμπιστοσύνη για το με'λλον της ανθρωπότητας. Η εικόνα των πραγμάτων εξακολου-θεί να αλλάζει και να μετατοπίζεται αδιάκοπα, και ίσως περισσότερο και γρηγορότερα από κάθε άλλη φορά. Αδιάκοπα, τα πιο εκλεκτά ιτνεύ-ματα, ιδίως οι ερευνητε'ς της αλήθειας, εξεγείρονται εναντίον αυτής της καθολικής δεσμευτικότητας! Αδιάκοπα, αυτή η πίστη, ως πίστη όλου του κόσμου, προκαλεί αηδία και καινούργιους πόθους στα πιο εκλε-πτυσμε'να πνεύματα: και ο αργός ρυθμός τον οποίο επιβάλλει αυτή σ' όλες τις πνευματικές διαδικασίες, αυτή η μίμηση της χελώνας που ανα-γνωρίζεται εδώ ως νόρμα, είναι αρκετή για να κάνει τους καλλιτέχνες και τους στοχαστές αποστάτες: σ' αυτά τα ανυπόμονα πνεύματα εισβάλ-λει μια αληθινή ευχαρίστηση με την παραφροσύνη, λόγω του τόσο χα-ρούμενου ρυθμού που έχει αυτή'®! Γι' αυτό χρειάζονται ενάρετες διά-νοιες -ω, θέλω να χρησιμοποιήσω τη λιγότερο διφορούμενη λέξη- χρειά-ζεται ενάρετη ηλιθιότητα, χρειάζονται απαρασάλευτοι μετρονόμοι του αργού πνεύματος, ώστε να μπορέσουν οι πιστοί της μεγάλης κοινής πί-στης να μείνουν μαζί και να συνεχίσουν το χορό τους: μια ανάγκη πρώ-της γραμμής το διατάζει και το απαιτεί αυτό. Εμείς οι άλλοι είμαστε η εξαίρεση και ο κίνδυνος -και πρέπει πάντα να αμυνόμαστε! Έστω, σί-γουρα υπάρχουν μερικά πράγματα που μπορούν να ειπωθούν υπέρ της εξαίρεσης, με την προϋπόθεση όμως πως αυτή ποτέ δεν θα θελήσει να γίνει ο κανόνας.

77. Το ζώο με την καλή συνείδηση. -Το χυδαίο στοιχείο που υπάρχει μέσα στο καθετί που αρέσει στη Νότια Ευρώπη -είτε είναι η ιταλική όπερα (παραδείγματος χάρη, ο Ροσίνι και ο Μπελίνι") είτε το ισπανικό περιπετειώδες μυθιστόρημα (στο οποίο έχουμε ευκολότερα πρόσβαση μέσω της γαλλικής μεταμφίεσής του με τον Ζιλ Μπλας^"^)- δεν μου δια-φεύγει, αλλά δεν με προσβάλλει περισσότερο από τη χυδαιότητα που συναντάει κανείς όταν περπατάει στην Πομπηία ή όταν διαβάζει το βιβλίο κάποιου αρχαίου συγγραφέα. Πού οφείλεται αυτό; Να οφείλεται

98. Βλ. 'Ερασμος, Εγκώμιο της τρέλας (ελλην. μετ. Μωρίας εγκώμιον), κεφ. I. (1580). 99. Τζιοτσίνο Αντόνιο Ροσίνι (1792-1868), ιταλός μουσικοσυνθέτης. Ο Νίτσε είχε δει TO έο^οταα Ρωμαίος και Ιονλιέτα τέσσερις φορές. Βιτσέντζο Μπελίνι (1801-1835). Ο NitDE άρχισε να ενδιαφέρεται για την ιταλική όπερα μετά τη ρήξη του με τον Βάγκνερ. Μέχρι τότε είχε αρνητική στάση απέναντί της. Βλ. /ί γέννηση της τραγίο&ίας, § 19. 100. Τίτλος μυθιστορήματος ταυ γάλλου συγγραφέα Αλαίν Λεσάζ (1668-1747).

ΔΕΥΤΕΡΟ ΒΙΒΛΙΟ 93

στο ότι η αιδώς απουσιάζει εδώ και στο ότι καθετί χυδαίο, (κη μουσική ή στο μυθιστόρημα, παρουσιάζεται με την ίδια ηρεμία και σιγουριά με την οποία παρουσιάζεται καθετί ευγενές, αξιαγάπητο και γεμάτο πά-θος; «Το ζώο έχει τα ίδια δικαιώματα με τον άνθρωπο: μπορεί λοιπόν να τρέχει ελεύθερα, και συ, αγαπητέ μου συνάνθρωπε, είσαι ακόμη αυτό το ζώο, παρά όλα τα άλλα!» -Αυτό μου φαίνεται πως είναι το δίδαγμα της ιστορίας αυτής και η ιδιομορφία τοϊν ανθρώπων της Νότιας Ευρώπης. Το κακό γούστο έχει τα δικαιώματα του όπως έχει και το καλό γούστο, και μάλιστα ένα προνόμιο σε σχέση μ' αυτό στην περί-πτωση που εκφράζει τη μεγάλη ανάγκη, τη σίγουρη ικανοποίηση και που είναι μια καθολική, θα λέγαμε, γλώσσα, μια απόλυτα κατανοητή μάσκα και στάση. Αντίθετα, το καλό, το επιλεκτικό γούστο, εκφράζει πάντα μια αναζήτηση, μια δοκιμή, μια αμφιβολία όσον αφορά στην κατανόησή του -ούτε είναι, ούτε υπήρξε ποτέ δημοφιλές! Αυτό που εί-ναι και παραμένει δημοφιλές είναι η μάακα\ Εμπρός λοιπόν για καθετί που είναι μασκαράτα στις μελωδίες και στις καντέντσες, στα άλματα και στις εκρήξεις χαράς που χαρακτηρίζουν το ρυθμό αυτών των οπε-ρών! Kat η ζωή στην αρχαιότητα! Τι μπορούμε να καταλάβουμε απ' αυτήν όσο δεν καταλαβαίνουμε την ευχαρίστηση με τη χρησιμοποίηση της μάσκας και την καλή συνείδηση στη χρησιμοποίηση κάθε είδους μασκαράτας! Αυτό είναι το λουτρό και η ανατ|)υχή του αρχαίου πνεύμα-τος· και ίσως να χρειάζονταν αυτό το λουτρό πιο πολύ οι σπάνιες και οι ανώτερες φύσεις του αρχαίου κόσμου παρά οι χυδαίες. -Αντίθετα, μια στροφή προς τη χυδαιότητα με προσβάλλει ανείπωτα στα έργα της Βό-ρειας Ευρώπης, στη γερμανική μουσική λόγου χάρη. Εδώ υπάρχει το αίσθημα της αιδούς, ο καλλιτέχνης έχει εξειττελιστεί μπροστά στον εαυ-τό του και δεν μπόρεσε να μην κοκκινίσει από ντροπή· εμείς ντρεπόμα-στε μαζί του και νιώθουμε τόσο προσβεβλημένοι επειδή καταλαβαίνου-με πως εξαιτίας μας θεώρησε αναγκαίο να εξευτελιστεί.

78. Για τι πράγμα πρέπει να είμαστε ευγνώμονες. -Πρωτίστως οι καλ-λιτέχνες, και ειδικά οι καλλιτέχνες του θεάτρου, έδωσαν στους ανθρώ-πους μάτια και αφτιά για να βλέπουν και για να ακούν με κάποια ευχα-ρίστηση αυτό που είναι ο καθένας, αυτό που βιώνει ο καθένας, αυτό που θέλει ο καθένας· πρωτίστως αυτοί μας δίδαξαν να εχτιμάμε τον ήρωα που κρύβεται μέσα σε κάθε άνθρωπο της καθημερινότητας και μας έμαθαν την τέχνη να βλέπουμε τον εαυτό μας σαν ήροκχ, από μα-κριά και, ας πούμε, απλοποιημένο και μεταμορφωμένο, -την τέχνη «να βγαίνουμε στη σκηνή» και να βλέπουμε τον εαυτό μας. Μόνον έτσι κα-

64 Η ΧΑΡΟΥΜΕΝΗ ΕΠΙΣΤΗΜΗ

ταφέρνουμε να υπερπηδούμε ορισμε'νες ταπεινε'ς λεπτομε'ρειες του εαυ-τού μας! Δίχως αυτη την τέχνη, δεν θα ήμασταν τίποτε άλλο παρά προ-σκήνιο και θα ήμασταν υποδουλωμένοι σ' εκείνη την οπτική που κάνει ό,τι είναι πιο κοντινό και πιο χυδαίο να φαίνεται απίστευτα μεγάλο και σαν να είναι η πραγματικότητα καθ' εαυτήν. - Ίσως να υπάρχει ένα παρόμοιο προσόν ο' εκείνη τη θρησκεία που εντελλόταν να βλέπουμε την αμαρτωλότητα κάθε μεμονωμένου ατόμου μέσα από ένα μεγεθυ-ντικό φακό, μετατρέποντας τον αμαρτωλό σε μεγάλο, αθάνατο εγκλη-ματία· χαράζοντας αιώνιες προοπτικές γυρω του, δίδαξε στους ανθρώ-πους να βλέπουν τον εαυτό τους από μακριά και σαν κάτι περασμένο και πλήρες.

79. Η γοητεία της ατέλειας. -Βλέπω εδώ έναν ποιητή που, όπως τόσοι άνθρωποι, ασκεί μεγαλύτερη γοητεία με τις ατέλειες του παρά με ό,τι στρογγυλεύει και ολοκληρώνει με τα χέρια του. Πράγματι, οφείλει την υπεροχή και τη φήμη του πολύ περισσότερο στην τελική ανικανότητα του παρά στον πλούτο της δύναμης του. Τα έργα του δεν εκφράζουν ποτέ πλήρως αυτό που θα ήθελε αληθινά να εκφράσει, αυτό που θα ήθελε να είχε δει: μοιάζει σαν να είχε κάποτε την πρόγευση ενός οράμα-τος αλλά ποτέ το ίδιο το όραμα· πάντως, στην ψυχή του παρέμεινε μια φοβερή λαχτάρα γι' αυτό το όραμα, κι ακριβώς απ' αυτήν αντλεί την εξίσου φοβερή ευγλωττία που του δίνουν η επιθυμία και η μεγάλη πεί-να. Χάρη σ' αυτή την ευγλωττία ανεβάζει τους ακροατές του πάνω από το έργο του κι από όλα τα «έργα» και τους δίνει φτερά για να πετάξουν πιο ψηλά απ' όσο πέταξαν ποτέ ακροατές: κι έτσι, μεταμορφωμένοι πια κι ατποί σε ποιητές και οραματιστές, τρέφουν για τον δημιουργό της ευτυχίας τους τόσο θαυμασμό όσο θα έτρεφαν αν τους είχε οδηγήσει άμεσα στη θέαση ό,τι πιο ιερού και ανώτατου υπήρχε για εκείνον, αν είχε πετύχει τον σκοπό του και αν είχε πράγματι όει και γνωστοποιήσει το όραμά του. Η δόξα του επωφελήθηκε από το ότι δεν πέτυχε πραγμα-τικά τον σκοπό του.

80. Τέχνη και φύση. - Οι Έλληνες (ή τουλάχιστον οι Αθηναίοι) αρέ-σκονταν να ακούν τους ανθρώπους να μιλούν ωραία: τίποτε δεν τους ξεχωρίζει τόσο από τους μη Έλληνες όσο αυτή η αληθινά άπληστη τά-ση. Ακόμη και από το πάθος που παρουσιαζόταν στη σκηνή απαιτού-σαν να μιλάει ωραία, και άκουγαν με έκσταση τη μη (ρυσικότητα των δραματικών στίχων. -Στη φύση, το πάθος είναι τόσο τσιγκούνικο σε

ΔΕΥΤΕΡΟ ΒΙΒΛΙΟ 93

λόγια, τόσο βουβό, τόσο αμήχανο! Ή , όταν βρίσκει λόγια, είναι τόσο συγκεχυμένο και ανορθολογικό, ντρέπεται τόσο πολύ για τον εαιηό του! Χάρη στους Έλληνες, όλοι εμείς εξοικειωθήκαμε μ' αυτή τη μη φυσικό-τητα της σκηνής, όπως ακριβώς ανεχόμαστε, και ανεχόμαστε πρόθυμα, χάρη στους Ιταλούς, εκείνη την άλλη μη ορυσικότητα, το πάθος που τρα-γουδάει. -Γεννήθηκε μια ανάγκη μέσα μας που δεν μπορεί να την ικα-νοποιήσει η πραγματικότητα: να ακούμε τους ανθρώπους να μιλούν ω-ραία και διεξοδικά ακόμη και στις πισ δύσκολες καταστάσεις· μαγευό-μαστε όταν ο τραγικός ήρωας εξακολουθεί να βρίσκει λέξεις, λόγους, εύγλωττες χειρονομίες και, γενικά, να διατηρεί τη διανοητική του διαύ-γεια εκεί που η ζωή πλησιάζει σε βάραθρα και οι πραγματικοί άνθρω-ποι χάνουν ως επί το πλείστον το μυαλό τους και ασφαλώς την ωραία γλώσσα. Αυτό το είδος απόκλισης από τη φύση είναι ίσως το πιο ευχάρι-στο έδεσμα για την ανθρώπινη περηφάνια· για χάρη της ο άνθρωπος αγαπά την τέχνη ως έκφραση μιας υψηλής, ηρωικής μη φυσικότητας και σύμβασης. Δίκαια κατηγορούμε έναν δραματικό ποιητή όταν δεν μετα-τρέπει τα πάντα σε λογική και λέξεις, αλλά κρατάει πάντα στα χέρια του ένα υπόλοιπο σιωπής- και δυσαρεστούμαστε μαζί του, όπως με τον συνθέτη όπερας που δεν μπορεί να βρει μελωδίες για τα υψηλότερα αισθήματα αλλά μόνον ένα παθιάρικο «φυσικό» τραύλισμα και κραυγή. Σ' αυτό ακριβώς τσ σημείο πρέπει να αντικρούεται η (ρύση! Σ' αυτό ακριβώς το σημείο πρέπει η χυδαία γοητεία της ψευδαίσθησης να σβή-σει μπροστά σε μια ανώτερη γοητεία! Σ' αυτό το δρόμο οι Έλληνες προχώρησαν μακριά, πολύ μακριά, τρομαχτικά μακριά! Όπως ακρι-βώς έκαναν τη σκηνή όσο το δυνατόν πιο στενή και απαγόρευσαν τα εφέ που θα μπορούσε να προκαλέσει ένα βαθύ φόντο· όπως ακριβώς απαγόρευσαν στον ηθοποιό το μιμικό παιχνίδι και την ευκολία στην κίνηση και τον μετέτρεψαν σε επίσημο, άκαμπτο και προσωπιδοφόρο μπαμπούλα, όπως ακριβώς αφαίρεσαν και από το πάθος κάθε βαθύ φόντο και του επέβαλαν τον νόμο της ωραίας ομιλίας, έτσι έκαναν γενι-κώς τα πάντα για να εξουδετερώσουν το στοιχειώδες εφέ των εικόνων που μπορούσαν να προκαλέσουν φόβο και οίκτο: οι 'Ελληνες δεν ήθεL·.v τον φόβο και τον οίκτοί -με όλο το σεβασμό, τον βαθύτατο σεβασμό που τρέφω για τον Αριστοτέλη! Σίγουρα όμως δεν χτύπησε το καρφί, κι α-κόμη περισσότερο το κεφάλι του καρφιού, όταν μίλησε για τον τελικό σκοπό της ελληνικής τραγωδίας""! Δείτε απ' αυτή την άποψη τους έλλη-

101. Βλ. Αριστοτέλης, Ποιψιχή, 6,1449 b. Ο Νίτσε κριτικάρει συχνά την αρ«π*πε-λική σύλληψη της τραγωδίας. Βλ. π.χ. Το λυκόφως των ειδώλων, «Τι οφείλω στους αρχαίους», §5.

64 Η ΧΑΡΟΥΜΕΝΗ ΕΠΙΣΤΗΜΗ

νες τραγικοιίς ποιητές για να βρείτε τι κέντρισε πρωτίστως την εργατι-κότητα τους, την εφευρετικότητα τους, τον ανταγωνισμό τους: σίγουρα δεν ηταν η πρόθεση να υποτάξουν τον θεατή με τα αισθήματα! Ο Αθη-ναίος πήγαινε στο θέατρο για να ακούσει να μιλούν ωραίαΐ Και οι ωραί-ες ομιλίες ήταν αυτό που απασχόλησε τον Σοφοκλή'"^! -ας μου συγ-χωρεθεί αυτή η αίρεση! -Τα πράγματα είναι εντελώς διαφορετικά με τη σοβαρή όπερα. Όλοι οι δεξιοτέχνες της επιδιώκουν να μας εμποδί-σουν να καταλάβουμε τα πρόσωπα που χρησιμοποιούν. Μια λέξη που αρπάζει ένας απρόσεκτος θεατής στον αέρα μπορεί να τον βοηθήσει, συνολικά όμως η κατάσταση οφείλει να εξηγείται από μόνη της -και τα λόγια δεν έχουν σημασία! Έτσι σκέφτονται όλοι οι δεξιοτέχνες της ό-περας και έτσι έκαναν τα κόλπα τους με τις λέξεις. Και ίσως τους έλειψε το θάρρος να εκφράσουν πλήρως την έσχατη περιφρόνηση που τρέφουν για τις λέξεις. Αν είχε ο Ροσίνι λίγο περισσότερο θράσος, θα έβαζε τους ήρωες του να τραγουδούν μόνο τρα-λα-λα! -κι αυτό θα ήταν πολύ λογι-κό! Τα πρόσωπα της όπερας δεν πρέπει να τα πιστεύουμε από τα «λό-για» τους, αλλά από τους ήχους τους! Αυτή είναι η διαφορά, αυτή είναι η ωραία μη φναικότψα για χάρη της οποίας πάει κανείς στην όπερα! Ακόμη και το recitativo secco δεν θέλει να ακούγεται ως λέξεις και κεί-μενο: αυτό το είδος μισομουσικής οφείλει μάλλον να δώσει λίγη ξεκού-ραση στο μουσικό αςπί (ξεκούραση από τη μελωδία, ως πιο υψηλή και γι' αυτό και πιο επίπονη απόλαυση της τέχνης αυτής), αλλά αμέσως μετά οφείλει να δώσει και κάτι άλλο: μια αυξανόμενη ανυπομονησία, μια αυξανόμενη αντίσταση, μια καινούργια επιθυμία για πλήρη μουσι-κή, για μελωδίες. -Τι είναι, απ' αυτή την άποψη, η τέχνη του Ρίχαρντ Βάγκνερ""; Είναι κάτι διαφορετικό; Πολλές φορές είχα την εντύπωση πως θα έπρεπε να απομνημονεύσει κανείς τα λόγια και τη μουσική των δημιουργιών του πριν από την παράσταση· διότι δίχως αυτό, έτσι μου φαινόταν, δεν άκουγε ούτε τα λόγια ούτε τη μουσική.

81. Ε2ληνικό γούστο. -«Τι το ωραίο υπάρχει στο έργο αυτό;» ρώτησε ο γεωμέτρης στο τέλος μιας παράστασης της Ιφιγένειας^'^ • «τίποτε δεν αποδεικνύεται σ" αυτό!» Απείχαν άραγε τόσο πολύ οι Έλληνες απ' αυ-τό το γούστο; Στον Σοφοκλή τουλάχιστον «όλα αποδεικνύονται».

102. Το 1871 ο Νίτσε κατηγορούσε τον Σοφοκλή ότι είχε συμβάλλει στην εδραίωση της υπεροχής του λόγου σε βάρος της μουσικής. Βλ. Η γέννηση της τραγωδίας, § 14. 103. Δέκα χρόνια νωρίτερα ο Νίτσε ήταν φανατικός θαυμαστής ταυ Ρίχαρντ Βάγκνερ. 104. Το ανέκδοτο αυτό αναφέρεται από τον Σοπενάουερ στο Welt als WiÜe und Vorsteüung, 1,3, § 36. To θεατρικό έργο είναι η Ιφιγένεια του Ρακίνα.

ΔΕΥΤΕΡΟ ΒΙΒΛΙΟ 93

82. Το esprit [πνεύμα] όεν είναι ελληνικό. -Οι Έλληνες είναι απερί-γραπτα λογικοί·και λιτοί σ' όλο το σκέπτεσθαι τους· δεν κουράστηκαν απ' αυτό, τουλάχιστον κατά τη διάρκεια της μεγάλης καλής εποχής τους, όπως συμβαίνει τόσο συχνά στους Γάλλους, που υπερβολικά πρόθυμα κάνουν ένα μικρό άλμα στο αντίθετο και ανέχονται αληθινά το πνεύμα της λογικής μόνον όταν αυτό φανερώνει, μ' ένα σωρό τέτοια μικρά άλ-ματα στο αντίθετο, την κοινωνική του φιλοφροσύνη, την κοινωνική άρ-νηση του εαυτού του. Οι Γάλλοι θεωρούν τη λογική απαραίτητη, όπως το κρασί και το νερό, αλλά τη θεωρούν και είδος συσσιτίου για ςτυλακι-σμένους, αν φαγωθεί έτσι όπως είναι, δίχως τίποτε πρόσθετο. Στην κα-λή κοινωνία δεν πρέπει ποτέ να θέλεις να έχεις δίκιο απόλυτα και μό-νον εσύ, όπως το θέλει κάθε καθαρή λογική: εξ ου και η μικρή δόση ά-λογου που υπάρχει σ' όλο το γαλλικό esprit. - Η κοινωνικότητα ήταν στους Έλληνες πολύ λιγότερο αναπτυγμένη απ' ό,τι ήταν και είναι ακό-μη στους Γάλλους: γι' αυτό βρίσκουμε τόσο λίγο esprii ακόμη και στους πιο πνευματικούς άνδρες τους, γι' αυτό τόσο λίγη πονηριά ακόμη και στους πιο πονηρούς τους, γι' αυτό -αχ! πόση δυσπιστία θα προκαλέσουν οι φράσεις μου αυτές, κι όμως πόσες τέτοιες θα 'θελα ακόμη να προ-σθέσω! -Est res magna tacere [Είναι μεγάλο πράγμα να σιωπάς'"'] -είπε ο Μαρτιάλης μαζί με όλους τους φλύαρους.

83. Μεταφράσεις. -Μπορούμε να εκτιμήσουμε το βαθμό ιστορικής αίσθησης"" που έχει μια εποχή από τον τρόπο με τον οποίο κάχει μετα-φράσεις και προσπαθεί να ενσωματώσει προηγούμενες εποχές και βι-βλία. Στην εποχή του Κορνειγ'"', όπως επίσης στην εποχή της Επανά-στασης, οι Γάλλοι σφετερίζονται τη ρωμαϊκή αρχαιότητα μ' έναν τρόπο για τον οποίο εμείς δεν έχουμε πια αρκετό θάρρος, χάρη στην ανώτερη ιστορική αίσθηση μας. Και η ίδια η ρωμαϊκή αρχαιότητα: με πόση βιαιό-τητα και με πόση αφέλεια συνάμα έβαλε χέρι σε ό,τι καλό και υψηλό είχε η παλαιότερη ελληνική αρχαιότητα! Πώς τη μετέφρασαν οι Ρωμαί-οι στο ρωμαϊκό παρόν! Πόσο σκόπιμα και αδίστακτα τίναξαν τη σκόνη από τα φτερά της πεταλούδας που λέγεται στιγμή! Έτσι μετέ(ρρασε ο Οράτιος'"® από εδώ κι από εκεί τον Αλκαίο"" ή τον Αρχίλοχο""· κι ο

105. Βλ. Ep^mmata, IV, 80,6. 106. Βασική έννοια της σκέτΙης του Νίτσε. Βλ. Πέρα από το καλό και το κακό, § 224. 107. Πιερ Κορνέιγ (1606-1684), γάλλος κλασικός δραματουργός. 108. Κουΐντας Οράτιος Φλάκος, λατίνος ποιητής (περί το 65-8 π.Χ.) 109. Έλληνας ποιητής (630-580 π.Χ.). 110. Έλληνας ποιητής (712-648 π.Χ.).

64 Η ΧΑΡΟΥΜΕΝΗ ΕΠΙΣΤΗΜΗ

Προπέρτιος"' έκανε το ίδιο με τον Καλλίμαχο'" και τον Φιλήτά"' (ποι-ητε'ς της ίδιας σειράς με τον Θεόκριτο'"*, αν μας επιτρέπεται να κρίνου-με). Τι τους ενδιε'φερε αν είχε ζήσει το ε'να ή το άλλο πράγμα ο αληθι-νός δημιουργός κι αν είχε αποτυπώσει τα σημάδια του στο ποίημά του! Σαν ποιητε'ς που ήταν, δεν συμπαθούσαν το αρχαιολογικό ανιχνευτικό πνεύμα που προηγείται της ιστορικής αίσθησης· σαν ποιητές που ήταν, δεν υπολόγιζαν καθόλου όλα εκείνα τα πολΰ προσωπικά πράγματα και ονόματα και καθετί που ήταν πολΰ ιδιαίτερο σέ μια πόλη, μια ακτή, έναν αιώνα και μπορεί να θεωρηθεί φορεσιά ή μάσκα του, αλλά το αντικαθιστούσαν επιτόπου με το σύγχρονο και το ρωμαϊκό. Μοιάζουν να μας ρωτούν: «Δεν έχουμε το δικαίωμα να κάνουμε το παλιό νέο για μας, και να εξετάσουμε τον εαντό μας σ' αυτό; Δεν έχουμε το δικαίωμα να εμ(ρυσήσουμε την -ψυχή μας σ' αυτό το νεκρό σώμα; Γιατί είναι νεκρό· πόσο άσχημο είναι καθετί νεκρό!» Οι ποιητές αυτοί αγνοούσαν την α-πόλαυση της ιστορικής αίσθησης· το περασμένο και το ξένο τους ήταν οδυνηρά, και τους ερέθιζαν, ως Ρωμαίους, να προβούν σε μια ρωμαϊκή κατάκτηση. Πράγματι, τότε κατακτούσε κανείς όταν μετέφραζε -και όχι μόνο παραμερίζοντας το ιστορικό στοιχείο: όχι, οι μεταφραοπές πρό-σθεταν τον υπαινιγμό στο παρόν και, κυρίως, έσβηναν το όνομα του ποιητή και το α^ντικαθιστούσαν με το δικό τους -όχι με την αίσθηση της κλειριάς, αλλά με την πληρέστερη καλή συνείδηση τον imperium romanum [της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας].

84. Για την καταγωγή της ποίησης. -Οι εραστές του φανταστικού στοι-χείου στον άνθρωπο που υποστηρίζουν και τη θεωρία της ενστικτώδους ηθικότητας συλλογίζονται με τον ακόλουθο τρόπο: «Αν δεχτούμε πως το ωφέλιμο τιμούνταν ανέκαθεν ως υπέρτατη θεότητα, τότε από πού μπορεί να προήλθε η ποίηση; -αυτή η ρυθμοποίηση της ομιλίας, που μάλλον θολοίίνει παρά ευνοεί τη διαύγεια της επικοινωνίας και που ευ-δοκίμησε και ευδοκιμεί ακόμη σ' όλη τη γη σαν να θέλει να κοροϊδέ·ψει κάθε ωφελιμιστική σκοπιμότητα; Η άγρια ομορφιά της ανορθολογικό-τητας της ποίησης σάς αρνείται, εσάς τους ωφελιμιστές! Ακριβώς αυτή η επιθυμία του ανθρώπου να απαλλαγεί από το ωφέλιμο τον ανύψωσε και του ενέπνευσε την ηθικότητα και την τέχνη!» Ε, λοιπόν, εδώ είμαι

111. Σέξτος Αυρήλιος Προπέρτιος (περί το 47-15 π.Χ.), λαχίνος ποιητής. 112. Έλληνας ποιητής και γραμματικός (περί το 315-240 π.Χ.). 113. Έλληνας ποιητής (περί το 340-290 π.Χ.). 114. Έλληνας τιοιητης (315-250), ο πιο διάσημος της αλεξανδρινής περιόδου.

ΔΕΥΤΕΡΟ ΒΙΒΛΙΟ 93

για μια φορά υποχρεωμένος να φανώ ευχάριστος στους ωφελιμιστές -έχουν τόσο σπάνια δίκιο πού είναι να τους λυπάσαι! Σ' εκείνους τους παλιούς καιρούς στους οποίους γεννήθηκε η ποίηση, απέβλεπαν μο-λαταύτα στην ωφελιμότητα, και μάλιστα σε μια πολύ μεγάλη ωφελι-μότητα. Όταν έβαλαν το ρυθμό μέσα στο λόγο, αυτή τη βίαιη δύναμη που ανασυντάσσει όλα τα άτομα της φράσης, που σ' αναγκάζει να διαλέξεις προσεκτικά τις λέξεις και που δίνει στις σκέψεις σου και-νούργιο χρώμα, κάνοντάς τες πιο σκοτεινές, πιο παράξενες και πιο απόμακρες, υπάκουαν σίγουρα σε μια δεισώαίμονα ωφελιμότψαΐ Μέ-σω του ρυθμού έπρεπε να αποτυπωθεί βαθύτερα στους θεούς μια αν-θρώπινη επιθυμία, γιατί είχαν παρατηρήσει πως ο άνθρωπος θυμάται καλύτερα ένα στίχο παρά μια αυθόρμητη κουβέντα"^ Πίστευαν επί-σης πως ακούγονταν πιο μακριά με το ρυθμικό τικ-τακ· η ρυθμική προσευχή έμοιαζε να φτάνει κοντύτερα στα αφτιά των θεών. Προ-παντός όμως, ήθελαν να επωφεληθούν απ' αυτή τη στοιχειώδη κυριαρ-χία που υφίσταται ο άνθρωπος όταν ακούει μουσική: ο ρυθμός είναι ένας εξαναγκασμός· σου γεννάει μια ακατανίκητη επιθυμία να υποχω-ρήσεις και να συμμετάσχεις· το ρυθμό δεν τον ακολουθούν μόνο τα πόδια αλλά και η ψυχή -πιθανόν μάλιστα, συμπέραιναν, και η ψυχή των θεών! Ήθελαν λοιπόν να εξαναγκάσουν τους θεούς με το ρυθμό και να ασκήσουν μια δύναμη πάνω τους: έριχναν στους θεούς την ποίηση σαν μαγική θηλειά. Υπήρχε μια ακόμη πιο παράξενη ιδέα: και ίσως αυτή συνέβαλε περισσότερο στη γέννηση της ποίησης. Στους Πυθαγόρειους εμφανίζεται αυτή ως φιλοσοφική διδασκαλία και ως παιδαγωγικό τέ-χνασμα"' : αλλά πολύ πριν να εμφανιστούν οι φιλόσοφοι, οι άνθρωποι απέδιδαν στη μουσική, και μάλιστα ακριβώς στο ρυθμικό στοιχείο της μουσικής, την ικανότητα να εκφορτίζει τα πάθη, να εξαγνίζει την ψυχή, να μαλακώνει την ferocia animi [αγριότητα της ψυχής]. Όταν χανόταν η σωστή ένταση και αρμονία της ψυχής, οι άνθρωποι έπρεπε να αρχίσουν να χορεύουν, ακολουθώντας το ρυθμό του τραγουδιστή -αυτή ήταν η συνταγή τούτης της θεραπευτικής μεθόδου. Έτσι κατάφερε ο Τέρπαν-δρος"' να σταματήσει μια εξέγερση, ο Εμπεδοκλής'" να ησυχάσει έ-

115. Βλ. Στανιάλ, De l'amour, II, 26. 116.0 Αριστοτέλης συζητά αυτό το θέμα σιο τέλος των Πολιτικών (1339-1342) ξανα-πιάνοντας αυτό που είχε αναγγείλει ο Πλάτωνας στην αρχή της/7αΙ<τε/ας (400-424). 117. 'Ελληνας ποιητής και μουσικός (7ος αι. π.Χ.). 118. 'Ελληνας φιλόσοφος (490-435 π.Χ.). Ο Νίτσε μιλά γι' αυτόν με κολαχευηχά λόγια στο νεανικό του ημιτελές Η φιλοαοφία στην τραγιχή εποχή των Ελλή-νων (βλ. Νίτσε, Κείμενα για την Ελλάδα, ελλην. μετ.). Την ίδια εποχή σχεδίο^ε να γράψει ένα δράμα με βασικό ήρωα τον Εμπεδοκλή.

64 Η ΧΑΡΟΥΜΕΝΗ ΕΠΙΣΤΗΜΗ

ναν μανιακό και ο Δάμων'" να εξαγνίσει έναν νέο που είχε πάθει ερωτικό μαρασμό· αυτήν επίσης τη θεραπεία προσπαθούσαν να ε-φαρμόσουν στους αγριεμένους και διψασμένους για εκδίκηση θεούς. Πρώτα-πρώτα, ανεβάζοντας στον ύψιστο βαθμό την παράφορα και την αποχαλίνωση των παθών τους, δηλαδή κάνοντας τον μαινόμενο θεό τρελό και τον διψασμένο για εκδίκηση μεθυσμένο από εκδικητι-κότητα: όλες οι οργιαστικές λατρείες αποβλέπουν στο να εκφορτίσουν διά μιας την ferocia [αγριότητα] κάποιας θεότητας μετατρέποντάς την σε όργιο, έτσι ώστε να νιώσει αυτή στη συνέχεια πιο ελεύθερη και πιο ήρεμη και να αφήσει τους ανθρώπους ήσυχους. Σύμφωνα με τη ρίζα της, η λέξη μέλος'^" σημαίνει καταπραϋντικό μέσο, όχι επειδή είναι πράο το ίδιο, αλλά επειδή έχει ως αποτέλεσμα να καταπραΰνει. -Και όχι μόνο στα λατρευτικά τραγούδια αλλά και στα κοσμικά τραγούδια των πιο παλαιών εποχών υπάρχει η προϋπόθεση ότι το ρυθμικό ασκεί μαγική δύναμη, για παράδειγμα, όταν αντλεί κανείς νερό ή κωπηλα-τεί, το τραγούδι μαγεύει τους δαίμονες που δρουν εκεί, τους κάνει υπάκουους, τους αιχμαλωτίζει, μετατρέποντας τους σε όργανα του αν-θρώπου. Και κάθε φορά που ενεργεί κανείς, έχει ένα κίνητρο να τρα-γουδήσει -κάθε ενέργεια εξαρτάται από την αρωγή των πνευμάτων: το μαγικό τραγούδι και το ξόρκι μοιάζουν να είναι η αρχέγονη μορφή της ποίησης. Οι στίχοι χρησιμοποιούνταν και στους χρησμούς -οι Έλ-ληνες έλεγαν πως το εξάμετρο είχε εφευρεθεί στους Δελφούς-, επειδή κι εδώ ο ρυθμός όφειλε να ασκήσει τον εξαναγκασμό του. Το να πά-ρεις μια προφητεία σήμαινε αρχικά (σύμφωνα με την ετυμολογία της λέξης που μου φαίνεται πιθανότερη) να δεχτείς να καθοριστεί κάτι· οι άνθρωποι σκέφτονταν ότι μπορούσαν να εξαναγκάσουν το μέλλον κερ-δίζοντας την εύνοια του Απόλλωνα: αυτός, σύμφωνα με την αρχαιότε-ρη άποψη, είναι κάτι πολύ περισσότερο από ένα θεό που προβλέπει το μέλλον. Από τη στιγμή που προφέρεται η φόρμουλα, με κυριολεκτι-κή και ρυθμική ακρίβεια, δένει το μέλλον: η φόρμουλα όμως είναι εφεύρεση του Απόλλωνα, που μπορεί να δέσει ακόμη και τις θεές της μοίρας επειδή είναι ο θεός του ρυθμού. -Για να δούμε το πράγμα συ-νολικά: υπήρχε πιο ωφέλιμο πράγμα από το ρυθμό γι' αυτό το αρχαίο, δεισιδαίμον είδος ανθρώπου; Με το ρυθμό μπορούσες να κάνεις τα πάντα: να προωθήσεις μαγικά μια δουλειά- να αναγκάσεις έναν θεό να εμφανιστεί, να σταθεί κοντά και να ακούσει· να πλάσεις το μέλλον όπως θέλεις· να αποφορτίσεις την ψυχή σου από οποιαδήποτε υπερ-

119. 'Ελληνας μουσικός. Τον αναφέρει ο Πλάτοβνας στην Πολιτεία, 400 b. 120. Ελληνικά στο κείμενο.

ΔΕΥΤΕΡΟ ΒΙΒΛΙΟ 93

βολή (από την αγωνία, τη μανία, τον οίκτο ή την εκδικητικότητα), κι όχι μόνο τη δική σου ψυχή αλλά και την ψυχή του πιο κακοΰ δαίμονα. Δίχως το στίχο ήσουν ένα τίποτα· με το στίχο γινόσουν θεός. Ένα τέτοιο θεμελιακό αίσθημα δεν είναι δυνατόν πια να ξεριζωθεί εντε-λώς -ακόμη και σήμερα, υστέρα από χιλιάδες χρόνια αγώνα εναντίον αυτών των προλήψεων, οι σοφότεροι ανάμεσα μας εξακολουθούν να γίνονται τρελοί του ρυθμού, έστω και μόνον επειδή αισθάνονται μερι-κές φορές πως μια σκε'ψη είναι πιο αληθινή όταν έχει μετρική μορφή και προχωρεί μ' ένα θεϊκό αναπήδημα. Δεν είναι πολύ διασκεδαστικό το ότι ακόμη και σήμερα οι πιο σοβαροί φιλόσοφοι, οι τόσο αυστηροί συνήθως όσον αφορά στη βεβαιότητα, εξακολουθούν να επικαλού-νται ποιητικές φράσεις για να δώσουν στη σκέψη τους ισχύ και αξιο-πιστία; -και όμως, είναι πιο επικίνδυνο για μια αλήθεια να την εγκρί-νουν παρά να την αντικρούουν οι ποιητές. Διότι, όπως είπε ο Όμηρος: «Πολλά ψέματα λένε οι αοιδοί'^'!»

85. Το καλό και το ωραίο. -Οι καλλιτέχνες συνεχώς εξυμνούν -δεν κάνουν τίποτε άλλο-: και ιδίως όλες εκείνες τις καταστάσεις και τα πράγματα που έχουν τη φήμη ότι επιτρέπουν στον άνθρωπο να νιώσει καλός ή μεγάλος ή μεθυσμένος ή ευδιάθετος ή υγιής και σώφρων. Αυτά τα επιλεγμένα πράγματα και καταστάσεις, που η αξία τους για την αν-θρώπινη ευτυχία θεωρείται σίγουρη και απολύτως εκτιμημένη, είναι τα αντικείμενα των καλλιτεχνών: αυτοί βρίσκονται πάντα σε επιφυλακή για να ανακαλύψουν τέτοια αντικείμενα και για να τα μεταφέρουν στο χώρο της τέχνης. Θέλω να πω: δεν είναι αυτοί οι εκτιμητές της ευτυχίας και του ευτυχισμένου ανθρώπου, αλλά πάντα προσπαθούν να πάνε κοντά σε τέτοιους εκτιμητές, με τη μεγαλύτερη δυνατή περιέργεια και επι-θυμία να επωφεληθούν αμέσως από τις εκτιμήσεις τους. Επειδή έχουν, εκτός από ανυπομονησία, τους δυνατούς πνεύμονες ενός κήρυκα και τα πόδια ενός δρομέα, είναι πάντα από τους πρώτους που εξυμνούν το καινούργιο καλό, και συχνά φαίνονται πως είναι οι πρώτοι που το ονο-μάζουν καλό, που το εκτιμούν ως καλό. Αυτό όμως είναι, όπως είπα, πλάνη: οι καλλιτέχνες είναι απλώς πιο γρήγοροι και πιο θορυβώδεις από τους πραγματικούς εκτιμητές. -Μα ποιοι είναι οι πραγματικοί εκτι-μητές; -Είναι οι πλούσιοι και οι αργόσχολοι.

121. Η απόδοση αυτής της έκφρασης σιον Όμηρο δεν φαίνεται βάσιμη. Πρβλ. Αρι-στοτέλης, Μετά τα φυσικά, 983 a 3.

64 Η ΧΑΡΟΥΜΕΝΗ ΕΠΙΣΤΗΜΗ

86. Για το θέατρο. -Αυτη η μέρα μου έδωσε πάλι δυνατά και εξυψω-μένα συναισθήματα, κι αν μπορούσα να έχω μουσική και τέχνη το βρά-δυ της μέρας αυτής, ξέρω πολύ καλά τι είδους μουσική και τέχνη δεν θα ήθελα- δεν θα ήθελα όλους εκείνους που προσπαθούν να μεθύσουν τους ακροατές τους και να τους ανεβάσουν με το ζόρι σε μια στιγμή ισχυρού και υψηλού συναισθήματος -αυτούς τους ακροατές-ανθρώπους της κα-θημερινής ζωής της ψυχής, που το βράδυ δεν μοιάζουν με νικητές πάνω στα άρματα του θριάμβου, αλλά με κουρασμένα μουλάρια που έχουν μαστιγωθεί πολύ από τη ζωή. Τι θα ήξεραν αυτοί οι άνθρωποι για τις «ανώτερες ψυχικές καταστάσεις», αν δεν υπήρχαν τα μεθυστικά διε-γερτικά και τα ιδεαλιστικά μαστιγώματα'^^; Γι' αυτό, όπως έχουν τα κρασιά τους, έχουν κι εκείνους που τους ενθουσιάζουν. Μα τι με νοιά-ζουν εμένα τα ποτά και τα μεθύσια τους; Έχει ανάγκη ο ενθουσιώδης από κρασί; Μάλλον βλέπει με κάποια αηδία τα μέσα και τους μεσολα-βητές που πρέπει να παράγουν εδώ ένα αποτέλεσμα χωρίς επαρκές αίτιο -ένας πιθηκισμός της μεγάλης παλίρροιας της ψυχής! -Πώς; Δί-νουν φτερά και υψιπετείς σκέψεις στον τυφλοπόντικα λίγο πριν πάει να κοιμηθεί, λίγο πριν συρθεί μέσα στην τρύπα του; Τον στέλνουν στο θέα-τρο και βάζουν χοντρά γυαλιά στα τυφλά και κουρασμένα μάτια του; Άνθρωποι, που η ζωή τους δεν είναι «δράση» αλλά επιχείρηση, κάθο-νται μπροστά στη σκηνή και παρακολουθούν παράξενα πλάσματα για τα οποία η ζωή είναι κάτι παραπάνω από επιχείρηση; «Αυτό είναι το πρέπον», θα πείτε: «αυτό είναι διασκεδαστικό κι αυτό απαιτεί η κουλ-τούρα!» -Έστω λοιπόν! Εγώ πολύ συχνά δεν έχω καθόλου κουλτούρα, γιατί αυτό το θέαμα πολύ συχνά μου προκαλεί αηδία. Όποιος έχει αρ-κετή τραγωδία και κωμωδία μέσα του, προτιμά να μένει μακριά από το θέατρο· ή, αν κάνει μια εξαίρεση και πάει, ολόκληρη η διαδικασία -το θέατρο, το κοινό, ο ποιητής- θα του φανεί αληθινά τραγικό ή κωμικό θέαμα, ενώ το ίδιο το έργο θα σημαίνει λίγα γι' αυτόν απ' αυτή την άποψη. Τι σημασία έχουν οι Φάουστ και οι Μάνφρεντ'^ του θεάτρου για κάποιον που είναι κάτι σαν τον Φάουστ και τον Μάνφρεντ; -ενώ το ότι ανεβάζουν γενικώς στο θέατρο τέτοιες μορφές είναι κάτι που θα του δημιουργήσει πάντως σκέψεις. Οι ισχυρότερες σκέψεις και τα ισχυρότε-

122. Στόχος του Νίτσε και πάλι ο Βάγκνερ. 123.0 ήρϋχχςτου Γκαίτε Φάουστ (1808) είναι γιατρός που ασκεί για δέκα χρόνια το επάγγελμα του αλλά crto τέλος διαπιστώνει τη ματαιότητά του και ζητά από τον Διάβολο να «καταπραΰνει τα φλογερά του πάθη μέσα οηην άβυσσο της αισθησιακό-τητας». Ο Μάνφρεντ του Μπάιρον (1817) αρνείται να ζητήσει άφεση από τον Θεό για ένα έγκλημα που είχε διαπράξει και προτιμά να πέσει στο κενό από την κορυφή ενός βουνού.

ΔΕΥΤΕΡΟ ΒΙΒΛΙΟ 93

ρα πάθη μπροστά σε ανθρώπους που δεν είναι ικανοί για σκε'ψεις και για πάθη αλλά μόνο'για μέθηΐ Και οι σκε'ψεις και τα πάθη να χρησιμοποιού-νται ως μέσα για να προκαλέσουν τη μέθη! Και το θέατρο και η μουσική να είναι το χασίς και το βετέλ' " των Ευρωπαίων! Αχ, ποιος θα μας διηγη-θεί κάποτε ολόκληρη την ιστορία των ναρκοπικών'^! -Είναι σχεδόν όλη η ιστορία της «κουλτούρας», της λεγόμενης ανο&τερης κουλτούρας!

87. Για τη ματαιοδοξία των καλλιτεχνών. -Πιστεύω πως οι καλλιτέ-χνες συχνά αγνοούν τι μπορούν να κάνουν καλύτερα, επειδή είναι πολύ ματαιόδοξοι και κατευθύνουν το πνεύμα τους σε κάτι πιο περήφανο από ό,τι φαίνονται να είναι εκείνα τα καινούργια, παράξενα κι όμορφα μικρά φυτά που θα μπορούσαν να αναπτυχθούν με αληθινή τελειότητα στο έδαφος τους. Οι καλλιτέχνες όμως εκτιμούν επιπόλαια ό,τι είναι τελικά καλό στον κήπο ή στο αμπέλι τους" η αγάπη και η κατανόηση τους δεν είναι της ίδιας τάξης. Να ένας μουσικός'^ που ξεπερνάει ό-λους τους άλλους στην τέχνη να βρίσκει τους τόνους από το βασίλειο των ψυχών που υποφέρουν, που καταπιέζονται, που μαρτυρούν, και μά-λιστα να δίνει λαλιά ακόμη και στα βουβά ζώα. Κανένας δεν τον ςπά-νει στα χρώματα του τέλους του φθινοπώρου, στα χρώματα της απερί-γραπτα συγκινητικής ευτυχίας μιας έσχατης, εντελώς έσχατης και πάρα πολύ φευγαλέας απόλαυσης- βρίσκει ήχους για εκείνα τα κρυφά και ανησυχητικά μεσάνυχτα της ψυχής, όπου η αιτία και το αποτέλεσμα φαίνονται ξεκρέμαστα, και όπου ανά πάσα στιγμή μπορεί να γεννηθεί κάτι «από το μηδέν»· αντλεί ευκολότερα απ' τον καθένα από τα κατά-βαθα της ανθρώπινης ευτυχίας, από το αδειασμένο ποτήρι της ευτυχίας, ας πούμε, όπου οι πιο πικρές και οι πιο στυφές σταγόνες έχουν ανακα-τευτεί στον πάτο με τις πιο γλυκιές, για καλύτερο ή χειρότερο· γνωρίζει εκείνο το κουρασμένο σάλεμα της ψυχής, που δεν μπορεί πια να πηδή-σει και να πετάξει, οΐίτε καν να βαδίσει· έχει τη δειλή ματιά του κρυμ-μένου πόνου, της απαρηγόρητης κατανόησης, των ανομολόγητων απο-χωρισμών ναι, ως ο Ορφέας κάθε μυστικής απόγνωσης είναι μεγαλύτε-ρος από οποιονδήποτε άλλο, και γενικά έχει προσθέσει στην τέχνη κά-

124. Καρπός ενός δέντρου του γένους των φοινικόδεντρων, από τον οποίο εξάγεται ένα διαδεδομένο στην Ασία ελαφρύ ναρκαπικό. 125. Βασικό μοτίβο του μεταγενέστερου έργου του Νίτσε Η περίπιοΜη Βάγκνερ (1888). Προς τα τέλη του 1882, λίγο μετά την προ&τη έκδοση της Χαρούμενης εηχηή-μης, ο Νίτσε νιώθει την ανάγκη να πάρει όπιο, απογοητευμένος μάλλον από χη δυσάρεστη τροπή της σχέσης του με τον Πάουλ Ρέε και τη Λου Σολομέ. 126. Εννοείται ο Βάγκνερ.

64 Η ΧΑΡΟΥΜΕΝΗ ΕΠΙΣΤΗΜΗ

ποια πράγματα που έμοιαζαν ώς τότε αδύνατο να εκφραστούν και μά-λιστα ανάξια της τέχνης, πράγματα που οι λέξεις θαρρείς πως μπορού-σαν μόνο να τα τρομάξουν κι όχι να τα πιάσουν -πράγματα πολύ μικρά και μικροσκοπικά της ·ψυχής: ναι, αυτός ο μουσικός είναι ο αριστοτέ-χνης και κύριος του πολύ μικρού. Αλλά δεν θέλει να είναι! Ο χαρακτή-ρας του προτιμάει τους μεγάλους τοίχους και την τόλμη της τοιχογραφί-ας! Του διαφεύγει ότι το πνεύμα του έχει άλλο γούστο και κλίση, ότι θα προτιμούσε να κάθεται ήσυχα σε γωνιές γκρεμισμένων σπιτιών: εκεί, κρυμμένος, και κρυμμένος από τον εαυτό του, ζωγραφίζει τα αληθινά αριοτουργήματά του, που είναι πολύ σύντομα· και εκεί, κι ίσως μόνον εκεί, γίνεται εντελώς καλός, μεγάλος και τέλειος. -Δεν το ξέρει όμως αυτό! Είναι πολύ ματαιόδοξος για να το ξέρει.

88. Να παίρνεις την αλήθεια στα σοβαρά. -Να παίρνεις την αλήθεια στα σοβαρά: πόσα διαφορετικά πράγματα δεν εννοούν οι άνθρωποι με τις λέξεις αυτές! Οι ίδιες απόψεις και τύποι απόδειξης και εξέτασης που ένας στοχαστής τις αισθάνεται σαν επιπολαιότητες στις οποίες υπέκυψε για δικό του όνειδος, τη μια ή την άλλη στιγμή, αυτές οι ίδιες απόψεις μπορούν να δώσουν σ' έναν καλλιτέχνη που πέφτει πάνω τους και ζει μαζί τους για λίγο καιρό τη συνείδηση ότι τον έπιασε η βαθύτερη σοβα-ρότητα με την αλήθεια, και να αισθανθεί σαν αξιοθαύμαστο γεγονός το ότι αυτός, παρόλο που είναι καλλιτέχνης, έχει δείξει συγχρόνως την πιο σοβαρή επιθυμία για το αντίθετο της απλής φαινομενικότητας. Έ-τσι, είναι δυνατόν κάποιος να φανερώνει, ακριβώς λόγω του πάθους του με τη σοβαρότητα, την επιπολαιότητα και την έλλειψη απαιτητικό-τητας με τις οποίες έπαιζε ώς τότε το πνεύμα του στο βασίλειο της γνώ-σης. -Και μήπως δεν φανερώνει εμάς τους ίδιους καθετί που θεωρούμε σπουδαίο-. Αυτό δείχνει πού ρίχνουμε το βάρος μας και σε τι δεν έχουμε καθόλου βάρος.

89. Τώρα και άλλοτε. -Προς τι όλη η τέχνη των έργων τέχνης μας, αν αφήσουμε να μας ξεφύγει η ανώτερη εκείνη τέχνη, δηλαδή η τέχνη των γιορτών! Άλλοτε, όλα τα έργα τέχνης στήνονταν στη μεγάλη εορταστι-κή οδό της ανθρωπότητας, ως αναμνηστικά σημάδια και μνημεία μεγά-λων και ευτυχισμένων στιγμών. Τώρα θέλουν με τα έργα τέχνης να τρα-βήξουν μακριά τους δύστυχους εξαντλημένους και άρρωστους από τη μεγάλη οδό των πόνων της ανθρωπότητας, για να τους προσφέρουν μια ηδονική στιγμούλα· τους προσφέρουν λίγη μέθη και λίγη τρέλα.

ΔΕΥΤΕΡΟ ΒΙΒΛΙΟ 93

90. Φώτα και σκιές. -Τα βιβλία και τα γραπτά διαφέρουν πολΰ ανά-λογα με τους στοχαστές: ο ένας έχει συγκεντρώσει στο βιβλίο του τα φώτα που κατάφερε να μεταφέρει στο σπίτι του κλέβοντας τα από τις ακτίνες κάποιας γνώσης, που έλαμπε από πάνω του· ένας άλλος δίνει μόνο τις σκιές, τις εικόνες σε μαύρο και σε γκρι των πραγμάτων που οικοδομήθηκαν μέσα στην ψυχή του την προηγουμένη μέρα.

91. Προφύλαξη. -Όπως είναι γνωστό, ο Αλφιέρι'" είπε πολλά ψέμα-τα όταν διηγήθηκε την ιστορία της ζωής του στους έκπληκτους συγκαι-ρινούς του. Ψεύδεται λόγω εκείνου του δεσποτισμού προς τον εαυτό του τον οποίο εκδήλωσε, παραδείγματος χάρη, και στον τρόπο με τον οποί-ο έπλασε τη δική του γλώσσα και τυράννησε τον εαυτό του να γίνει ποιητής: τελικά ανακάλυψε μια σοβαρή μορφή του υπέροχου μέσα στην οποία έβαλε διά της βίας όλη τη ζωή και τη μνήμη τσυ: σίγουρα αυτό θα τον βασάνισε πολύ. -Από δω και πέρα δεν θα πιστέψω ούτε λέξη από μια βιογραφία του Πλάτωνα γραμμένη από τον ίδιο, όπως και από μια αυτοβιογραφία του Ρουσώ'^ ή τη vita nuova [καινούργια ζωή] του Δάντη.

92. Πρόζα και ποίηση. -Είναι αξιοσημείωτο πως οι μεγάλοι δεξιοτέ-χνες της πρόζας ήταν σχεδόν πάντα και ποιητές, είτε δημόσια, είτε κρυ-φά, μέσα στο «καμαράκι»· και είναι αλήθεια ότι η καλή πρόζα γράφε-ται μόνον όταν είναι αντιμέτωπη με την ποίηση! Γιατί η πρόζα είναι ένας αδιάκοπος, ευγενικός πόλεμος με την ποίηση: όλη η γοητεία της συνίσταται στο να ξεφεύγει αδιάκοπα από την ποίηση και να την αντι-κρούει· κάθε αφηρημένη διατύπωση θέλει να είναι κατεργαριά σε βά-ρος της ποίησης και να ρίχνεται σαν με κοροϊδευτικό τόνο* κάθε στε-γνότητα και ψυχρότητα θέλει να βυθίσει την αξιαγάπητη θεά σε αξια-γάπητη απελπισία· συχνά γίνονται προσεγγίσεις, συμφιλιώσεις της στιγ-μής -και μετά ένα ξαφνικό πήδημα προς τα πίσω και μια έκρηξη γέ-λιου· συχνά τραβιέται η κουρτίνα και μπαίνει μέσα εκτυφλωτικό ςχος, ακριβώς τη στιγμή που η θεά απολαμβάνει τα λυκόφωτα της και τα σβησμένα της χρώματα· συχνά οι λέξεις παίρνονται από το στόμα της και τραγουδιούνται με μια μελωδία που την αναγκάζει να σκεπάσει τα

127. Βιτόριο Αλφιερι (1749-1803), ιταλός δραμοπουργός. Ο Νίτσε διάβασε ταΑπο-μνημονενματά του σε γερμανική μετάφραση. Δεν είναι σαφές όμως για ποια ψέματα μιλάει εδώ. 128. Εννοείται το έργο του γάλλου φιλοσόφου Ζαν Ζακ Ρουσώ (1712-1778) γήσεις.

64 Η ΧΑΡΟΥΜΕΝΗ ΕΠΙΣΤΗΜΗ

λεπτά αςίττάκια της με τα λεπτά χέρια της. Έτσι λοιπόν, υπάρχουν χιλιά-δες απολαύσεις σε τούτο τον πόλεμο, συμπεριλαμβανομένων και των ηττών, για τις οποίες οι μη ποιητικές ψυχές, οι λεγόμενοι άνθρωποι της πρόζας, δεν ξέρουν τίποτε - είναι αλήθεια ότι αυτοί γράφουν και μιλούν μόνο κακή πρόζα! Ο πόλεμος είναι ο πατέρας όλων των καλών πραγμά-rcuv' ', ο πόλεμος είναι λοιπόν και ο πατέρας της καλής πρόζας! -Αυτό τον αιώνα, μόνο τέσσερις παράξενοι και αληθινά ποιητικοί άνθρωποι έγιναν μάστορες της πρόζας, παρόλο που ο ίδιος ο αιώνας δεν είναι φτιαγμένος για κάτι τέτοιο, επειδή του λείπει η ποίηση, όπως επισημά-ναμε. Οι τέσσερις αυτοί είναι (αν εξαιρεθεί ο Γκαίτε, τον οποίο δικαίως διεκδικεί ο αιώνας που τον γέννησε) ο Τζάκομο Λεοπάρντι"", ο Προ-σπέρ Μεριμέ'^', ο Ραλφ Γουάλντο Έμερσον και ο Γουόλτερ Σάβατζ Λάντορ"^, ο συγγραφέας των Imaginary Conversations.

93. Μα γιατί γράφεις τότε; -Α: Δεν ανήκω σ' εκείνους που σκέφτο-νται μόνον όταν κρατούν στο χέρι μια πένα βουτηγμένη στο μελάνι* και, ακόμη λιγότερο, δεν ανήκω σ' εκείνους που αφήνονται στα πάθη τους όταν κάθονται σε μια καρέκλα, με τα μάτια στυλωμένα στο χαρτί, μπροστά στο ανοιχτό μελανοδοχείο. Θυμώνω και ντρέπομαι για ό,τι γράφω· το γράψιμο είναι για μένα μια πιεστική ανάγκη· σιχαίνομαι να μιλάω γι' αυτό ακόμα και μεταφορικά. -Β: Μα γιατί γράφεις τότε; - Α: Λοιπόν, αγαπητέ μου, στο λέω εμπιστευτικά: μέχρι τώρα δεν ανακάλυ-ψα άλλον τρόπο για να ξεφορτώνομαι τις σκέψεις μου. - Β: Και γιατί θέλεις να τις ξεφορτώνεσαι; - Α: Γιατί θέλω; Μα μήπως το θέλω; Πρέ-πει να το κάνω. -Β: Αρκεί! Αρκεί!

94. Ανάπτυξη μετά τον θάνατο. -Εκείνες οι μικρές τολμηρές λέξεις με τις οποίες μίλησε ο Φοντενέλ για τα ηθικά ζητήματα στους αθάνα-τους Νεκρικούς διαλόγους^^^ του θεωρήθηκαν στην εποχή του απλές πα-ραδοξολογίες και παιχνίδια μιας όχι ακίνδυνης ευςρυΐας· ακόμη και οι καλύτεροι κριτές του γούστου και του πνεύματος δεν βρήκαν τίποτε

129. Ηράκλειτος, απ. 53. 130. Ιταλός συγγραφέας (1798-1837). 131. Γάλλος συγγραφέας (1803-1870). 132. Άγγλος συγγραφέας (1775-1864), λησμονημένος σχεδόν σήμερα, σε αντίθεση προς τσυς προηγούμενους. 133. Το έργο αιηό δημοσιεύτηκε το 1683.

ΔΕΥΤΕΡΟ ΒΙΒΛΙΟ 93

περισσότερο εκεί -κι ίσως να μη βρήκε ούτε ο ίδιος ο Φοντενέλ. Μα να που τώρα συμβαίνει κάτι απίστευτο: οι σκέψεις εκείνες γίνονται αλή-θειες! Η επιστήμη τις αποδεικνύει! Το παιχνίδι γίνεται σοβαρό! Τώρα διαβάζουμε αυτοΰς τους διάλογους μ' εντελώς διαφορετικά αισθήματα απ' ό,τι τους διάβαζαν ο Βολταίρος"·* και ο Ελβέτιος'^' και αυθόρμητα κατατάσσουμε τον συγγραφέα τους σε μια άλλη, πολύ υψηλότερη βαθμί-δα στην ιεραρχία των πνευμάτοϊν απ' ό,τι έκαναν εκείνοι. Δίκαια; Αδικα;

95. Σαμφόρ"^. - Το ότι ο Σαμφόρ, ένας τέτοιος γνώστης του ανθρώ-που και του πλήθους, προτίμησε να ενωθεί με το πλήθος αντί να σταθεί παράμερα δείχνοντας φιλοσοφική αποποίηση και άμυνα, μπορώ να το εξηγήσω μόνον ως εξής: μέσα του υπήρχε ένα ένστικτο που ήταν πολύ πιο δυνατό από τη σοφία του και ποτέ δεν είχε μπορέσει να το ικανο-ποιήσει: το μίσος για κάθε αριστοκρατία εξ αίματος: ίσως ήταν εκείνο το παλιό, το πολύ εξηγήσιμο μίσος που ένιωθε η μητέρα του, το οποίο είχε καθαγιάσει μέσα του ο Σαμφόρ λόγω της αγάπης του για εκείνην -ένα ένστικτο εκδίκησης που αναγόταν στην παιδική του ηλικία και που περίμενε την ώρα για να πάρει εκδίκηση για τη μητέρα του. Και να που η ζωή και η μεγαλoqρυΐα του -και, αλίμονο!, το αίμα του πατέρα του που κυλούσε στις φλέβες του- τον παρέσυραν και τον έκαναν να ενταχθεί για πολλά, πάρα πολλά χρόνια σ' αυτήν ακριβώς την αριστοκρατία και να νιώθει ίσος της! Στο τέλος όμως δεν μπορούσε πια να βλέπει τον εαυτό του -να βλέπει την όψη του «παλαιού» ανθρώπου κάτω από το Παλαιό Καθεστώς· τον κυρίευσε ένα βίαιο πάθος μετάνοιας, η οποία τον έκανε να φορέσει τα ρούχα της πλέμπας, το δικό τον είδος τρίχινου ράσου! Είχε κακή συνείδηση, επειδή δεν είχε πάρει εκδίκηση. -Αν είχε μείνει ο Σαμφόρ ένα βαθμό παραπάνω φιλόσοφος, η Επανάσταση θα είχε χάσει την τραγική διάνοια της και την οξύτερη αιχμή της· θα θεω-ρούνταν πολύ πιο ηλίθιο γεγονός και δεν θα ασκούσε τέτοια σαγήνη στα πνεύματα. Το μίσος όμως και η εκδίκηση του Σαμφόρ εκπαίδευσαν μια ολόκληρη γενιά" οι πιο λαμπροί άνθρωποι πέρασαν απ' αυτή τη σχολή. Ας αναλογιστεί κανείς ότι ο Μιραμπό'" έβλεπε τον Σαμφόρ wxv

134. Γάλλος συγγραφέας και φιλόσοφος (1694-1778). 135. Γάλλος φιλόσοφος (1715-1775). 136. Σεμπασιιέν Σαμ(ρ<5ρ (1741-1794), γάλλος συγγραφέας και θερμός νποσ(ηριχη|ς της Γαλλικής επανάστασης. Ήταν όμως εχθρός της Τρομοχραηας και φυλακίσιηκε γι' αυτό πολλές φορές. Στο τέλος αναγκάστηκε να αυτοκτονήσει. 137. Γάλλος ρήτορας, πολιπκός και συγγραςρέας (1749-1791).

64 Η ΧΑΡΟΥΜΕΝΗ ΕΠΙΣΤΗΜΗ

τον ανώτερο και ωριμότερο εαυτό του, από τον οποίο περίμενε και δε-χόταν ωθήσεις, προειδοποιήσεις και ετυμηγορίες -ο Μιραμπό, που ως άνθρωπος ανήκει σε μια εντελώς διαφορετική τάξη μεγαλείου απ' ό,τι οι πιο εξε'χοντες πολιτικοί άνδρες του χθες και του σήμερα. -Είναι πα-ράξενο το ότι ο Σαμφόρ, ο πιο πνευματώδης μοραλιστής, αυτός που είχε έναν τέτοιο φίλο και συνήγορο σαν τον Μιραμπό (έχουμε τις επιστολές του Μιραμπό στον Σαμφόρ), παρέμεινε ξένος για τους Γάλλους· τόσο ξένος όσο κι ο Σταντάλ'^'', που είχε ίσως τα πιο πλούσια σε σκέψεις μάτια και αφτιά από οποιονδήποτε Γάλλο αυτού του αιώνα. Μήπως οφείλεται αυτό στο ότι ο Σταντάλ είχε κατά βάθος μέσα του πολλά γερμανικά και αγγλικά στοιχεία που δεν μπορούσαν να τα υποφέρουν οι Παριζιάνοι; - Από την άλλη μεριά, ο Σαμφόρ, ένας άνθρωπος πλού-σιος σε βάθος και υπόβαθρο της ψυχής, ένας άνθρωπος σκυθρωπός, ένας άνθρωπος που υπέφερε, που φλεγόταν, ένας στοχαστής που χρεια-ζόταν το γέλιο σαν φάρμακο κατά της ζωής και που νόμιζε πως ήταν χαμένος αν δεν γελούσε μια μέρα"', μοιάζει περισσότερο με Ιταλό, με συγγενή του Δάντη και του Λεοπάρντι, παρά με Γάλλο! Ξέρουμε τα τελευταία λόγια του Σαμφόρ: «Ah! mon ami», είπε στον Σεγιές"", «je m' en vais enfin de ce monde, oü il faut que le caeur se brise ou se bronze» [«Αχ, φίλε μου! Επιτέλους φεύγω απ' αυτό τον κόσμο, όπου η καρδιά ή γίνεται κομμάτια ή γίνεται σκληρή σαν τον μπρούντζο."'»]. Σίγουρα, αυτά δεν είναι λόγια ενός ετοιμοθάνατου Γάλλου!

96. Αύο ρήτορες. -Απ' αυτούς τους δύο ρήτορες, ο ένας φτάνει σε όλη την ορθολογικότητα της υπόθεσης του μόνον όταν αφήνεται στο πάθος: μόνον αυτό τού ανεβάζει αρκετό αίμα και θέρμη στον εγκέφαλο του, ώστε να αναγκάσει την υψηλή του πνευματικότητα να εκδηλωθεί. Κι ο άλλος προσπαθεί τη μια ή την άλλη φορά να κάνει το ίδιο -δηλαδή να παρουσιάσει την υπόθεση του ηχηρά, ορμητικά και ελκυστικά με τη βοήθεια του πάθους- συνήθως όμως τα καταφέρνει άσχημα. Τότε αρχί-ζει γρήγορα να μιλά σκοτεινά και μπερδεμένα, υπερβάλλει, παραλείπει πράγματα και προκαλεί δυσπιστία για τη λογική της υπόθεσης του: α-κόμη κι ο ίδιος νιώθει δυσπιστία, και τούτο εξηγεί τα αιφνίδια άλματά του στους πιο \|)υχρούς και απωθητικούς τόνους, που κάνουν τον ακροα-

138. Πρώιη αναφορά του γάλλου συγγραφέα Σταντάλ (1783-1842) ata δημοσιευμένα έργα ταυ Νίτσε. 139. Το λέει ο ίδιος ο Σαμφόρ στο Pensees et Maximes, α. 66. 140. Γάλλος πολιτικός άνδρας (1748-1836). 141. Η αναφορά είναι από το έργο του Σαμφόρ Pensees, nuvdmes, anecdotes et dialogues.

ΔΕΥΤΕΡΟ ΒΙΒΛΙΟ 93

τή να αμφιβάλλει για τη γνησιότητα του πάθους του. Στην περίπτωση του, το πάθος κατακλύζει πάντα το πνεύμα, ίσως επειδή είναι ισχυρότε-ρο απ' ό,τι στον πρώτο ρήτορα. Αυτός όμως ορτάνει στο ζενίθ της δύ-ναμής του όταν αντιστέκεται στην ορμητική θύελλα του αισθήματός του και, ας πούμε, το κοροϊδεύει· μόνο τότε βγαίνει το πνεύμα του ολότελα από την κρυψώνα του -ένα πνεύμα λογικό, σκωπτικό, παιχνιδιάρικο και όμως φοβερό.

97. Για τη φλυαρία των συγγραφέων. -Υπάρχει μια φλυαρία της ορ-γής -που συναντιέται συχνά στον Λούθηρο'"^ και στον Σοπενάουερ. Μια φλυαρία που προκύπτει από μια υπεραφθονία εννοιακών διατυπώσεων, όπως στον Καντ. Μια φλυαρία που προκύπτει από την απόλαυση που νιώθεις να λες συνεχώς το ίδιο πράγμα με διάφορες παραλλαγές: τη βρίσκουμε στον Μονταίνι. Μια φλυαρία των μοχθηρών ανθρώπων: ό-ποιος διαβάζει κείμενα της εποχής μας θα θυμηθεί απ' αυτή την άποψη δύο συγγραφείς"". Μια φλυαρία που προκύπτει από την απόλαυση που νιώθεις να χρησιμοποιείς κατάλληλες λέξεις και ωραία γλωσσικά σχή-ματα: δεν είναι σπάνια στην πρόζα του Γκαίτε. Μια φλυαρία που προ-κύπτει από την ενδόμυχη ηδονή που νιώθεις με το θόρυβο και με την οχλαγωγία των συναισθημάτων: για παράδειγμα, στον Καρλάιλ'".

98. Προς τιμήν του Σαίξπηρ. Το ωραιότερο που θα μπορούσα να πω προς δόξα του Σαίξπηρ, του ανθρώπου, είναι το εξής: πίστεψε στον Βρού-το και δεν έριξε ούτε έναν κόκκο υποψίας πάνω σ' αυτό το είδος αρε-τής! Σ' αυτόν αφιέρωσε την καλύτερη τραγωδία του -ακόμη και σήμε-ρα της δίνουν λαθεμένο όνομα- σ' αυτόν και στο πιο (ροβερό περιεχό-μενο της υψηλής ηθικής. Ανεξαρτησία της ψυχής! -αυτό είναι το θέμα εδώ! Καμιά θυσία δεν μπορεί να είναι αρκετά μεγάλη γι' αυτή την ανε-ξαρτησία: πρέπει να μπορείς να θυσιάσεις τον καλύτερο φίλο σου για χάρη της, ακόμη κι αν είναι ο πιο ένδοξος άνθρωπος, το στολίδι του κόσμου, η απαράμιλλη μεγαλοφυία -αν αγαπάς την ελευθερία ως ελευ-θερία των μεγάλων ψυχών κι αν αυτός ο φίλος σου απειλεί αυτή την ελευθερία -αυτό πρέπει να ένιωσε ο Σαίξπηρ! Το ύψος σιο οποίο τοπο-

142. Βλ. παρακάτω § 358. 143.0 Νίτσε εννοεί μάλλον τον Ε. Ντύρινγκ και τον Ρ. Βάγκνερ. 144. Τόμας Καρλάιλ (1795-1881), σκοτσέζος ιστορικός και φιλόσοφος, μόνιμος στ«5-χος των επιθέσεων του Νίτσε. Βλ. π.χ. Το λυκόφως των ειδώλων, «Αχροβολισμοί ενός παράκαιρου ανθροδπου», § 12.

64 Η ΧΑΡΟΥΜΕΝΗ ΕΠΙΣΤΗΜΗ

θετεί τον Καίσαρα είναι η υψηλότερη τιμή που μπορούσε να κάνει στον Βρούτο: μόνον ε'τσι διογκώνει υπέρμετρα τόσο το ενδόμυχο πρόβλημα του Βρούτου όσο και την ψυχική του δύναμη που τον έκανε να κόψει αυτό τον γόρδιο όεσμόΐ -Μήπως ήταν η πολιτική ελευθερία εκείνη που έκανε τον Σαίξπηρ να συμπαθήσει τον Βρούτο -και να γίνει συνένοχος του Βρούτου; Ή μήπως ήταν η πολιτική ελευθερία μόνο μια συμβολική γλώσσα για κάτι ανέκφραστο; Μήπως βρισκόμαστε μπροστά σε κάποιο άγνωστο σκοτεινό γεγονός και περιπέτεια μέσα στην ψυχή του ποιητή, για την οποία θέλει να μιλήσει μόνο με νεύματα; Τι είναι όλη η μελαγ-χολία του Αμλετ σε σύγκριση με τη μελαγχολία του Βρούτου! -κι ίσως να ήξερε εκ πείρας ο Σαίξπηρ και τις δύο! Ίσως να είχε κι αυτός, σαν τον Βρούτο, τις μαύρες του ώρες και τον κακό του άγγελο! -Όποιες όμως κι αν ήταν οι ομοιότητες και οι μυστικές σχέσεις ανάμεσα στον ήρωα και τον ποιητή, ο Σαίξπηρ υποκλίθηκε στη μορφή και στην αρετή του Βρούτου νιώθοντας ανάξιος και απόμακρος -η τραγωδία του το δείχνει. Δυο φορές εμφανίζει έναν ποιητή και δυο φορές δείχνει μια τόσο ανυπόμονη και έσχατη περιφρόνηση γι' αυτόν που ηχεί σαν κραυ-γή -σαν κραυγή αυτοπεριφρόνησης. Ο Βρούτος, ακόμη και ο Βρούτος, χάνει την υπομονή του όταν εμφανίζεται στη σκηνή ο ποιητής -ξιπασμέ-νος, εμπαθής, αδιάκριτος (όπως είναι συχνά οι ποιητές), ως ένα ον φαι-νομενικά ξέχειλο από δυνατότητες μεγαλείου, ακόμη και ηθικού μεγα-λείου, παρόλο που στη φιλοσοφία των πράξεων του και της ζωής του σπάνια δείχνει έστω και τη συνηθισμένη εντιμότητα. «Αν ξέρει αυτός την εποχή του, εγώ ξέρω ης διαθέσεις του -πάρτε από δω τον γελωτο-ποιό με τα κουδουνάκια"^!» φωνάζει ο Βρούτος. Ας ξαναμεταφραστεί αυτό στην ψυχή του ποιητή που το έγραψε.

99. Οι οπαδοί τον Σοπενάουερ. -Τι παρατηρείται όταν βάρβαροι λα-οί έρχονται σε επαςρή με πολιτισμένους: κατά κανόνα, η κατώτερη κουλ-τούρα παίρνει στην αρχή από την ανώτερη τα ελαττώματα, τις αδυναμί-ες και τις υπερβολές της, μετά νιώθει μια έλξη να ασκείται πάνω της και, τελικά, με τη μεσολάβηση των ιδιοποιημένων ελαττωμάτων και των αδυναμιών, αςρήνει να χυθεί μέσα της και κάτι από την αξιόλογη δύναμη της ανώτερης κουλτούρας: αυτό μπορούμε να το δούμε κοντά μας, χωρίς να πάμε σε βάρβαρους λαούς, φυσικά υπό μια μoρcpή πιο εκλεπτυσμένη και πνευματικοποιημένη κι όχι τόσο ευκολόπιαστη. Τι παίρνουν λοιπόν στην αρχή οι οπαδοί του Σοπενάουερ στη Γερμανία

145. Σαίξπηρ, Ιούλιος Καίσαρας, IV,3.

ΔΕΥΤΕΡΟ ΒΙΒΛΙΟ 93

από τον δάσκαλο τους""; Σε σύγκριση με τη δική του ανώτερη κουλτοΰ-ρα, πρέπει σίγουρα να νιώθουν αρκετά βάρβαροι ώστε να μαγνητίζο-νται και να γοητεύονται απ' αυτόν με βάρβαρο τρόπο. Να είναι τάχα η αυστηρή του αίσθηση των γεγονότων, η καλή του θε'ληση για σαφήνεια και λογική, αυτά που τόσο συχνά τον κάνουν να φαίνεται τόσο Αγγλος και πολΰ λίγο Γερμανός; Να είναι τάχα η δύναμη της διανοητικής του συνείδησης, που υπέμεινε, σ' όλη του τη ζωή, την αντίφαση μεταξύ Είναι και Βούλεσθαι, και που τον ανάγκασε να αντιφάσκει συνεχώς και σχε-δόν σε κάθε σημείο με τα λεγόμενά του ακόμη και στα κείμενα του; Να είναι τάχα η καθαρότητά του σε ζητήματα σχετικά με την Εκκλησία και τον χριστιανικό θεό (γιατί εδώ η καθαρότητά του δεν είχε προηγούμενο στη γερμανική φιλοσοφία, κι ο Σοπενάουερ ε'ζησε και πε'θανε σαν «βολ-ταιριστής'·"»); Να είναι τάχα οι αθάνατες θεωρίες του για τη διανοη-τικότητα της εποπτείας, για τον απριόρι χαρακτήρα του νόμου της αιτιό-τητας, για την εργαλειακή ςρυση του νου, για την ανελευθερία της θε'λη-σης; -Όχι , τίποτε απ' όλα αυτά δεν μαγεύει και τίποτε δεν έγινε αισθη-τό ως μαγευτικό: εκείνο που τους γοήτεψε είναι οι μυστικιστικές αμηχα-νίες και ς3υγές του, σ' εκείνα τα μέρη όπου παρασύρθηκε ο στοχαστής των γεγονότων και διαφθάρηκε από την κενόδοξη ενόρμηση να λΰσει το αίνιγμα του κόσμου'·"· είναι η αναπόδεικτη θεωρία του της;/ονα<5ί-κής θέλησης («όλα τα αίτια είναι απλώς συμππ;ωματικά αίτια της εμφάνι-σης της θέλησης αυτή τη χρονική στιγμή, σ' αυτό τον τόπο», «η θέληση για ζωή είναι παρούσα, ολόκληρη και αδιαίρετη σε κάθε ον, ακόμη και στο μικρότερο -τόσο πλήρως όσο σ' όλα τα όντα που υπήρξαν, υπάρ-χουν και θα υπάρξουν, αν υπολογιστούν όλα μαζί»)· είναι η άρνηση του ατόμου («όλα τα λιοντάρια είναι κατά βάθος μόνο ένα λιοντάρι», «η πολλότητα των ατόμων είναι φαινομενικότητα», όπως είναι φαινομενι-κότητα και η εξέλιξη: ο Σοπενάουερ αποκαλεί τη σκέ·ψη του Λαμάρκ'·" «μεγαλoqρυή αλλά παράλογη πλάνη»)· είναι ο ενθουσιασμός για τη με-γαλοφυία («στην αισθητική εποπτεία, το άτομο δεν είναι πια άτομο, αλλά καθαρό υποκείμενο της γνώσης, υποκείμενο άχρονο, χωρίς θέλη-ση, χωρίς πόνο»· «καθώς το υποκείμενο απορροφιέται εντελώς μέσα

146. Μαθητε'ς του Σοπενάουερ στη Γερμανία μπορούν να θεωρηθούν οι Φράουεν-στανι, Γκβίνερ, Βάγκνερ, Χάρτμαν, Μάϊνλέντερ και ο ίδιος ο Νίτσε. 147. Για τη βιογραφία του Σοπενάουερ ο Νίτσε χρησιμοποιεί το Wilhelm von Gwinner, Arthur Schopenhauer aus persönlichem Umgang dargestellt, Λειψία, 1862. 148.0 Νίτσε παραπέμπει στη συνέχεια του κειμένου του διαρκώς, αλλά «τκί προ-σέγγιση, στο έργο του Σοπενάουερ. 149. Ζαν-Μπαιίστ Λαμάρκ (1744-1829), γάλλος φυσιοδίφης. Επεξεργάισιηχε την πρώ-τη θετική θεωρία της εξέλιξης των ζώντων όντων και επηρέασε πολύ τον Δαρ^να

64 Η ΧΑΡΟΥΜΕΝΗ ΕΠΙΣΤΗΜΗ

στο αντικείμενο της εποπτείας του, γίνεται αυτό το ίδιο το αντικείμε-νο»)· είναι η α-νοησία σχετικά με τον οίκτο, για το πώς επιτρέπει αυτός να επιτευχθεί μια διάσπαση της principium individuationis (της αρχής της εξατομίκευσης"") εννοούμενης ως πηγής κάθε ηθικότητας· είναι ε-πίσης ισχυρισμοί όπως «ο θάνατος είναι πραγματικά ο σκοπός της εν-θαδικής ύπαρξης» και «δεν μπορούμε να απορρί·ψουμε απριόρι τη δυ-νατότητα να εκπορεύεται μια μαγική επίδραση από έναν νεκρό». -Αυ-τές και άλλες παρόμοιες παρεκτροπές και ελαττώματα του φιλοσόφου έγιναν δεκτές αμέσως και μετατράπηκαν σε άρθρα πίστης· γιατί οι πα-ρεκτροπές και τα ελαττώματα είναι εκείνο που μπορεί να μιμηθεί κα-νείς πιο εύκολα -χωρίς να χρειάζεται μεγάλη εξάσκηση. Ας μιλήσουμε όμως τώρα για τον πιο διάσημο ζώντα οπαδό του Σοπενάουερ: τον Ρί-χαρ·ντ Βάγκνερ. -Αυτό που συνέβη σ' αυτόν συνέβη σε πολλούς καλλι-τέχνες: έσφαλε στην ερμηνεία των χαρακτήρων που είχε δημιουργήσει ο ίδιος και παρανόησε τη φιλοσοφία της ίδιας του της τέχνης που δεν είχε εκφραστεί ακόμα. Μέχρι τα μέσα της ζωής του, ο Ρίχαρντ Βάγκνερ άφηνε να τον παραπλανεί ο Χέγκελ· αργότερα, έκανε το ίδιο άλλη μια φορά, όταν άρχισε να διαβάζει τη θεωρία του Σοπενάουερ μέσα στους δικούς του χαρακτήρες και να εκφράζεται ο ίδιος με έννοιες όπως «θέλη-ση», «μεγαλοςπ)ΐα» και «οίκτος». Μολαταύτα, είναι αλήθεια πως τίποτα δεν αντιβαίνει τόσο πολύ στο πνεύμα του Σοπενάουερ όσο το κατεξο-χήν βαγκνερικό στους ήρωες του Βάγκνερ: εννοώ την αθωότητα της υπέρτατης φιλαυτίας, την πίστη στο μεγάλο πάθος που θεωρείται το αγαθό καθ' εαυτό, με μια λέξη, οτιδήποτε μοιάζει με τον Ζίγκφριντ'^' στους ήρωες του Βάγκνερ. «Όλα αυτά μυρίζουν περισσότερο Σπινόζα παρά Σοπενάουερ», θα 'λεγε ίσως ο ίδιος ο Σοπενάουερ. Παρόλο λοι-πόν που ο Βάγκνερ είχε λόγους να ψάχνει για κάποιον άλλο φιλόσοφο κι όχι για τον Σοπενάουερ, η γοητεία που άσκησε ο τελευταίος πάνω του τον έκανε να μη βλέπει όχι μόνον όλους τους άλλους φιλοσόφους αλλά και την ίδια την επιστήμη. Όλη η τέχνη του δεν σταματά ποτέ να θέλει να παρουσιάζεται σαν ταίρι και συμπλήρωμα της φιλοσοφίας του Σοπενάουερ, και να αρνείται ολοένα πιο ρητά την ανώτερη φιλοδοξία να γίνει ταίρι και συμπλήρωμα της ανθρώπινης γνώσης και επιστήμης. Και τον Βάγκνερ δεν τον γοητεύει μόνον η μυστηριώδης μεγαλοπρέ-πεια αυτής της φιλοσοφίας, η οποία θα γοήτευε ακόμη κι έναν Καλιό-

150. Όρος της σχολαστικής φιλοσοφίας: αυτό που κάνει ώστε ένα άτομο να είναι διακριτό από όλα τα άλλα του ίδιου είδους. Για τον Σοπενάουερ, η αρχή αυτή συγχω-νεύεται με τις απριόρι μορφές όλων τοιν γνώσεων που είναι ο χώρος και ο χρόνος. 151. Ήρωας της γερμανικής και σκανδιναβικής μυθολογίας και βασικό πρόσωπο του ομοϋνυμου μουσικοΰ δράματος του Ρίχαρντ Βάγκνερ (1876).

ΔΕΥΤΕΡΟ ΒΙΒΛΙΟ 93

στρο'^^ · όχι, οι ιδιαίτερες στάσεις και τα πάθη των φιλοσόφων ήταν κι αυτά πάντα γοητευτικά! Ο Βάγκνερ είναι σοπεναουερικός για παρά-δειγμα στην οργή του με τη διαφθορά της γερμανικής γλώσσας'"' κι αν, σ' αυτή την περίπτωση, μπορούμε να επιδοκιμάσουμε τη μίμηση του φιλοσόφου, δεν πρέπει να ξεχνάμε πως το στιλ του ίδιου του Βάγκνερ υποφέρει εξίσου απ' όλα τα έλκη και τα οιδήματα που η θέα τους εξόρ-γιζε τον Σοπενάουερ- και δεν πρέπει να ξεχνάμε επίσης πως για τους βαγκνερικούς που γράφουν στα γερμανικά'^·*, η «βαγκνερίτιδα» αρχίζει να αποδεικνύεται τόσο επικίνδυνη όσο ήταν παλιότερα μόνον η «χε-γκελίτιδα»'". Ο Βάγκνερ είναι σοπεναουερικός για παράδειγμα στο μίσος του για τους Εβραίους, τους οποίους μισεί τόσο που δεν μπορεί να δώσει δίκιο στο μεγαλύτερο κατόρθωμα τους: οι Εβραίοι είναι οι εφευ-ρέτες του χριστιανισμού! Ο Βάγκνερ είναι σοπεναουερικός στην από-πειρα του να θεωρήσει τον χριστιανισμό σπόρο του βουδισμού'" που μεταφέρθηκε μακριά από τον άνεμο, και να προπαρασκευάσει μια βου-διστική εποχή στην Ευρώπη, κάνοντας σποραδικές προσεγγίσεις στις καθολικο-χριστιανικές φόρμουλες και αισθήματα. Ο Βάγκνερ είναι σο-πεναουερικός όταν διακηρύσσει την ευσπλαχνία στις σχέσεις μας με τα ζώα'^'· όπως είναι γνωστό, ο πρόδρομος του Σοπενάουερ στο σημείο αυτό ήταν ο Βολταίρος, που ίσως ήξερε ήδη αυτό που συναντάμε στους διαδόχους του, να μεταμφιέζει σε ευσπλαχνία για τα ζώα το μίσος του για ορισμένα πρόσωπα και πράγματα. Τουλάχιστον, το μίσος του Βά-γκνερ για την επιστήμη'^®, το οποίο εκδηλώνεται στο κήρυγμα του, δεν του το εμπνέει κανένα πνεύμα ευσπλαχνίας και καλοσύνης, ούτε βέ-βαια και το πνεύμα γενικά. -Τέλος, η φιλοσοφία ενός καλλιτέχνη δεν

152. Ιταλός τυχοδιώκτης και μάγος τον 18ου αιώνα Ισχυριζόταν πως είχε ανακαλύ-ψει τη φιλοσοφική λίθο. 153. R. Wagner, "Was ist deutsch?". Bayreuther Blätter, Φεβρουάριος 1878. 154. Από το 1878 οι «βαγκνερικές εταιρείες» είχαν σιη διάθεση τους ένα περιοδικό σιο οποίο μπορούσαν να εκφράζουν τις απόψεις τους: το Bayreuther Blätter. 155. Αυτοί οι νεολογισμοί του Νίτσε αναφέρονται στην επιρροή που άσκησαν ο Χέγκελ και ο Βάγκνερ. 156. Πράγματι, αυτό υποστηρίζει ο Σοπενάουερ ατο συμπλήρωμα στο τέταρτο βφλίο του Die Welt ab Wille und Vorstellung, § 48. Πατέρες του χρισαανισμού είναι ο «βραχ-μανισμός» και ο «βουδισμός» και όχι ο ιουδαϊσμός. 157. Στο έργο του Preisschrift über die Grundlage der Moral, 1870, III, § 19, ο Σοπενάου ερ ισχυρίζεται ότι η απαράδεκτη ανπλη\|ηι ση δεν έχουμε καμιά υποχρέω-ση απέναντι στα ζώα είναι χαρακτηριστική της Δύσης και έχει τις ρίζες της σιον ιουδαϊσμό. . 158.0 Νίτσε ίσως εννοεί την επίθεση που κάνει ο Βάγκνερ σιην αρχή του έργου ταυ Reli^n und Kunst στα «ελεύθερα πνεύματα».

64 Η ΧΑΡΟΥΜΕΝΗ ΕΠΙΣΤΗΜΗ

έχει και τόση σημασία αν δεν είναι συμπληρωματική φιλοσοφία και δεν βλάπτει την ίδια την τέχνη Είναι αδύνατο να μη δείξουμε κακία σ' έναν καλλιτέχνη για κάποια συμπτωματική, ίσως πολΰ αποτυχημένη και φαντασμένη μασκαράτα. Δεν πρέπει να ξεχνάμε πως όλοι ανεξαι-ρέτως οι αγαπητοί μας καλλιτέχνες είναι, και οφείλουν να είναι, λιγάκι ηθοποιοί και πως δίχως την ηθοποιία δύσκολα θα άντεχαν. Ας μείνουμε λοιπόν πιστοί στον Βάγκνερ σ' ό,τι το αληθινό και αυθεντικό έχει -και προπαντός ας μείνουμε, εμείς οι μαθητές του, πιστοί στον εαυτό μας, πιστοί σ' ό,τι το αληθινό και αυθεντικό έχουμε μέσα μας. Ας τον αφή-σουμε στις διανοητικές ιδιοτροπίες και σπασμοΰς του κι ας δούμε με επιείκεια τις παράξενες ανάγκες και τροφές τις οποίες δικαιούται μια τέχνη σαν τη δική του, για να μπορέσει να ζήσει και να αναπτυχθεί! Δεν έχει σημασία το ότι ως στοχαστής έχει τόσο συχνά άδικο· η δικαιοσύνη και η υπομονή δεν είναι δική του δουλειά. Αρκεί να δικαιώνεται η ζωή του μπροστά στον εαυτό της και να παραμένει δικαιωμένη -αυτή η ζωή που φωνάζει στον καθένα μας: «Να 'σαι άνδρας και να μην ακολουθή-σεις εμένα αλλά τον εαυτό σου! Τον εαυτό σου'®"!» Και η δική μας ζωή πρέπει να είναι δικαιωμένη μπροστά στα μάτια μας! Κι εμείς πρέπει να μεγαλώνουμε και να ανθίζουμε από μόνοι μας, ελεύθεροι και άφοβοι, μ' έναν αθώο εγωισμό! Και όταν ατενίζω έναν τέτοιον άνθρωπο, ακόμη και σήμερα ακούω σαν άλλοτε στο αςρτί μου τις εξής φράσεις: «Το πά-θος είναι καλύτερο από τον στωικισμό και την υποκρισία· η ειλικρίνεια, ακόμη και στο κακό, είναι καλύτερη από το να χάνεσαι μέσα στην ηθι-κότητα της παράδοσης· ο ελεύθερος άνθρωπος μπορεί να είναι καλός ή κακός, αλλά ο ανελεύθερος άνθρωπος είναι όνειδος για τη φύση και δεν έχει μερίδιο σε καμιά ουράνια ή επίγεια παρηγοριά' τέλος, όποιος θέλει να γίνει ελεύθερος, πρέπει να γίνει ελεύθερος από μόνος του και η ελευθερία δεν πέφτει ποτέ σαν θαυμαστό δώρο στα χέρια κανενός» {Richard Wagner in Bayreuth, α. 94^").

100. Να μάθουμε να δείχνουμε σεβασμό. -Οι άνθρωποι πρέπει να μάθουν να δείχνουν σεβασμό όπως και περιφρόνηση. Όποιος ανοίγει νέους δρόμους κι όποιος έχει οδηγήσει πολλούς άλλους σε νέους δρό-μους, ανακαλύπτει με έκπληξη πόσο αδέξιοι και φτωχοί είναι οι άνθρω-

159. Πρβλ. Η γενεαλογία της ηθικής, «Τρίτη πραγματεία», § 2-5. 160. Βλ. Γκαίτε, επιγραφή της δεύτερης έκδοσης χονΒέρθεοου. 161. Ένα από τα δοκίμια από τα οποία αποτελούνται οι Παράκαιροι στοχασμοί ταυ Νίτσε. Η παραπομπή είναι στη σελιδαρίθμηση της προάτης γερμανικής έκδοσης, κεφ. 9.

ΔΕΥΤΕΡΟ ΒΙΒΛΙΟ 93

ποι αυτοί στην έκφραση της ευγνωμοσύνης τους - και, ακόμη περισσό-τερο, πόσο σπάνια καταφέρνουν απλώς να την εκφράσουν. Έχει κανείς την εντύπωση ότι όποτε πάει να μιλήσει η ευγνωμοσύνη, είναι σαν να της κάθεται κάτι στο λαρύγγι -το μόνο που μπορεί να κάνει είναι να ξεροβήχει, και μέσα στο βήχα να σωπαίνει εντελώς. Ο τρόπος με τον οποίο ένας στοχαστής καταφέρνει να σχηματίσει κάποια ιδέα για την επίδραση των σκέψεών του και για τη δυναμή τους να μετασχηματίζουν και να κλονίζουν είναι σχεδόν κωμωδία· μερικές φορές φαίνεται σαν να προσβλήθηκαν κατά βάθος εκείνοι που υπέστησαν αυτή την επίδρα-ση και σαν να μη μπορούσαν να εκφράσουν την ανεξαρτησία τους, την οποία ένιωθαν απειλούμενη, παρά μόνο με κάθε λογής χοντράδες. Χρειάζονται ολόκληρες γενιές για να εφευρεθεί μια ευγενική σύμβαση της ευχαριστίας· και μόνο πολύ αργά έρχεται η στιγμή που ένα είδος πνεύματος και μεγαλοςτυΐας έχει εισχωρήσει ώς την ευγνωμοσύνη. Ε-κείνη τη στιγμή όμως υπάρχει συνήθως και κάποιος πσυ είναι ο μεγάλος αποδέκτης της ευχαριστίας, όχι μόνο για το καλό που έκανε ο ίδιος, αλλά κυρίως για το θησαυρό των ύ·ψιστων και άριστων πραγμάτων που συγκέντρωσαν σιγά-σιγά οι πρόδρομοί του.

101. Βολταίρος. -Παντού όπου υπήρχε αυλή, έδωσε τον νόμο του κα-λώς ομιλείν και, κατά συνέπεια, τον νόμο για το ύφος που έπρεπε να χρησιμοποιούν όσοι έγραφαν. Η γλώσσα της αυλής όμως είναι η γλώσ-σα του αυλικού που δεν έχει επαγγελματική εξειδίκευση και που, ακόμη κι όταν συζητάει επιστημονικά θέματα, απαγορεύει στον εαυτό του τη χρήση τεχνικών εκφράσεων επειδή μυρίζουν «επαγγελματισμό». Γι' αυ-τό σε χώρες με αυλική κουλτούρα, οι τεχνικές εκφράσεις και καθετί που προδίδει τον ειδικό είναι κηλίδες που λερώνουν το ύφος. Σήμερα, που όλες οι αυλές έχουν γίνει καρικατούρες του παρελθόντος και του πα-ρόντος, εκπλήσσεται κανείς όταν βρίσκει ακόμη και τον ίδιο τον Βολ-ταίρο να είναι απερίγραπτα στεγνός και άκαμπτος στο σημείο αυτό (παραδείγματος χάρη, στις κρίσεις του για σιιλίοπτες σαν τον Φοντενέλ και τον Μοντεσκιέ). Κι αυτό οφείλεται στο ότι όλοι εμείς έχουμε απε-λευθερωθεί από το αυλικό γούστο, ενώ ο Βολταίρος το τελειοποίησε]

102. Μια λέξη για τους φιλολόγους. -Το ότι υπάρχουν βιβλία τόσο πολύτιμα και μεγαλειώδη που ολόκληρες γενιές λογίων αξιοποιούνται καλά όταν χάρη στον κόπο τους διατηρείται η σαφήνεια και η κατανο-ητότητα των βιβλίων αυτών -η φιλολογία υπάρχει για να επιβεβαιώνει

64 Η ΧΑΡΟΥΜΕΝΗ ΕΠΙΣΤΗΜΗ

διαρκώς αυτη την πίστη. Η φιλολογία προϊ3ποθέτει πως δεν λείπουν ε-κείνοι οι σπάνιοι άνθρωποι (έστω κι αν δεν τους βλέπουμε) που ξέρουν πραγματικά πώς να χρησιμοποιούν αυτά τα πολύτιμα βιβλία: πιθανόν να είναι εκείνοι που γράφουν, ή που θα μπορούσαν να γράψουν, τέ-τοιου είδους βιβλία. Εννοώ ότι η φιλολογία προϋποθέτει μια ευγενή πί-στη: - ότι για το χατίρι πολΰ λίγων ανθρώπων, που πάντα «πρόκειται να έρθουν» και που ποτέ δεν είναι εδώ, πρέπει να γίνει από πριν μια μεγά-λη, κοπιαστική και συχνά βρόμικη δουλειά: είναι μια δουλειά in usum Delphinomm [προς χρήση των δελφίνων"^].

103. Για τη γερμανική μουσική. -Η γερμανική μουσική είναι σήμερα, περισσότερο από κάθε άλλη, μουσική της Ευρώπης, γιατί μόνον αυτή μπόρεσε να εκφράσει τη μεταβολή που έγινε στην Ευρώπη από την Επα-νάσταση"^ Μόνον οι γερμανοί μουσικοί ξέρουν πώς να εκφράσουν τις ξεσηκωμένες λαϊκές μάζες, αυτή τη φοβερή τεχνητή φασαρία, που δεν χρειάζεται μάλιστα να είναι πολύ δυνατή -ενώ η ιταλική όπερα, λόγου χάρη, γνωρίζει μόνο χορωδίες υπηρετών ή στρατιωτών και καθόλου τον «λαό». Επιπλέον, σε κάθε γερμανική μουσική ακούμε μια βαθιά αστική ζήλια για τη nobksse[ibi0O]xa του ευγενούς] και ιδίως για το esprit [πΛίεύ-μα] και την elegance [κομψότητα] ως έκφραση μιας αυλικής, ιπποτικής, παλιάς και σίγουρης για τον εαυτό της κοινωνίας. Αυτή η μουσική δεν μοιάζει με τη μουσική του τραγουδιστή του Γκαίτε, που ακούγεται έξω από την πυλη και που αρέσει και στη «μεγάλη σάλα», και μάλιστα στον βασιλιά· δεν βρίσκεις πια «ιππότες που κοιτούν με θάρρος και ωραίες πσυ χαμηλώνουν τα μάτια'" ». Ακόμη και η χάρη δεν εμφανίζεται στη γερμα-νική μουσική δίχως να φέρνει τύψεις- μόνο με την ομορφιά, τη χωριάτισ-σα αδελφή της χάρης, αρχίζει ο Γερμανός να νιώθει εντελώς ηθικός - και, από κει και πέρα, ολοένα περισσότερο ώσπου να φτάσει σ' εκείνο το ενθουσιώδες, λόγιο και συχνά δύστροπο ύψος'^' -το ύψος ενός Μπετό-

162. Δηλαδή «προς χρήση των μελλοντικών μοναρχάιν». Η σωστή έκφραση είναι in usum Delphini [προς χρήση του δελφίνου]. Αυτό το χαρακτηρισμό είχε και οποιαδή-ποηε έκδοση κειμένου ενός αρχαίου έλληνα ή ρωμαίου συγγραφέα που προοριζόταν για τον διάδοχο του γαλλικοΰ θρόνου. 163. Πρόκειται για τη Γαλλική επανάσταση του 1789. 164. Βλ. TmixB, Der Singer. 165. Erhabenheit. To αντίσιοιχο επίθετο είναι das Erhabene, το «υψηλό» ή «υπέροχο». Το «υιΐηλό» αντιτίθεται στο «ωραίο», επειδή το δεύτερο είναι πεπερασμένο και τέλειο, ενώ το πρώτο περιέχει τη διάσταση του απέρανιου μεγαλείου ή της απέρα-ντης δύναμης.

ΔΕΥΤΕΡΟ ΒΙΒΛΙΟ 93

βεν. Αν θέλετε να φανταστείτε τον άνθρωπο που ταιριάζει μ' αυτή τη μουσική, σκεορτέίτε απλώς τον Μπετόβεν όπως φαίνεται πλάι στον Γκαίτε - λόγου χάρη, στη συνάντηση τους στο Τε'πλιτς'": φαίνεται σαν ημιβαρ-βαρότητα πλάι στην κουλτούρα, σαν λαός πλάι στην αριστοκρατία, σαν καλοκάγαθος άνθρωπος πλάι στον καλό άνθρωπο, που είναι κάτι παρα-πάνω από «καλός», σαν φαντασιόπληκτος πλάι στον καλλιτέχνη, σαν άν-θρωπος που χρειάζεται παρηγοριά πλάι στον άνθρωπο που έχει βρει μό-νος του παρηγοριά, σαν άνθρωπος της υπερβολής και της καχυποψίας πλάι στον επιεική άνθρωπο, σαν ιδιόρρυθμος και βασανιστής του εαυτού του, σαν αλλόκοτος-εκστασιασμένος, μακάρια δυστυχισμένος, άμετρα άδολος, σαν αλαζόνας και βάναυσος -και κοντολογίς, σαν «ανήμερος άνθρωπος'" »: έτσι τον ένιωθε και τον όριζε ο ίδιος ο Γκαίτε, η εξαίρεση μεταξύ των Γερμανών, που ακόμη δεν βρέθηκε μουσική αντάξιά του! -Τέλος, ας αναρωτηθούμε αν αυτή η περιφρόνηση για τη μελωδία και ο ακρωτηριασμός του μελωδικού νοήματος, που διαδίδονται όλο και πιο πολύ στη Γερμανία, είναι μια δημοκρατική χοντροκοπιά και επακόλουθο της Επανάστασης. Γιατί η μελωδία χαίρεται τόσο πολύ με τη νομιμότητα και απεχθάνεται τόσο πολύ ό,τι ακόμη γίνεται, ό,τι είναι ακόμη ασχημά-τιστο και αυθαίρετο, που μοιάζει σαν αντήχηση της παλιάς τάξης στα ευρωπαϊκά πράγματα και σαν σαγήνη και επιστροφή σ' αυτήν.

104. Για τη χροιά της γερμανικής γλώσσας. -Ξέρουμε από πού προ-έρχονται τα γερμανικά που εδώ και ορισμένους αιώνες αποτελούν τη γραπτή γερμανική γλώσσα. Οι Γερμανοί, με το σεβασμό τους για καθετί που ερχόταν από την αυλή, πήραν σκόπιμα ως πρότυπο τις καγκελαρίες σε ό,τι είχαν να γράψουν, όπως επιστολές, επίσημα έγγραφα, διαθήκες κ.ο.κ. Το να γράφουν σε «υφος καγκελαρίας» σήμαινε να γράφο ι όπως η αυλή και η κυβέρνηση -αυτό ήταν κάτι ευγενές σε σύγκριση με τα γερ-μανικά της πόλης όπου ζούσαν. Σιγά σιγά κατέληξαν και να μιλούν όπως έγραφαν -έτσι έγιναν ακόμη πιο ευγενείς, σης μορφές των λέξειον, στην επιλογή λέξεων και φράσεων και, τελικά, σιη χροιά: όταν μιλούσαν, μι-μούνταν τη χροιά της αυλής, κι έτσι αυτή η προσποίηση κοττέληξε να γίνει qnJση. Ίσως να μην ξανάγινε πουθενά αλλού κάτι εντελώς όμοιο: η επι-κράτηση του γραπτού ύφους πάνω στην ομιλία, και η επιτήδευση και η προσποίηση ευγένειας ενός ολόκληρου λαού να γίνεται βάση μιας κοινής γλώσσας, που απέκλειε τις τοπικές διαλέκτους. Πιστεύω πως η χροιά της

166. Πόλη της Βοημίας. Η συνάντηση έγινε το 1812. 167. Επιστολή του Γκαίτε στον Τσέλτερ (2-9-1812).

64 Η ΧΑΡΟΥΜΕΝΗ ΕΠΙΣΤΗΜΗ

γερμανικής γλώσσας κατά τον Μεσαίωνα, και ιδίως πιο ύστερα, ήταν βαθιά χωριάτικη και χυδαία: εξευγενίστηκε κάπως τους πρόσφατους αιώ-νες, κυρίως επειδή οι Γερμανοί θεώρησαν αναγκαίο να μιμηθούν ένα σωρό γαλλικε'ς, ιταλικε'ς και ισπανικε'ς χροιε'ς, και αυτό έγινε ιδιαίτερα από τη γερμανική (και αυστριακή) αριστοκρατία, που απλώς δεν μπο-ρούσε καθόλου να αρκεστεί στη μητρική της γλώσσα. Ωστόσο, παρά την εξάσκηση αυτή, τα γερμανικά θα πρέπει να ακούγονταν ανυπόφορα χυ-δαία στ' αςρτιά του Μονταίνι ή ακόμη και του Ρασέν'^': και μέχρι σήμε-ρα, εξακολουθεί να ηχεί, στο στόμα του ταξιδιώτη, ενώ βρίσκεται ανάμε-σα στην ιταλική πλέμπα, άκομψα, χοντροκομμένα και βραχνά, σαν να βγαίνει μέσα από καπνισμένα δωμάτια και απολίτιστες περιοχές. -Τώρα διακρίνω πάλι ανάμεσα στους παλιούς θαυμαστές των καγκελαριών μια παρόμοια τάση προς την ευγένεια της χροιάς, και βλέπω ότι ot Γερμανοί αρχίζουν να υποκύπτουν σε μια «γοητεία της χροιάς» που μπορεί μακρο-πρόθεσμα να γίνει αληθινός κίνδυνος για τη γερμανική γλώσσα -γιατί μάταια θα ψάξει κανείς να βρει πιο φριχτές χροιές στην υπόλοιπη Ευρώ-πη. Το να έχεις κάτι σκωπτικό, ψυχρό, αδιάφορο και αμελές στη φωνή σου: αυτό ηχεί ως «ευγενές» σήμερα στους Γερμανούς -και ακούω την καλή θέληση γι' αυτή την ευγένεια στις φωνές νεαρών δημοσίων υπαλ-λήλων, δασκάλων, γυναικών, εμπόρων ακόμη και τα κοριτσάκια μιμού-νται αυτά τα «αξιωματικίστικα» γερμανικά. Γιατί ο αξιωματικός (και ιδί-ως ο πρώσος αξιωματικός) είναι ο εφευρέτης αυτής της χροιάς: αυτός ο ίδιος ο αξιωματικός που, ως στρατιώτης και επαγγελματίας, διαθέτει ε-κείνο το αξιοθαύμαστο τακτ της μετριοφροσύνης, από το οποίο θα είχαν να μάθουν πολλά όλοι οι Γερμανοί (μαζί και οι γερμανοί καθηγητές και μουσικοί!). Από τη στιγμή όμως που ο γερμανός αξιωματικός αρχίζει να μιλάει και να κουνιέται, γίνεται το πιο ξιπασμένο και κακόγουστο πλά-σμα στη γηραιά Ευρώπη -χωρίς να το συνειδητοποιεί βέβαια! Και χωρίς να το συνειδητοποιούν οι καλοί Γερμανοί, όταν τον θαυμάζουν ως πρό-τυπο της πιο υι|)ηλής και ευγενούς κοινωνίας και όταν τον αφήνουν πρό-θυμα «να τους δώσει τον τόνο». Κι αυτό ακριβώς κάνει! -και πρώτοι απ' όλους μιμούνται και εκχυδαΐζουν αυτό τον τόνο οι λοχίες και οι υπαξιω-ματικοί. Ακούστε μονάχα τον ήχο των διαταγών που κυριολεκτικά πο-λιορκούν τις γερμανικές πόλεις με τα ουρλιαχτά τους, τώρα που κάνουν ασκήσεις έξω από τις πύλες'": τι αλαζονεία, u μανιακή αυταρχικότητα,

168. Ζαν Ρασέν [Ρακίνας] (1639-1699), γάλλος ποιητής που θεωρείται, μαζί με τον Κορνέιγ, δημιουργός του κλασικού γοΛλικού δράματος. 169. Την εποχή εκείνη ο ανταγωνισμός μεταξΰ Ρωσίας και Αγγλίας οξύνεται, καθώς η πρ<ίπη εποφθαλμιά την Κωνσταντινούπολη. Η Γαλλία επανεξοπλίζεται και η Γερ-μανία βελτιώνει συνεχώς και διατηρεί σε ετοιμότητα την πολεμική της μηχανή.

ΔΕΥΤΕΡΟ ΒΙΒΛΙΟ 93

τι σκωπτική ψυχρότητα ηχοΰν σ' αυτά τα ουρλιαχτά! Ήταν όντως οι Γερμανοί μουσικός λαός; -Το σίγουρο είναι ότι οι Γερμανοί στρατιωτι-κοποιούν τώρα τη χροιά της γλώσσας τους: και, όταν συνηθίσουν να μιλούν στρατιωτικά, ίσως να θελήσουν και να γράψουν στρατιωτικά. Διότι η συνήθεια σε ορισμένες χροιές ριζώνει βαθιά στον χαρακτήρα: γρήγορα βρίσκεις τις λέξεις, τους τρόπους έκφρασης και, στο τέλος, τις σκέψεις που ταιριάζουν με την τάδε ή τη δείνα χροιά! Ίσως να έχουν αρχίσει ήδη οι Γερμανοί να γράφουν σαν αξιωματικοί" ίσως διαβάζω πολύ λίγα απ' αυτά που γράφονται σήμερα στη Γερμανία. Ξέρω όμως σίγουρα το εξής: οι γερμανικές δημόσιες διακηρύξεις που ακούγονται και στο εξωτερικό, δεν είναι εμπνευσμένες από τη γερμανική μουσική, αλλά απ' αυτή την καινούργια χροιά της κακόγουστης αλαζονείας. Σε κάθε σχεδόν λόγο του πρώτου γερμανού πολιτικού άνδρα'™, ακόμη κι όταν εκφωνείται από το αυτοκρατορικό φερέφωνό του"', ακούμε έναν τονισμό που το aqni ενός ξένου απωθεί με αποστροφή: οι Γερμανοί όμως αντέχουν αυτό τον τονισμό -αντέχουν τον εαυτό τους.

105. Οι Γερμανοί ως καλλιτέχνες. -'Οταν οι Γερμανοί κυριεύονται πραγματικά από ένα πάθος (και όχι μόνον, όπως συνήθως, από την καλή θέληση για πάθος!), συμπεριφέρονται τότε όπως ακριβώς πρέπει να κάνουν, και δεν σκέφτονται περαιτέρω τη συμπεριφορά τους. Η α-λήθεια πάντως είναι ότι συμπεριφέρονται τότε πολύ αδέξια και άσχη-μα, σαν να μην έχουν καθόλου ρυθμό και μελωδία. Έτσι, οι θεατές αισθάνονται οδύνη και συγκίνηση και τίποτε άλλο -εκτός κι αν ανε-βούν οι Γερμανοί στη σφαίρα του υψηλού και της έκστασης, τα οποία μπορούν να επιτευχθούν από κάποια πάθη. Τότε ακόμη κι οι Γερμανοί γίνονται ωραίού Η προαίσθηση του ύψους που πρέπει να προσεγγιστεί για να σκορπίσει η ομορφιά τη μαγεία της ακόμη και πάνω στους Γερ-μανούς, οδηγεί τους γερμανούς καλλιτέχνες σε ύψη και υπερύψη και στις υπερβολές του πάθους: μ' άλλα λόγια, σε μια πραγματική και βα-θιά επιθυμία να ξεπεράσεις την ασχήμια και την αδεξιότητα ή τουλάχι-στον να κοιτάξεις πέρα -πέρα, προς έναν πιο καλό, πιο φαηεινό, πιο μεσογειακό, πιο ηλιόλουστο κόσμο. Κι έτσι οι σπασμοί τους είναι αυχνά ενδείξεις ότι θα ήθελαν να χορέψουν -αυτές οι καημένες αρκούδες που μέσα τους κρύβονται νύμφες και θεότητες των δασών και, μερικές φο-ρές, και ανώτερες θεότητες!

170. Πρόκειται για τον καγκελάριο Μπίσμαρχ. 171. Εννοείται ο αυτοκράτορας Γουλιέλμος Α'.

64 Η ΧΑΡΟΥΜΕΝΗ ΕΠΙΣΤΗΜΗ

106. Η μουσική ως εκπρόσωπος. -«Πολύ θα ήθελα να βρω έναν δε-ξιοτέχνη της τέχνης των ήχων», είπε ένας νεοοτεριστής"^ στον μαθητή του, «που θα μάθαινε από μένα τις σκέψεις μου και θα τις διατύπωνε •ύστερα στη γλώσσα του: έτσι θα κατάφερνα καλύτερα να αγγίξω τα αφτιά και τις καρδιές των ανθρι&πων. Με τους ήχους μπορείς να γοη-τεύσεις τους ανθρώπους και να τους παρασύρεις σε οποιαδήποτε πλά-νη, οποιαδήποτε αλήθεια: ποιος θα τολμούσε να διαψεύσει έναν ήχο;» -«Θα θέλατε λουιόν να θεωρείστε αδιάψευστος;» είπε ο μαθητής του. Ο νεωτεριστής απάντησε: «Θέλω να γίνει δέντρο ο σπόρος. Για να γίνει δέντρο μια θεωρία, πρέπει να την πιστέψουν για κάμποσο καιρό" για να την πιστέψουν πρέπει να τη θεωρούν αδιάψευστη. Το δέντρο χρειάζε-ται καταιγίδες, αμφιβολίες, σκουλήκια και κακία για να μπορέσει να φανερώσει το είδος και τη δύναμη του σπόρου του" ας σπάσει αν δεν είναι αρκετά δυνατό! Ένας σπόρος μπορεί όμως μόνο να καταστραφεί -όχι να διαψευστεί!» -Μόλις το είπε αυτό, ο μαθητής του φώναξε ορμη-τικά: «Εγώ όμως πιστεύω στην υπόθεσή σου και τη θεωρώ τόσο δυνατή που θα πω ό,τι κρύβω εναντίον της μέσα στην καρδιά μου». - Ο νεωτερι-στής γέλασε μέσα του και τον απείλησε με το δάχτυλο. «Αυτό το είδος μαθητείας», είπε, «είναι το καλύτερο" είναι όμως και επικίνδυνο, και δεν μπορεί να το αντέξει οποιαδήποτε θεωρία.»

107. Η έσχατη ευγνωμοσύνη μας προς την τέχνη. -Αν δεν είχαμε ε-γκρίνει τις τέχνες κι αν δεν είχαμε επινοήσει αυτό το είδος της λατρείας του αναληθούς: τότε η κατανόηση της γενικής αναλήθειας και ψευδό-τητας, που μας προσφέρει τώρα η επιστήμη -η κατανόηση ότι η ψευδαί-σθηση και η πλάνη είναι όρος της γιγνώσκουσας και αισθανόμενης εν-θαδικής ύπαρξης -θα ήταν εντελώς ανυπόφορη. Η εντιμότητα θα μας οδηγούσε στην αηδία και στην αυτοκτονία. Να όμως που υπάρχει μια αντιδύναμη κατά της εντιμότητάς μας, που μας βοηθάει να αποφύγουμε τέτοιες συνέπειες: είναι η τέχνη ως η καλή θέληση για φαινομενικότητα. Δεν απαγορεύουμε πάντα στο μάτι μας να στρογγυλέψει, να αποτε-λειώσει με τη φαντασία: και τότε δεν μεταφέρουμε πια την αιώνια ατέ-λεια πάνω στο ποτάμι του γίγνεσθαι -τότε πιστεύουμε πως κουβαλάμε μια θεά, και νιώθουμε περήφανοι και όμοιοι με παιδιά καθώς εκτελού-με τούτη την υπηρεσία. Ως αισθητικό φαινόμενο, η ενθαδική ύπαρξη είναι πάντα υποφερτή για μας"^, και η τέχνη μάς δίνει μάτια και χέρια

172. Σε μια πρώτη εκδοχή ταυ κειμένου ο νεωτεριστής αιηός ονομάζεται Ζαρατούστρα. 173. TIq^X. Η γέννηση τηςτραγωόίας, § 5.

ΔΕΥΤΕΡΟ ΒΙΒΛΙΟ 93

και, πάνω απ' όλα, την καλή συνείδηση που χρειάζεται για να μπορέ-σουμε να μετατρέψουμε τον εαυτό μας σε τέτοιο φαινόμενο. Κάπου-κάπου πρέπει να ξεκουραζόμαστε από τον εαυτό μας κοιτάζοντάς τον από ψηλά και, με μια καλλιτεχνική απομάκρυνση, να γελάμε ή να κλαί-με γι' αυτόν, πρέπει να ανακαλύπτουμε τόσο τον ήρωα όσο και τον yt-λωτοποιό που κρύβονται μέσα στο πάθος μας για γνώση, πρέπει κάπου-κάπου να απολαμβάνουμε την τρέλα μας προκειμένου να συνεχίσουμε να απολαμβάνουμε τη σοφία μας"··! Και επειδή ακριβώς είμαστε κατά βάθος βαριοί και σοβαροί άνθρωποι (περισσότερο βάρη παρά άνθρω-ποι), τίποτε δεν μας ωφελεί περισσότερο από τη σκούφια τον γελωτο-ποιού: τη χρειαζόμαστε για τον εαυτό μας -χρειαζόμαστε κάθε αυθάδη, αιωρούμενη, χορεύουσα, σκωπτική, παιδιάστικη και μακάρια τέχνη, για να μη χάσουμε εκείνη την ελευθερία πάνω από τα πράγματα την οποία απαιτεί από μας το ιδανικό μας. Θα ήταν πισωγύρισμα για μας να πέ-φταμε, ακριβώς λόγω της ευερέθιστης εντιμότητάς μας, εντελώς στην ηθική και να καταλήγαμε να γίνουμε ενάρετα τέρατα και σκιάχτρα για χάρη των υπερβολικά αυστηρών απαιτήσεων που έχουμε από τον εαυτό μας απ' αυτή την άποψη. Πρέπει επίσης να μπορέσουμε να σταθούμε πάνω από την ηθική - κι όχι μόνο να σταθούμε, με την αγιυνιώδη ακαμ-ψία ενός ανθρώπου που κάθε στιγμή φοβάται μήπως γλιστρήσει και πέσει, αλλά και να πετάξουμε και να παίξουμε πάνω από·την ηθική! Πώς θα μπορούσαμε λοιπόν να στερηθούμε την τέχνη και τον γελωτο-ποιό; -Και όσο συνεχίζετε να ντρέπεστε με κάποιο τρόπο για τον εαυτό σας, δεν ανήκετε σε μας!

174. Έρασμος, Εγκώμιο της τρέλας, § 30: «Θέλω να αποδείξω όη σ" αυτή την τέλεια σοφία, που λένε πως είναι το προπύργιο της ευτυχίας, δεν υπάρχει πρόσβαση ιιαρά μόνο μέσω της τρέλας.»

Τρίτο βιβλίο

108. Νέοι αγώνες. -Μετά τον θάνατο του Βούδα, οι άνθρωποι εξα-κολουθούσαν για αιώνες να δείχνουν σε μια σπηλιά τη σκιά του -μια φοβερή, τρομακτική σκιά. Ο Θεός είναι νεκρός'": ε'τσι όμως είναι φτιαγ-μένο το ανθρώπινο είδος, που θα υπάρχουν για χιλιάδες ίσως χρόνια ακόμη σπηλιε'ς με'σα στις οποίες θα δείχνεται η σκιά του. -Κι εμείς -εμείς οφείλουμε επίσης να νικήσουμε τη σκιά του!

109. Να φυλαχτούμε! -Να φυλαχτούμε από τη σκέψη ότι ο κόσμος είναι ζωντανό ον. Προς τα πού θα εκτεινόταν; Από τι θα τρεφόταν; Πώς θα μπορούσε να μεγαλώσει και να πολλαπλασιαστεί; Μόλις και μετά βίας γνωρίζουμε τι είναι το οργανικό: και θα έπρεπε να επανερμηνεύ-σουμε το ανείπωτα παράγωγο, όψιμο, σπάνιο, συμπτωματικό, το οποίο αντιλαμβανόμαστε μόνο πάνω στο φλοιό της γης, ως ουσιώδες, καθολι-κό και αιώνιο, όπως κάνουν εκείνοι οι άνθρωποι που αποκαλούν το όλον οργανισμό; Αυτό μου προκαλεί αηδία. Πρέπει να φυλαχτούμε από την πίστη ότι το όλον είναι μια μηχανή· είναι βέβαιο ότι το σύμπαν δεν έχει κατασκευαστεί για ένα σκοπό, και το τιμάμε υπερβολικά όταν το αποκαλούμε «μηχανή». Πρέπει να ηχυλαχτούμε και να μην υποθέσουμε πως υπάρχει γενικά και παντού κάτι με τόσο τέλεια μορφή όσο οι κυ-κλικές κινήσεις των γειτονικών μας αστεριών μια ματιά μόνο στο γαλα-ξία προκαλεί την υποψία ότι υπάρχουν εκεί πολύ πιο χονδροειδείς και αντιφατικές κινήσεις, όπως και αστέρια με αιώνια ευθύγραμμες πτωτι-κές τροχιές, και άλλα ανάλογα πράγματα. Η τάξη των αστέρων μέσα στην οποία ζούμε είναι εξαίρεση· η τάξη αυτή, και η αξιοσημείωτη διάρ-κεια που εξαρτάται απ' αυτήν, κατέστησαν με τη σειρά τους δυνατή την πραγμάτωση της εξαίρεσης των εξαιρέσεων: τον σχηματισμό του οργα-

175. Πρώτη εμφάνιση της έννοιας αυτής σιο έργο του Νίτσε. Ένα από τα βασικά θέμοαα της διδασκαλίας του Ζαρατούστρα στο Έτσι μίλησε ο Ζαραχούατρα. Ωση5σο, ο Νίτσε δεν είναι ο εφευρέτης της έννοιας. Την αναφέρει ήδη το 1802 ο Χέγκελ σιο δοκίμιό του Glauben und Wissen {Πίστη και γνώση). Επίσης, το 1874, ο μαθητής του Σοπενάουερ Έντουαρντ φον Χάρτμαν μιλά για «αυτοκαταστροφή του χρισιιανι-σμου». Ο Θεός είναι νεκρός υποστηρίζει από τη μεριά του και ένας άλλος μαθητής του Σοπενάουερ, ο Φίλιπ Μαϊνλέντερ.

64 Η ΧΑΡΟΥΜΕΝΗ ΕΠΙΣΤΗΜΗ

νικοΰ. Ο συνολικός χαρακτήρας του κόσμου όμως είναι και θα είναι αιωνίως χάος -όχι με την έννοια της απουσίας αναγκαιότητας, αλλά με την έννοια της απουσίας τάξης, συνάρθρωσης, μορφής, ομορφιάς, σοφί-ας και όσων άλλων ονομάτων υπάρχουν για τις ανθρώπινες αισθητικές κατηγορίες μας"^. Αν τις κρίνουμε από τη σκοπιά του λογικού μας, οι αποτυχημένες προσπάθειες είναι κατά πολύ ο κανόνας, οι εξαιρέσεις δεν είναι ο μυστικός σκοπός, και ολόκληρο το μουσικό κουτί επαναλαμ-βάνει αέναα το τροπάρι του, που ποτέ δεν θα μπορούσε να ονομαστεί μελωδία. Σε τελευταία ανάλυση, ακόμη και η φράση «αποτυχημένες προσπάθειες» είναι ανθρωπομορφική και εμπεριέχει μια μομφή. Δεν έχουμε όμως το δικαίωμα να κατηγορούμε ή να επαινούμε το όλον! Πρέπει να φυλαχτούμε και να μην πούμε ότι είναι άκαρδο ή ά-λογο ή τα αντίθετα τους: το όλον δεν είναι τέλειο ούτε ωραίο, ούτε ευγενές, ούτε θέλει να γίνει κάτι απ' όλα αυτά· δεν πασχίζει να μιμηθεί τον άν-θρωπο! Δεν το αγγίζει καμιά αισθητική και ηθική κρίση μας! Δεν έχει καμιά ενόρμηση αυτο διατήρηση ς ή κάποια άλλη ενόρμηση και δεν γνωρίζει κανένα νόμο. Πρέπει να φυλαχτούμε και να μην πούμε ότι υπάρχουν νόμοι στη φύση. Υπάρχουν μόνον αναγκαιότητες: στο όλον δεν υπάρχει κανένας που να διατάζει, κανένας που να υπακούει, κανέ-νας που να παραβιάζει. Αν γνωρίζετε ότι δεν υπάρχουν σκοποί, γνωρί-ζετε επίσης ότι δεν υπάρχει τυχαίο: η λέξη αυτή έχει νόημα μόνο δίπλα σ' έναν κόσμο σκοπών. Πρέπει να φυλαχτούμε και να μην πούμε ότι ο θάνατος αντιτίθεται στη ζωή. Το ζωντανό είναι απλώς ένα είδος (και μάλιστα πολύ σπάνιο) του νεκρού. -Πρέπει να φυλαχτούμε και να μη σκεφτούμε ότι ο κόσμος δημιουργεί συνεχώς το καινούργιο. Δεν υπάρ-χουν ουσίες που διαρκούν αιώνια· η ύλη είναι εξίσου πλάνη με τον θεό των Ελεατών"'. Μα πότε θα τελειώσουμε λοιπόν με τις προφυλάξεις και τις φροντίδες μας; Πότε θα πάψουν να σκοτεινιάζουν τα μυαλά μας όλες αυτές οι σκιές του θεού; Πότε θα αποθεοποιήσουμε εντελώς τη φύση; Πότε θα έχουμε το δικαίωμα να αρχίσουμε να φυσικοποιούμε εμάς τους ανθρώπους, μέσω μιας φύσης καθαρής, μιας φύσης που έχει ανακαλυφθεί εκ νέου, που έχει απελευθερωθεί εκ νέου;

176. Σε αντίθεοη με τις απόψεις του Πλάτοτνα, όπως εκφράζονται στον Τίμαιο, 47b: «Ο θεός ανακάλυψε την όραση και μας χη δώρισε, γux να μπορούμε να παρατηρούμε σιον ουρανό τις αδιατάρακτες κυκλικές κινήσεις του νου και να τις προσαρμόζουμε σας συγγενικές αλλά ταραγμένες περιφορές της δικής μας διάνοιας.» Μετά τον Νεύ-τωνα, οι πλατωνικές απόψεις περί αρμονίας και τάξης του κόσμου κατέρρευσαν. 177. Βασική θέοη του Νίτσε: η κριτική του ιδεαλισμού δεν σημαίνει πως προασπίζε-ται τον υλιομό. Βλ. επίσης την ειιόμενη παράγραφο, καθώς και το Πέρα από το καλό και το κακό, ξ 12.

ΤΡΙΤΟ ΒΙΒΛΙΟ Ι ΐ 3

110. Καταγωγή της γνώσης. -Για τεράστιες χρονικές περιόδους ο νους δεν γέννησε τίποτε άλλο από πλάνες- μερικές απ' αυτές αποδείχτηκαν χρήσιμες και κατάλληλες για τη διατήρηση ταυ είδους: όποιος τις έβρισκε ή τις κληρονομούσε είχε μεγαλύτερη επιτυχία στον αγώνα του για τον εαυτό του και για τους απογόνους του. Αυτά τα πλανερά άρθρα πίστης, που μεταβιβάζονταν συνεχώς κληρονομικά ώσπου έγιναν στο τέλος κοι-νό κτήμα του ανθρώπινου είδους, είναι παραδείγματος χάρη τα εξής: το ότι υπάρχουν πράγματα που διαρκούν, το ότι υπάρχουν ίδια πράγματα, το ότι υπάρχουν πράγματα, ύλες, σώματα, το ότι ένα πράγμα είναι αυτό που φαίνεται, το ότι η θέλησή μας είναι ελεύθερη, το ότι αυτό που είναι καλό για μένα είναι και καλό καθ' εαυτό και δι' εαυτό. Πολύ αργά εμφα-νίστηκαν εκείνοι που αρνήθηκαν και αμφισβήτησαν τις απόψεις αυτές -πολύ αργά εμφανίστηκε η αλήθεια, ως η πιο αδύναμη μορφή της γνώσης. Φαινόταν ότι δεν μπορούσε κανείς να ζήσει μαζί της, ο οργανισμός μας ήταν προετοιμασμένος για το αντίθετο· όλες οι ανώτερες λειτουργίες του, οι αισθητές αντιλήψεις, και κάθε είδος αίσθησης γενικά, δούλευαν μ' αυτές τις βασικές πλάνες που είχαν ενσωματωθεί προ αμνημονεύτων χρό-νων. Ακόμη περισσότερο: ακόμη και στο εσωτερικό της γνώσης οι αρχές αυτές έγιναν νόρμες, σύμφωνα με τις οποίες μετριόταν το «αληθές» και το «αναληθές» -ώς τις πιο απομακρυσμένες περιοχές της καθαρής λογι-κής. Άρα: η δύναμη των γνώσεων δεν εξαρτάται από το βαθμό της αλή-θειας τους, αλλά από την ηλικία τους, από το ότι ενσωματώθηκαν, από το χαρακτήρα τους ως όρων ζωής. Εκεί όπου η ζωή και η γνώση έμοιαζαν να βρίσκονται σε αντίφαση, δεν διεξάχθηκε ποτέ καμιά πραγματική μάχη: απλώς θεωρούνταν τρέλα η άρνηση και η αμφιβολία. Εκείνοι οι σιοχα-στές-εξαιρέσεις, όπως οι Ελεάτες, που έθεσαν μολαταύτα και υποστήρι-ξαν τις αντιθέσεις των φυσικών πλανών, πίστευαν πως ήταν δυνατό και να ζεις αυτή την αντίθεση: επινόησαν τον σοφό ως τον ανάλλακτο και απρόσωπο άνθρωπο, ως τον άνθρωπο της καθολικότητας της εποηηείας, ως ένα και όλα μαζί, προικισμένο με μια ιδιαίτερη ικανότητα γι' αιπή την αντίστροφη γνώση: πίστευαν ότι η γνώση τους ήταν συνάμα και αρχή της ζωής. Για να μπορέσουν όμως να τα υποστηρίξουν όλα αυτά, έπρεπε να αηατώνται για τη δική τους κατάσταση: έπρεπε να πλάσουν για τον εαυ-τό τους την απροσωπία και την ανάλλακτη διάρκεια, να παραγνωρίσουν την ουσία του ανθρώπου της γνώσης, να αρνηθούν τη βία των ενορμήσε-ων μέσα στο γιγνώσκειν, και γενικά έπρεπε να συλλάβουν το λογικό α»ς εντελώς ελεύθερη δραστηριότητα που προερχόταν από τον ίδιο τον εαυ-τό της· έκλειναν τα μάτια τους μπροστά στο ότι κι αυτοί είχαν (ρτάσει σης αρχές τους μέσω της αντίθεσης προς το ισχύον ή χάρη σε μια επιθυμία για γαλήνη, γux αποκλειστική κατοχή ή για κυριαρχία. Στο τέλος, η λεπτότε-

64 Η ΧΑΡΟΥΜΕΝΗ ΕΠΙΣΤΗΜΗ

ρη ανάπτυξη της εντιμότητας και του σκεπτικισμού κατέστησε κι αιπούς τους ανθρώπους ανε'φικτους- η ζωή τους και η κρίση τους αποδείχτηκαν επίσης εξαρτώμενες από αρχε'γονες ενορμήσεις και βασικές πλάνες κάθε αισθανόμενης ενθαδικής ύπαρξης. -Αυτή η λεπτότερη εντιμότητα και ο σκεπτικισμός γεννήθηκαν παντού όπου δΰο αντιτιθέμενες αρχές φαίνο-νταν εφαρμόσιμες στη ζωή, επειδή και οι δύο συμφωνούσαν με τις βασι-κές πλάνες, εκεί όπου, κατά συνέπεια, ήταν δυνατό να γίνει συζήτηση για τον υψηλότερο ή χαμηλότερο βαθμό ωφέλειας για τη ζωή· επίσης, εκεί όπου καινούργιες αρχές αποδείχτηκαν, αν όχι χρήσιμες για τη ζωή, του-λάχιστον όχι επιβλαβείς, ως εξωτερικεύσεις μιας διανοητικής ενόρμησης παιχνιδιού, αθώες και ευτυχισμένες όπως κάθε παιχνίδι. Σιγά-σιγά, ο αν-θρώπινος εγκέφαλος γέμισε από τέτοιες κρίσεις και πεποιθήσεις, και μέ-σα σ' αυτό το μπέρδεμα αναπτύχθηκε μια ζύμωση, ένας αγώνας και μια σφοδρή επιθυμία για δύναμη. Στον αγώνα για τις «αλήθειες» δεν πήραν μέρος μόνον η χρησιμότητα και η ευχαρίστηση αλλά και κάθε λογής ε-νορμήσεις· ο διανοητικός αγώνας έγινε απασχόληση, δέλεαρ, επάγγελ-μα, καθήκον, αξίωμα: τελικά η γνώση και η επιδίωξη του αληθινού κατα-τάχθηκαν ως ανάγκη ανάμεσα σης άλλες ανάγκες. Στο εξής, όχι μόνον η πίστη και η πεποίθηση αλλά και η υποβολή σε δοκιμή, η άρνηση, η δυ-σπιστία και η αντίφαση έγιναν δύναμη, όλα τα «κακά» ένστικτα υποτά-χθηκαν στη γνώση, μπήκαν στην υπηρεσία της, και απέκτησαν την αίγλη του επιτρεπτού, του σεβαστού, του χρήσιμου -και, τέλος, το μάτι και την αθακίτητα του καλού. Έτσι η γνώση έγινε κομμάτι της ίδιας της ζωής, και, ως ζωή, μια συνεχώς αυξανόμενη δύναμη: ώσπου στο τέλος οι γνώσεις συγκρούστηκαν με εκείνες τις πρωταρχικές βασικές πλάνες, και οι δύο ως ζωή, και οι δύο ως δύναμη, και οι δύο στον ίδιο άνθρωπο. Ο στοχα-στής: αυτό είναι τώρα το ον μέσα στο οποίο δίνουν την πρώτη τους μάχη η ενόρμηση για αλήθεια και ατττές οι πλάνες που διατηρούν τη ζωή, αφού πρώτα η ενόρμηση για αλήθεια απέδειξε πως είναι κι αυτή μια δύναμη που διατηρεί τη ζωή. Σε σχέση με τη σπουδαιότητα της μάχης αυτής όλα τ" άλλα είναι αδιά(ρορα: το έσχατο ερώτημα για τους όρους της ζωής έχει τεθεί εδώ, και εδώ γίνεται η πρώτη απόπειρα να απαντηθεί τούτο το ερώτημα από το πείραμα. Ώς ποιο σημείο αντέχει η αλήθεια την ενσω-μάτωση; Ιδού το ερώτημα και ιδού το πείραμα.

111. Προέλενση^'^ της λογικής. -Από πού γεννήθηκε η λογική μέσα

178. Herkunft. Στην προηγουμένη παράγραφο ο Νίτσε χρησιμοποιεί την έννοια Ursprung, την οποία μεταφράζουμε ως «καταγωγή». Ένας άλλος συναςρής όρος είναι ι\ Entstehung, η «γέννηση», η «εμφάνιση».

ΤΡΙΤΟ ΒΙΒΛΙΟ 125

στον ανθρώπινο εγκέφαλο; Σίγουρα από τη μη λογική, που η περιοχή της θα πρέπει να ήτάν τεράστια στην αρχή. Αναρίθμητα όμως όντα, πον συλ-λογίζονταν διαφορετικά απ' ό,τι εμείς σήμερα, χάθηκαν: αυτό θα μπο-ρούσε να είναι ακόμη πιο αληθινό! Εκείνο, παραδείγματος χάρη, που δεν ήξερε να βρίσκει αρκετά συχνά το «ίδιο», όσον αφορά στην τροφή ή τα εχθρικά ζώα, εκείνο συνεπώς που ήταν πάρα πολύ αργό, πάρα πολύ επιφυλακτικό στη διαδικασία υπαγωγής-σε-ένα-σύνολο, είχε λιγότερες πιθανότητες επιβίωσης από εκείνο που μάντευε αμέσως το ίδιο μέσα σ' ό,τι ήταν παρόμοιο. Η κυρίαρχη όμως τάση, να μεταχειρίζεσαι το παρό-μοιο σαν ίδιο, μια μη λογική τάση -επειδή δεν υπάρχει καθ' εαυτό τίποτε ίδιο-, είναι αυτή που δημιούργησε το θεμέλιο της λογικής. Επίσης, για να μπορέσει να γεννηθεί η έννοια της ουσίας, που είναι απαραίτητη για τη λογική, παρόλο που με την πιο αυστηρή έννοια τίποτε πραγματικό δεν αντιστοιχεί σ' αυτήν, ήταν απαραίτητο να μη γίνεται ορατό και θεατό, για μια μακρά περίοδο, ό,τι είναι μεταβαλλόμενο στα πράγματα" τα όντα που δεν έβλεπαν πολύ καθαρά είχαν ένα πλεονέκτημα σε σχέση μ' εκεί-να που έβλεπαν τα πάντα «εν ροή». Καθ' εαυτόν και δι' εαυτόν, κάθε υψηλός βαθμός προφύλαξης στον συλλογισμό και κάθε σκεπτικιστική τά-ση είναι μεγάλος κίνδυνος για τη ζωή. Κανένα ζωντανό ον δεν θα διατη-ρούνταν αν δεν εκτρεφόταν εξαιρετικά δυνατά η αντίθετη τάση -να βε-βαιώνεις παρά να αναστέλλεις μια κρίση, να σφάλλεις και να επινοείς παρά να περιμένεις, να δέχεσαι παρά να αρνείσαι, να κρίνεις παρά να είσαι δίκαιος. - Σήμερα, η πορεία των λογικών σκέψεων και συμπερα-σμάτων μέσα στον εγκέφαλο μας αντιστοιχεί σε μια διαδικασία και σε μια πάλη μεταξύ ενορμήσεων που, αν παρθούν μία μία, είναι πολύ μη λογικές και άδικες· συνήθως αντιλαμβανόμαστε μόνο το αποτέλεσμα αυ-τής της πάλης: τόσο γρήγορα και τόσο κρυφά λειτουργεί τώρα μέσα μας αυτός ο πανάρχαιος μηχανισμός.

112. Αιτία και aπoτέL·σμa. -«Εξήγηση» την ονομάζουμε, αλλά η «πε-ριγραςρή» είναι αυτό που μας ξεχωρίζει από παλαιότερα στάδια της γνώ-σης και της επιστήμης'". Περιγράφουμε καλύτερα -εξηγούμε τόσο λίγο όσο οι προγενέστεροί μας. Ανακαλύψαμε μια πολλαπλή διαδοχή εκεί που ο απλοϊκός άνθρωπος και ερευνητής των παλιότερων πολιτισμών έβλεπε μόνο δύο χωριστά πράγματα, την «αιτία» και το «αποτέλεσμα», όπως έλεγε· εμείς τελειοποιήσαμε την εικόνα του γίγνεσθαι, χωρίς να

179. Πρβλ Πέρα από το παΧά Ttai το κακό, § 14, όπου αναπαραηθενται η ερμηνεία και η εξήγηση-

126 Η ΧΑΡΟΥΜΕΝΗ ΕΠΙΣΤΗΜΗ

(ρτάσουμε όμως πέρα ή πίσω απ' αυτη την εικόνα. Βλέπουμε τη σειρά των «αιτιών» πολΰ πιο πλήρως σε κάθε περίπτωση και καταλήγουμε στο εξής συμπέρασμα: αυτό κι εκείνο πρέπει να προηγούνται, για να ακο-λουθήσει μετά εκείνο -όμως δεν έχουμε καταλάβει έτσι τίποτα. Η ιδιό-τητα, για παράδειγμα σε κάθε χημική διαδικασία, εμφανίζεται πάντα σαν «θαΰμα», το ίδιο και κάθε κίνηση· κανένας δεν «εξήγησε» τη σύ-γκρουση. Και πώς θα ήταν δυνατό να εξηγήσουμε .οτιδήποτε! Δουλεύ-ουμε μόνο με πράγματα που δεν υπάρχουν: με γραμμές, με επιφάνειες, με σώματα, με άτομα, με διαιρετούς χρόνους και διαιρετούς χώρους -πώς να είναι δυνατή η εξήγηση, όταν μετατρέπουμε το καθετί σε εικό-να, στην εικόνα μας! Αρκεί να θεωρήσουμε την επιστήμη όσο το δυνα-τόν πιστότερο εξανθρωπισμό των πραγμάτων, μαθαίνουμε να περιγρά-φουμε τον εαυτό μας με ολοένα μεγαλύτερη ακρίβεια καθώς περιγρά-φουμε τα πράγματα και τη διαδοχή τους. Αιτία και αποτέλεσμα: μια τέτοια δυικότητα πιθανόν δεν υπάρχει ποτέ· στην πραγματικότητα βρι-σκόμαστε μπροστά σ' ένα συνεχές, από το οποίο απομονώνουμε λίγα κομμάτια· όπως ακριβώς αντιλαμβανόμαστε την κίνηση μόνο με τη μορ-φή μεμονωμένων σημείων και συνεπώς δεν τη βλέπουμε πραγματικά αλλά απλώς τη συνάγουμε. Το αιφινίδιο της εμφάνισης πολλών αποτελε-σμάτων μάς παραπλανεί· αυτό όμως είναι αιφνίδιο μόνο για μας. Σ' αυτό το δευτερόλεπτο του αιφνίδιου υπάρχει μια απέραντη ποσότητα διαδικασιών που μας διαφεύγουν. Ένας νους που θα μπορούσε να δει την αιτία και το αποτέλεσμα ως συνεχές, όχι όπως κάνουμε εμείς, ως μια αυθαίρετη διαίρεση και διάσπαση, αλλά που θα έβλεπε τη ροή των συμβάντων, θα απέρριπτε την έννοια της αιτίας και του αποτελέσματος και θα αρνούνταν κάθε εξάρτηση από όρους.

113. Για τη διδασκαλία των δηλητηρίων. -Για να γεννηθεί μια επιστη-μονική σκέψη πρέπει να συγκεντρωθούν πάρα πολλά πράγματα: κι ό-λες αυτές οι αναγκαίες δυνάμεις πρέπει να επινοηθούν, να εξασκηθούν και να καλλιεργηθούν χωριστά! Στην απομόνωσή τους όμως, είχαν συχνά πολύ διαφορετικό αποτέλεσμα από εκείνο που έχουν τώρα που, μέσα στην επιστημονική σκέψη, περιορίζουν και κρατούν σε πειθαρχία η μια την άλλη. Προηγουμένως ενεργούσαν σαν δηλητήρια: τέτοιες δυνάμεις ήταν παραδείγματος χάρη η ενόρμηση της αμφιβολίας, η ενόρμηση της άρνησης, η ενόρμηση της αναμονής, η ενόρμηση της συγκέντρωσης, η ενόρμηση της διάλυσης. Πολλές εκατόμβες ανθρώπων θυσιάστηκαν ώ-σπου να μάθουν αυτές οι ενορμήσεις να καταλαβαίνουν τη συνάφεια τους και να αισθανθούν ότι είναι όλες λειτουργίες μιας οργανωτικής

ΤΡΙΤΟ ΒΙΒΛΙΟ 127

δύναμης μέσα σιον μεμονωμενο άνθρωπο! Και πόσο μακριά είμαστε ακόμη από το να δούμε τις καλλιτεχνικές δυνάμεις και την πρακτική σοφία της ζωής να ενώνονται με την επιστημονική σκέψη για να σχημα-τίσουν ένα ανώτερο οργανικό σύστημα σε σχέση με το οποίο οι λόγιοι, οι γιατροί, οι καλλιτέχνες και οι νομοθέτες, όπως τους ξέρουμε σήμερα, :9α έμοιαζαν με ασήμαντες παλιατσαρίες!

114. Η έκταση τον ηθικού στοιχείου. -'Οταν βλέπουμε μια καινούργια ειπήνα, την κατασκευάζουμε αμέσως με τη βοήθεια όλων των παλιών εμπειριών που έχουμε βιώσει, ανάλογα με το βαθμό της εντιμότητας και της δικαιοσύνης μας. Δεν υπάρχουν παρά μόνον ηθικά βιώματα, ακόμη και στην περιοχή της αισθητηριακής αντίληψης.

115. Οι τέσσερις πλάνες. -Ο άνθρωπος εκπαιδεύτηκε από τις πλάνες του: Πρώτον, πάντα έβλεπε τον εαυτό του ως ατελή· δεύτερον, προίκιζε τον εαυτό του με φανταστικές ιδιότητες· τρίτον, έβαζε τον εαυτό του στην ιεραρχία των όντων σε λάθος βαθμίδα ανάμεσα στο ζώο και τη ς3υση· τέταρτον, επινοούσε συνεχώς καινούργιους πίνακες των καλών και τους δεχόταν για ένα διάστημα ως αιώνιους και μη εξαρτώμενους από όρους: το αποτέλεσμα ήταν πως άλλοτε η μια και άλλοτε η άλλη ανθρώπινη ενόρμηση και κατάσταση έπαιρνε την πρώτη θέση και εξευ-γενιζόταν λόγω αυτής της εκτίμησης. Αν αγνοήσουμε αυτές τις τέσσερις πλάνες, θα αγνοήσουμε και την ιδιότητα του να είσαι άνθρωπος, την ανθρωπιά και την «ανθρώπινη αξιοπρέπεια».

116. Ένστικτο της αγέλης. -Όπου συναντάμε μια ηθική, βρίσκουμε επίσης μια εκτίμηση και μια ιεραρχική κατάταξη των ανθρώπινων ε-νορμήσεων και ενεργειών. Αυτές οι εκτιμήσεις και ιεραρχικές κατατά-ξεις είναι πάντα έκφραση των αναγκών μιας κοινότητας και αγέλης: ό,τι της είναι χρήσιμο κατά πρώτο λόγο -και κατά δεύτερο και κατά τρίτο- αποτελεί και ύψιστο κριτήριο για την αξία όλων των ατόμων. Η ηθική μαθαίνει στο άτομο να είναι λειτόυργία της αγέλης και να αποδί-δει αξία στον εαυτό του μόνον ως λειτουργία. Επειδή οι όροι για τη διατήρηση μιας κοινότητας διέφεραν πολύ από τη μια κοινότητα στην άλλη, υπήρξαν και πολύ διαφορετικές ηθικές· και εν όψει των ουσιω-δών μετασχηματισμών που επίκεινται μελλοντικά να συμβούν σης αγέ-λες και στις κοινότητες, στα κράτη και στις κοινωνίες, μπορούμε να

128 Η ΧΑΡΟΥΜΕΝΗ ΕΠΙΣΤΗΜΗ

προφητέψουμε πως θα υπάρξουν κι άλλες διισταμένες μεταξύ τους ηθι-κές. Η ηθικότητα είναι το ένστικτο της αγέλης στο άτομο.

117. Τνι/'εις της αγέλης. -Στις πιο μακρόχρονες και απομακρυσμένες περιόδους της ανθρωπότητας, υπήρχε ένα εντελώς διαφορετικό είδος τύ-ψεων απ' ό,τι σήμερα. Σήμερα νιώθει κανείς υπεύθυνος μόνο γι' αυτό που θέλει και που κάνει, και βρίσκει την υπερηφάνεια του μόνο στον εαυτό του: όλοι οι νομομαθείς μας ξεκινούν απ' αυτη την αυτοαίσθηση και αυ-τοευχαρίστηση του ατόμου, σαν να ανέβρυζε ανέκαθεν από εδώ η πηγή του δικαίου. Στην πιο μακρόχρονη περίοδο της ανθρωπότητας όμως τίπο-τε δεν ήταν πιο τρομερό από το να νιώθεις άτομο. Να είσαι μόνος, να αισθάνεσαι μεμονωμένα, να μην υπακούς ούτε να κυριαρχείς, να έχεις το νόημα ενός ατόμου -αυτό άλλοτε δεν ήταν ευχαρίστηση αλλά τιμωρία-ήσουν καταδικασμένος «σε ατομικότητα». Η ελευθερία της σκέ\))ης θεω-ρούνταν η καθαιττό δυσκολία. Ενώ εμείς , αισθανόμαστε τον νόμο και την ένταξη ως καταναγκασμό και ζημιά, οι παλιότεροι αισθάνονταν τον εγω-ισμό ως κάτι οδυνηρό, πραγματική συμφορά. Το να είσαι ο εαυτός σου, το να εκτιμάς τον εαυτό σου ανάλογα με τα δικά σου μέτρα και σταθμά -αυτό αντέβαινε στο γούστο εκείνες τις μέρες. Η κλίση να το κάνεις αυτό θεωρούνταν σίγουρα τρέλα· γιατί το να είσαι μόνος συνδεόταν με κάθε αθλu5τητα και κάθε φόβο. Εκείνες τις μέρες, η «ελεύθερη θέληση» γειτό-νευε πολύ με την κακή συνείδηση· και όσο πιο ανελεύθερες ήταν οι ενέρ-γειές σου και όσο πιο πολύ εκφραζόταν σε μια ενέργεια το ένστικτο της αγέλης κι όχι το προσωπικό αίσθημα, τόσο πιο ηθικός ένιωθες. Ό,τι έ-βλαιπε την αγέλη, ανεξάρτητα από το αν το ήθελε ή δεν το ήθελε το άτομο, προκαλούσε τύψεις στο άτομο -κι επίσης στον πλησίον του και ακόμη και σ' ολόκληρη την αγέλη! -Σ' αυτό ακριβώς το σημείο αναθεω-ρήσαμε περισσότερο τις απόψεις μας.

118. Ενμένεια. -Είναι ενάρετο όταν ένα κύτταρο μεταμορφώνεται σε λειτουργία ενός πιο ισχυρού κυττάρου; Δεν μπορεί να κάνει αλλιώς. Κι είναι κακό που το πιο ισχυρό κύτταρο αφομοιώνει αυτό το ασθενέ-στερο; Κι αυτό δεν μπορεί να κάνει αλλιώς· είναι υποχρεωμένο να το κάνει, γιατί πασχίζει να βρει άφθονα υποκατάστατα και γιατί θέλει να αναγεννηθεί. Γι' αυτό πρέπει να διακρίνουμε μέσα στην ευμένεια: την ενόρμηση της ιδιοποίησης και την ενόρμηση της υποταγής, ανάλογα με το αν είναι ο ισχυρότερος ή ο ασθενέστερος αυτός που νιώθει ευμένεια. Η χαρά και η επιθυμία πάνε μαζί στον ισχυρότερο, που θέλει να μετα-

ΤΡΙΤΟ ΒΙΒΛΙΟ 129

σχηματίσει κάτι για να το κάνει λειτουργία τον η χαρά και η επιθυμία να είσαι επιθυμητός πάνε μαζί στον ασθενέστερο, που θέλει να γίνει λειτουργία. -Ο οίκτος είναι κατ' ουσία το πρώτο από τα δύο αυτά πράγ-ματα, μια ευχάριστη διέγερση της ενόρμησης της ιδιοποίησης μπρος στη θέα του ασθενέστερου: δεν πρέπει να ξεχνάμε όμως πως ο «ισχυ-ρός» και ο «αδύναμος» είναι σχετικές έννοιες.

119. Κανένας αλτρουισμός\ -Σε πολλούς ανθρώπους βλέπω μια |έ-χειλη δύναμη και επιθυμία να θέλουν να είναι λειτουργία· διαθέτοντας τη λεπτότερη όσφρηση σπεύδουν σε όλες εκείνες τις θέσεις όπου θα μπορούσαν ακριβώς αυτοί να είναι λειτουργία. Σ' αυτη την κατηγορία ανήκουν εκείνες οι γυναίκες που μεταμορφώνουν τον εαυτό τους σε λειτουργία ενός άνδρα -μια λειτουργία που δεν είναι αρκετά αναπτυγ-μένη σ' αυτόν; έτσι γίνονται το πορτοφόλι του, η πολιτική του ή η κοινω-νικότητα του. Τέτοια όντα διατηρούν τον εαυτό τους καλύτερα όταν ενσωματώνονται σ' έναν ξένο οργανισμό" αν αποτύχουν να το κάνουν αυτό, χάνουν το κέφι τους, οργίζονται, ερεθίζονται και κατασπαράζουν τον εαυτό τους.

120. Υγεία της ψυχής. - Η δημοφιλής ιατρική ηθική διατύπωση (που δημιουργός της είναι ο Αρίστων ο Χίος) ότι «η αρετή είναι η υγεία της •ψυχής'®"», θα έπρεπε, για να γίνει χρήσιμη, να τροποποιηθεί τουλάχι-στον με τον εξής τρόπο: «η αρετή σου είναι η υγεία της ψυχής σου». Γιατί δεν υπάρχει υγεία καθ' εαυτήν, και κάθε απόπειρα να οριστεί ένα πράγμα μ' αυτό τον τρόπο απέτυχε οικτρά. Για να προσδιοριστεί αντό που σημαίνει υγεία για το σώμα σου, πρέπει να ληφθεί υπόψη ο σκοπός σου, ο ορίζοντάς σου, οι δυνάμεις σου, οι ενορμήσεις σου, οι πλάνες σου, και πάνω απ' όλα τα ιδεώδη και τα φαντάσματα της ψυχής σου. Επομένως, υπάρχουν αναρίθμητες υγείες του σώματος· κι όσο πιο πολύ επιτρέπουμε στο ατομικό και στο ασύγκριτο να σηκώσει το κεφάλι του ξανά, όσο πιο πολύ ξεμαθαίνουμε το δόγμα της «ισότητας των ανθρώ-πων», τόσο πιο πολύ πρέπει να εγκαταλείψουν οι γιατροί μας την έν-νοια της q7υσιoλoγικής υγείας, μαζί με τη φυσιολογική δίαιτα και τη φυ-σιολογική πορεία της ασθένειας. Μόνο τότε θα είναι κατάλληλη η στιγ-μή για να σκεφτούμε για την υγεία και την αρρώστια της ψυχής, και να

180.0 Αρίστων ο Χίος ήταν στωικός φιλόσοιρος. Βλ. J. von Arnim, Stoicomm velenm fragmenta, I, απ. 359. To ίδιο όμως λέει ήδη ο Πλάτωνας στην Πολιτε&χ, 444d.

130 Η ΧΑΡΟΥΜΕΝΗ ΕΠΙΣΤΗΜΗ

τοποθετήσουμε την ξεχωριστή αρετή του καθένα στην υγεία της ψυχής του· η οποία μπορεί ασφαλώς να εμφανίζεται στον ένα ως το αντίθετο της υγείας σ' ε'ναν άλλο. Τέλος, θα μείνει ανοιχτό το μεγάλο ερώτημα αν μπορούμε πραγματικά να κάνουμε χωρίς την αρρώστια -ακόμη και για την ανάπτυξη της αρετής μας- και αν η δίψα μας για γνώση και αυτογνωσία δεν χρειάζεται την άρρωστη ψυχη τόσο όσο χρειάζεται την υγιή: κοντολογίς, αν η θέληση για υγεία δεν είναι μια προκατάληψη, μια δειλία κι ίσως ενα υπόλειμμα λεπτότατης βαρβαρότητας και οπι-σθοδρόμησης'®' .

121. Η ζωή δεν είναι επιχείρημα. -Φτιάξαμε για μας έναν κόσμο μέσα στον οποίο μπορούμε να ζούμε -με την παραδοχή της ύπαρξης σωμά-των, γραμμών, επιφανειών, αιτιών και αποτελεσμάτων, κίνησης και α-κινησίας, μορφής και περιεχομένου: χωρίς αυτά τα άρθρα πίστης κανέ-νας δεν θα άντεχε σήμερα τη ζωή! Αυτό όμως δεν τα αποδεικνύει κα-θόλου. Η ζωή δεν είναι επιχείρημα· στους όρους της ζωής μπορεί να περιλαμβάνεται η πλάνη.

122. Ο ηθικός σκεπτικισμός στο χριστιανισμό. -Κι ο χριστιανισμός συ-νέβαλε πολύ στο διαφοκισμό: δίδαξε τον ηθικό σκεπτικισμό με πολλή οξυδέρκεια και αποτελεσματικότητα: κατηγορώντας και πικραίνο·ντας με ακάματη υπομονή και φινέτσα· εκμηδένισε την πίστη κάθε μεμονω-μένου ανθρώπου στις «αρετές» του: εξαφάνισε για πάντα από τη γη εκείνους τους μεγάλους ενάρετους που δεν σπάνιζαν στην αρχαιότητα -εκείνους τους δημοφιλείς ανθρώπους που, εφοδιασμένοι με πίστη στην τελειότητά τους, περιφέρονταν με αξιοπρέπεια ταυρομάχου. Όταν ε-μείς σήμερα, εμείς που έχουμε εκπαιδευτεί σ" αυτή τη χριστιανική σχο-λή του σκεπτικισμού, διαβάζουμε τα βιβλία ηθικής των αρχαίων -για παράδειγμα, του Σενέκα"^ και του Επίκτητου'"-, νιώθουμε μια ευχάρι-στη ανωτερότητα και είμαστε γεμάτοι από κρυφές διαισθήσεις και επι-σκοπήσεις, ένα αίσθημα που θα νιώθαμε αν ακούγαμε ένα παιδί να μιλάει μπροστά σ' ένα γέρο ή μια υπερενθουσιώδη νεαρή καλλονή μπρο-

181. Βασικό κείμενο για την κατανόηση της νιτσεϊκής έννοιας της υγείας. Βλ. επίσης παραπάνω οτον Πρόλογο, § 3 και πιο κάτω την § 382. Επίσης, Ecce Homo, «Γιατί είμαι τόσο σοφός», § 1-3. 182. Λεύκιος Ανναίος Σενέκας (4 π.Χ.-65 μ.Χ.), λατίνος στωικός φιλόσοφος. 183. Έλληνας σιωικός φιλόσοφος (50-138).

ΤΡΙΤΟ ΒΙΒΛΙΟ 131

ατά στον Λαροσφουκώ"": εμείς ξε'ρουμε καλύτερα τι είναι η ηθική! Τε-λικά όμως εφαρμόσαμε τον ίδιο αυτό σκεπτικισμό σ' όλες τις θρησκεντι-κές καταστάσεις και διαδικασίες, όπως είναι η αμαρτία, η μετάνοια, η χαρη, η καθαγίαση, και επιτρέψαμε στο σκουλήκι να σκάψει τόσο βα-θιά, που νιώθουμε τώρα το ίδιο αίσθημα λεπτής υπεροχής και διαίσθη-σης όταν διαβάζουμε και τα χριστιανικά βιβλία: εμείς ξε'ρουμε καλύτε-ρα τι είναι τα θρησκευτικά αισθήματα! Κι είναι καιρός να τα γνωρίσου-με καλά και να τα περιγράψουμε καλά, γιατί οι ευσεβείς της παλιάς πίστης πεθαίνουν κι αυτοί. Ας διασώσουμε την εικόνα τους και τον τυπο τους, για χάρη της γνώσης τουλάχιστον!

123. Η γνώση, κάτι παραπάνω από ojtXö μέσο. -Ακόμη και χωρίς αυτό το καινούργιο πάθος -εννοώ το πάθος της γνώσης- η επιστήμη θα προα-γόταν: μέχρι τώρα η επιστήμη μεγάλωσε και ωρίμασε δίχως αχηό το πά-θος. Η καλή πίστη στην επιστήμη, η προκατάληψη υπε'ρ αυτής, που κυ-ριαρχεί τώρα στα κράτη μας (παλιότερα κυριαρχούσε ακόμη και στην Εκκλησία), βασίζεται στο γεγονός ότι αυτή η απόλυτη και ακατανίκητη τάση εκδηλώθηκε πολύ σπάνια μέσα στην επιστήμη και ότι η επιστήμη δεν θεωρείται πάθος αλλά απλή κατάσταση ή «ήθος»'®'. Συχνά αρκεί η amour-plaisir [αγάπη-ευχαρίστηση] της γνώσης (περιέργεια), αρκεί η amour-vanite [αγάπη-ματαιοδοξία]'®', το να είσαι συνηθισμένος στην ε-πιστήμη, με τη δευτερεύουσα βλέψη για τιμή και ψωμί, αρκεί επίσης γux πολλούς το ότι δεν ξέρουν πώς να χρησιμοποιήσουν τον περίσσιο χρόνο τους εκτός από το να διαβάζουν, να συλλέγουν, να τακτοποιούν, να πα-ρατηρούν και να αφηγούνται περαιτέρω· η «επιστημονική τους ενόρμη-ση» είναι η ανία τους. Ο πάπας Λέων Γ έψαλε κάποτε (στην Επιστολή στον Βεροάλδο'") τον ύμνο της επιστήμης: την αποκάλεσε ομορφότερο στολίδι και μεγαλύτερο καμάρι της ζωής μας, και ευγενή ενασχόληση σε καιρούς ευτυχίας και σε καιρούς δυστυχίας- και στο τέλος είπε: «Χωρίς αυτήν, όλα τα ανθρώπινα εγχειρήματα δεν θα είχαν στέρεο έρεισμα -

184. Γάλλος μοραλκτιης συγγραφέας (1613-1680). 185. Ελληνικά στο κείμενο. Το ήθος δηλώνει τη μόνιμη κατάσταση, σε αντίθεση με το πάθος που δηλώνει την προσωρινή διάθεση. 186. Για τις διακρίσεις αυτές ο Νίτσε εμπνέεται από τον Στανχάλ, Zte l'amour. 187.0 Λέοϊν Γ χρημάτισε πάπας από το 1513 ώς το 1521. Υπήρξε θερμός θιασώτης της κοσμικής κουλτούρας. Στην επιστολή του αιητή μιλά για το ενδιαφέρον που πα-ρουσιάζουν τα κείμενα της λατινικής γραμματείας. Στον Βεροάλδο ανέθεσε την έκ-δοση των έργων του Τάκιτου Annales και Historiae. Βλ. Σταντάλ, Promemdes dans Rome.

132 Η ΧΑΡΟΥΜΕΝΗ ΕΠΙΣΤΗΜΗ

ακόμη και μ' αυτήν τα ανθρώπινα εγχειρήματα είναι αρκετά μεταβλητά και αβε'βαια!» Αλλά αυτός ο αρκετά σκεπτικιστής πάπας τηρεί σιγή, ό-πως κι άλλοι εκκλησιαστικοί υμνητές της επιστήμης, όσον αφορά στην τελική του κρίση γι' αυτήν. Από τα λόγια του μπορεί κανείς να μαντέψει, αν κι αιπό είναι παράξενο για ε'ναν τέτοιο φίλο των τεχνών, ότι βάζει την επιστήμη πάνω από την τέχνη· τελικά όμως είναι απλώς «καλοί τρόποι» το ότι δεν μιλάει εδώ για εκείνο το πράγμα το οποίο βάζει πάνω απ' όλες τις επιστήμες: για την «εξ απσκαλύψεως αλήθεια» και για την «αιώνια σωτηρία της ψυχής». Σε σύγκριση μ' αυτές, τι σημασία έχουν γι' αυτόν το στολίδι, το καμάρι, η αναψυχή και η ασφάλεια της ζωής; «Η επιστήμη είναι κάτι δεύτερης σειράς, όχι κάτι έσχατο, όχι κάτι απόλυτο, όχι ένα αντικείμενο του πάθους» -αυτή την κρίση κράτησε στα βάθη της ψυχής του ο Λέων: την αληθινά χριστιανική κρίση για την επιστήμη! -Στην αρ-χαιότητα, η αξιοπρέπεια και η αναγνώριση της επιστήμης μειώνονταν από το ότι ακόμη και οι πιο θερμοί οπαδοί της έδιναν προτεραιότητα στην επιδίωξη της αρετής και από το ότι όλοι πίστευαν ότι η γνώση δεχό-ταν τον μεγαλύτερο έπαινο όταν επαινούνταν ως το καλύτερο μέσο για να (ρτάσει κανείς στην αρετή. Το ότι η γνώση θέλει να είναι κάτι παραπά-νω από απλό μέσο είναι κάτι καινούργιο στην ιστορία.

124. Στον ορίζοντα τον απείρου. -Αφήσαμε τη στεριά κι ανεβήκαμε στο πλοίο! Κόψαμε τις γέφυρες πίσω μας - κι ακόμη περισσότερο, αφή-σαμε τη στεριά πίσω μας. Και τώρα, καραβάκι, πρόσεξε! Γύρω σου είναι ο ωκεανός: δεν μουγκρίζει πάντα, είναι αλήθεια, και μερικές φο-ρές απλώνεται σαν μετάξι και χρυσάφι και ονειροπόλημα καλοσύνης. Μα θα έρθουν ώρες που θα καταλάβεις πως είναι απέραντος και πως τίποτε δεν είναι πιο φοβερό από την απεραντοσύνη. Ω (ρτωχό πουλί, που ένιωθες ελεύθερο και τώρα χτυπιέσαι στα κάγκελα αυτού του κλου-βιού! Αλίμονό σου αν σε πιάσει νοσταλγία για τη στεριά, σαν να υπήρχε εκεί πιο πολλή ελευθερία: γιατί τώρα δεν υπάρχει πια «στεριά»!

125. Ο τρελός. -Δεν ακούσατε για εκείνο τον τρελό που κρατούσε ένα αναμμέ'Ό φανάρι μέρα μεσημέρι κι έτρεχε στην αγορά φωνάζο-ντας ασταμάτητα: «Ψάχνω να βρω το Θεό! Ψάχνω να βρω το Θεό"'!» 188. Ο Νίτσε εμπνέεται εδώ από την ιστορία που αναφέρει ο Διογένης Λαέρτιος {Φιλοσόφων βίων και δογμάτων συναγωγή, VI 41) για τον φιλόσοφο Διογένη τον κυνικό: «Ο Διογένης άναψε μες στο καταμεσήμερο ένα λυχνάρι και είπε: "Ψάχνω να βρω έναν άνθρωπο".»

ΤΡΙΤΟ ΒΙΒΛΙΟ 133

-Επειδή όμως πολλοί από τους παρευρισκόμενους δεν πίστευαν στο Θεό, ξέσπασαν σε δυνατά γέλια. Μήπως χάθηκε; ρώτησε κάποιος. Μήπως έχασε το δρόμο του σαν το μικρό παιδί; είπε κάποιος άλλος. Ή μήπως κρύβεται; Μήπως μας φοβάται; Μήπως μπάρκαρε στο πλοίο; Μήπως ξε-νιτεύτηκε; -έτσι φώναζαν και γελούσαν. Ο τρελός πήδησε ανάμεσα τους και τους διαπέρασε με τη ματιά του. «Που είναι ο Θεός;» φώναξε, «θα σας πω εγώ! Τον σκοτώσαμε -εσείς κι εγώ! Είμαστε όλοι δολοφόνοι του! Αλλά πώς το κάναμε; Πώς μπορέσαμε να πιούμε τη θάλασσα ώς την τελευταία σταγόνα; Ποιος μας έδωσε το σφουγγάρι για να σβήσουμε όλο τον ορίζοντα; Τι κάναμε όταν κόψαμε την αλυσίδα που ενώνει τούτη τη γη με τον ήλιο της; Προς τα πού κινείται αυτή τώρα; Προς τα πού κινού-μαστε εμείς; Μακριά από όλους τους ήλιους; Δεν γκρεμιζόμαστε συνε-χώς; Πίσω, πλάγια, μπροστά, προς όλες τις μεριές; Υπάρχει ακόμα ένα πάνω κι ένα κάτω; Δεν περιπλανιόμαστε σαν μέσα σ* ένα απέραντο μη-δέν; Δεν νιώθουμε την ανάσα του κενού χώρου; Δεν κάνει περισσότερο κρύο; Δεν έρχεται η νύχτα, πάντα η νύχτα, πάνω μας; Δεν πρέπει ν' ανά-βουμε φανάρια στο καταμεσήμερο; Δεν ακούμε ακόμη τίποτε από το θόρυβο που κάνουν οι νεκροθάφτες που θάβουν το Θεό; Δεν μυρίζουμε ακόμη τίποτε από τη θεϊκή αποσύνθεση; -και οι θεοί αποσυντίθενται! Ο Θεός είναι νεκρός! Ο Θεός παραμένει νεκρός! Κι εμείς τον σκοτώσαμε! Πώς να παρηγορηθούμε εμείς, οι φονιάδες των φονιάδων; Κάτω απ' το μαχαίρι μας μάτωσε ό,τι πιο άγιο και πιο ισχυρό είχε ώς τώρα ο κόσμος -ποιος θα μας καθαρίσει απ' αυτό το αίμα; Ποιο νερό μπορεί να μας πλύ-νει; Ποιους εξιλασμούς, ποια ιερά παιχνίδια πρέπει να εφεύρουμε; Το μέγεθος αυτής της πράξης δεν είναι πολύ μεγάλο για μας; Δεν πρέπει να γίνουμε κι εμείς οι ίδιοι θεοί απλώς για να φαινόμαστε άξιοί της; Ποτέ δεν υπήρξε μεγαλύτερη πράξη -κι όποιος γεννηθεί μετά από μας θα ανή-κει, χάρη σε τούτη την πράξη, σε μια ιστορία ανοάτερη από κάθε ιστορία που υπήρξε μέχρι τώρα!» -Εδώ σιώπησε ο τρελός και ξανακοίταξε τους ακροατές του· κι εκείνοι σιωπούσαν και τον κοίταζαν έκπληκτοι. Στο τέλος αυτός πέταξε στο χώμα το φανάρι του, που 'γινε κομμάτια και έ-σβησε. «Έρχομαι πολύ νωρίς», είπε μετά, «δεν έχει έρθει ακόμα η ώρα μου. Αιττό το τρομερό γεγονός είναι ακόμα στο δρόμο και περιπλανιέται-δεν έχει φτάσει ακόμη στ' αφτιά των ανθρώποϊν. Η αστραπή και η βρο-ντή χρειάζονται χρόνο* το φως των αστεριών χρειάζεται χρόνο· οι πρά-ξεις, ακόμη κι όταν έχουν γίνει, χρειάζονται χρόνο, ώσπου να τις δσυν και να τις ακούσουν οι άνθροΜΤΟι"'. Αυτή η πράξη είναι πιο μακριά απ' αυ-

189. Την ίδια ιδέα εκφράζει και ο Χάινριχ Χάινε σχετικά με το θάνατο του θεού: «Arno το πένθιμο νέο θα χρειαστεί ίσως μερικούς αιώνες ακόμα για να διαδοθεί σε όλη την οικουμένη... εμείς οι άλλοι όμως πενθούμε εδώ και και^ό.» (De Profiuidis).

134 Η ΧΑΡΟΥΜΕΝΗ ΕΠΙΣΤΗΜΗ

τους απ" ό,τι τα πιο απομακρυσμένα αστέρια -κι όμως αυτοί την έκαναν\» -Λένε ακόμη πως την ίδια μέρα ο τρελός μπήκε σε διάφορες εκκλησίες όπου έψαλλε το Requiem aetemam deo [αιώνιο ρέκβιεμ στο Θεό""] του. Κι όταν τον πετούσαν έξω και του ζητούσαν το λόγο, πάντα απαντούσε λέγοντας το ίδιο: «Μα τι άλλο είναι τώρα αυτές οι εκκλησίες εκτός από τάφοι και μαυσωλεία του Θεού"';»

126. Μυστικιστικές εξηγήσεις. -Οι μυστικιστικές εξηγήσεις θεωρού-νται βαθιές. Η αλήθεια είναι πως δεν είναι ούτε επιφανειακές.

127. Αντίκτυπος της πιο παλιάς θρησκευτικότητας. -Κάθε μη σκεπτό-μενος άνθρωπος έχει τη γνώμη πως μόνο η θέληση είναι ενεργή· πως το βούλεσθαι είναι κάτι απλό, ένα απλό δεδομένο, κάτι μη παραγώγιμο, κάτι κατανοητό καθ' εαυτό. Είναι πεισμένος πως, όταν κάνει κάτι, ό-ταν δίνει ένα χτύπημα παραδείγματος χάρη, είναι αυτός που το δίνει και το έχει δώσει επειδή ήθελε να το δώσει. Δεν βλέπει κανένα πρόβλη-μα εδώ' αντίθετα, το αίσθημα της θέλησης τού αρκεί όχι μόνο για να παραδεχτεί την αιτία και το αποτέλεσμα, αλλά και για να πιστέψει ότι καταλαβαίνει τη σχέση τους. Δεν ξέρει τίποτε για το μηχανισμό αυτού το οποίο συμβαίνει και για την εκατονταπλάσια λεπτή δουλειά που πρέ-πει να γίνει για να δοθεί το χτύπημα, ή για την ανικανότητα της θέλη-σης καθ' εαυτής να κάνει ακόμη και το πιο μικρό μέρος αυτής της δου-λειάς. Γι' αυτόν η θέληση είναι μια δύναμη που δρα μαγικά: η πίστη στη θέληση ως αιτία των αποτελεσμάτων είναι η πίστη σε δυνάμεις που δρουν μαγικά. Αρχικά, παντού όπου έβλεπε ο άνθρωπος να συμβαίνει κάτι, πίστευε σε μια θέληση εννοούμενη ως αιτία και σε όντα προικισμένα με προσωπική θέληση που δρούσε στο υπόβαθρο - η έννοια της μηχανικής τού ήταν εντελώς ξένη. Επειδή όμως ο άνθρωπος πίστευε, για τεράστιες χρονικές περιόδους, μόνο σε πρόσωπα (κι όχι σε ύλες, δυνάμεις, πράγ-ματα κ.ο.κ), η πίστη στην αιτία και στο αποτέλεσμα τού έγινε βασική πίστη, την οποία εφάρμοζε οπουδήποτε συνέβαινε κάτι -κι αυτό εξακο-λουθεί να κάνει ενστικτωδώς και σαν ένα κομμάτι παμπάλαιου αταβι-

190. Αρχή μι«ς χριστιανικής προσευχής για τους νεκρούς. 191. Γράφει ο Σοπενάουερ οτο Die Welt als Wille und Vorstellung, "Ergänzungen zum dritten Buch", § 35·. «'Otav βλέπω την άπιστη εποχή μας να αποπερατώνει με τόσο ζήλο τις γοτθικές εκκλησίες που άφησε ανολοκλήρωτες ο πιστός στο Θεό Μεσαίωνας, μου φαίνεται πως δουλεύουν για να ταριχεύσουν το κουφάρι του χριστιανισμού.»

ΤΡΙΤΟ ΒΙΒΛΙΟ 135

σμοΰ. Οι θέσεις «δεν υπάρχει αποτέλεσμα χωρίς αιτία», «κάθε αποτέ-λεσμα είναι με τη σειρά του αιτία» φαίνονται σαν γενικεύσεις πολύ πιο περιορισμένων θέσεων: «εκεί όπου ασκήθηκε μια δράση, κάποιος το θέλησε»· «μπορείς να δράσεις μόνο πάνω σε όντα προικισμένα με θέ-ληση»· «δεν υπάρχει αποτέλεσμα που απλώς το υφίστασαι, που δεν έχει συνέπειες, αλλά κάθε υφίστασθαι είναι διέγερση της θέλησης (για δρά-ση, για άμυνα, για εκδίκηση, για αντίποινα). Στην προϊστορία της αν-θρωπότητας όμως, οι δυο κατηγορίες θέσεων ήταν ταυτόσημες: οι πρώ-τες δεν ήταν γενικεύσεις των δεύτερων, αλλά οι δεύτερες ήταν διαλευ-κάνσεις των πρώτων. -Όταν ο Σοπενάουερ παραδέχτηκε πως ό,τι υπάρ-χει είναι κάτι που θέλει, ενθρόνισε μια παμπάλαιη μυθολογία"^ Φαίνε-ται πως ποτέ δεν αποπειράθηκε να κάνει μια ανάλυση της θέλησης ε-πειδή, όπως κι όλοι οι άλλοι, πίστευε στην απλότητα και στην αμεσότη-τα κάθε θέλησης -ενώ η θέληση είναι στην πραγματικότητα ένας μηχα-νισμός που λειτουργεί τόσο καλά ώστε ξεφεύγει από το μάτι του παρα-τηρητή. Αντίθετα απ' αυτόν, εγώ υποστηρίζω τις εξής θέσεις: πρώτον, για να γεννηθεί η θέληση, χρειάζεται μια παράσταση για την ευχαρί-στηση και την απαρέσκεια. Δεύτερον, το να γίνεται αισθητό ως ευχαρί-στηση ή ως απαρέσκεια ένα ισχυρό ερέθισμα είναι δουλειά του ερμη-νεύοντας "νου, ο οποίος τις περισσότερες φορές δουλεύει χωρίς να το συνειδητοποιούμε· το ίδιο ερέθισμα μπορεί να ερμηνευτεί ως ευχαρί-στηση ή ως απαρέσκεια. Τρίτον: μόνο στα διανοητικά όντα υπάρχει ευχαρίστηση, απαρέσκεια και θέληση· η τεράστια πλειονότητα των ορ-γανισμών δεν έχει τίποτε τέτοιο.

128. Η αξία της προσευχής. - Η προσευχή επινοήθηκε για εκείνους τους ανθρώπους που δεν έχουν δικές τους σκέτρεις και που είτε δεν γνω-ρίζουν καθόλου την ανάταση της ψυχής είτε περνάει απαρατήρητη: τι πρέπει να κάνουν αυτοί οι άνθρωποι στους ιερούς χώρους και σ' όλες τις σημαντικές καταστάσεις της ζωής που απαιτούν ησυχία και ένα είδος αξιοπρέπειας; Για να μην ενοχλούν τουλάχιστον τους άλλους, η σοφία όλων των ιδρυτών θρησκειών, μικρών και μεγάλων, τους επέβαλε τη φόρμουλα της προσευχής -ως μακρόχρονη μηχανική δουλειά για τα χεί-λια, συνδεδεμένη με μια προσπάθεια της μνήμης και με μια εξίσου κα-θορισμένη στάση για τα χέρια, τα πόδια -και τα μάτια! Και τότε είτε αναμασούν, σαν τους Θιβετιανούς, αναρίθμητες φορές το «om mane padme hum» τους, είτε, όπως στο Μπεναρές, μετράνε το όνομα του θε-

192. Βλ. Die Weitab Wille und Vorstellur^, II, § 21.

136 Η ΧΑΡΟΥΜΕΝΗ ΕΠΙΣΤΗΜΗ

οΰ με τα δάχτυλα τους, «Ραμ-Ραμ-Ραμ» (και οΰτω καθεξής, με ή χωρίς χάρη), είτε τιμούν τον Βισνοΰ με τα χίλια ονόματα του ή τον Αλλάχ με τα ενενήντα εννιά ονόματά του, είτε χρησιμοποιούν για την προσευχή τους κομπολόγια και κομποσχοίνια: το βασικό είναι πως αυτή η δουλειά τους καθηλώνει κάμποση ώρα και τους δίνει υποφερτή όψη. Το δικό τους είδος προσευχής επινοήθηκε προς όφελος των ευσεβών ανθρώπων που γνωρίζουν από μόνοι τους τις σκέψεις και τις ψυχικές ανατάσεις. Ακόμη κι αυτοί όμως έχουν ώρες κόπωσης: γι' αυτό τους κάνει καλό μια σειρά από λατρευτικούς ήχους και λόγια και μια ευλαβική ρουτίνα. Αν υποθέσουμε όμως ότι αυτοί οι σπάνιοι άνθρωποι - ο άνθρωπος της θρη-σκείας είναι εξαίρεση σε κάθε θρησκεία- ξέρουν να βοηθήσουν τον εαυτό τους, εκείνοι οι πτωχοί τω πνεύματι δεν ξέρουν, κι αν κανείς τους απαγορέψει το κροτάλισμα της προσευχής τους τούς στερεί τη θρησκεία τους - όπως μας δείχνει κάθε μέρα και περισσότερο ο προτεσταντι-σμός. Η θρησκεία απαιτεί από τέτοιους ανθρώπους απλώς να κάθονται ήσυχα, αυτοί, τα μάτια τους, τα χέρια τους, τα πόδια τους και τ' άλλα όργανά τους· κι αυτό τους ομορφαίνει για μια στιγμή -και τους κάνει να μοιάζουν περισσότερο με ανθρώπους!

129. Οι όροι τον Θεού. -«Ο ίδιος ο Θεός δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς σοφούς ανθρώπους», είπε ο Λούθηρος"', και πολύ σωστά· όμως «ο Θε-ός μπορεί να υπάρξει ακόμη λιγότερο χωρίς τους ανόητους ανθρώπους!» -αυτό δεν το είπε ο καλός Λούθηρος!

130. Μια επικίνδυνη απόφαση. - Η χριστιανική απόφαση να βρίσκει άσχημο και κακό τον κόσμο τον έκανε άσχημο και κακό.

131. Χριστιανισμός και αυτοκτονία. - Ο χριστιανισμός έκανε την τρο-μερή επιθυμία για αυτοκτονία που υπήρχε στην εποχή της εμφάνισης του μοχλό της δύναμης του: επέτρεψε μόνο δυο μορφές αυτοκτονίας, τις έντυσε με το ύψιστο κύρος και με τις ύψιστες ελπίδες, και απαγόρεψε όλες τις άλλες με τρόπο που φόβιζε. Επέτρεψε δηλαδή το μαρτύριο και την αργή αυτοκαταστροφή του ασκητή.

193. Ανεξακρίβωτη πηγή. Πρβλ. Σοπενάουερ, Die Welt als Wille und Vorstellung, II, §25.

ΤΡΙΤΟ ΒΙΒΛΙΟ 137

132. Εναντίον τον χριστιανισμού. -Τώρα, αυτό που καταδικάζει τον χριστιανισμό δεν είναι πια οι λόγοι που έχουμε αλλά το γούστο μας.

133, Θεμελιώδης αρχή. -Μια αναπόφευκτη υπόθεση, στην οποία πρέ-πει να καταφεύγει αδιάκοπα η ανθρωπότητα, είναι μακροπρόθεσμα πιο ισχυρή από την πιο στερεά πίστη σε κάτι αναληθές (από τη χριστια-νική πίστη, παραδείγματος χάρη). Μακροπρόθεσμα: αυτό σημαίνει, στην περίπτωση αυτή, μετά εκατό χιλιάδες χρόνια.

134. Οι πεσιμισιές ως θύματα. -Εκεί που επιβάλλεται μια βαθιά απα-ρέσκεια με την ενθαδική ύπαρξη, έρχονται στο φως οι αντίκτυποι κά-ποιου μεγάλου διαιτητικού λάθους για το οποίο είναι υπεύθυνος ένας ολόκληρος λαός για μια μεγάλη χρονική περίοδο. Έτσι, η διάδοση του βουδισμού (και όχι η γέννησή του) οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στην υπερβολική και σχεδόν αποκλειστική κατανάλωση ρυζιού από τους Ιν-δούς και στη γενική μαλθακότητα που απορρέει απ' αυτήν. Η ευρωπα-ϊκή ανικανοποίηση της νεότερης εποχής οφείλεται ίσως στο γεγονός ότι ο κόσμος των προγόνων μας, όλος ο Μεσαίωνας, είχε παραδοθεί στο πιστό λόγω της επίδρασης που είχαν οι τευτονικές κλίσεις στην Ευρώπη: ο Μεσαίωνας είναι η δηλητηρίαση της Ευρώπης από το αλκοόλ. - Η γερμανική απαρέσκεια για τη ζωή είναι κατ' ουσία ένας χειμωνιάτικος μαρασμός, συμπεριλαμβανόμενων των επιδράσεων του μουχλιασμένου αέρα του κελαριού και του δηλητηρίου που αναδίνουν οι σόμπες μέσα στα γερμανικά σπίτια.

135. Προέλευση της αμαρτίας. - Η αμαρτία, όπως βιώνεται τώρα πα-ντού όπου κυριαρχεί ή κυριάρχησε κάποτε ο χριστιανισμός, είναι ιου-δαϊκό αίσθημα και ιουδαϊκή επινόηση. Σε σχέση μ' αυτό το υπόβαθρο όλης της χριστιανικής ηθικότητας, ο χριστιανισμός θέλησε πράγμαη να «εξιουδαΐσει» όλο τον κόσμο. Το πόσο το πέτυχε αυτό στην Ευρώπη το καταλαβαίνουμε από το βαθμό στον οποίο η ελληνική αρχαιότητα -ένας κόσμος δίχως αισθήματα αμαρτίας- εξακολουθεί να είναι ξένη για το αίσθημά μας, παρόλο που ολόκληρες γενιές και πολλά εξέχοντα άτομα έδειξαν την καλή θέληση να πλησιάσουν και να ενσωματώσουν αυτό τον κόσμο. «Μόνον αν μετανοήσεις, θα σε συγχωρέσει ο θεός» -αυτό θα φαινόταν σ' έναν Έλληνα γελοίο και εξοργιστικό· θα έλεγε: «έτσι νιώθουν οι δούλοι». Ο χριστιανισμός προϋποθέτει εδώ την ύπαρξη

138 Η ΧΑΡΟΥΜΕΝΗ ΕΠΙΣΤΗΜΗ

ενός ισχυρού, παντοδύναμου όντας, που όμως απολαμβάνει την εκδίκη-ση. Η δύναμη του είναι τόσο μεγάλη, που κανένας δεν μπορεί να τον βλάψει πουθενά εκτός από την τιμή του. Κάθε αμαρτία είναι παράβα-ση του σεβασμού, crimen laesae majestatis divinae [ε'γκλημα κατά της μεγαλειότητας του Θεού] -και τίποτα παραπάνω! Η συντριβή, ο εξευ-τελισμός, το κύλισμα με'σα στη σκόνη -όλα αυτά είναι ο πρώτος και τελευταίος όρος από τον οποίο εξαρτάται η χάρη του: είναι επίσης και αποκατάσταση της θεϊκής τιμής του! Το αν έχει προκαλέσει κάποια άλλη ζημιά η αμαρτία, το αν έχει φυτρώσει μαζί της κάποια φρικτή συμφορά που θα μεγαλώσει και θα κυριέψει τον έναν άνθρωπο μετά τον άλλο σαν αρρώστια που θα τους πνίξει, είναι κάτι που αφήνει ο-λότελα αδιάφορο αυτόν τον διψασμένο για τιμές ανατολίτη του ουρα-νού: η αμαρτία είναι παράβαση εναντίον του, όχι εναντίον της ανθρω-πότητας! Σ' εκείνους που δίνει τη χάρη του, δίνει και τούτη την αμερι-μνησία για τις φυσικές συνέπειες της αμαρτίας. Ο Θεός και η ανθρωπό-τητα συλλαμβάνονται εδώ τόσο χωρισμένοι, τόσο αντιτιθέμενοι, που κατά βάθος είναι αδύνατο να διαπραχθεί μια αμαρτία εναντίον της ανθρωπότητας -κάθε πράξη πρέπει να εξετάζεται μόνο σε σχέση με τις υπερφυσικές συνέπειές της κι όχι σε σχέση με τις φυσικές· αυτό απαιτεί το ιουδαϊκό αίσθημα, για το οποίο ό,τι είναι φυσικό είναι και το καθ' εαυτό αναξιοπρεπές"". Αντίθετα, οι Έλληνες ήταν κοντύτερα στη σκέ-ψη ότι και η ιεροσυλία μπορούσε να έχει κάποια αξιοπρέπεια -ακόμη και η κλεψιά, όπως στην περίπτωση του Προμηθέα"^, ακόμη και η σφα-γή ζώων ως έκφραση ενός παρανοϊκού φθόνου, όπως στην περίπτωση του Αίαντα'": στην ανάγκη τους να προσδώσουν αξιοπρέπεια και να ενσωματώσουν την αξιοπρέπεια στην ιεροσυλία, επινόησαν την τραγω-δία -μια μορφή τέχνης και μια ευχαρίστηση που παρέμειναν κατ' ουσία ξένες στον Εβραίο, παρά τα ποιητικά χαρίσματα και την κλίση προς το υψηλό που διέθετε.

136. Ο εκλεκτός λαός. -Οι Εβραίοι, που αισθάνονται ως ο εκλεκτός λαός"' , ιδίως επειδή εκπροσωπούν την ηθική μεγαλοφυία μεταξύ των λαών (λόγω της ικανότητάς τους να περιφρονούν βαθύτερα τον άνθρω-πο καθ' εαυτό απ' ό,τι οποιοσδήποτε άλλος λαός) - οι Εβραίοι δοκιμά-194. Αυτή η ερμηνεία του ιουδαϊσμού ουναντάται και σε άλλους φιλοσόφους, όπως π.χ.οττονΧέγκελ. 195. Η πληροφορία από τον Προμηθέα δεσμώτη ταυ Αισχύλου. 196. Η πληροφορία από τονΧ/αντα του Σοφοκλή. 197.-£ξοόθί,19,5.

ΤΡΙΤΟ ΒΙΒΛΙΟ 139

ζουν για το θεϊκό μονάρχη και άγιο τους μια χαρά παρόμοια μ' εκείνη που δοκίμαζε για τον Λουδοβίκο ΙΔ' η γαλλική αριστοκρατία. Αυτη η αριστοκρατία είχε παραχωρήσει όλη τη δύναμη και την υπάτη εξουσία της και είχε γίνει αξιοκαταφρόνητη: για να μην το νιώθει αυτό, για να μπορέσει να το ξεχάσει, χρειαζόταν μια άνευ προηγουμένου βασιλική λάμ-•ψη, βασιλική αυθεντία και πληρότητα δύναμης, την οποία μόνον η αρι-στοκρατία μπορούσε να πλησιάσει. Χάρη σ' αυτό το προνόμιο, ανέβαι-ναν στο ύψος της αυλής και από κει πάνω έβλεπαν τα πάντα κάτω από τα πόδια τους και τα έβρισκαν αξιοκαταφρόνητα -κι ε'τσι ξεπερνούσαν κά-θε ευερεθιστότητα της συνείδησης. Έτσι, έχτιζαν θεληματικά τον πύργο της βασιλικής δύναμης όλο και πιο ψηλά στα σύννεφα, χρησιμοποιώντας ακόμη και τα τελευταία λιθάρια της δικής τους δύναμης.

137. Για να μιλήσουμε με εικόνες. - Έ ν α ς Ιησούς Χριστός ήταν δυνατό να εμφανιστεί μόνο μέσα σ' ένα ιουδαϊκό τοπίο -εννοώ σ' ένα τοπίο πάνω από το οποίο επικρέμεται μονίμως το σκοτεινό και υπέροχο θυελ-λώδες σύννεφο του οργισμένου Ιεχωβά. Μόνον εδώ βιώθηκε το σπάνιο και αιφνίδιο φωτεινό πέρασμα μιας μοναδικής ηλιαχτίδας μέσα από τη φρικτή, γενική και διαρκή νύχτα της μέρας σαν να ήταν θαΰμα της «α-γάπης» και ακτίνα της πιο αδικαιολόγητης «χάρης». Μόνον εδώ μπο-ρούσε ο Χριστός να ονειρευτεί το ουράνιο τόξο του και την ουράνια σκάλα από την οποία κατέβαινε ο Θεός στους ανθρώπους· παντού αλ-λού ο καλός καιρός και ο ήλιος θεωρούνταν κανόνας και καθημερινή πραγματικότητα.

138. Η πλάνη τον Χριστού. - Ο ιδρυτής του χριστιανισμού νόμιζε πως τίποτε δεν έκανε τους ανθρώπους να υποφέρουν τόσο όσο οι αμαρτίες τους. Αυτή ήταν η πλάνη του - η πλάνη κάποιου που ένιωθε πως ήταν απαλλαγμένος από την αμαρτία και που δεν είχε πείρα σ' αυτό το θέ-μα! Γι' αυτό η ψυχή του γέμισε από εκείνη τη θαυμαστή και φαντασμα-γορική συμπόνια για μια δυστυχία που σπάνια θεωρούνταν μεγάλη α-κόμη και από τον λαό του, δηλαδή από τον εφευρέτη της αμαρτίας! -Οι χριστιανοί όμως βρήκαν τρόπο να δώσουν δίκιο στον δάσκαλο τους εκ των υστέρων και να καθαγιάσουν την πλάνη του μετατρέποντάς την σε «αλήθεια"»».

198. Πρβλ. Ο ανιίχριστος, § 39 κ.ε.

140 Η ΧΑΡΟΥΜΕΝΗ ΕΠΙΣΤΗΜΗ

139. Χρώμα των παθών. -Φύσεις σαν εκείνη του απόστολου Παΰλου βλε'πουν τα πάθη με «κακό μάτι»· μαθαίνουν να γνωρίζουν απ' αυτά μόνον ό,τι είναι βρόμικο, ό,τι παραμορφώνει, ό,τι κομματιάζει τις καρ-διές· γι' αυτό η ιδανική τους τάση αποβλέπει στην εκμηδένιση των πα-θών και βλέπουν στο θείο την πλήρη καθαρότητα σε σχέση μ' αυτά. Εντελώς αντίθετα από τον Παύλο και τους Εβραίους, οι Έλληνες έ-στρεψαν την ιδανική τους τάση προς τα πάθη και τα αγάπησαν, τα εξύψωσαν, τα χρύσωσαν και τα θεοποίησαν. Προφανώς, το πάθος τους έκανε να νιώθουν όχι μόνο πιο ευτυχείς αλλά και πιο καθαροί και πιο θεϊκοί απ' ό,τι συνήθως. -Κι οι χριστιανοί; Θέλησαν να γίνουν Εβραίοι σ' αυτό το σημείο; Το κατάφεραν;

140. Πάρα πολύ εβραϊκό. -Αν ήθελε ο Θεός να γίνει αντικείμενο αγάπης, θα έπρεπε πρώτα να παραιτηθεί από τον ρόλο του δικαστή και από τη δικαιοσύνη· ένας δικαστής, ακόμη και ελεήμων, δεν είναι α-ντικείμενο αγάπης. Ο ιδρυτής του χριστιανισμού δεν έδειξε αρκετά λε-πτή αίσθηση στο σημείο αυτό -επειδή ήταν κι αυτός Εβραίος.

141. Πάρα πολύ ανατολίτικο. -Πώς; Ένας Θεός που αγαπάει τους ανθρώπους με τον όρο να πιστεύουν σ' αυτόν, και που ρίχνει τρομερές ματιές και απειλές σ' όποιον δεν πιστεύει σ' αυτή την αγάπη! Πώς; Μια αγάπη κλεισμένη μέσα σε όρους συμβολαίου ως αίσθημα ενός παντο-δύναμου θεού! Μια αγάπη που δεν κατάφερε να κυριαρχήσει πάνω στο αίσθημα της τιμής και στο αίσθημα της αράθυμης δίψας για εκδίκη-ση! Πόσο ανατολίτικα είναι όλα αυτά! «Αν εγώ σε αγαπώ, εσένα τι σε νοιάζει"';» -αυτό είναι μια επαρκής κριτική για όλο τον χριστιανισμό.

142. θυμίαμα. - Ο Βούδας λέει: «Μην κολακεύεις τον ευεργέτη σου!» Επαναλάβετε αυτά τα λόγια μέσα σε μια χριστιανική εκκλησία κι αμέ-σως θα καθαρίσουν τον αέρα από καθετί χριστιανικό.

143. Η μεγαλύτερη ωφέλεια του πολυθεΐσμού. -Το να φτιάχνει ένα άτομο το δικό του ιδεώδες και να αντλεί απ' αυτό τον δικό του νόμο, τις δικές του χαρές και τα δικά του δικαιώματα είναι κάτι που θεωρούνταν

199. Η φράση είναι του Γκαίτε από το Wahrheit und Dichtung.

ΤΡΙΤΟ ΒΙΒΛΙΟ 141

μέχρι τώρα η πιο ανηκουστη ανθρώπινη παρεκτροπή και η ειδωλολατρία καθ' εαυτην. Οι· λίγοι που τολμούσαν να κάνουν κάτι τέτοιο ένιωθαν πά-ντα την ανάγκη να απολογηθούν, λέγοντας συνήθως: «Δεν ήμουν εγώ! Δεν ήμουν εγώ! Αλλά ένας θεός μέσα μου^""!» Η θαυμαστή τέχνη και ικανότητα για δημιουργία θεών -ο πολυθεϊσμός- ήταν αυτό μέσω του οποίου μπορούσε να εκφορτιστεί, να εξαγνισθεί, να τελειοποιηθεί και να εξευγενισθεί αυτή η ενόρμηση: γιατί αρχικά ήταν μια πολΰ κοινή και ανυπόληπττη ενόρμηση, που συνδεόταν με την ισχυρογνωμοσΰνη, την α-νυπακοή και τον φθόνο. Να είσαι εχθρικός απέναντι στην ενόρμηση για ένα δικό σου ιδεώδες: αυτός ήταν άλλοτε ο βασικός νόμος κάθε ηθικότη-τας. Υπήρχε μόνο μια νόρμα: «ο άνθρωπος» -και κάθε λαός πίστευε πως είχε αυτή την πρώτη και έσχατη νόρμα. Αλλά πάνω και έξω απ' αυτόν, σε κάποιο μακρινό «πάνω» κόσμο^"', μπορούσε κανείς να δει ένα πλήθος από νόρμες- ο ένας θεός δεν ήταν η άρνηση ενός άλλου θεού ή βλασ(ρημί-α εναντίον του! Εδώ έγιναν επιτρεπτά για πρώτη φορά τα άτομα, εδώ τιμήθηκε για πρώτη φορά το δίκαιο των ατόμοιν. Η επινόηση θεών, ηρώ-ων και κάθε λογής υπερανθρώπων^^, όπως και όντων «πλάι» στον άν-θρωπο ή «κάτω» απ' αυτόν, νάνων, ξαπικών, κενταύρων, σατυροον, δαι-μόνων και διαβόλων, ήταν η ανεκτίμητη προπαρασκευαστική άσκηση για τη δικαιολόγηση του εγωισμού και της υπάτης εξουσίας του ατόμου: την ελευθερία που παραχωρούσε κανείς σ' ένα θεό σε σχέση με τους άλλους θεούς - την παραχώρησε τελικά και στον εαυτό του σε σχέση με τους νόμους, τα ήθη και τους γείτονές του. Αντίθετα, ο μονοθεϊσμός, αιττή η αυστηρή συνέπεια της θεωρίας του ενός και μοναδικού φυσιολογικού ανθρώπου -άρα η πίστη σ" ένα φυσιολογικό θεό, δίπλα στον οποίο υπάρ-χουν μόνο κάλπικοι ψευτοθεοί- ήταν ίσως ο μεγαλύτερος κίνδυνος που αντιμετώπισε μέχρι τώρα η ανθρωπότητα. Την απείλησε με εκείνο το πρόωρο σταμάτημα που, απ' όσο μπορούμε να κρίνουμε, προσέβαλε εδώ και πολύ καιρό ήδη τα περισσότερα άλλα ζωικά είδη· γιατί όλα πιστεύουν σ' ένα και μοναδικό φυσιολογικό ζώο και ιδεώδες για το είδος τους, κι έχουν κάνει οριστικά σάρκα και αίμα τους την ηθικότητα των ηθών. Στον πολυθεϊσμό προεικονίζεται η ελευθερία και η πολυειδία του πνεύματος του ανθρώπου: η δύναμη να δημιουργούμε για τον εαυτό μας δικά μας καινούργια μάτια -συνεχώς όλο πιο καινούργια, όλο πιο δικά μας: γι'

200. Πρβλ. τα λόγια του Ιησού στο Κατά Ιωάννψ ευαγγέλιον, η', 14-16. 201. Überwelt. 202. Πρώτη εμφάνιση της λέξης «υπεράνθρωπος» στο δημοοαευμένο έργο του Νίτσε. Τη χρησιμοποίησαν πάντως και προγενέστεροι του, όπως ο Χέρντερ, ο Ζαν-Π(ύλ και ο Γκαίτε.

142 Η ΧΑΡΟΥΜΕΝΗ ΕΠΙΣΤΗΜΗ

αιιτό το λόγο, ανάμεσα σ' όλα τα ζώα μόνον ο άνθρωπος δεν ε'χει αιώ-νιους ορίζοντες και προοιαικές.

144. Θρησκευτικοί πόλεμοι. - Με'χρι τώρα ο θρησκευτικός πόλεμος ήταν η μεγαλύτερη πρόοδος των μαζών: γιατί αποδεικνύει πως η μάζα έχει αρχίσει να μεταχειρίζεται τις έννοιες με σεβασμό. Οι θρησκευτικοί πόλεμοι αρχίζουν μόνον από τη στιγμή που το γενικό λογικό εκλεπτύνε-ται χάρη στις πιο εκλεπτυσμένες διαμάχες μεταξύ των αιρέσεων: έτσι, ακόμη και η πλέμπα γίνεται λεπτολόγος, παίρνει στα σοβαρά τα ·ψιλο-πράγματα και θεωρεί δυνατό ότι η «αιώνια σωτηρία της ^pυχής» εξαρ-τάται από τις μικρές διαφορές μεταξύ των εννοιών.

145. Κίνδυνος για τους φυτοφάγους. - Η υπερβολική κατανάλωση του ρυζιού οδηγεί στη χρήση του οπίου και των ναρκωτικών, όπως ακριβώς οδηγεί στη χρήση του οινοπνεύματος η υπερβολική κατανάλωση πατά-τας. Ωθεί όμως (κι αυτό είναι ένας πιο λεπτός αντίκτυπός της) σε τρό-πους του σκέπτεσθαι και του αισθάνεσθαι που δρουν σαν ναρκωτικά. Αυτό ταιριάζει με το ότι εκείνοι που προωθούν ναρκωτικούς τρόπους του σκέπτεσθαι και του αισθάνεσθαι, όπως ορισμένοι ινδοί δάσκαλοι, εξυμνούν μια αποκλειστικά φυτοφαγική δίαιτα, την οποία θα ήθελαν να κάνουν νόμο για τις μάζες: θέλουν να δημιουργήσουν και να με-γαλώσουν έτσι εκείνο που αυτοί είναι σε θέση να ικανοποιήσουν.

146. Γερμανικές ελιιίδες. -Ας μην ξεχνάμε ότι τα ονόματα των λαών είναι συνήθως υβριστικά. Οι Τάρταροι, παραδείγματος χάρη, είναι σύμ-φωνα με το όνομά τους, «σκύλοι»· έτσι τους αποκαλούσαν οι Κινέζοι. «Γερμανοί» αρχικά σήμαινε «εθνικοί»: έτσι ονόμαζαν οι Γότθοι μετά τον προσηλυτισμό τους τη μεγάλη μάζα των αβάπτιστων συγγενικών τους φυλών, ακολουθώντας τη μετάφραση που είχαν κάνει στην ελληνι-κή μετάφραση των Εβδομήκοντα, που χρησιμοποιεί για τους ειδωλολά-τρες τη λέξη που στα ελληνικά σημαίνει «οι λαοί». Βλέπε τον Ουλφί-λα^^ -Θα ήταν ακόμη δυνατόν να μετατρέψουν οι Γερμανοί το υβρι-στικό όνομά τους σε τιμητικό, με το να γίνουν ο πρώτος μη χριστιανικός λαός της Ευρώπης: ο Σοπενάουερ τους εκτιμούσε πολύ για το ότι ήταν σε υψηλό βαθμό διατεθειμένοι για κάτι τέτοιο. Έτσι, θα μπορούσε να

203. Προσηλυτιστής ταχν Γότθων σιον χριστιανισμό και μεταφραστής της Βίβλου (4ος αιώνας).

ΤΡΙΤΟ ΒΙΒΛΙΟ 143

ολοκληρωθεί το έργο του Λούθηρου, που τους δίδαξε να μην είναι Ρω-μαίοι™ και να λενε: «Εδώ στέκομαι εγώ\ Δεν μπορώ να κάνω αλλιώς^'!»

147. Ερώτηση και απάντηση. -Τι παίρνουν σήμερα πρώτα απ' όλα οι άγριες φυλές από τους Ευρωπαίους; Το οινόπνευμα και το χριστιανι-σμό, τα ευρωπαϊκά ναρκωτικά. -Και από τι πεθαίνουν πιο γρήγορα; -Από τα ευρωπαϊκά ναρκωτικά.

148. Πού γεννιούνται οι μεταρρυθμίσεις. -Την εποχή που η Εκκλησία είχε φτάσει στη μεγαλύτερη διαφθορά, η Εκκλησία στη Γερμανία ήταν η λιγότερο διεφθαρμένη: γι' αυτό το λόγο, γεννήθηκε εδώ η Μεταρρύθ-μιση, σημάδι ότι οι απαρχές της διαφθοράς είχαν γίνει ήδη αισθητές ως ανυπόφορες. Σχετικά μιλώντας, κανένας λαός δεν ήταν ποτέ περισσό-τερο χριστιανικός από τους Γερμανούς της εποχής του Λούθηρου: η χρι-στιανική κουλτούρα τους ήταν έτοιμη να ανοίξει σε εκατοντάδες μπου-μπούκια -χρειαζόταν μόνο μια νύχτα ακόμη· αλλά η νύχτα αυτή έφερε μια θύελλα που έβαλε τέλος σ' όλα.

149. Αποτυχία των μεταρρυθμίσεων. -Στην Ελλάδα, η αποτυχία πολ-λών προσπαθειών να δημιουργηθούν, ακόμη και σε αρκετά πρώιμες εποχές, καινούργιες ελληνικές θρησκείες αποτελεί τιμή για την ανώτε-ρη κουλτούρα των Ελλήνων. Είναι προς τιμήν τους το ότι πρέπει να υπήρχαν ήδη από νωρίς στην Ελλάδα πλήθος ατόμων διαφορετικού εί-δους που οι διαφορετικές ανάγκες και δυσχέρειες τους δεν μπορούσαν να θεραπευτούν με μια και μοναδική συνταγή πίστης και ελπίδας. Ο Πυθαγόρας και ο Πλάτωνας, ίσως και ο Εμπεδοκλής, και ακόμη πιο νωρίς οι ορφικοί ζηλωτές, επιδίωκαν να ιδρύσουν καινούργιες θρησκεί-ες· οι δύο πρώτοι μάλιστα είχαν σε τέτοιο βαθμό την ψυχή και το ταλέ-ντο του ιδρυτή θρησκείας ώστε ποτέ δεν καταφέρνει κανείς να εκπλα-γεί όσο θα έπρεπε με την αποτυχία τους· κι όμως, το μόνο που κατάφε-ραν να δημιουργήσουν ήταν αιρέσεις. Κάθε φορά που αποτυχαίνει η μεταρρύθμιση ενός ολόκληρου λαού και υπάρχουν μόνον αιρέσεις, μπο-

204. Στο τέλος της § 244 του Πέρα από το καλό και το κακό ο Νίτσε προτείνει μια διαφορετική ετυμολογική ανάγνωση του ονόματος των Γερμανών. 205. Αυτά τα λόγια είπε ο Λούθηρος στη Δίαιτα της Βορμς (1520), αρνούμενος να αποκηρύξει τις διδασκαλίες του.

144 Η ΧΑΡΟΥΜΕΝΗ ΕΠΙΣΤΗΜΗ

ροΰμε να καταλήξουμε στο ουμπε'ρασμα ότι ο λαός είναι ήδη πολύ πο-λυειδής κι έχει αρχίσει να απελευθερώνεται από τα χονδροειδή ένστι-κτα της αγέλης και από την ηθικότητα των ηθών: μια μεστή νοήματος ρευστή κατάσταση που συνήθως συκοφαντείται σαν παρακμή των ηθών και διαφθορά, ενώ αναγγέλλει ότι το αβγό πάει να ωριμάσει και ότι το τσόφλι είναι έτοιμο να σπάσει. Το ότι η Μεταρρύθμιση του Λούθηρου πέτυχε στον Βορρά, δείχνει ότι η Βόρεια Ευρώπη ήταν καθυστερημένη σε σύγκριση με τον Νότο, και ότι οι ανάγκες της ήταν αρκετά ομοιό-μορφες και μονόχρωμες· και δεν θα είχε γίνει ποτέ ο εκχριστιανισμός της Ευρώπης, αν δεν είχε εκβαρβαριοτεί βαθμιαία η κουλτούρα του αρχαίου κόσμου στον Νότο μέσω μιας υπερβολικής πρόσθεσης γερμα-νικού βάρβαρου αίματος, που την έκανε να χάσει την πολιτισμική της υπεροχή. Όσο πιο γενική και απόλυτη μπορεί να είναι η δράση ενός ατόμου ή της σκέψης ενός ατόμου, τόσο πιο ομοιογενής και ισοπεδωμέ-νη πρέπει να είναι η μάζα πάνω στην οποία ασκείται η δράση, ενώ αντίθετες προσπάθειες προδίδουν πως υπάρχουν αντίθετες ανάγκες, που θέλουν επίσης να ικανοποιηθούν και να επιβληθούν. Αντίστροφα, μπο-ρούμε πάντα να συμπεράνουμε ότι μια κουλτούρα είναι πράγματι υψη-λή, όταν οι ισχυρές και διψασμένες για κυριαρχία φύσεις καταλήγουν να ασκούν μόνο περιορισμένη και σεκταριστική δράση: αυτό ισχύει και για τις διάφορες τέχνες και για το χώρο της γνώσης. Όπου ασκείται κυριαρχία, υπάρχουν μάζες· όπου υπάρχουν μάζες, υπάρχει και μια α-νάγκη για δουλεία. Όπου υπάρχει δουλεία, υπάρχουν μόνο λίγα άτομα, τα οποία έχουν εναντίον τους τα ένστικτα της αγέλης και τη συνείδηση.

150. Για την κριτική των αγίων. -Για να έχεις μια αρετή, πρέπει λοι-πόν να θέλεις να την έχεις με την πιο κτηνώδη μορφή της -όπως το ήθελαν και το χρειάζονταν οι χριστιανοί άγιοι; Αυτοί δεν μπορούσαν να αντέξουν τη ζωή παρά μόνο με τη σκέψη ότι το θέαμα της αρετής τους θα προκαλούσε αυτοπεριφρόνηση σ' όποιον τους έβλεπε. Μια α-ρετή όμως που ενεργεί μ' αυτό τον τρόπο εγώ την ονομάζω κτηνώδη.

151. Για την καταγωγή της θρησκείας. - Η μεταφυσική ανάγκη δεν είναι πηγή των θρησκειών, όπως έλεγε ο Σοπενάουερ^', αλλά απλώς μια μεταγενέστερη παραφυάδα τους. Κάτω από την κυριαρχία των θρη-σκευτικών σκέψεων οι άνθρωποι εξοικειώθηκαν με την ιδέα ενός «άλ-

206. Βλ. Die Welt als Wille und Vorstellung, "Ergänzungen zum ersten Buch", § 17.

ΤΡΙΤΟ ΒΙΒΛΙΟ 145

λου (πίσω, πάνω, κάτω) κόσμου» -και απέναντι στην εκμηδένιση των θρησκευτικών σκέψεων αισθάνονται ένα κενό και μια στέρηση που προ-καλούν δυσφορία. Απ' αυτό το αίσθημα βγαίνει και πάλι «ένας άλλος κόσμος», μόνο που τώρα είναι μεταφυσικός κι όχι πια θρησκευτικός. Αυτό όμως που οδήγησε τους ανθρώπους σε πανάρχαιες εποχές να δεχτούν την ύπαρξη ενός «άλλου κόσμου», όεν ήταν μια ενόρμηση και ανάγκη αλλά ένα λάθος στην ερμηνεία ορισμένων φυσικών γεγονότων, μια αμηχανία του νου.

152. Η μεγαλύτερη αλλαγή. - Ο φωτισμός και τα χρώματα όλων των πραγμάτων έχουν αλλάξει! Δεν καταλαβαίνουμε πια καθόλου πώς αι-σθάνονταν οι αρχαίοι τα πιο κοινά και συνηθισμένα πράγματα -παρα-δείγματος χάρη, τη μέρα και το ξύπνημα: επειδή οι αρχαίοι πίστευαν στα όνειρα, η ξυιτνητή ζωή είχε διαφορετικό φως™. Το ίδιο ισχύει για ολόκληρη τη ζωή, με την αντανάκλαση του θανάτου και της σημασίας του: για μας ο «θάνατος» είναι κάτι τελείως διαφορετικό. Όλα τα βιώ-ματα έλαμπαν διαφορετικά, επειδή έλαμπε από μέσα τους ένας θεός. Ομοίως και όλες οι αποφάσεις και οι προοπτικές για το μακρινό μέλ-λον: γιατί οι αρχαίοι είχαν χρησμούς και μυστικές ενδείξεις και πίστευαν στην προφητεία. Αισθάνονταν την «αλήθεια» αλλιώς, γιατί ο τρελός μπορούσε τότε να θεωρείται φερέφωνο της -πράγμα που εμάς μας κά-νει να ανατριχιάζουμε ή να γελάμε. Κάθε αδικία δρούσε διαφορετικά στο συναίσθημα· γιατί εκείνοι οι άνθρωποι φοβούνταν τα θεϊκά αντί-ποινα κι όχι απλώς μια δημόσια τιμωρία και ατίμωση. Τι ήταν η χαρά την εποχή που πίστευαν στους διαβόλους και στους πειρασμούς! Τι ήταν το πάθος όταν έβλεπαν τους δαίμονες να παραμονεύουν δίπλα! Τι ήταν η φιλοσοφία όταν η αμφιβολία βιωνόταν σαν αμαρτία του πιο επικίνδυ-νου είδους -σαν ιεροσυλία απέναντι στην αιώνια αγάπη, σαν δυσπιστία απέναντι σε καθετί που ήταν καλό, υψηλό, καθαρό και φιλεύσπλαχνο! - Εμείς δώσαμε στα πράγματα καινούργια χρώματα, τα βάφουμε συνε-χώς. Μα τι μπορούν να κάνουν οι προσπάθειες μας απέναντι στη χρω-ματική λαμπρότητα εκείνης της παλιάς δεξιοτέχνισσας -εννοώ την αρ-χαία ανθρωπότητα.

153. Homo pacta [Άνθρωπος ποιητής]. - «Εγώ, που έφτιαξα αποκλει-στικά με τα χέρια μου αυτή την τραγωδία των τραγωδιών, στο βαθμό

207. Κατά τον Νίτσε, μια πίσιη μπορεί να αλλάξει τις συνθήκες ζωής, δηλα&ή τις αξίες ενός ατόμου ή μιας κοινότητας.

146 Η ΧΑΡΟΥΜΕΝΗ ΕΠΙΣΤΗΜΗ

που τέλειωσε· εγώ, που πρώτος έδεσα τον κόμπο της ηθικής στην ύ-παρξη τόσο σφιχτά, που μόνον ένας θεός μπορεί να τον λύσει -αυτό επιθυμούσε ο Οράτιος!- εγώ ο ίδιος σκότωσα μόλις στην τέταρτη πράξη όλους τους θεοΰς -από ηθικότητα! Τι να κάνω τώρα στην πέμπτη πρά-ξη; Από πού να πάρω την τραγική λύση; -Μήπως πρέπει ν' αρχίσω να σκέφτομαι μια κωμική λύση;»

154. Διαφορετική επικινδυνότητα της ζωής. -Δεν ξέρετε τι ζείτε, τρέ-χετε σαν μεθυσμένοι μέσα στη ζωή και κάπου κάπου κατρακυλάτε κά-τω από κάποια σκάλα. Χάρη στο μεθύσι σας όμως, ποτέ δεν σπάτε ένα μέλος του σώματός σας· οι μυς σας είναι πολύ χαλαροί και το κεφάλι σας πολύ σκοτεινιασμένο για να βρείτε τις πέτρες της σκάλας αυτής τόσο σκληρές όσο τις βρίσκουμε εμείς οι άλλοι! Για μας η ζωή είναι πιο επικίνδυνη: είμαστε ςπιαγμένοι από γυαλί -αλίμονο μας αν τύχει να σκοντάψονμεί Κι όλα είναι χαμένα αν πέσουμε\

155. Τι μας λείπει. -Αγαπάμε τη μεγάλη φύση και την ανακαλύ·ψαμε: αυτό οφείλεται στο ότι δεν υπάρχουν στο μυαλό μας μεγάλοι άνθρωποι. Το αντίθετο ίσχυε για τους Έλληνες: το αίσθημα τους για τη φύση ήταν διαφορετικό από το δικό μας.

156, Αντός που ασκεί μεγαλύτερη επιρροή. - 'Οταν ένας άνθρωπος προβάλλει α·ντίσταση σ' όλη την εποχή του, τη σταματάει στην πόρτα και της ζητάει το λόγο, αυτό σημαίνει πως ασκεί οπωσδήποτε επιρροή! Αδιάφορο αν θέλει να κάνει κάτι τέτοιο· αυτό που μετράει είναι ότι μπορεί να το κάνει.

157. Mentiri [Λέγοντας ψέματα^®]. - Προσοχή! -σκέςπεται: σε μια στιγμή θα έχει έτοιμο ένα ψέμα. Αυτή είναι μια βαθμίδα κουλτούρας την οποία γνώρισαν ολόκληροι λαοί. Αναλογιστείτε μόνο τι εξέφραζαν οι Ρωμαίοι με το ρήμα mentiri]

158. Άβολη ώιότητα. -Το να βρίσκεις όλα τα πράγματα βαθιά -είναι

208. Το λατινικό ρήμα mentior δεν οημαίνει μόνο «ψεύδομαι», αλλά και «προσποιού-μαι», «υποκρίνομαι», «μιμούμαι».

ΤΡΙΤΟ ΒΙΒΛΙΟ 147

άβολη ιδιότητα: οε κάνει να κουράζεις αδιάκοπα χα μάτια οσυ και στο τέλος να βρίσκεις πάντα περισσότερα απ' όσα θα επιθυμουσες να βρεις.

159. Κάθε αρετή έχει την εποχή της. -Όποιος είναι ανυποχώρητος ση-Μ·ερα, έχει τύψεις συνείδησης που οφείλονται ακριβώς στην εντιμότητά του: γιατί το να είσαι ανυποχώρητος είναι μια αρετή που δεν ανήκει ατην ίδια εποχή με την αρετή της εντιμότητας.

160. Στις σχέσεις μας με τις αρετές. -Μπορεί κανείς να είναι αναξιο-πρεπής και κόλακας ακόμη και απέναντι σε μια αρετή.

161. Στους λάτρεις της εποχής. - Ο αποσχηματισμένος παπάς και ο απελευθερωμένος κατάδικος προσπαθούν συνεχώς να «φτιάξουν» ένα πρόσωπο: θέλουν ένα πρόσωπο χωρίς παρελθόν. -Είδατε όμως ποτέ ανθρώπους, που ξέρουν πως το μέλλον αντικαθρεφτίζεται στο πρόσωπό τους και που είναι τόσο ευγενικοί απέναντι σε σας, εσάς που είστε λά-τρεις της «εποχής», ώστε να φτιάχνουν ένα πρόσωπο χωρίς μέλλον;

162. Εγωισμός. - Ο εγωισμός είναι ο προοπτικιστικός νόμος της αί-σθησης, δυνάμει του οποίου το πιο κοντινό φαίνεται μεγάλο και βαρΰ· ενώ, όσο απομακρύνεται κανείς τόσο χάνουν σε μέγεθος και βάρος όλα τα πράγματα.

163. Μετά μια μεγάλη νίκη. -Το καλύτερο σε μια μεγάλη νίκη είναι το ότι απαλλάσσει τον νικητή από τον φόβο της ήττας. «Γιατί να μην ηττηθώ κι εγώ μια φορά;» -λέει στον εαυτό του* «τώρα είμαι αρκετά πλούσιος για κάτι τέτοιο».

164. Αυτοί παν αναζητούν τη γαλήνη. -Τα πνεύματα που αναζητούν τη γαλήνη τα αναγνωρίζω από τα πολλά σκοτεινά αντικείμενα τα οποία τοποθετούν γύρω τους: όποιος θέλει να κοιμηθεί κάνει το δω-μάτιο του σκοτεινό ή σέρνεται μέσα σε μια σπηλιά. -Μια υπόδειξη για εκείνους που δεν ξέρουν τι αναζητούν περισσότερο και θα ήθελαν να το μάθουν!

148 Η ΧΑΡΟΥΜΕΝΗ ΕΠΙΣΤΗΜΗ

165. Πα την ευτυχία των απαρνούμενων. -Όποιος απαρνηθεί κάτι εντελώς και για πολΰ καιρό, θα πιστε'ψει, αν το ξαναβρεί τυχαία, σχε-δόν ότι το ανακάλυψε -και πόση είναι η ευτυχία όποιου ανακαλύπτει! Ας γίνουμε πιο ε'ξυπνοι και συνετοί από τα φίδια που ξαπλώνουν πολύ καιρό κάτω απ' τον ίδιο ήλιο.

166. Πάντα στη δική μας συντροφιά. -Καθετί που είναι του είδους μου, στη φΰση και στην ιστορία, μου μιλάει, με επαινεί, με σπρώχνει προς τα μπρος, με παρηγορεί: τα άλλα δεν τα ακοΰω ή τα ξεχνάω αμέ-σως. Βρισκόμαστε πάντα μόνο στη δική μας συντροφιά.

167. Μισανθρωπία και αγάπη. -Λέει κανείς ότι έχει κορεστεί από τους ανθρώπους μόνον όταν δεν μπορεί πια να τους χωνέψει κι όμως έχει ακόμα το στομάχι του γεμάτο απ' αυτούς. Η μισανθρωπία είναι το επακόλουθο μιας υπερβολικά άπληστης αγάπης για τους ανθρώπους και «ανθρωποφαγίας» -μα ποιος σε πρόσταξε, πρίγκιπα Άμλετ μου, να ρουφάς τους ανθρώπους σαν στρείδια^';

168. Για έναν άρρωστο. -«Πάει άσχημα!» -Από τι υποφέρει; -«Υπο-φέρει από φλογερή επιθυμία να τον παινεύουν, και δεν βρίσκει τροφή γι' αυτήν.» -Απίστευτο! Όλος ο κόσμος τον υμνεί και τον κανακεύει· όχι μόνο τον σηκώνουν στα χέρια, αλλά το όνομά του είναι σ' όλα τα χείλη! -«Ναι, αλλά έχει κακή ακοή όσον αφορά στα παινέματα. Όταν τον παινεύει ένας φίλος, του φαίνεται ότι αυτός ο φίλος παινεύει τον εαυτό του. Όταν τον παινεύει ένας εχθρός, του φαίνεται ότι αυτός ο εχθρός το κάνει για να μαζέψει ο ίδιος επαίνους. Κι όταν τέλος τον παινεύει κάποιος απ' τους υπόλοιπους -και δεν μένουν πολλοί τέτοιοι, τόσο πολύ είναι διάσημος!- προσβάλλεται από το ότι κάποιοι δεν τον θεωρούν ούτε φίλο ούτε εχθρό, και λέει: Τι με νοιάζει εμένα όποιος μπορεί ακόμη να παίζει τον δίκαιο μαζί μου!»

169. Απροκάλυπτοι εχθροί. - Η ανδρεία απέναντι στον εχθρό είναι ένα πράγμα δι' εαυτό: μπορεί κανείς να μείνει, παρά αυτήν, δειλός, μπερδεμένος και αναποφάσιστος. Έτσι έκρινε ο Ναπολέοντας τον «πιο

209. l.a\£;la\Q,Άμλετ, II, 2,330.

ΤΡΙΤΟ ΒΙΒΛΙΟ 149

ανδρείο άνθρωπο» που γvώρLζε: τον Μυρά^'". Το συμπέρασμα είναι πως ορισμένοι άνθρωποι χρειάζονται απροκάλυπτους εχθρούς για να μπο-ρέσουν να ανεβούν στο ΰ·ψος της δικής τους αρετής, του ανδρισμού και της ευδιαθεσίας τους.

170. Μαζί με το πλήθος. -Μέχρι τώρα, τρέχει μαζί με το πλήθος και είναι ο εγκωμιαστής του- μια μέρα όμως θα γίνει αντίπαλός του! Γιατί ακολουθεί το πλήθος, πιστεύοντας ότι η τεμπελιά του θα βρει εδώ πεδίο δράσης: δεν έχει αντιληφθεί ακόμη πως το πλήθος δεν είναι αρκετά τεμπέλικο γι' αυτόν! Πως πάντα σε σπρώχνει προς τα μπρος! Πως δεν επιτρέπει σε κανέναν να μένει ακίνητος! -Ενώ αυτού του αρέσει τόσο να μένει ακίνητος!

171. Δόξα. -Όταν η ευγνωμοσύνη των πολλών προς τον ένα πετάει από πάνω της κάθε αιδώ, γεννιέται η δόξα.

ηΐ.Αντός που χαλάει το γούστο. -Α: «Είσαι ένας άνθρωπος που χαλά-ει το γούστο! Έτσι λένε όλοι». -Β: «Βεβαίως! Χαλώ το γούστο του κα-θένα για το κόμμα του -και κανένα κόμμα δεν μου το συγχωρεί αυτό.»

173. Να είσαι βαθύς και να φαίνεσαι βα&ύς. -Εκείνος που ξέρει ότι είναι βαθύς, πασχίζει να είναι διαυγής· εκείνος που θα ήθελε να φαίνε-ται βαθύς στο πλήθος, πασχίζει να γίνει σκοτεινός. Γιατί το πλήθος θεω-ρεί βαθύ καθετί του οποίου τον βυθό δεν μπορεί να δει· είναι τόσο φοβισμένο και τόσο διστακτικό να μπει στο νερό.

174. Σε απόσταση. - Ο κοινοβουλευτισμός -δηλαδή η δημόσια άδεια να μπορείς να διαλέγεις ανάμεσα σε πέντε βασικές πολιτικές γνώμες, κολακεύει εκείνους τους πολλούς που θα ήθελαν να φαίνονται ανεξάρτη-τοι και να μάχονται υπέρ των δικών τους γνωμών. Τελικά όμως δεν έχει σημασία αν υποχρεώνεται η αγέλη να έχει μόνο μία γνώμη ή αν της επι-τρέπεται να έχει πέντε. -Όποιος δεν συμμερίζεται καμία από τις πέντε γνώμες και στέκει σε απόσταση, έχει πάντα εναντίον του όλη την αγέλη.

210. Στρατάρχης ταυ Ναπολέοντα.

150 Η ΧΑΡΟΥΜΕΝΗ ΕΠΙΣΤΗΜΗ

175. Για την ευφράδεια. -Ποιος είχε μέχρι τώρα την πιο πειοττική ευ-φράδεια; Το χτύπημα του ταμπούρλου: κι όσο θα μπορούν να το ελέγχουν οι βασιλιάδες, θα παραμένουν οι καλύτεροι ρήτορες και δημεγέρτες.

176. Οίκτος. -Καημένοι μονάρχες! Τώρα, όλα τα δικαιώματα τους πά-νε να μετατραπούν απροσδόκητα σε αξιώσεις κι όλες αυτές οι αξιώσεις έχουν αρχίσει να ηχούν σαν αλαζονεία! Ακόμη κι όταν λένε απλώς «ε-μείς» ή «ο λαός μου», η κακεντρεχής γηραιά Ευρώηη αρχίζει να γελάει. Σίγουρα, στο σύγχρονο κόσμο ένας μεγάλος τελετάρχης θα έκανε λίγες τελετές γι' αυτούς· ίσως να θέσπιζε το εξής: «Les souverains rangent aux parvenus» [Οι ανώτατοι άρχοντες κατατάσσονται στους νεόπλουτους].

177. Για το «εκπαιδευτικό σύστημα». -Στη Γερμανία οι ανώτεροι άνθρωποι δεν έχουν στη διάθεση τους ένα μεγάλο εκπαιδευτικό μέσο: το γέλιο των ανώτερων ανθρώπων: αυτοί δεν γελούν στη Γερμανία.

178. Για τον ηθικό διαφωτισμό. -Πρέπει να αποτρέιρουμε τους Γερ-μανούς από τον Μεφιστοφελή τους: επίσης από τον Φάουστ τους. Αμ-φότεροι είναι ηθικές προκαταλήψεις εναντίον της αξίας της γνώσης.

179. Σκέψεις. -Οι σκέψεις είναι οι σκιές των αισθημάτων μας -πάντα σκοτεινότερες, κενότερες και απλούστερες απ' αυτά.

180. Η καλή εποχή των ελεύθερων πνευμάτων. -Τα ελεύθερα πνεύμα-τα επιτρέπουν στον εαυτό τους ελευθερίες ακόμη και έναντι της επιστή-μης -και προσωρινά τους αφήνουν να το κάνουν όσο εξακολουθεί να στέκεται όρθια η Εκκλησία! Υπ' αυτή τη συνθήκη, ζουν τώρα την καλή τους εποχή.

181. Να ακολουθείς και να προπορεύεσαι. -Α: «Απ' αιττούς τους δυο, ο ένας πάντα θα ακολουθεί κι ο άλλος πάντα θα προπορεύεται, όπου κι αν τους οδηγεί η μοίρα. Κι όμως, ο πρώτος ξεπερνάει τον δεύτερο τόσο σε αρετή όσο και σε πνεύμα!» -Β: «Κι όμως; Κι όμοος; Αυτά τα λες για άλλους, όχι για μένα, όχι για μας! -Fü secundum regulam» [Αυτός είναι ο κανόνας].

ΤΡΙΤΟ ΒΙΒΛΙΟ 151

182. Στη μοναξιά. -Εκείνοι που ζουν μόνοι δεν μιλούν πολΰ δυνατά ούτε γράφουν πολύ ηχηρά: γιατί φοβούνται τον κούφιο αντίλαλο -την κριτική της νύμφης Ηχούς^". -Κι όλες οι φωνές ηχούν διαφορετικά στη μοναξιά!

183. Η μουσική του καλύτερου μέλλοντος. -Για μένα ο πρώτος μουσι-κός^'^ θα ήταν εκείνος που θα γνοόριζε μόνο τη θλίψη της πιο βαθιάς ειπυχίας και καμιά άλλη· τέτοιος μουσικός όμως δεν υπήρξε ακόμη.

184. Δικαιοσύνη. -Καλύτερα να αφήνεις να σε κλέβουν παρά να είσαι περιτριγυρισμένος από σκιάχτρα -αυτό είναι το γούστο μου. Κι αυτό είναι σε κάθε περίσταση θέμα γούστου -τίποτα παραπάνω!

185. Φτωχός. -Σήμερα είναι φτωχός: όχι όμως επειδή του τα πήραν όλα, αλλά επειδή τα πέταξε όλα. Τι τον νοιάζει; Είναι συνηθισμένος να βρίσκει. -Οι φτωχοί είναι που παρανοούν την εθελούσια φτώχεια του.

186. Κακή συνείδηση. -Ό,τι κάνει αυτός τώρα είναι έντιμο και καθώς πρέπει -κι όμως του δίνει κακή συνείδηση. Γιατί καθήκον του είναι το ασυνήθιστο.

187. Το προσβλητικό στην παρουσίαση. -Αυτός ο καλλιτέχνης με προ-σβάλλει με τον τρόπο με τον οποίο παρουσιάζει τις ιδέες του, τις πολύ καλές ιδέες του· η παρουσίασή του είναι τόσο διεξοδική και εμφαντική και στηρίζεται σε τέτοια χονδροειδή τεχνάσματα πειθούς που θα έλε-γες πως απευθύνεται στην πλέμπα. Κάθε φορά που αφιερώνουμε λίγο χρόνο στην τέχνη του, νιώθουμε αμέσως μετά σαν να βρισκόμαστε μέ-σα σε μια «κακή παρέα».

211. Στην αρχαία ελληνική μυθολογία η νύμφη Ηχώ ερωτεύτηκε ατελέσφορα τον Νάρκισσο. Κατόπιν, απελπισμένη, αποτραβήχπικε ορτη μοναξιά ώοπου δεν έμεινε τίποτε άλλο απ' αυτήν παρά μια γοερή φωνή. 212. Το 1849 ο Βάγκνερ είχε παρουσιάσει το έργο και τα σχέδιά του (ος Η τέχνη του μέλλοντος.

152 Η ΧΑΡΟΥΜΕΝΗ ΕΠΙΣΤΗΜΗ

188. Εργασία. -Πόσο κοντά βρίσκονται σήμερα, ακόμη και στον πιο τεμπέλη από μας, η εργασία και ο εργάτης! Η βασιλική αβρότητα της ρήσης «Είμαστε όλοι εργάτες^"» θα ήταν ακόμη κυνισμός και απρε'-πεια στην εποχή του Λουδοβίκου ΙΔ'.

189. Ο στοχαστής. -Είναι στοχαστής: αυτό σημαίνει ότι ξέρει να παίρ-νει τα πράγματα απλούστερα απ' ό,τι είναι.

190. Εναντίον εκείνων που επαινούν. -Α: «Επαινείται κανείς μόνον από τους ομοίους του!» -Β: «Ναι! Κι όποιος σε επαινεί, σου λέει: είσαι όμοιος μου!»

191. Εναντίον κάποιον τρόπου υπεράσπισης. - Ο πιο δόλιος τρόπος για να βλάψεις μια υπόθεση είναι να την υπερασπιστείς σκόπιμα με ανακριβή επιχειρήματα.

192. Οι καλόκαρδοι. -Τι ξεχωρίζει από τους άλλους ανθρώπους ε-κείνους τους καλόκαρδους που τα πρόσωπα τους ακτινοβολούν καλο-σύνη; Απέναντι σ' ένα καινούργιο άνθρωπο νιώθουν καλά και πολύ γρή-γορα τον αγαπούν γι' αυτό θέλουν το καλό του, η πρώτη κρίση τους είναι «μου αρέσει». Κι ύστερα ακολουθούν με τη σειρά τα εξής: η επι-θυμία ιδιοποίησης (δεν έχουν πολλούς ενδοιασμούς για την αξία του "λλου), η γρήγορη ιδιοποίηση, η χαρά με την κατοχή, και η δράση προς όφελος του κατεχόμενου.

193. Η πονηριά του Καντ. -Ο Καντ ήθελε να αποδείξει μ' έναν τρόπο που θα κατέπλησσε «όλο τον κόσμο» ότι «όλος ο κόσμος» έχει δίκιο: αυτή ήταν η κρυqpή πονηριά αυτής της ψυχής. Ο Καντ έγραψε εναντίον τϋϊν λογίων για να υποστηρίξει τη λαϊκή προκατάληψη: το έκανε όμως αυτό για τους λόγιους κι όχι για τον λαό.

213. Αυτό είπε ο αυτοκράτορας Γουλιέλμος σε ένα μήνυμά του στους βουλευτές tau Reichstag στις 17 Νοεμβρίου 1881 με θέμα τη βελτίωοη της κατάστασης των εργατών.

ΤΡΙΤΟ ΒΙΒΛΙΟ 153

194. Ο «ανοιχτόκαρδος». -Αυτός ο άνθρωπος ίσως να ενεργεί πάντα σύμφωνα με κρυφούς λόγους: γιατί πάντα φροντίζει να έχει ανακοινώ-σιμους λόγους τόσο στα χείλη του όσο και στα ανοιχτά χέρια του.

195. Για γέλια! -Κοιτάξτε! Κοιτάξτε! Τρέχει μακριά από τους αν-θρώπους: αυτοί όμως τον ακολουθούν, επειδή τρέχει μπροστά τους: τό-σο πολύ είναι αυτοί αγέλη!

196. Όρια της ακοής μας. -Ακούει κανείς μόνον εκείνες τις εροπη-σεις για τις οποίες είναι σε θέση να βρει απαντήσεις.

197. Εδώ προσοχή! -Τίποτε δεν μας αρέσει τόσο να ανακοινώνουμε στους άλλους όσο τη σφραγίδα του μυστικού -μαζί μ' αιπό που υπάρχει από κάτω.

198. TOI) επηρμένου. - Ο επηρμένος εξοργίζεται ακόμη και μ' εκείνους που τον τραβούν μπροστά: κοιτάει με κακό βλε'μμα τα άλογα που σέρνουν το αμάξι του.

199. Γενναιοδωρία. -Στους πλουσίους η γενναιοδωρία είναι συχνά απλώς ένα είδος ντροπαλότητας.

200. Γέλιο. -Το γέλιο σημαίνει: να είσαι χαιρέκακος, αλλά με καλή συνείδηση.

201. Επιδοκιμασία. -Στην επιδοκιμασία υπάρχει πάντα ε'να είδος θορύβου: ακόμη και στην επιδοκιμασία που απονέμουμε στον εαυτό μας.

154 Η ΧΑΡΟΥΜΕΝΗ ΕΠΙΣΤΗΜΗ

202. Ένας σπάταλος. -Δεν έχει ακόμη εκείνη τη φτοόχεια του πλού-σιου, που έχει ηδη καταμετρήσει μια φορά όλους τους θησαυρούς του. Σπαταλάει το πνεύμα του με την αλογιστία της σπάταλης φύσης '"·.

203. Hic niger est. [Αυτός εδώ είναι μαύρος^"] -Συνήθως δεν έχει κα-μιά σκέψη μέσα στο κεφάλι του· σε εξαιρετικές περιπτώσεις όμως του έρχονται άσχημες σκέψεις.

204. Ζητιάνοι και ευγένεια. -«Δεν είναι αγένεια να χτυπάς μια πόρτα με μια πέτρα όταν δεν υπάρχει κουδούνι» -έτσι νιώθουν οι κάθε λογής ζητιάνοι και ενδεείς· κανένας όμως δεν τους δίνει δίκιο.

205. Ανάγκη. - Η ανάγκη θεωρείται αιτία της εμφάνισης κάποιου πράγματος: στην πραγματικότητα όμως είναι συχνά μόνον ένα αποτέ-λεσμα του πράγματος που έχει ήδη εμφανιστεί.

206. Ενώ βρέχει. -Βρέχει, κι εγώ σκέφτομαι τους cρτωχoύς, που τώρα σφίγγονται ο ένας κοντά στον άλλο μαζί με τις πολλές έγνοιες τους και χωρίς να είναι καθόλου εξασκημένοι στο να τις κρύβουν. Αρα, ο καθένας τους είναι έτοιμος και διατεθειμένος να βλάψει τον άλλο και να δημιουρ-γήσει για τον εαυτό του, έστω και με κακό καιρό, ένα αξιοθρήνητο αίσθημα ευζωίας. Αυτό και μόνον αυτό είναι η φτώχεια των φτωχών!

207. Ο φθονερός. -Αυτός είναι φθονερός· ας μην του ευχηθούμε να αποκτήσει παιδιά: θα τα φθονεί, επειδή δεν θα μπορεί πια να είναι παιδί.

208. Μεγάλος άνθρωπος! -Από το ότι κάποιος είναι «μεγάλος άν-θρωπος» δεν πρέπει να συμπεράνουμε πως είναι άνδρας· μπορεί να είναι απλώς ένα παιδί ή ένας χαμαιλέοντας όλων των ηλικιών ή μια μαγεμένη γυναικούλα.

214. Η σποπάλη και η αδιαφορία είναι τα δΰο χαρακιηρκπικά που αποδίδει ο Νίτσε στη φύση. Βλ. π.χ. Πέρα από το καλό και το κακό, § 9. 215. Οράτιος, 5βίί«ί, 1,4,85.

ΤΡΙΤΟ ΒΙΒΛΙΟ 155

209. Ένας τρόπος να ρωτάς για λόγους. -Υπάρχει ένας τρόπος να ροϊτάμε τον εαυτό μας για τους λόγους μας, που μας κάνει όχι μόνο να ξεχνάμε τους καλυτέρους λόγους μας, αλλά και ξυπνά μέσα μας μια πεισματάρικη απέχθεια προς όλους τους λόγους γενικά. Αυτός ο τρόπος του ερωτάν κάνει τους ανθρώπους πολύ ηλίθιους κι είναι ένα κόλπο που χρησιμοποιούν οι τυραννικοί άνθρωποι!

210. Μέτρο στη φιλοπονία. -Δεν πρέπει να θέλει κανείς να ξεπεράσει τη φιλοπονία του πατέρα του -αυτό είναι κάτι που σ' αρρωσταίνει.

211. Κρυφοί εχθροί. -Το να μπορείς να έχεις έναν κρυφό εχθρό -είναι μια πολυτέλεια για την οποία συνήθως δεν είναι αρκετά πλούσια ούτε η ηθικότητα των πιο υψηλοφρόνων πνευμάτων.

212. Να μην αφήνεις να απατάσαι. -Το πνεύμα του έχει κακούς τρό-πους, είναι βιαστικό και πάντα τραυλίζει από ανυπομονησία. Έτσι, δύ-σκολα διαισθάνεται κανείς την ευρύστερνη και μεγαλόπνοη τ|η)χη του.

213. Ο δρόμος για την ευτυχία. - Ένας σοφός ρωτούσε έναν τρελό ποιος είναι ο δρόμος της ευτυχίας. Ο τρελός απάντησε αμέσως, λες και τον είχαν ρωτήσει για το δρόμο που οδηγούσε στην πιο κοντινή πόλη: «Να θαυμάζεις τον εαυτό σου και να ζεις στο δρόμο!» «Σταμάτα!», φώ-ναξε ο σοφός, «ζητάς πάρα πολλά· αρκεί να θαυμάζεις τον εαυτό σου!» Ο τρελός απάντησε τότε: «Πώς μπορεί όμως κανείς να θαυμάζει συνε-χώς, χωρίς να νιώθει συνεχώς περιφρόνηση;»

214. Η πίστη σε κάνει μακάριο. - Η αρετή χαρίζει εχπυχία κι ένα είδος μακαριότητας μόνο σ" εκείνους που έχουν πίστη στην αρετή τους -κι όχι σ" εκείνες τις λεπτότερες ψυχές που η αρετή τους είναι μια βαθιά περιφρόνη-ση του εαυτού τους και όλίον των αρετών. Τελικά ακόμη κι εδώ η «πίστη σε κάνει μακάριο!» και όχι -ας το σημειώσουμε καλά αυτό- η αρετή!

215. Ιδανικό και πρώτη ύλη. -Έχεις εκεί, μπροστά στα μάτια σου, ένα ευγενές ιδανικό: είσαι όμως αρκετά ευγενές πετράδι ώστε να μπο-

156 Η ΧΑΡΟΥΜΕΝΗ ΕΠΙΣΤΗΜΗ

ρε'σει να (ρτιαχτεί από σένα μια τέτοια θεϊκή εικόνα; Και δίχως αυτό -δεν είναι όλη η δουλειά σου μια βάρβαρη γλυταική; Μια βεβήλωση του ιδανικού σου;

216. Κίνδυνος στη φωνή. -Με μια πολΰ δυνατή φωνή οτο λαιμό, είσαι σχεδόν ανίκανος να σκεφτείς λεπτά πράγματα.

217. Αιτία και αποτέλεσμα. -Πριν από το αποτέλεσμα πιστεΰουμε σ" άλλες αιτίες από εκείνες στις οποίες πιστεύουμε μετά το αποτέλεσμα.

218. Η αντιπάθειά μον. -Δεν μου αρέσουν οι άνθρωποι που για να έχουν ένα κάποιο αποτέλεσμα πρέπει να σκάζουν σαν βόμβες. Όταν βρίσκεται κανείς κοντά τους, διατρέχει συνεχώς τον κίνδυνο να χάσει ξαφνικά την ακοή του -ή και κάτι παραπάνω.

219. Ο σκοπός της τιμωρίας. -Σκοπός της τιμωρίας είναι να κάνει καλύτερους εκείνους που τιμωρούν αυτό είναι το τελευταίο καταφύγιο των υποστηρικτών της τιμωρίας.

220. Θυσία. -Τα θυσιαστήρια ζώα σκέίρτονται διαφορετικά από τους θεατές για τη θυσία και το πνεύμα της θυσίας: ποτέ όμως δεν τα άφη-σαν να πουν τη γνώμη τους.

221. Προσεκτική μεταχείριση. -Οι πατέρες και οι γιοι μεταχειρίζο-νται πιο προσεκτικά ο ένας τον άλλον απ' ό,τι οι μητέρες και οι κόρες.

222. Ποιητής και -ψεύτης. -Ο ποιητής θεωρεί τον ψεύτη ομογάλακτο αδελφό, απ' τον οποίο έκλεψε το γάλα* γι' αιπό έμεινε ο αδελφός του άθλιος και δεν έφτασε ούτε μια φορά στην καλή συνείδηση.

223. Αντικαταστατές αισθήσεις. -«Έχει κανείς τα μάτια και για να ακούει» -έλεγε ένας γέρος εξομολογητής που είχε γίνει κουφός· «κι

ΤΡΙΤΟ ΒΙΒΛΙΟ 157

ανάμεσα στους τυφλούς είναι βασιλιάς όποιος έχει τα μακρύτερα αφτιά».

224. Κριτική των ζώων. -Φοβάμαι ότι τα ζώα θεωρούν τον άνθρωπο ένα ον όμοιο μ' αυτά που έχει χάσει πολύ επικίνδυνα τον υγιή ζωικό κοινό νου· τον θεωρούν παράφρον ζώο, ζώο που γελάει, ζώο που κλαίει, δύστυχο ζώο.

225. Οι φυσικοί άνθρωποι. -«Το κακό είχε πάντα μεγάλα αποτελέ-σματα προς όφελός του! Και η φύση είναι κακή! Ας είμαστε λοιπόν φυσικοί!» -έτσι συμπεραίνουν κρυφά οι μεγάλοι «αναζητητές αποτελέ-σματος» της ανθρωπότητας που κατατάχθηκαν πάρα πολλές φορές σιους μεγάλους άνδρες.

226. Οι δύσπιστοι και το ύφος. -Λέμε τα πιο δυνατά πράγματα με απλότητα, αρκεί να περιστοιχιζόμαστε από ανθρώπους που πιστεύουν στη δύναμη μας: ένα τέτοιο περιβάλλον σού μαθαίνει την «απλότητα του ύφους». Οι δύσπιστοι μιλούν εμφαντικά· οι δύσπιστοι σε κάνουν εμφαντικό.

227. Εσφαλμένος συλλογισμός, άστοχη βολή. -Δεν μπορεί να κυριαρ-χήσει τον εαυτό του: απ' αυτό μια γυναίκα συμπεραίνει πως θα είναι εύκολο να τον κυριαρχήσει και ρίχνει τα δίχτυα της πάνω του· η καημέ-νη, που σε λίγο θα γίνει σκλάβα του.

228. Ενάντια στους μεσολαβητές. -Εκείνος που θέλει να μεσολαβήσει ανάμεσα σε δύο ανυποχώρητους στοχαστές είναι σημαδεμένος από με-τριότητα: δεν έχει μάτια για να δει αυτό που γίνεται μόνο μια φορά. Το να βλέπεις το όμοιο και να εξισώνεις τα πάντα είναι σημάδι πως έχεις αδύνατα μάτια.

229. Πείσμα και πίστη. -Από πείσμα κρατιέται από μια υπόθεση που έχει γίνει εντελώς διάφανη γι' αυτόν -αλλά το ονομάζει αυτό «πίστη».

158 Η ΧΑΡΟΥΜΕΝΗ ΕΠΙΣΤΗΜΗ

230. 'Ελλει-ψη σιωπής. -Ολόκληρο το είναι του δεν πείθει -αυτό οφεί-λεται οτο ότι ποτε' δεν αποσκόπησε ουτε μια καλή πράξη του.

231. Οι «θεμελιώδεις». - Οι αργοκίνητοι της γνώσης πιστευουν ότι η βραδύτητα αποτελεί μέρος της γνώσης.

232. Να ονειρεύεσαι. -Είτε δεν ονειρεύεται κανείς καθόλου είτε ο-νειρεύεται με ενδιαφέροντα τρόπο. -Πρέπει να μάθουμε να είμαστε έτσι και ξυπνητοί: είτε καθόλου ξυπνητοί είτε ξυπνητοί με ενδιαφέρο-ντα τρόπο.

233. Η πιο επικίνδυνη οπτική γωνία. -Αυτό που κάνω ή δεν κάνω τώρα έχει τόση σπουδαιότητα για οτιδήποτε επίκειται να συμβεί όση και το με-γαλύτερο γεγονός του παρελθόντος: κάτω απ' αυτή τη (ροβερή προοπτική του αποτελέσματος, όλες οι ενέργειες είναι εξίσου μεγάλες και μικρές.

234. Παρηγορητικά λόγια ενός μουσικού. -«Η ζωή σου δεν φτάνει στ' αφτιά των ανθρώπων: γι' αυτούς ζεις μια μουγκή ζωή, και κάθε λεπτότητα της μελωδίας, κάθε λεπτή απόφαση να ακολουθήσεις ή να προπορευτείς μένουν κρυμμένες απ' αυτούς. Είναι αλήθεια: δεν κατε-βαίνεις μια πλατιά λεωφόρο υπό τους ήχους στρατιωτικής μουσικής -αυτό όμως δεν δίνει σ' αυτούς τους καλούς ανθρώπους το δικαίωμα να λένε ότι από τον τρόπο ζωής σου λείπει η μουσική. Όποιος έχει αορτιά ας ακούσει.»

235. Πνεύμα και χαρακτήρας. -Μερικοί ςρτάνουν στο απόγειό τους ως χαρακτήρες, αλλά το πνεύμα τους δεν βρίσκεται στο ίδιο ύψος· σ' άλλους συμβαίνει το αντίθετο.

236. Για να συγκινήσεις το πλήθος. -Δεν πρέπει να είναι ο καθένας που θέλει να συγκινήσει το πλήθος ένας ηθοποιός που υποδύεται τον εατπό του; Δεν πρέπει να μεταφράσει τον εαυτό του σε κάτι τραγελαφι-κά σαφές και να παρουσιάσει ολόκληρο το πρόσωπο και την υπόθεσή του μ' αυτή τη χονδροειδή και απλουστευμένη μορφή;

ΤΡΙΤΟ ΒΙΒΛΙΟ 159

237. Ο ευγενικός. -«Είναι τόσο ευγενικός!» -Ναι, πάντα έχει μαζί τσυ ένα γλύκισμα για τον Κέρβερο^'' και είναι τόσο φοβιτσιάρης που σκέ-φτεται πως όλοι είναι Κέρβεροι, ακόμη κι εσυ κι εγώ -αυτή είναι η «ευγένεια» του.

238. Δίχως φθόνο. -Δεν έχει καθόλου φθόνο, αλλά αυτό δεν έχει κα-μιά αξία: γιατί θέλει να κατακτήσει μια χώρα που κανένας δεν την απέκτησε ακόμα -ούτε καν την είδε.

239. Δίχως χαρά. -Ένας και μόνον άνθρωπος δίχως χαρά αρκεί για να δημιουργήσει μόνιμη ακεφιά και συννεφιασμένο ουρανό σ' ένα σπι-τικό -κι είναι θαύμα αν λείπει ένας τέτοιος άνθρωπος! - Η ετττυχία δεν είναι καθόλου τόσο μεταδοτική αρρώστια -πού οφείλεται αυτό;

240. Στη θάλασσα. -Δεν θα ήθελα να χτίσω δικό μου σπίτι (και θεω-ρώ μέρος της ευτυχίας μου το ότι δεν είμαι κάτοχος ενός σπιτιού!). Αν έπρεπε όμως να αποκτήσω σπίτι, θα το έχτιζα έτσι όπως έχτιζαν τα δικά τους μερικοί Ρωμαίοι: σύρριζα στη θάλασσα. Θα ήθελα να μοιραστώ μερικά μυστικά μ' αυτό το ωραίο τέρας.

241. Έργο και καλλιτέχνης. -Αυτός ο καλλιτέχνης είναι φιλόδοξος, τίποτε περισσότερο: σε τελευταία ανάλυση, το έργο του δεν είναι παρά ένας μεγεθυντικός φακός, τον οποίο προσφέρει στον καθένα που κοι-τάει προς το μέρος του.

242. Suum cuique [Στον καθένα το δικό του^"]. -Όσο μεγάλη κι αν είναι η απληστία της γνώσης μου, δεν μπορώ να πάρω από τα πράγματα τίποτε άλλο εκτός απ' αυτό που μου ανήκει ήδη· ό,τι ανήκει σ' άλλους μένει πίσω στα πράγματα. Πώς είναι δυνατόν να είναι ένας άνθρωπος κλέφτης ή ληστής!

216. Στην αρχαία ελληνική μυθολογία, το τρικέςχϊλο σκυλί που ήταν ιρύλακας στην πύλη του Λδη. 217. Έκφραση που συνήθιζε ο λατίνος ρήτορας και φιλόσοφος Κι*έρ<«νας.

160 Η ΧΑΡΟΥΜΕΝΗ ΕΠΙΣΤΗΜΗ

243. Καταγωγή του «καλού» και του «άσχημου». -Μια βελτίωση ε-πινοεί μόνον όποιος ξέρει να αισθάνεται ότι «αυτό δεν είναι καλό».

244. Σκέψεις και λέξεις. -Οΰτε τις ίδιες τις σκέψεις του δεν μπορεί κανείς να αποδώσει με λε|εις.

245. Έπαινος οτην επιλογή. - Ο καλλιτέχνης διαλέγει το υλικό του: αυτός είναι ο τρόπος του να επαινεί.

246. Μαθηματικά. -Θέλουμε να εισαγάγουμε τη λεπτότητα και την αυστηρότητα των μαθηματικών ο' όλες τις επιστήμες, όσο μπορεί να γίνει αυτό· όχι επειδή πιστεύουμε ότι σ' αυτό τον δρόμο θα γνωρίσουμε τα πράγματα, αλλά για να καθορίσουμε την ανθρώπινη σχέση μας με τα πράγματα. Τα μαθηματικά είναι μόνο το μέσο για τη γενική και έσχατη γνώση του ανθρώπου.

247. Συνήθεια. -Κάθε συνήθεια κάνει πιο πονηρό το χέρι μας και λιγότερο επιδέξια την πονηριά μας.

24β. Βιβλία. -Τι αξίζει ένα βιβλίο που δεν μας πάει πέρα απ* όλα τα βιβλία;

249. Ο αναστεναγμός του ανθρώπου της γνώσης. -«Ω, η απληστία μου! Σ' αυτή την ψυχή δεν κατοικεί καμιά ανιδιοτέλεια -μάλλον ένας εαυτός που τα ποθεί όλα και που μέσω πολλών ατόμων θα ήθελε να βλέπει όπως με τα μάτια του και να πιάνει όπως με τα χέρια του -ένας εαυτός που παρακρατά όλο το παρελθόν και που δεν θέλει να χάσει τίποτε απ' όσα θα μπορούσαν να του ανήκουν! Ω, αυτή η φλόγα της απληστίας μου! Ω, να μπορούσα να ξαναγεννηθώ σε εκατό όντα!» -Όποιος δεν ξέρει από πείρα αυτό τον αναστεναγμό δεν ξέρει το πάθος του ανθρώ-που της γνώσης.

250. Ενοχή. -Παρόλο που οι πιο οξυδερκείς δικαστές τίον μαγισσών κι ακόμη και οι ίδιες οι μάγισσες είχαν πειστεί για την ενοχικότητα της

ΤΡΙΤΟ ΒΙΒΛΙΟ 161

μαγείας, ενοχή μολαταύτα δεν υπήρχε. Το ίδιο ισχύει για κάθε ενοχή^".

251. Παραγνωρισμένοι υποφέροντες. -Οι μεγαλοπρεπείς φύσεις υπο-φέρουν διαφορετικά απ' ό,τι φαντάζονται οι θαυμαστές τους: υποφέ-ρουν πιο έντονα από τις χυδαίους και ευτελείς αναβρασμούς που προ-καλούν κάποιες κακές στιγμές -κοντολογίς, από τις αμφιβολίες τους για την ίδια τους τη μεγαλοσύνη- κι όχι από τις θυσίες και τα μαρτυρία τα οποία ζητά απ' αυτές η αποστολή τους. Όσο νιώθει οίκτο ο Προμηθέας για τους ανθρώπους και θυσιάζεται γι' αυτούς, νιώθει μέσα του ευτυχής και μεγάλος· όταν όμως φθονεί τον Δία και τις τιμές που του αποδίδουν οι θνητοί -τότε υποφέρει!

252. Καλύτερα οφειλέτες. -«Καλύτερα να παραμένουμε οφειλέτες πα-ρά να πληρώνουμε μ' ένα νόμισμα που δεν έχει πάνω του την εικόνα μας!»: αυτό θέλει η υπάτη εξουσία μας.

253. Πάντα στο σπίτι μας. -Μια μέρα πετυχαίνουμε το ακοπό μας -και τότε μιλάμε με περηφάνια για τα μεγάλα ταξίδια που κάναμε για να τον πετύχουμε. Στην πραγματικότητα δεν είχαμε παρατηρήσει ότι ταξιδεύαμε. Αν φτάσαμε τόσο μακριά, το κάναμε επειδή σε κάθε μέ-ρος φανταζόμασταν ότι ήμασταν στο σπίτι μας.

254. Ενάντια στην αμηχανία. -Όποιος είναι πάντα βαθιά απασχολη-μένος, βρίσκεται πάνω από κάθε αμηχανία.

255. Μιμητές. -Α: «Τι; Δεν θέλεις μιμητές;» -Β: «Δεν θέλω να μιμού-νται σε οτιδήποτε· θέλω να επινοεί ο καθένας κάτι για τον εαυτό του: ακριβώς όπως κάνω εγώ». -Α: «Και λοιπόν-;»

256. Επιδερμικότητα. -Όλοι οι άνθρωποι του βάθους βρίσκουν την ευτυχία στο να είναι μια φορά όμοιοι με ιπτάμενα ψάρια που παίζουν στις κορυφές των κυμάτων αυτό που εκτιμούν περισσότερο στα πράγ-

218. Για την έννοια οηττή βλ. Γενεαλογία της ηθο<ής, «Δεύτερη πραγματεία».

162 Η ΧΑΡΟΥΜΕΝΗ ΕΠΙΣΤΗΜΗ

ματα -είναι ότι έχουν μια επιφάνεια: είναι η επιδερμικότητά τους ~sit veniat verbo [ας μου συγχωρεθεί η έκφραση].

257. Εκ πείρας. -Μερικοί δεν ξέρουν πόσο πλούσιοι είναι ώς τη μέρα που η πείρα τους τους μαθαίνει πως ακόμη και πλούσιοι άνθρωποι γίνο-νται κλέφτες στην επαφή μαζί τους.

258. Οι αρντμές της τύχης. -Κανένας νικητής δεν πιστεύει στην τύχη.

259. Από τσν παράδεισο. -«Το καλό και το κακό είναι οι προκαταλή-ψεις του Θεού» -έλεγε το φίδι^".

260. Προπαίδεια. - Ο ένας έχει πάντα άδικο: αλλά με τους δύο αρχί-ζει η αλήθεια. - Ο ένας δεν μπορεί να αποδείξει την υπόθεοή του, αλλά οι δυο είναι αδιάψευστοι.

261. Πρωτοτυπία. -Τι είναι η προποτυπία; Το να βλέπεις κάτι που δεν έχει ακόμη όνομα, που δεν μπορεί ακόμη να ονομασθεί, παρόλο που το έχουν όλοι μπροστά στα μάτια τους. Έτσι που είναι συνήθως οι άνθρω-ποι, τους χρειάζεται προήτα ένα όνομα για να μπορέσουν να δουν ένα πράγμα. —Οι πρωτότυποι ήταν επίσης τις περισσότερες φορές επινοη-τές ονομάτων.

262. Sub specie aetemi [Υπό το πρίσμα της αιωνιότητας™]. -Α: «Απο-μακρύνεσαι όλο και πιο γρήγορα από τους ζωντανούς: σύντομα θα σε διαγράψουν από τους καταλόγους τους!» -Β: «Αυτό είναι το μόνο μέσο για να αποκτήσεις το προνόμιο των νεκρών». -Α: «Ποιο προνόμιο;» -Β: «Να μην πεθαίνεις πια.»

263. Χωρίς κενοδοξία. -'Οταν είμαστε ερωτευμένοι, θέλουμε να μεί-

219. Το φίδι και ο αετός είναι τα ζώα τσυ Ζαρατσύστρα στο Έτσι μίλησε ο Ζαρατούστρα. 220. Η έκφραση είναι τσυ Σπινόζα.

ΤΡΙΤΟ ΒΙΒΛΙΟ 163

νουν κρυμμένα τα ελαττώματα μας -όχι από κενοδο|ία αλλά για να μην υποφέρει το πλάσμα που αγαπάμε. Πράγματι, αυτός που αγαπάει θέλει να μοιάζει με θεό -κι αυτό επίσης όχι από κενοδοξία.

264. Αυτό που κάνουμε. -Αυτό που κάνουμε οι άλλοι δεν το καταλα-βαίνουν ποτέ· μόνο το επαινούν ή το επικρίνουν.

265. Έσχατος σκεπτικισμός. -Ποιες είναι τελικά οι αλήθειες του αν-θροόπου; Είναι οι αδιάψευστες πλάνες του.

266. Πού είναι απαραίτητη η σκληρότητα. -Όποιος έχει μεγαλείο εί-ναι σκληρός απέναντι στις αρετές και τις δευτερεΰουσες εκτιμήσεις του.

267. Μ' ένα μεγάλο σκοπό. -'Οταν έχει κανείς μεγάλο σκοπό είναι ανοότερος ακόμη και από τη δικαιοσύνη, όχι μόνον από τις πράξεις του και τους κριτές του.

268. Τι σε κάνει ηρωικό; -Το να βαδίζεις ταυτόχρονα προς τον μεγα-λύτερο πόνο σου και προς τη μεγαλύτερη ελπίδα σου.

269. Σε τι πιστεύεις; -Στο ότι το βάρος όλων των πραγμάτων πρέπει να προσδιοριστεί εκ νέου.

270. Τι λέει η συνείδηση σσυ; -«Πρέπει να γίνεις εκείνος που είσαι^'.»

271. Πού βρίσκονται οι μεγαλύτεροι κίνδυνοι για σένα; -Στον οίκτο.

272. Τι αγαπάς στους άλλους; -Τις ελπίδες μου.

221. Ο Νίτσε εμπνέεται την έκφραση αυτή, την οποία βάζει υπότιτλο στο μεταγενέστερο έργο του Ecce Homo, από τον Πίνδαρο, Πυθιόηχοι, II, 72.

164 Η ΧΑΡΟΥΜΕΝΗ ΕΠΙΣΤΗΜΗ

273. Ποιον ονομάζεις κακό; -Εκείνον που θέλει πάντα να ντροπιάζει.

274. Τι θεωρείς πιο ανθρώπινο; -Να γλιτώνεις κάποιον απ' τη ντροπή.

275. Ποια είναι η σφραγίδα της αποκτημένης ελενθερίας; -Να μη ντρέ-πεσαι πια για τον εαυτό σου.

Τέταρτο βιβλίο

Sanctus Januarius [Άγιος Ιανουάριος^]

Εσύ που με τη φλογερή ρομφαία σον Έσπασες τον πάγο της ψυχής μου, Που τώρα ορμάει παφλάζοντας προς τη θάλασσα Της μεγαλύτερης ελπίδας της: Όλο πιο φωτεινή και πιο υγιής, Ελεύθερη μέσα στο γεμάτο αγάπη πρέπει: Έτσι εξυμνεί τα θαύματά σον, Γενάρη, που είσαι ο πιο όμορφος μήνας!

Γένοβα, Ιανουάριος 1882

276. Για τον καινούργιο χρόνο. -Ακόμα ζω, ακόμα σκέπτομαι: πρέπει να ζω ακόμα, γιατί πρέπει ακόμα να σκέπτομαι. Sunt, ergo cogito: cogito, ergo sum [υπάρχω, άρα σκέπτομαι: σκέπτομαι, άρα υπάρχω^]. Σήμερα ο καθένας επιτρέπει στον εαυτό του να εκφράζει την ευχη του και την πιο προσφιλή σκέψη του· γι' αυτό και εγώ θα πω τι εύχομαι για τον εαυτό μου σήμερα και ποια ήταν η πρ(ότη σκέψη που πέρασε μέσα απ' την καρδιά μου αυτό το χρόνο -ποια σκέψη πρέπει να είναι για μένα η βάση, η εγγύηση και η γλυκύτητα κάθε περαιτέρω ζωής! Θέλω να μα-θαίνω όλο και περισσότερο να βλέπω ως ωραίο αυτό που είναι ανα-γκαίο στα πράγματα -έτσι θα γίνω ένας από κείνους που κάνουν ωραία τα πράγματα. Amor fati [αγάπη της μοίρας^]: ας είναι αυτή η αγάπη

222.0 άγιος Ιανουάριος είναι άγιος της Νάπολης της Ιταλίας και ονομάζεται Genna«). Μαρτύρησε επί αυτοκράτορα Διοκλητιανού. 223. Το δεύτερο μέρος της έκφρασης αυτής είναι του γάλλου φΛοοάφου Ρενέ Ντεκάρι. Βλ. και την κριτική που κάνει ο Νίτσε οηην § 17 του Πέρα από το καλό και το καχό. 224. Moußo της στωικής φιλοσοφίας το οποίο επανερμηνεύει ο Νίτσε συνδέοντάς το με την έννοια της αιώνιας επιστροςρής. Βλ. τις § 341 και 342 ααρακάιω. Για τη σύνδεση αυτή γράφει ο Νίτσε σία Nachgelassene Fragmente XIV, 16 [32]: «Μια πειραματική φιλοσοφία σαν αυτή που ζω εγώ προτρέχει, υπό μορςρή δοκιμής, τα»ν

166 Η ΧΑΡΟΥΜΕΝΗ ΕΠΙΣΤΗΜΗ

μου από δω και περα! Δεν θε'λω να κηρύξω πόλεμο εναντίον αυτοΰ που είναι άσχημο. Δεν θε'λω να κατηγόρα), δεν θε'λω να κατηγορώ οΰτε ε-κείνους που κατηγορούν. Να κοιτώ αλλού·, αυτή ας είναι η μόνη μου άρνηση! Και, με δυο λόγια: θέλω να είμαι, σε κάθε περίσταση, ένας άνθρωπος που λέει μόνο Ναι!

277. Προσωπική πρόνοια. -Υπάρχει ένα ορισμένο κορυφαίο σημείο στη ζωή: μόλις το ςττάσουμε, παρ' όλη την ελευθερία μας και από την άρνησή μας να αποδώσουμε προνοητικό λογικό και καλοσύνη στο ω-ραίο χάος της ενθαδικής ύπαρξης, διατρέχουμε, για μια ακόμη φορά, τον μέγιστο κίνδυνο πνευματικής ανελευθερίας και πρέπει να υποστού-με τη δυσκολότερη δοκιμασία. Γιατί μόνο τώρα η σκέψη για μια προ-σωπική πρόνοια στέκει μπροστά μας με την πιο διεισδυτική δύναμη και έχει με το μέρος της τον καλύτερο συνήγορο -τα φαινόμενα, τώρα που αγγίζουμε με τα χέρια μας το ότι όλα τα πράγματα που μας αφορούν στρέφονται συνεχώς προς το μεγαλύτερο καλό μας. Η ζωή κάθε μέρας και κάθε ώρας μοιάζει να μη θέλει τίποτε άλλο από το να αποδεικνύει ξανά και ξανά αυτή την αρχή" ό,τι κι αν συμβαίνει, κακός ή καλός και-ρός, η απώλεια ενός φίλου, μια αρρώστια, μια συκοφαντία, η καθυστέ-ρηση μιας επιστολής, το στραμπούληγμα ενός ποδιού, μια ματιά σ' ένα μαγαζί, ένα αντεπιχείρημα, το άνοιγμα ενός βιβλίου, ένα όνειρο, μια απάτη: το καθετί αποδεικνύει αμέσως ή λίγο μετά ότι είναι κάτι που «δεν θα μπορούσε να λείπει» -είναι γεμάτο από βαθύ νόημα και όφε-λος ακριβώς για μαςί Υπάρχει πιο επικίνδυνος πειρασμός για να σε κάνει να απαρνηθείς την πίστη σου στους θεούς του Επίκουρου, αυτούς τους ξέγνοιαστους άγνωστους, και να πιστέψεις σε κάποια ασήμαντη θεότητα που νοιάζεται πάρα πολύ, που γνωρίζει προσωπικά κάθε μικρή τρίχα που υπάρχει στο κεφάλι μας^", και που δεν νιώθει καμιά αηδία όταν μας προσφέρει την πιο αξιοθρήνητη υπηρεσία; Λοιπόν, εννοώ: παρ' όλα αυτά!, ας αςρήσουμε ήσυχους τόσο τους θεούς όσο και τα πνεύ-ματα που είναι έτοιμα να μας υπηρετήσουν, και ας αρκεστούμε στην

δυναιστητίΰν του ριζικού μηδενισμού: αυτό δεν σημαίνει ότι μενει σε ένα "όχι", σε μια άρνηση, σε μια θέληση για άρνηση. Αντίθετα, θέλει να φτάσει στο αντίστροφο, σε μια διονυσιακή συναίνεση με τον κόσμο έτσι όπως είναι αυτός, δίχως να αφαιρέσει, να εξαιρέσει, να επιλέξειτΰκπε απ' αυτόν -θέλει τον αιώνιο κύκλο, τα ίδιαπράγματα, την ίδια λογική και μη λογική tiüv δεσμών. Η ανώτερη κατάσιαση οττην οποία μπορεί να ψιάσζι ένας φιλόσοφος: να έχει απέναντι σιην ύπαρξη διονυσιακή στάση: η έκφραση μου γι'αυτό το πράγμα tivaiamorfati.» 225. Κατά Ματθαίον ευαγ/έλιον, ι, 30.

ΤΕΤΑΡΤΟ ΒΙΒΛΙΟ: SANCTUS JANUARIUS 167

παραδοχή ότι. η πρακτική και θεωρητική επιδεξιότητα μας στην ερμη-νεία και στη διευθέτηση των γεγονότων έχει ςρτάσει τώρα σιο κορυφαίο σημείο της. Κι ας μην έχουμε πολΰ μεγάλη ιδέα γι' αυτή την επιδεξιότη-τα της σοφίας μας όταν εκπλησσόμαστε μερικές φορές υπερβολικά από τη θαυμαστή αρμονία που γεννιέται από το παίξιμο του μουσικού οργά-νου μας -μια αρμονία που ακούγεται πάρα πολύ καλά ώστε να τολμή-σουμε να την αποδώσουμε αποκλειστικά στον εαυτό μας. Πράγματι, μερικές φορές παίζει και κάποιος άλλος μαζί μας -η αγαπητή τύχη-μερικές φορές η τύχη καθοδηγεί το χέρι μας, και τότε ακόμη και η σοφότερη πρόνοια δεν θα μπορούσε να φανταστεί πιο ωραία μουσική απ' αυτή που παράγει το τρελό χέρι μας.

278. Η σκέτρη του θανάτου. -Το να ζω μέσα σ' αυτό τον δαίδαλο των σοκακιών, των αναγκών και των φωνών μού προκαλεί μελαγχολική ευ-τυχία: πόσο πολλή απόλαυση, ανυπομονησία, επιθυμία, πόσο πολλή δι-τ|)ασμένη ζωή και πόσο πολύ μεθύσι της ζωής έρχονται στο φως κάθε στιγμή! Κι όμως, γρήγορα θα σκεπάσει η σιωπή όλους αυτούς τους θο-ρυβώδεις, ζωντανούς, διψασμένους για ζωή ανθρώπους! Πώς στέκεται πίσω απ' τον καθένα η σκιά του, ο σκοτεινός συνοδοιπόρος του! Είναι πάντα σαν την τελευταία στιγμή πριν από την αναχώρηση ενός πλοίου φορτωμένου με μετανάστες: οι άνθρωποι έχουν να πουν ο ένας στον άλλο περισσότερα από κάθε άλλη φορά, ο χρόνος πιέζει, και ο ωκεα-νός και η έρημη σιωπή του περιμένουν ανυπόμονα πίσω απ' όλον αυτό το θόρυβο -τόσο άπληστοι, τόσο σίγουροι για τη λεία τους! Κι όλοι, όλοι πιστεύουν πως το «μέχρι τώρα» είναι μηδέν ή κάτι λίγο, ενώ το κοντινό μέλλον είναι το παν: εξ ου αυτή η βιασύνη, αυτή η οχλοβοή, αυτό το ξεκούφαμα του εαυτού, αυτή η εξαπάτηση του εαυτού! Ο καθένας θέ-λει να είναι ο πρώτος σ' αυτό το μέλλον -κι όμως, ο θάνατος και η σιωπή του θανάτου είναι το μόνο σίγουρο και κοινό για όλους σ* αυτό το μέλλον! Πόσο παράξενο είναι το ότι αυτή η μοναδική σιγουριά και αυ-τή η κοινή μοίρα δεν ασκούν σχεδόν καμιά επιρροή στους ανθρώπους και το ότι τίποτε δεν απέχει περισσότερο από το πνεύμα τους από το αίσθημα ότι αποτελούν μια αδελφότητα θανάτου! Είμαι ευτυχισμένος όταν βλέπω ότι οι άνθρωποι δεν θέλουν καθόλου να σκέφτονται τη σκέψη του θανάτου! Θα συνέβαλλα πρόθυμα στο να τους γίνει η σκέψη της ζωής εκατό φορές πιο άξια προς σκέψη.

279. ΦιΛ/α άστρων. -Ήμασταν φίλοι κι έχουμε γίνει ξένοι. Αυτό εί-

168 Η ΧΑΡΟΥΜΕΝΗ ΕΠΙΣΤΗΜΗ

ναι όμως δίκαιο, και δεν θέλουμε να το κρύψουμε ή να το αποσιωπήσου-με από μας, σαν να έπρεπε να ντρεπόμαστε γι' αυτό. Είμαστε δυο πλοία, το καθένα με το δικό του σκοπό και τη δική του πορεία· οι δρόμοι μας μπορεί να διασταυρωθούν και μπορεί να γιορτάσουμε μια γιορτή μαζί, όπως κάναμε ήδη -τότε τα καλά καράβια στέκονταν τόσο γαλήνια μέσα στο ίδιο λιμάνι, κάτω απ' τον ίδιο ήλιο, που θα μπορούσε να φανεί πως είχαν πετύχει το σκοπό τους και πως είχαν τον ίδιο σκοπό. Ύστερα όμως η πανίσχυρη δύναμη της αποστολής μας μάς έσπρωξε σε διαφορετικές θάλασσες και ζοδνες ηλίου, κι ίσως να μην ξαναδούμε ο ένας τον άλλο -ίσως πάλι να ξανάίδωθούμε αλλά να μην αναγνωρίσουμε ο ένας τον άλ-λο: επειδή θα έχουμε αλλάξει από τις διαφορετικές θάλασσες και τους διαςρορετικούς ήλιους! Το ότι έπρεπε να γίνουμε ξένοι ήταν ο νόμος πά-νω από μας: και, γι' αυτό, οφεΟιουμε περισσότερο σεβασμό ο ενας στον άλλο! Γι' αυτό, πρέπει να γίνει ιερότερη η σκέχΙιη της παλιάς μας φιλίας! Ίσως να υπάρχει μια τεράστια αόρατη καμπύλη και αστρική τροχιά, στην οποία μπορούν να ενσωματωθούν σαν μικρές διαδρομές οι τόσο διαφορε-τικοί δρόμοι και σκοποί μας -ας ανεβούμε ώς αυτή την σκέψη! Η ζωή μας όμως είναι πολύ μικρή κι η οπτική οξύτητά μας πολύ αδύνατη για να μπορέσουμε να είμαστε κάτι παραπάνω από φίλοι με την έννοια αυτής της υπέροχης δυνατότητας. -Κι έτσι θέλουμε να πιστέψουμε στη φιλία μας ως άστρων, ακόμη κι αν πρέπει να είμαστε εχθροί πάνω στη γη.

280. Αρχιτεκτονική για τους ανθρώπους της γνώσης. -Θα πρέπει να συνειδητοποιήσουμε μια μέρα, κι ίσως η μέρα αυτή δεν αργεί, τι λείπει κυρίως από τις μεγάλες μας πόλεις: ήσυχα και ευρύχωρα, πολύ εκτετα-μένα μέρη για στοχασμό, μέρη με μακριά και ψηλά περιστύλια για την κακοκαιρία και το λιοπύρι, όπου δεν θα έφταναν φωνές ή θόρυβοι αμα-ξιών και όπου μια λεπτότερη ευπρέπεια θα απαγόρευε ακόμη και στον ιερέα να προσεύχεται με δυνατή φωνή: κτίρια και κήπους που ως σύνο-λο θα έκφραζαν την ευγένεια της περισυλλογής και του βαδίσματος χωριστά από τους άλλους. Πέρασε πια ο καιρός που η Εκκλησία είχε το μονοπώλιο του στοχασμού, που η vita contemplativa [θεωρησιακή ζωή] έπρεπε να είναι πρώττα απ' όλα vita activa [πρακτική ζωή]· κι ό,τι έχτισε η Εκκλησία εκφράζει αυτή τη σκέψη. Δεν ξέρω πώς θα μπορούσαμε να μείνουμε ικανοποιημένοι με τα κτίριά της, ακόμη κι αν απογυμνώνο-νταν από τον εκκλησιαστικό τους προορισμό. Τα κτίρια αυτά μιλούν μια γλώσσα υπερβολικά εμπαθή και μεροληπτική, ως οίκοι του Θεού και πολυτελείς χώροι μιας εξωκοσμικής συναλλαγής, για να μπορούμε εμείς, που είμαστε άθεοι, να σκεφτούμε τις σκέψεις μας μέσα σ' αυτούς.

ΤΕΤΑΡΤΟ ΒΙΒΛΙΟ: SANCTUS JANUARIUS 169

Θέλουμε να δοΰμε τον εαυτό μας μεταφρασμένο σε πέτρα και σε φυτά, θέλουμε να κάνουμε περιπάτους μέσα μας, όταν περιπλανιόμαστε σ' αυτά τα κτίρια και σ' αυτούς τους κήπους.

281. Να ξέρεις να βρίσκεις το τέλος. -Τους δεξιοτέχνες πρώτου επιπέ-δου τους αναγνωρίζουμε από το γεγονός ότι τόσο σε μεγάλα όσο και σε μικρά ζητήματα ξέρουν να βρίσκουν το τέλος τέλεια -είτε πρόκειται για το τέλος μιας μελωδίας είτε για το τέλος μιας σκέψης, είτε για την πέ-μπτη πράξη μιας τραγωδίας είτε για μια κρατική υπόθεση. Οι πρώτοι του δεύτερου επιπέδου γίνονται πάντα ανήσυχοι όταν πλησιάζει το τέ-λος και δεν τα καταφέρνουν να κατηφορίσουν προς τη θάλασσα μ' ε-κείνη την περήφανη και γαλήνια αρμονία που έχει, λόγου χάρη, το βουνό στο Πόρτο Φίνο -εκεί που ο κόλπος της Γένοβας τραγουδάει το τέλος της μελωδίας του.

282. Το βάδισμα. -Υπάρχουν τρόποι του πνεύματος που προδίδουν ότι ακόμη και μεγάλα πνεύματα προέρχονται από την πλέμπα ή την ημυιλε-μπα· αυτό που κυρίως τα προδίδει είναι το βάδισμα και ο διασκελισμός των σκέψεων τους· δεν μπορούν να περπατήσουν. Έτσι, ακόμη κι ο Να-πολέων δεν μπορούσε, προς μεγάλη του θλίψη, να περπατήσει με τρόπο ηγετικό και «επίσημο», σε περιστάσεις που το απαιτούσαν, όπως στις με-γάλες παρελάσεις της στέψης και σε παρόμοιες τελετές: ακόμη κι εδώ, ήταν πάντα απλός αρχηγός μιας φάλαγγας -περήφανος και βιαστικός μαζί, και με πλήρη επίγνωση αυτού του πράγματος. -Είναι για γέλια οι συγγραφείς που αφήνουν να θροΐζουν γύρω τους οι πτυχωτές κουρτίνες των περιόδων^: έτσι θέλουν να κρύψουν τα πόδια τους.

283. Προπαρασκενασιές άνθρωποι. -Καλωσορίζω κάθε σημάδι που προαναγγέλλει τον ερχομό μιας πιο αρρενωπής, πιο πολεμόχαρης επο-χής, που θα αποκαταστήσει πριν απ' όλα την τιμή της ανδρείας! Γιατί αυτή η εποχή πρέπει να ανοίξει το δρόμο για μια άλλη, ανοπερη εποχή και να συγκεντρώσει τη δύναμη που θα χρειαστεί κάποια μέρα η δεύ-τερη - η εποχή που θα φέρει τον ηρωισμό μέσα στο χώρο της γνώσης και θα κάνει πολέμους για χάρη των σκέψεων και των συνεπειών

226. Εννοεί τις περιόδους της γραμματικής, δηλαδή τα μικρά τμήματα λόγου ηον εκφράζουν πλήρες νόημα.

170 Η ΧΑΡΟΥΜΕΝΗ ΕΠΙΣΤΗΜΗ

τους"'. Γι' αυτό, χρειάζονται τώρα πολλοί προπαρασκευαστές, θαρρα-λε'οι άνθρωποι, που δεν μπορούν όμως να βγουν από το μηδέν -όπως δεν μπορούν να βγουν και από την άμμο και το βούρκο του τωρινού πολιτισμού^^® και της παιδείας που προσφέρεται στις μεγάλες πόλεις μας. Χρειάζονται άνθρωποι που να |έρουν να είναι σιωπηλοί, μοναχι-κοί, αποφασισμένοι, που να αρκούνται και να μένουν σταθεροί σε αθέ-ατες δραστηριότητες: άνθρωποι που να αναζητούν, από εσοΰτερική κλί-ση, σ' όλα τα πράγματα αυτό που πρέπει να υπερπηδηθεί ο' αυτά: άν-θρωποι που να διακρίνονται από ευδιαθεσία, υπομονή, έλλειψη επιτή-δευσης, περιφρόνηση για όλες τις μεγάλες ματαιοδοξίες, καθώς και α-πό μεγαλοψυχία στη νίκη και επιείκεια απέναντι στις μικρές ματαιοδο-ξίες όλων των νικημένων: άνθρωποι με οξυδερκή και ελεύθερη κρίση για όλους τους νικητές και για το μερίδιο της τύχης σε κάθε νίκη και δόξα: άνθρωποι με τις δικές τους γιορτές, με τις δικές τους εργάσιμες μέρες, με τις δικές τσυς περιόδους πένθους, συνηθισμένοι να διατάζουν με σιγουριά αλλά και έτοιμοι πάντα να υπακούουν, όταν χρειαστεί, το ίδιο περήφανοι και στις δύο περιπτώσεις, το ίδιο υπηρετούντες τη δική τους υπόθεση: άνθρωποι πιο εκτεθειμένοι στον κίνδυνο, πιο γόνιμοι, πιο ευτυχισμένοι! Γιατί, πιστέψτε με! -το μυστικό για να δρέψεις περισ-σότερους καρπούς και μεγαλύτερη απόλαυση από την ενθαδική ύπαρ-ξη είναι το να ζεις επικίνδυναί Χτίστε τις πόλεις σας στον Βεζούβιο! Στείλτε τα πλοία σας σε ανεξερεύνητες θάλασσες! Ζήστε σε πόλεμο με τους ομοίους σας και με τον εαυτό σας! Να είστε ληστές και κατακτητές

227. Η εικόνα του πολέμου που διεξάγεται υπέρ μιας σκέψης παραπέμπει στην προβλημαηκη τουν αξιών και της επαναξωλόγησης/μετασιοιχείωσης τοιν αξιών. Έτσι, θα αποτελέσει έναν από τους προτιμώμενους τρόπους παρουσίασης της σκέψης της αιώνιας επιστροφής. Γι' αυτή την εικόνα του πολέμου γράφει π.χ. ο Νίτσε στα Nachgelassene FragmenteXIV, 25 [1]: «Κομίζω τον πόλεμο: όχι μεταξύ των λαών: δεν βρίσκω λέξεις για να εκφράσω την περιφρόνηση που μου προκαλεί η απεχθής πολιτική των συμφερόνκαν των ευρωπαϊκών δυναστειών, η οποία κάνει αρχή και σχεδόν καθήκον την παρόξυνση των εγωισμών και των ανταγωνιστικών κενοδοξιών των λαών [...] Κομίζω τον πόλεμο, έναν πόλεμο που κόβει στη μέση όλα τα παράλογα τυχαία πράγματα που είναι ο λαός, η κοινωνική τάξη, η φυλή, το επάγγελμα, η μόρφωση, η κουλτούρα: έναν πόλεμο σαν μεταξύ ανατολής και δύσης, μεταξύ θέλησης για ζωή και επιθυμίας να εκδικηθούμε τη ζωή.» 228. Zivilisation. Ο Νίτσε χρησιμοποιεί τον όρο αυτό πάντα με μειωτική έννοια. Ο ποΑίί/σιΐίός αποτελεί μι« αδύναμη, ιδεαλιστική εκδοχή της ίωίΐίτκαιχαρακτηρίζεται από την κατάπνιξη των ενστίκτων και την εξημέρωση του ανθρώπου. Βρίσκεται στους αντίποδες της «ανώτερης κουλτούρας» {höhere Kultur), της οποίας την εγκαθίδρυση οφείλει να επιτύχει η επαναξιολόγηση/μεταστοιχείωση των αξιών.

ΤΕΤΑΡΤΟ ΒΙΒΛΙΟ: SANCTUS JANUARIUS 171

όσο δεν μπορείτε να είσιε κυρίαρχοι και κάτοχοι, εσείς, άνθρωποι της γνώσης! Γρήγορα θα περάσει η εποχή κατά την οποία σας αρκούσε να ζείτε κρυμμένοι στα δάση σαν άγρια ελάφια! Στο τέλος, η γνώση θα απλώσει το χέρι της σ' αυτό που της ανήκει δικαιωματικά: θα θελήσει να κυριαρχεί και να κατέχει, και μαζί της θα το θελήσετε κι εσείς!

284. Η πίστη στον εαυτό. -Λίγοι άνθρωποι έχουν γενικά πίστη στον εαυτό τους· απ' αυτούς τους λίγους μερικοί την έχουν μέσα τους, σαν μια ωφέλιμη τυφλότητα ή μια μερική έκλειψη του πνεύματος τους -τι θα ανακάλυπταν αν μπορούσαν να κοιτάξουν στα βάθη του εαυτού τους!-, ενώ οι υπόλοιποι πρέπει πρώτα να την αποκτήσουν: οτιδήποτε καλό, αξιόλογο ή μεγάλο κάνουν είναι πριν απ' όλα ένα επιχείρημα εναντίον του σκεπτικιστή που κρύβουν μέσα τους: πρέπει να τον πείσουν ή να τον καταφέρουν, και γι' αυτό χρειάζεται σχεδόν μεγαλοφυία. Αυτοί είναι οι μεγάλοι ανικανοποίητοι με τον εαυτό τους.

285. Excelsior! [Ψηλότερα!] -«Δεν θα προσευχηθείς ποτέ πια, δεν θα λατρέψεις, δεν θα ησυχάσεις μέσα σε μια απέραντη εμπιστοσύνη -θα απαγορέψεις στον εαυτό σου να σταματήσει μπροστά σε μια έσχατη σοφία, έσχατη καλοσύνη, έσχατη δύναμη, και να αφήσει ξεζεμένες τις σκέψεις σου-δεν έχεις κανένα μόνιμο φύλακα και φίλο για τις εφτά μοναξιές σου^' • ζεις χωρίς να έχεις θέα σ' ένα βουνό που έχει χιόνι στην κορυςρή του και καμίνι στην καρδιά του -δεν υπάρχει πια για σένα εκδι-κητής ούτε τελικός βελτιωτής -δεν υπάρχει πια καμιά λογική σ' ό,τι συμβαίνει, καμιά αγάπη σ' ό,τι θα σου συμβεί· δεν υπάρχει πια κανένα αναπαυτήριο μέσα στην καρδιά σου, στο οποίο μόνο βρίσκεις και δεν χρειάζεται να ψάξεις· αμύνεσαι απέναντι σε κάθε τελική ειρήνη, θέλεις την αιώνια επιστροφή"" του πολέμου και της ειρήνης: άνθρα>πε της α-πάρνησης, θέλεις να τ' απαρνηθείς όλα αυτά; Ποιος θα σου δώσει τη δύναμη γι' αυτό; Κανένας δεν την είχε μέχρι τώρα!» -Υπάρχει μια λί-μνη που μια μέρα απαγόρεψε στον εαυτό της να ξεχειλίζει και ύψωσε ένα πρόχωμα στο σημείο από το οποίο ξεχείλιζε ώς τότε· από κείνη τη μέρα η λίμνη αυτή ανεβαίνει όλο και ψηλότερα. Ίσως αυτή ακριβώς η απάρνηση να μας δώσει και μας τη δύναμη που χρειάζεται για να αντέ-

229. Βλ. παρακάτω, § 309. 230. Η ιδέα της αιώνιας επιοηροφής, βαοακή για την ύστερη φιλοσοφία του Νίτσε, αναπτύσσεται για πρ(ότη φορά στην § 341 παρακάτω.

172 Η ΧΑΡΟΥΜΕΝΗ ΕΠΙΣΤΗΜΗ

ξουμε την ίδια την απάρνηση- ίσως ο άνθρωπος ν' αρχίσει να ανεβαίνει όλο και ψηλότερα από τη στιγμή που θα πάψει να ξεχειλίζει α' ένα Θεό.

286. Παρέκβαση. -Εδώ υπάρχουν ελπίδες· μα τι θα δείτε και θα α-κούσετε απ' αυτε'ς, όταν δεν έχετε αισθανθεί μέσα στις ίδιες τις ψυχές σας λαμπρότητα, φλόγα και χαραυγές; Το μόνο που μπορώ να κάνω είναι να υπενθυμίσω -τίποτα παραπάνω! Να κινήσω πέτρες, να μετα-τρέψω ζώα σε ανθρώπους -αυτό θέλετε από μένα; Ω, αν είστε ακόμα πέτρες και ζώα, να βρείτε πρώτα τον Ορφέα σας!

287. Χαρά με την τυφλότητα. -«Οι σκέψεις μου», είπε ο ταξιδιώτης στη σκιά του"', «πρέπει να μου δείξουν πού βρίσκομαι* δεν πρέπει ό-μως να μου αποκαλύψουν πού πάω. Αγαπώ την αβεβαιότητα για το μέλλον και δεν θέλω να πεθάνω από ανυπομονησία και από το πρόωρο δοκίμασμα υπεσχημένων πραγμάτων».

288. Υψηλές ψυχικές διαθέσεις. -Μου φαίνεται πως οι περισσότεροι άνθρωποι δεν πιστεύουν καθόλου ότι υπάρχουν υψηλές ψυχικές διαθέ-σεις, παρά μόνο για λίγες στιγμές ή το πολύ ένα τέταρτο της ώρας -εκτός από εκείνους τους λίγους σπάνιους ανθρώπους που γνωρίζουν εκ πείρας μια μεγαλύτερη διάρκεια του υψηλού αισθήματος. Το να είσαι όμως άνθρωπος ενός και μόνο υψηλού αισθήματος, το να είσαι η ενσάρ-κωση μιας και μόνο μεγάλης ψυχικής διάθεσης αιπό ήταν μέχρι τώρα απλό όνειρο και θελκτική δυνατότητα: η ιστορία δεν μας έχει δώσει ακόμη κανένα σίγουρο παράδειγμα. Μολαταύτα, η ιστορία θα μπορού-σε μια μέρα να γεννήσει και τέτοιους ανθρώπους -αν δημιουργηθούν και εδραιωθούν ένα σωρό ευνοϊκές προϋποθέσεις που ακόμη και η πιο ευτυχής συγκυρία δεν θα μπορούσε να τις συγκεντρώσει σήμερα. Ίσως η συνηθισμένη κατάσταση αυτών των μελλοντικών ψυχών να ήταν α-κριβώς αυτό που μπήκε μερικές φορές ώς τώρα στις \|)υχές μας ως εξαί-ρεση που μας έκανε να ανατριχιάζουμε: μια συνεχής κίνηση ανάμεσα στο υψηλό και στο βαθύ και το αίσθημα του υψηλού και του βαθιού, σαν ένα συνεχές ανέβασμα από σκαλί σε σκαλί και συγχρόνως μια αίσθη-ση ανάπαυσης πάνω σε σύννεφα.

231. Τρία χρόνια νωρίτερα, το 1879, ο Νίτσε δημοσίευσε μια συλλογή αφορισμών με τον τίτλο Ο ταξιδιώτης και η σκιά τον, με την οποία ολοκλήρωσε το έργο ταυ Ανθρώτανο, πάρα πολΰ ανθρώπινο (1878).

ΤΕΤΑΡΤΟ ΒΙΒΛΙΟ: SANCTUS JANUARIUS 173

289. Στα πλοία! -Αν δσυμε πώς δρα σε κάθε άτομο η οτυνολική φιλο-σοφική δικαιολόγηση του τρόπου που ζει και σκέπτεται -δηλαδή σαν ήλιος που λάμπει μονάχα γι' αυτό και του χαρίζει ζεστασιά, ευλογίες και γονιμότητα· το κάνει ανεξάρτητο από τον έπαινο και τη μομφή, αΰταρκες, πλούσιο, γενναιόδωρο σε ευτυχία και καλή θέληση· αδιάκο-πα ανασχηματίζει το κακό σε καλό, κάνει όλες τις δυνάμεις να ανθί-ζουν και να ωριμάζουν και δεν επιτρέπει στα μικρά και μεγάλα αγριό-χορτα της θλίψης και της αθυμίας να ξεμυτίσουν καθόλου. Έτσι, ανα-φωνεί κανείς στο τέλος γεμάτος επιθυμία: Πώς θα ήθελα να δημιουργη-θούν πολλοί τέτοιοι καινούργιοι ήλιοι! Ακόμη κι ο κακός, ακόμα κι ο δυστυχισμένος, ακόμη κι ο άνθρωπος που αποτελεί εξαίρεση -όλοι πρέ-πει να έχουν τη δική τους φιλοσοφία, το δικό τους δίκιο, το δικό τους ηλιόφωτο! Δεν χρειάζεται ο οίκτος απέναντι τους! -Πρέπει να ξεμά-θουμε αυτή την αλαζονική ιδέα, όσο χρόνο κι αν ξόδεψε μέχρι τώρα η ανθρωπότητα για να τη μάθει και για να την εφαρμόσει στην πράξη. -Αυτό που χρειάζονται οι άνθρωποι αυτοί δεν είναι οι εξομολογητές, οι εξορκιστές των ψυχών και οι χορηγοί άφεσης αμαρτιών! -αλλά μια και-νούργια δικαιοσύνηΐ Κι ένα καινούργιο σύνθημα! Και καινούργιους φι-λοσόφους! Η ηθική γη είναι κι αυτή στρογγυλή^^! Έχει κι αυτή τους αντίποδες της! Κι οι αντίποδες έχουν δικαίωμα να υπάρχουν! Υπάρχει ακόμη ένας κόσμος που πρέπει να ανακαλυφθεί -και παραπάνω από ένας! Στα πλοία, φιλόσοφοι!

290. Ένα πράγμα είναι απαραίτητό^^. -«Να δώσεις στιλ» στο χαρα-κτήρα σου -μια μεγάλη και σπάνια τέχνη! Ασκείται από εκείνους που επισκοπούν όλες τις δυνάμεις και τις αδυναμίες της φύσης τους κι ύστε-ρα τις ενσωματώνουν σ' ένα καλλιτεχνικό σχέδιο ώσπου να φανεί η καθεμιά σαν τέχνη και σαν λογικό και να γοητεύουν τα μάτια ακόμη κι οι αδυναμίες. Εδώ προστέθηκε μια μεγάλη μάζα δευτερεύουσας φύσης· εκεί αφαιρέθηκε ένα κομμάτι πρώτης φύσης -και τις δυο φορές ύστερα από μακρόχρονη άσκηση και καθημερινή δουλειά. Εδώ, το άσχημο που δεν ήταν δυνατόν να αφαιρεθεί κρύ(ρτηκε· εκεί, επανερμηνεύτηκε κι έγινε υπέροχο"". Πολλά στοιχεία, που είναι θολά και εναντιώνονται

232. Υπαινιγμός στην εξερευνητική αποστολή του γενοβέζου Χριστόφορου Κολόμβου. 233.0 Νίτσε χρησιμοποιεί ή παρωδεί συχνά την ευαγγελική έκφραοη «ενός δε έση. χρεία». Βλ. ΚαχάΛονκάν ευαγ/έλιον, 10,42. 234. Erhabne. Στα ελληνικά αποδίδεται και «υιρηλό». Πρβλ. το τέλος της § 7 της Γέννησης της τραγωδίας.

174 Η ΧΑΡΟΥΜΕΝΗ ΕΠΙΣΤΗΜΗ

στην απόπειρα διαμόρφωσης τους, φυλάχτηκαν και χρησιμοποιήθηκαν για μακρινές προοπτικές: προορισμός τους είναι να υποδείξουν το μα-κρινό και το απροσμέτρητο. Τέλος, όταν η δουλειά έχει τελειώσει, γίνε-ται φανερό πόσο κυριαρχούσε και διαμόρφωνε τόσο το σύνολο όσο και τις λεπτομέρειες ο εξαναγκασμός ο επιβαλλόμενος από ένα και μονα-δικό γούστο. Το αν το γοΰσιο αυτό ήταν καλό ή κακό μετράει λιγότερο απ' ό,τι νομίζουμε - αρκεί ότι πρόκειται για ένα και μοναδικό γούστο! -Οι δυνατές και κυριαρχικές φύσεις είναι εκείνες που θα γετπούν τη λε-πτότερη χαρά τους σ' αυτό τον εξαναγκασμό, σ' αυτή την υποταγή και τελείωση, που υπαγορεύονται από τον δικό τους νόμο" το πάθος της ισχυρής θέλησής τους μαλακώνει μπροστά στη θέα όλης της οτιλιζαρι-σμένης φύσης, όλης της νικημε'νης φύσης που έχει τεθεί στην υπηρεσία τους· ακόμη κι όταν πρέπει να χτίσουν παλάτια και να σχεδιάσουν κή-πους, τις απωθεί να αςησουν ελευθερία στη φύση. -Αντίθετα, οι αδύνα-μοι χαρακτήρες, αυτοί που δεν μπορούν να κυριαρχήσουν στον εαυτό τους, είναι εκείνοι που μισούν την υποταγή στο στιλ. Αισθάνονται ότι θα γίνονταν χυδαίοι αν υφίσταντο αυτό τον πικρό και κακό εξαναγκασμό' μόλις υπηρετούν, γίνονται δούλοι, γι' αυτό μισούν το να υπηρετούν. Τέ-τοια πνεύματα -και μπορεί να είναι πρώτης σειράς- θέλουν πάντα να διαμορφώσουν ή να ερμηνεύσουν τον εαυτό τους και το περιβάλλον τους σαν ελεύθερη φύση -άγρια, αυθαίρετη, φαντασιώδη, ακατάστατη και εκπληκτική: και καλά κάνουν, γιατί μόνον έτσι κάνουν καλό στον εαυτό τους! Γιατί μόνον ένα πράγμα είναι απαραίτητο: να καταφέρει ένας άνθρωπος να ικανοποιηθεί με τον εαυτό του -είτε μέσω της μιας είτε μέσω της άλλης ποίησης και τέχνης· μόνο τότε είναι άνθρωπος ανε-κτός στη θέα! Όποιος δεν είναι ικανοποιημένος με τον εαυτό του, είναι συνεχοός έτοιμος για εκδίκηση, και εμείς οι άλλοι θα είμαστε τα θύματα του, έστω κι αν πρέπει απλώς να υπομένουμε το άσχημο θέαμά του. Γιατί η θέα του άσχημου σε κάνει κακό και κατηφή^'.

291. Γένοβα. -Κοίταξα" ' αρκετή ώρα αυτή την πόλη, τις βίλες και τους ελκυστικούς κήπους της και τον ευρύτερο κύκλο των κατοικημένων λόφοΰν και πλαγιών της· τελικά πρέπει να πω: βλέπω φυσιογνωμίες που ανήκουν σε γενιές του παρελθόντος —τούτη η περιοχή είναι σπαρμένη με αντίγραφα ανθρώπων ατρόμητων που ήταν κυρίαρχοι του εαυτού

235. Πρβλ. Τολυκόφωςταη'ειόώλων, «Αχροβολιαμοί ενός η«ράκαιρου ανθρώπου», § 20. 236. Σε μια προγενέστερη εκδοχή ταυ κειμένου το υποκείμενο της δράσης δεν είναι το «εγώ» αλλά ο Ζαρατούστρα.

ΤΕΤΑΡΤΟ ΒΙΒΛΙΟ: SANCTUS JANUARIUS 175

τους. Έζησαν και ήθελαν να ζήσουν: αυτό μου λένε με τα σπίτια τους, που έχουν χτιστεί και διακοσμηθεί για να διαρκέσουν αιώνες κι όχι για τη φευγαλέα στιγμή· ήταν καλοί απέναντι στη ζωή, όσο κακοί κι αν ήταν συχνά απέναντι στον εαυτό τους. Βλέπω πάντα τον χτίστη να στυ-λώνει τα μάτια του σε καθετί κοντινό και μακρινό χτισμένο γυρω του, και στην πόλη, σπ) θάλασσα και στις γραμμές των βουνών, να ασκεί τη δΰναμή του και να κατακτά μ' αυτό το βλέμμα: θέλει να ενσωματώσει όλα αυτά στο σχέδιο του και καταλήγει να τα κάνει ιδιοκτησία του κά-νοντας τα κομμάτι του σχεδίου αυτού. Όλη αυτή η περιοχή ξεχειλίζει απ' αυτή τη μεγαλειώδη, ακόρεστη φιλαυτία που ευχαριστιέται με την κατοχή και τα λάφυρα. Και, καθώς οι άνθρωποι αυτοί αρνούνταν να αναγνωρίσουν σύνορα στον ορίζοντα και, με τη δίψα τους για το και-νούργιο, έβαζαν έναν καινούργιο κόσμο δίπλα στον παλιό, ο καθένας εξεγειρόταν εναντίον του άλλου ακόμη και στην πατρίδα κι έβρισκε έναν τρόπο να εκφράζει την ανωτερότητά του και να βάζει ανάμεσα στον εαυτό του και στον γείτονα την προσωπική του απεραντοσύνη. Ο καθένας κατακτούσε άλλη μια φορά την πατρίδα του για λογαριασμό του, υποτάσσοντας την με τις αρχιτεκτονικές του ιδέες και μεταμορφω-νοντάς την κατά κάποιο τρόπο σ' ένα σπίτι που ήταν χαρά των ματιών του. Στον Βορρά εντυπωσιάζεται κανείς από τον νόμο και από τη γενι-κή ευχαρίστηση με τη νομιμότητα και την υπακοή, όταν παρατηρεί τον τρόπο με τον οποίο είναι χτισμένες οι πόλεις: μαντεύει εκεί αυτή την εσωτερική τάση για εξίσωση και για υπαγωγή σε μια τάξη που πρέπει να κυριαρχούσε μέσα στις ψυχές όλων των χτιστών. Εδώ στον Νότο όμως, βρίσκεις σε κάθε γωνιά του δρόμου έναν άνθρωπο δι' εαυτόν, που ξέρει τη θάλασσα, την περιπέτεια και την Ανατολή, έναν άνθρωπο που απεχθάνεται τον νόμο και τον γείτονα σαν κάτι βαρετό και που μετρά καθετί παλιό και θεμελιωμένο με φθονερές ματιές. Με μια θαυμα-στή πανουργία της φαντασίας του θα ήθελε να τα ξαναφτιάξει όλα αυ-τά από την αρχή, τουλάχιστον στη σκέψη του, και να βάλει πάνω τους το χέρι του και το νόημα του - έστω και για μια στιγμή ενός ηλιόλουστου απομεσήμερου, όταν η ακόρεστη και μελαγχολική τ|>υχή του νιώθει χορ-τάτη και μόνον ό,τι είναι δικό του κι όχι ξένο μπορεί να εμφανιστεί μπροστά στα μάτια του.

292. Στους κήρυκες της ηθικής. -Δεν θέλω να κάνω ηθική, αλλά cf" αυτούς που το κάνουν, δίνω την εξής συμβουλή: αν θέλετε να αφαιρέσε-τε από τα καλύτερα πράγματα και από τις καλύτερες καταστάσεις κά-θε τιμή και κάθε αξία, τότε συνεχίστε να μιλάτε γι' αυτά αδιάκοπα.

176 Η ΧΑΡΟΥΜΕΝΗ ΕΠΙΣΤΗΜΗ

όπως κάνατε μέχρι τώρα! Βάλτε τα στην κορυ;ρη της ηθικής σας και μιλά-τε από το πρωί ώς το βράδυ για την ευτυχία της αρετής, για τη γαλήνη της \|τυχής, για τη δικαιοσύνη και για την εμμενη ανταμοιβή: με τη φόρα πσυ θα πάρετε, όλα αυτά τα καλά πράγματα θα κερδίσουν στο τέλος δημοτι-κότητα και την οχλοβοή των δρόμων τότε όμως όλο τους το χρυσάφι θα εξαντληθεί και, ακόμη περισσότερο, όλο το χρυσάφι που ήταν μέσα τους θα μετατραπεί σε μολύβι. Στ' αλήθεια, είστε μάστορες σ" αιττη την τέχνη, στην αλχημεία από την ανάποδη: στην απαξίωση αυτσΰ που έχει τη μεγα-λύτερη αξία! Δοκιμάστε λοιπόν και μια άλλη συνταγή, ώστε να μην πετύ-χετε, όπως κάνατε μέχρι τώρα, το αντίθετο amoü που επιδιώκατε: αρνη-θείτε αυτά τα καλά πράγματα, απαλλάξτε τα από τις επευφημίες της πλέ-μπας και από την εύκολη κυκλοφορία, κάντε τα εκ νέου κρυμμένες αιδη-μοσύνες μοναχικών ψυχών, πείτε ότι η ηθική είναι κάτι απαγορευμένοι Ίσως κερδίσετε έτσι για λογαριασμό αυτών των πραγμάτων το μόνο εί-δος ανθρώποον πσυ μετράει: εννοώ τσυς ηρωικούς. Για να γίνει όμως αυτό, αυτά πρέπει να περιέχουν κάτι που να εμπνέει φόβο κι όχι, όπως συνέβαι-νε μέχρι τώρα, αηδία! Μήπως ήρθε η ώρα να πούμε για την ηθική κάτι ανάλογο μ' αυτό που είπε ο Μάιστερ Έκχαρντ: «Παρακαλώ τον Θεό να με απαλλάξει από τον Θεό^'»;

293. Ο δικός μας αέρας. -Το ξέρουμε καλά: όποιος ρίχνει απλώς μια ματιά στην επιστήμη, εν παρόδω, σαν να πήγαινε περίπατο, όπως κά-νουν οι γυναίκες και δυστυχώς πολλοί καλλιτέχνες: γι' αυτόν, η αυστη-ρότητα που απαιτεί η υπηρεσία της, αυτή η ανοικτιρμοσυνη στα μεγάλα αλλά και στα μικρά θέματα, αυτή η ταχύτητα στη οαάθμιση, στην κρίση και στην καταδίκη, είναι κάτι που προκαλεί ίλιγγο και φόβο. Εκείνο που τον τρομοκρατεί κυρίως είναι το ότι εδώ απαιτείται το δυσκολότε-ρο και πραγματοποιείται το καλύτερο χωρίς επαίνους και διακρίσεις, το ότι ακούει μάλλον, όπως στο στρατό, κυρίως κατηγορίες και άγριες κατσάδες -διότι εδώ η επιτυχία θεωρείται ο κανόνας και η αποτυχία η εξαίρεση· εδώ όμως, όπως κι αλλού, ο κανόνας έχει κλειστό το στόμα του. Αυτή η «αυστηρότητα της επιστήμης» έχει το ίδιο αποτέλεσμα με τους τύπους και τις αβρότητες της «καλής κοινωνίας»: τρομοκρατεί τον αμύητο. Όποιος όμως είναι εξοικειωμένος μαζί της δεν θα ήθελε ποτέ να ζήσει άλλου εκτός απ' αυτό τον φωτεινό, διαφανή, ρωμαλέο, πολύ ηλεκτρισμένο αέρα, απ' αυτό τον αρρενωπό αέρα. Οπουδήποτε αλλού

237. Meister Eckhart, "Von der waren Armut", Vom Wunder der Seele, Σταυτγκάρδη, 1986, σ. 37.

ΤΕΤΑΡΤΟ ΒΙΒΛΙΟ: SANCTUS JANUARIUS 177

τα πράγματα δεν είναι αρκετά καθαρά και αέρινα γι' αυτόν· υποψιάζεται ότι αλλού η καλύτερη τέχνη του δεν θα είναι ωφέλιμη στους άλλους ούτε θα δίνει χαρά σ' αιπόν τον ίδιο· ότι η μίση ζωή του θα γλιστρούσε μέσα από τα δάχτυλα του λόγω παρεξηγήσεων ότι θα ήταν αναγκασμένος να τηρεί συνεχώς μεγάλες προφυλάξεις, να αποσιωπεί πράγματα, να έχει επιφυλάξεις - κάθε λογής μεγάλες και ανώφελες απώλειες δύνα-μης! Μέσα σ' αντό όμως το καθαρό και αυστηρό στοιχείο διατηρεί ατό-φια τη δύναμή του" εδώ, μπορεί να πετάξει! Γιατί λοιπόν να κατεβεί σ* αυτά τα λασπώδη νερά, όπου θα ήταν υποχρεωμένος να κολυμπά, να τσαλαβουτά και να λερώνει τα φτερά του! - Όχι, είναι πολύ δύσκολο για μας να ζήσουμε μέσα σ' αυτά τα νερά: τι να κάνουμε που γεννηθή-καμε για τον αέρα, τον καθαρό αέρα, εμείς που ανταγωνιζόμαστε την ακτίνα φωτός και που θα θέλαμε πάρα πολύ να κινούμασταν καβάλα στους κόκκους του αιθέρα όπως αυτή η ακτίνα, όχι όμως για να απομα-κρυνθούμε από τον ήλιο αλλά για να πάμε προς το μέρος του! Αυτό όμως δεν μπορούμε να το κάνουμε: γι' αυτό, ας κάνουμε ό,τι μπορούμε μόνοι: ας φέρουμε φως στη γη, ας γίνουμε «το φως της γης»! Και γι' αυτό το πράγμα έχουμε τα φτερά μας, την ταχύτητα μας, την αυστηρό-τητά μας· γι' αυτό το πράγμα είμαστε αρρενωποί και μάλιστα τρομεροί σαν τη φωτιά. Ας μας φοβούνται λοιπόν εκείνοι που δεν ξέρουν πώς να ζεσταθούν και να φωτιστούν από μας!

294. Ενάντια στους συκοφάντες της φύσης. -Βρίσκω δυσάρεστους ε-κείνους τους ανθρώπους στους οποίους κάθε φυσική κλίση γίνεται αμέ-σως αρρώστια, κάτι παραμορφωτικό και ατιμωτικό -αυτοί μας έκαναν να πιστέψουμε ότι οι κλίσεις και οι ενορμήσεις του ανθρώπου είναι κα-κές· αυτοί είναι η αιτία της μεγάλης αδικίας μας απέναντι στη (ρύση μας, απέναντι σ' όλη τη φύση! Υπάρχουν αρκετοί άνθρωποι που έχουν το δικαίωμα να αφεθούν στις ενορμήσεις τους με χάρη και ανεμελιά: δεν το κάνουν όμως, γιατί φοβούνται αυτό τον φανταστικό «κακό χαρα-κτήρα» της φύσης! Εδώ οφείλεται το ότι βρίσκουμε τόση λίγη ευγένεια στους ανθρώπους: διότι το χαρακτηριστικό σημάδι της ευγένειας είναι πάντα ότι δεν νιώθει κανείς φόβο για τον εαυτό του, ότι δεν περιμένει τίποτε ατιμωτικό από τον εαυτό του, ότι πετάει χωρίς δισταγμό εκεί όπου νιώθουμε ότι πετάμε κι εμείς -εμείς τα πουλιά που έχουμε γεννη-θεί ελεύθερα^'! Όπου κι αν πάμε, γύρω μας θα βρίσκουμε πάντα ελευ-θερία και ηλιόφωτο.

238. Πρβλ. τον τίτλο του παραρτήματος με τα τραγούδια στο τέλος του βιβλίου.

178 Η ΧΑΡΟΥΜΕΝΗ ΕΠΙΣΤΗΜΗ

295. Βραχύχρονες συνήθειες. -Μου αρέσουν οι βραχύχρονες συνή-θειες και τις θεωρώ ανεκτίμητο μέσο για να μπορέσουμε να γνωρίσου-με πολλά πράγματα και καταστάσεις, μέχρι το βάθος της γλυκύτητας και της πικρότητάς τους. Η cρΰση μου είναι απολύτως πλασμένη για βρα-χύχρονες συνήθειες, ακόμη και όσον αφορά σης ανάγκες της σωματι-κής μου υγείας, και γενικά, απ' όσο μπορώ να το δω: από το χαμηλότε-ρο μέχρι το ψηλότερο. Πάντα πιστεύω πως αυτό θα μου δίνει διαρκή ικανοποίηση -και οι βραχύχρονες συνήθειες επίσης έχουν την πίστη του πάθους, την πίστη στην αιωνιότητα- και πως είμαι αξιοζήλευτος που το βρήκα και το αναγνώρισα: και τώρα με τρέφει μεσημέρι και βράδυ και απλώνει μια βαθιά αυτάρκεια γύρω του και μέσα μου, έτσι που δεν επιθυμώ τίποτε άλλο, χωρίς να χρειάζεται να συγκρίνω, να περιφρονώ ή να μισώ. Μια μέρα όμως ο χρόνος του εξαντλείται: το καλό πράγμα αποχωρίζεται από μένα, όχι σαν κάτι που μου προκαλεί τώρα αηδία -αλλά ειρηνικά και χορτασμένο μαζί μου, όπως κι εγώ μαζί του και σαν να οφείλαμε ευγνωμοσύνη ο ένας στον άλλο κι έτσι να σφίγγαμε τα χέρια για να πούμε αντίο. Ήδη όμως το καινούργιο περιμένει στην πόρ-τα, μαζί με την πίστη μου -αυτή την αδιόρθωτα τρελή και σοφή!- ότι αυτό το καινούργιο θα είναι το σωστό, το τελεσίδικα σωστό. Αυτό ακρι-βώς μου συμβαίνει με τα φαγητά, τις σκέψεις, τους ανθρώπους, τις πό-λεις, τα ποιήματα, τη μουσική, τις θεωρίες, τις ημερήσιες διατάξεις και τους τρόπους ζωής. -Αντίθετα, μισώ τις συνήθειες που διαρκούν πολύ. Νιώθω σαν να ήρθε κοντά ένας τύραννος και σαν να πυκνώνει ο αέρας που αναπνέω, όταν τα γεγονότα παίρνουν μια τέτοια μορφή που δείχνει πως θα προκαλέσουν αναπόφευκτα συνήθειες που θα διαρκέσουν πο-λύ: για παράδειγμα, λόγω μιας δημόσιας θέσης, μιας συνεχούς συνανα-στροφής με τους ίδιους ανθρώπους, μιας μόνιμης κατοικίας ή ενός εί-δους υγείας. Ναι, στο βάθος της ψυχής μου, νιώθω ευγνωμοσύνη για όλη μου την αθλιότητα, και την αρρώστια"', για ό,τι είναι ατελές μέσα μου -γιατί όλα αυτά μου προσφέρουν εκατό πίσω πόρτες απ' τις οποίες μπο-ρώ να ξεφεύγω από τις συνήθειες που διαρκούν πολύ. - Σίγουρα, το πιο ανυπόφορο και το αληθινά φρικτό πράγμα για μένα θα ήταν μια ζωή εντελώς άδεια από συνήθειες, μια ζωή που θα απαιτούσε συνέχεια τον αυτοσχεδιασμό -αυτό θα ήταν η εξορία μου και η Σιβηρία μου.

296. Η φήμη της σιαθερότητας. - Η φήμη της σταθερότητας ήταν άλ-

239. Την εποχή αυτή ο Νίτσε υποφέρει από πονοκεφάλους και σιομαχόπονους. Υποφέρει επίσης πολύ από τα μάτια του και κάνει κάθε μέρα σχεδόν εμετούς.

ΤΕΤΑΡΤΟ ΒΙΒΛΙΟ: SANCTUS JANUARIUS 179

λοτε εξαιρετικά χρησιμη- και παντού όπου η κοινωνία σιτνεχίζει να κυ-ριαρχείται από αγελαία ε'νστικτα, το πιο ενδεδειγμένο πράγμα είναι να παρουσιάζει ο καθε'νας τον χαρακτήρα του και την ασχολία του σαν ανάλλακτα δεδομένα -ακόμη κι αν κατά βάθος δεν είναι τέτοια. «Μπο-ρείς να του έχεις εμπιστοσύνη, δεν αλλάζει»: σ' όλες τις επικίνδυνες καταστάσεις της κοινωνίας αυτός είναι ο έπαινος που έχει τη μεγαλύτε-ρη σημασία. Η κοινωνία αρέσκεται να νΐίόθει ότι η αρετή ενός ανθρώ-που, η φιλοδοξία ενός δεύτερου και η στοχαστικότητα και το πάθος ενός τρίτου της παρέχουν ένα αξιόπιστο εργαλείο που είναι πάντα δια-θέσιμο -η κοινωνία τιμά με τις μεγαλύτερες τιμές αυτή την εργασιακή φύση, αυτό τον τρόπο να μένεις πιστός στον εαυτό σου, αυτό το ανάλλα-κτο των απόψεων, των βλέψεων, ακόμη και των μη αρετών. Μια τέτοια εκτίμηση, που ανθίζει και άνθισε παντού μαζί με την ηθικότητα των ηθών, πλάθει τον «χαρακτήρα» και δυσφημεί κάθε μεταβολή, κάθε μά-θηση από την αρχή, κάθε αυτομεταμόρφωση. Όσο μεγάλα κι αν είναι αλλού τα πλεονεκτήματα αυτού του τρόπου σκέψης, για τη γνώση καμιά άλλη γενική κρίση δεν μπορεί να είναι πιο επιζήμια απ' αυτήν: διότι αυτό που εδώ καταδικάζεται και αποκτά κακή φήμη είναι ακριβώς η καλή θέληση του ανθρώπου της γνώσης να διακηρύσσει οποιαδήποτε στιγμή την αντίθεση του στη γνώμη που είχε ώς τότε και να δυσπιστεί απέναντι σε καθετί που θέλει να παγιωθεί μέσα μας σταθερά. Η πνευ-ματική διάθεση του ανθρώπου της γνώσης, ατο βαθμό που βρίσκεται σε αντίφαση με τη «φήμη της σταθερότητας», θεωρείται ατιμωτική, ενώ η απολίθωση των γνωμών έχει το μονοπώλιο των τιμών -κάτω από το ανάθεμα αυτής της αυθεντίας πρέπει να ζούμε και σήμερα ακόμη! Πό-σο δύσκολη είναι η ζωή, όταν νιώθεις γύρω σου και εναντίον σου την απόφαση που εξέδωσαν πολλές χιλιετίες! Είναι πιθανό ότι για ολόκλη-ρες χιλιετίες η γνώση προσβλήθηκε από κακή συνείδηση, και ότι η ιστο-ρία των μεγαλύτερων πνευμάτων πρέπει να περιείχε πολλή αυτοπερι-φρόνηση και κρυφή αθλιότητα^·*".

297. Να μπορείς να αντιλέγεις. -Όλοι ξέρουν σήμερα ότι το να μπο-ρείς να αντέχεις την αντίφαση είναι υψηλό σημάδι κουλτούρας"'. Με-ρικοί μάλιστα ξέρουν ότι ο ανοάτερος άνθρωπος επιθυμεί και προκαλεί

240. Η παράγραφος αυτή αποτελεί παράδειγμα ανάλυσης του τρόπου παγίωσης των αξιών. Πρβλ. παρακάτω, § 297 και Γενεαλογία της ηθικής, «Δειήερη πραγμαιεία», § 16-18. 241.0 Νίτσε χρησιμοποιεί και πάλι τη λέ|η Kultur, αν και τώρα πρόκειται ywL άιομα και όχι για συλλογικές οντότητες. Το κοινό σιοιχείο τοιν δύο είναι το ζήτημα της αξίας.

180 Η ΧΑΡΟΥΜΕΝΗ ΕΠΙΣΤΗΜΗ

την αντίφαση, προκειμένου να λάβει μια υπόδειξη για τις αδικίες του, οι οποίες του είναι άγνωστες ώς εκείνη τη στιγμή. Αλλά το να μπορείς να αντιλε'γεις, το να διατηρείς την καλή συνείδηση που εχεις αποκτήσει νιώθοντας εχθρικά απε'ναντι σ' ό,τι είναι συνηθισμένο, παραδοσιακό και καθαγιασμένο -αυτό είναι κάτι παραπάνω από τα δύο προηγούμε-να πράγματα, αυτό είναι αληθινά μεγάλο, καινούργιο και εκπληκτικό μέσα στην κουλτούρα μας, αυτό είναι το κατεξοχήν βήμα του απελευ-θερωμένου πνεύματος: ποιος το ξέρει αυτό;

298. Αναστεναγμός. -Αυτή την ιδέα την άρπαξα καθ' οδόν και, από φόβο μην πετάξει ξανά μακριά μου, την διατύπωσα με τις πρώτες πενι-χρές λέξεις που μου ήρθαν. Και τώρα έχει πεθάνει απ' αυτές τις στεγνές λέξεις και κρέμεται και κουνιέται πέρα δώθε μέσα τους -και σαν την κοιτάζω, δεν ξέρω πια πώς μπόρεσα να έχω τέτοια τύχη και να πιάσω awo το πουλί"^.

299. Τι πρέπει να μάθει κανείς απ' τους καλλιτέχνες. -Τι μέσα διαθέ-τουμε για να κάνουμε τα πράγματα ωραία, ελκυστικά και επιθυμητά όταν δεν είναι τέτοια; -και έχω τη γνώμη πως καθ' εαυτά ποτέ δεν είναι τέτοια! Εδώ μπορούμε να μάθουμε κάτι από τους γιατρούς, όταν παρα-δείγματος χάρη αραιώνουν ό,τι είναι πικρό ή προσθέτουν κρασί και ζάχαρη σ' ένα μίγμα -αλλά ακόμη περισσότερα από τους καλλιτέχνες, που συνεχώς ασχολούνται με τέτοιες επινοήσεις και τεχνάσματα. Να ξεμακραίνεις από τα πράγματα ώσπου να μη βλέπεις πολλά στοιχεία απ' αυτά και να πρέπει να προσθέτεις πολλά για να συνεχίζεις να τα βλέπεις -ή να βλέπεις τα πράγματα υπό γωνία και σαν σε απόκομμα- ή να τα τοποθετείς με τρόπο που να είναι εν μέρει καλυμμένα και να επιτρέπουν να βλέπεις μόνο σε προοπτική -ή να τα βλέπεις μέσα από ένα χρωματιστό γυαλί ή στο φως του ηλιοβασιλέματος- ή να τους δίνεις μια επιφάνεια, ένα δέρμα όχι τελείως διάφανο: όλα αυτά πρέπει να τα μάθουμε από τους καλλιτέχνες και στα υπόλοιπα πρέπει να είμαστε πιο συνετοί απ' αυτούς. Γιατί σ" αυτούς, τούτη η λεπ:τή δύναμη τους σταματά συνήθως εκεί που τελειώνει η τέχνη κι αρχίζει η ζωή· εμείς όμως θέλου-με να είμαστε οι ποιητές της ζωής μας -και πρώτα πρώτα στα πιο μικρά και καθημερινά πράγματα.

242. Για τη σχέση γλώσσας και σκ€ι]>ης πρβλ. Χαρατ;)/);, § 751,Πέρα απότοκσλόκαι το κακό, §296 και εδώ § 371 και 381.

ΤΕΤΑΡΤΟ ΒΙΒΛΙΟ: SANCTUS JANUARIUS m

300. Προοίμια της επιστήμης. -Πιστεύετε πως θα γεννιοΰνταν και θα μεγάλωναν ογ επιστήμες, αν δεν υπήρχαν προατύτερα οι μάγοι, οι αλχημι-στε'ς, οι ασιρολχίγοι και οι μάγισσες, που δημιούργησαν με τις ψεύτικες υποσχέσεις και ελπίδες τους μια δίψα, μια πείνα, ένα γούστο για κρυφές και απαγορευμένες δυνάμεις; Και μάλιστα ότι θα έπρεπε να υποσχεθεί κανείς απείρως περισσ(5τερα απ' όσα θα μπορούσαν να πραγματοποιη-θούν, προκειμένου να επιτευχθεί γενικά κάτι στο χώρο της γνώσης; -Ίσως να φανεί, σε μια μακρινή εποχή, το σύνολο της θρησκείας ως μια άσκηση και προοίμιο, με τον ίδιο τρόπο που παρουσιάζονται σε μας εδώ προοίμια και προκαταρκτικές ασκήσεις της επιστήμης τα οποία καθόλου δεν εφαρμόζονταν ούτε γίνονταν αντιληπτά ως τέτοια: ίσως να ήταν η θρησκεία το παράξενο μέσο που επέτρεπε σε μεμονωμένους ανθρώπους να απολαύσουν ολόκληρη την αυτάρκεια ενός θεού κι ολόκληρη την ικα-νότητά του για αυτολύτρωση. Και μάλιστα -μπορεί να ρωτήσει κανείς-θα μάθαινε ποτέ ο άνθρωπος, αν δεν υπήρχε αυτό το θρησκευτικό σχο-λείο κι αυτή η θρησκευτική προϊστορία, να αισθάνεται πείνα και δίψα για τον εαυτό του, και να βρίσκει ικανοποίηση και πλήρωση στον εαυτό του; Δεν έπρεπε πρώτα να φαντάζεται ο Προμηθέας ότι είχε κλέχΙ^ει το φως κι ύστερα να πληρώσει γι' αυτό -για να ανακαλύψει τελικά ότι αυτός είχε δημιουργήσει το φως επειδή το είχε επιθυμήσει σφοδρά, και ότι όχι μόνον ο άνθρωπος αλλά και ο θεός ήταν έργο των χεριών τον, πηλός πλασμένος από τα χέρια του; Δεν ήταν όλα εικόνες του καλλιτέχνη εικό-νων -όπως και η ψευδαίσθηση, η κλοπή, ο Καύκασος, ο γύπας^^ κι όλη η τραγική Προμήθεια όλων των ανθρώπων της γνώσης;

301. Η ψευδαίσθηση των θεωρησιακών^^. -Αυτό που ξεχωρίζει τους ανώτερους ανθρώπους από τους κατώτερους είναι ότι οι πρώτοι βλέ-πουν και ακούν απείρως περισσότερα, και βλέπουν και ακούν σκεπτό-μενοι -κι ακριβώς αυτό ξεχωρίζει τους ανθρώπους από τα ζώα και τα ανώτερα ζώα από τα κατώτερα. Για όποιον ανεβαίνει στα ύψη της αν-θρώπινης ιδιότητας ο κόσμος γίνεται ολοένα πιο πλήρης· ολοένα πιο πολλά αγκίστρια ρίχνονται προς το μέρος του για να πιάσουν το ενδια-φέρον του· αυξάνεται συνεχώς ο αριθμός των πραγμάτοιν που τον ερε-θίζουν όπως και ο αριθμός των διαφόροιν ειδών ευχαρίστησης και απα-

243. Ορθότερα, αετός. 244. Kontemplativen. Η Kontemplation (=θεώρηση) δεν έχει ως σκοπό ούτε το ποιΦ (=φτιάχνω, παράγω) ούτε το πράηειν (=δρω). Η σκέψη είναι θεώρηση όιαν έχει ως οκοπό μόνο τον εαυτό της.

182 Η ΧΑΡΟΥΜΕΝΗ ΕΠΙΣΤΗΜΗ

ρέσκειας -ο ανώτερος άνθρωπος γίνεται ακατάπαυστα πιο ευτυχισμε'-νος και οτυνάμα πιο δυστυχισμένος. Μαζί όμως, μια αυταπάτη παραμέ-νει πιότη σύντροφος του: νομίζει ότι είναι θεατής και ακροατής που εχει τοποθετηθεί μπροστά στο μεγάλο οπτικό και ακουστικό θέαμα που εί-ναι η ζωή: αποκαλεί την ίδια του τη (ρύση θεωρησιακή και παραβλέπει το ότι αυτός είναι στην πραγματικότητα ο αληθινός ποιητής και εξακο-λουθητικός ποιητής αυτής της ζωής -ότι, φυσικά, ξεχωρίζει πολΰ από τον ηθοποιό αυτού του δράματος, από τον λεγόμενο άνθρωπο της δρά-σης, αλλά ακόμη περισσότερο από έναν απλό θεατή και προσκεκλημέ-νο που κάθεται μπροστά στη σκηνή. Σαν ποιητής που είναι, διαθέτει ασφαλώς vis contemplativa [θεωρησιακή δύναμη] και την ικανότητα να βλέπει αναδρομικά το έργο του, συνάμα όμως και προπαντός διαθέτει vis creativa [δημιουργική δύναμη], που λείπει από τον άνθρωπο της δρά-σης, αντίθετα απ' ό,τι λένε τα φαινόμενα και η πεποίθηση όλου του κόσμου. Εμείς, που αισθανόμαστε σκεπτόμενοι, την ίδια στιγμή είμα-στε εκείνοι που πραγματικά και αδιάκοπα φτιάχνουμε κάτι που δεν υ-πήρχε πιο πριν: ολόκληρο τον αιώνια αυξανόμενο κόσμο των εκτιμήσε-ων, των χρωμάτων, των τόνων, των προοπτικών, των κλιμάκων, των κα-ταφάσεων και των αρνήσεων. Αυτό το ποίημα που επινοούμε, το μελε-τούν συνεχώς οι λεγόμενοι πρακτικοί άνθρωποι (οι ηθοποιοί μας, όπως είπαμε), εξασκούνται σ" αυτό και το μεταφράζουν σε σάρκα και πραγ-ματικότητα, σε καθημερινότητα. Ό,τι έχει αξία στον σημερινό κόσμο, δεν έχει αξία καθ' εαυτό, σύμφωνα με τη φύση του -η φύση δεν έχει ποτέ αξία: -αντίθετα, της δίνεται αξία κάποια στιγμή, σαν δώρο -κι εμείς ακριβώς είμαστε αιηοί οι χορηγοί και δωρητές! Πρώτοι εμείς δη-μιουργήσαμε τον κόσμο που ενδιαφέρει κατά κάποιο τρόπο τον άνθρω-πο'. -Αλλά ακριβώς αυτή η γνώση μάς λείπει, κι αν την αποκτήσουμε συμπτωματικά για μια στιγμή, πάντα την ξαναξεχνάμε την επόμενη στιγ-μή: παραγνωρίζουμε την καλύτερη δύναμή μας και υποτιμάμε τον εαυ-τό μας, εμείς οι θεωρησιακοί, ώς ένα βαθμό. Δεν είμαστε ούτε τόσο περήφανοι ούτε τόσο ευτυχισμένοι όσο θα μπορούσαμε να είμαστε.

302. Ο κίνδυνος τον πιο ευτυχισμένου. -Να έχεις λεπτές αισθήσεις και λεπτό γούστο- να είσαι συνηθισμένος σ" ό,τι πιο εκλεκτό και εξαίσιο έχει το πνεύμα σαν να ήταν απλώς η πιο σωστή και κοντινή τροφή· να χαίρεσαι μια δυνατή, θαρραλέα, παράτολμη ψυχή· να περνάς μέσα α-πό τη ζωή με ήρεμα μάτια και σταθερό βήμα, έτοιμος πάντα για τα άκρα όπως σε μια γιορτή και γεμάτος από σφοδρή επιθυμία για κό-σμους και θάλασσες, ανθρώπους και θεούς που δεν έχουν ανακαλυφθεί

ΤΕΤΑΡΤΟ ΒΙΒΛΙΟ: SANCTUS JANUARIUS 183

ακόμα· να ακοΰς κάθε ευδιάθετη μουσική λες και ανδρείοι άνθρωποι, στρατιώτες, πόντοπόροι χαρίζουν σιον εαυτό τους εκεί μια βραχύχρονη ανάπαυση και ευχαρίστηση και, ξα(ρνικά, μέσα στη βαθύτατη απόλαυ-ση της στιγμής, νικιούνται από τα κλάματα κι απ' όλη τη πορφυρή με-λαγχολία του ευτυχισμένου: ποιος δεν θα ήθελε να είναι ακριβώς όλα αυτά κατοχή του, κατάσταση του! Αυτή ήταν η ευτυχία του Ομήρου\ Η κατάσταση εκείνου που επινόησε τους θεούς των Ελλήνων -όχι, εκείνου που επινόησε τους δικούς του θεούς! Δεν πρέπει όμως να κρύβουμε από τον εαυτό μας το εξής: μ' αυτή την ευτυχία του Ομήρου στην ψυχή είναι κανείς επίσης το πλάσμα που υποφέρει περισσότερο απ' όλα τα άλλα, όσα υπάρχουν κάτω από τον ήλιο! Και μόνο μ' αυτό το τίμημα αγοράζει κανείς το πολυτιμότερο κοχύλι που έριξαν ποτέ στην ακτή τα κύματα της ενθαδικής ύπαρξης! Όποιος το έχει στην κατοχή του, γίνεται ολοέ-να πιο λεπταίσθητος στον πόνο και τελικά υπερβολικά λεπταίσθητος: μια μικρή δυσθυμία και αηδία στάθηκε αρκετή στο τέλος για να χαλά-σει τη ζωή του Ομήρου. Δεν μπόρεσε να μαντέψει τη λύση ενός παρά-λογου μικρού αινίγματος που του έθεσαν κάποιοι νεαροί ψαράδες! Ναι, τα μικρά αινίγματα είναι ο κίνδυνος των πιο ευτυχισμένων!

303. Ανο ευτυχισμένοι. -Στ' αλήθεια, παρά το νεαρό της ηλικίας του, αυτός ο άνθρωπος ξέρει καλά από αυτοσχεδιασμό της ζωής και αφήνει άναυδο ακόμη και τον πιο λεπταίσθητο παρατηρητή· γιατί ποτέ δεν φαίνεται να κάνει λάθος, αν και παίζει συνεχώς το πιο τολμηρό παιχνί-δι. Θυμίζει εκείνους τους μουσικούς δεξιοτέχνες του αυτοσχεδιασμού^, στους οποίους οι ακροατές τους θα ήθελαν να αποδώσουν ένα θεϊκό αλάθητο του χεριού, μ' όλο που κι αυτοί κάνουν πού και πού λάθη, όπως κάθε θνητός. Είναι όμως εξασκημένοι και επινοητικοί και έτοιμοι σε κάθε στιγμή να ενσωματώσουν στη θεματική τους διάταξη τη νότα σιην οποία τους παρέσυρε τυχαία ένα χτύπημα με το δάχτυλο, ένα καπρί-τσιο, και να εμφυσήσουν στο τυχαίο ένα ωραίο νόημα και μια ψυχή. -Να τώρα κι ένας εντελώς διαφορετικός άνθρωπος: κατά βάθος, αυτός αποτυγχάνει σ' ό,τι επιχειρεί και σχεδιάζει. Αυτό στο οποίο αφιερωνό-ταν μ' όλη του την καρδιά, τη μια στιγμή ή την άλλη, τον οδήγησε επα-νειλημμένα στο χείλος του γκρεμού και πολύ κοντά σιην χοπασεροφη· κι αν ξέφευγε αρκετές φορές, δεν τα κατάφερνε να γλιτώσει με ένα μόνο «μαυρισμένο μάτι». Νομίζετε ότι νιώθει δυστυχισμένος γι' αυτό; Από καιρό έχει αποφασίσει να μην παίρνει πολύ στα σοβαρά τις ευχές

245.0 ίδιος ο Νίτσε αυτοσχεδίαζε πολύ πετυχημένα στο πιάνο.

184 Η ΧΑΡΟΥΜΕΝΗ ΕΠΙΣΤΗΜΗ

και τα σχέδια του. «Αν δεν πετύχω σ' αυτό», λέει στον εαυτό του, «Θα πετύχω ίσως στο άλλο· και γενικά δεν ξέρω αν δεν χρωστώ περισσότερη ευγνωμοσύνη στις αποτυχίες μου παρά στις επιτυχίες μου. Είμαι φτιαγμέ-νος για να είμαι πεισματάρης και για να έχω κέρατα σαν του ταύρου; Ό,τι αποτελεί την αξία και το όφελος της ζωής για μένα βρίσκεται αλλού" τόσο η περηφάνια μου όσο και η αθλιότητα μου βρίσκονται αλλού. Ξέρω περισσότερα για τη ζωή, γιατί πάρα πολλές φορές κόντεψα να τη χάσω: και γι' αυτό ακριβώς έχω περισσότερα απ' τη ζωή απ' ό,τι όλοι εσείς!»

304. Κάνοντας κάτι, παρατάμε κάτι άλλο. -Κατά βάθος απεχθάνο-μαι όλες τις ηθικές που λένε: «Μην το κάνεις αυτό! Αρνήσου! Υπερνί-κησε τον εαυτό σου!» -Αντίθετα, μ' αρέσουν όλες εκείνες οι ηθικές που με ωθούν να κάνω κάτι και να το ξανακάνω απ' το πρωί ώς το βράδυ και να το ονειρεύομαι τη νύχτα και να μη σκέφτομαι τίποτε άλλο εκτός από το να το κάνω καλά, τόσο καλά όσο μόνον εγώ μπορώ! Για όποιον ζει έτσι, το ένα πράγμα μετά το άλλο που δεν ανήκει σε τέτοια ζωή πέ(ρτει από μόνο του. Δίχως μίσος ή αποστροφή, βλέπει αυτός να τον αποχαιρετά σήμερα το ένα και αύριο το άλλο, σαν τα κιτρινισμένα φύλ-λα που αποσπώνται από το δέντρο με το παραμικρό (ρύσημα του αέρα: ή δεν βλέπει καθόλου ότι τον αποχαιρετούν, επειδή το μάτι του είναι στυλωμένο στο σκοπό του και γενικά μπροστά, όχι πλάγια ούτε πίσω ή κάτω. «Αυτό που κάνουμε πρέπει να καθορίζει εκείνο που παρατάμε-κάνοντας κάτι, παρατάμε κάτι άλλο» - να τι μου αρέσει εμένα, αυτό είναι το placitum [αρεστό] μου. Αλλά δεν θέλω να αγωνίζομαι μ' ανοι-χτά μάτια για το ίδιο μου το ςπώχεμα, δεν μ' αρέσουν όλες οι αρνητικές αρετές -αρετές που ουσία τους είναι το να αρνείσαι και να αποποιείσαι τον εαυτό σου.

305. Αυτοκυριαρχία. -Εκείνοι οι δάσκαλοι της ηθικής που προστά-ζουν τον άνθρωπο να κερδίσει πριν και πάνω απ' όλα τον έλεγχο του εαυτού του, του προκαλούν μια περίεργη αρρώστια: συγκεκριμένα, μια διαρκή ευερεθιστότητα απέναντι σ' όλες τις φυσικές διεγέρσεις και κλί-σεις -ένα είδος φαγούρας. Κι από κει και πέρα, ό,τι κι αν τον πιέσει, τον σπρώξει, τον προσελκύσει ή τον παρακινήσει, από μέσα ή από έξω, του δείχνει πάντα, αυτού του ευερέθιστου, πως η αυτοκυριαρχία του διατρέχει κίνδυνο: δεν έχει πια το δικαίωμα να εμπιστευτεί κανένα έν-στικτο, κανένα ελεύθερο πέταγμα, αλλά μένει μονίμως σε αμυντική στά-ση, οπλισμένος εναντίον του εαυτού του, με διαπεραστικά και δύσπιστα

ΤΕΤΑΡΤΟ ΒΙΒΛΙΟ: SANCTUS JANUARIUS 185

μάτια, αιώνιος φύλακας του κάστρου στο οποίο έχει μετατρέψει τον εαυτό του. Ναι, μπορεί να είναι μεγάλος σ' αυτό το πράγμα! Σίγουρα όμως εχει γίνει ανυπόφορος στους άλλους, βαρΰς για τον εαυτό του, φτωχεμένος και αποκομμένος από τα ωραιότερα ενδεχόμενα της ψυ-χής του! Και μάλιστα από οποιαδήποτε περαιτέρω/ίορφωστ/'· Γιατί πρέ-πει κανείς να είναι ικανός να χάνει κατά καιρούς τον εαυτό του, αν θέλει να μάθει κάτι από πράγματα που δεν είναι αυτός.

306. Στωικοί και επικούρειοι. -Ο επικούρειος αναζητά την κατάσταση, τα πρόσωπα, ακόμη και τα γεγονότα που ταιριάζουν στην άκρως ευερέ-θιστη διανοητική συγκρότηση του* παραιτείται απ' όλα τα άλλα, δηλαδή σχεδόν από τα πάντα, επειδή θα ήταν πολύ δυνατή και βαριά τροφή γι' αυτόν. Αντίθετα, ο στωικός ασκείται στο να καταπίνει πέτρες και σκου-λήκια, κομμάτια γυαλί και σκορπιούς χωρίς αηδία- το στομάχι του πρέπει να γίνει αδιάφορο απέναντι σ' οτιδήποτε ρίχνει μέσα του το τυχαίο της ενθαδικής ύπαρξης: θυμίζει εκείνους τους Άραβες της θρησκευτικής αί-ρεσης των Ασάουα που βλέπουμε στο Αλγέρι· όπως αυτοί οι αναίσθητοι άνθρωποι, έτσι κι αυτός ευχαριστιέται να έχει ένα κοινό προσκεκλημένο στο θέαμα της αναισθησίας του, ενώ ο επικούρειος κάνει ακριβώς δίχως αυτό -αυτός έχει τον «κήπο» του! Για ανθρώπους με τους οποίους αυτο-σχεδιάζει η μοίρα, για εκείνους που ζουν σε βίαιες εποχές και εξαρτώνται από αιφνιδιαστικούς και ευμετάβλητους ανθρώπους, ίσως να είναι πολύ σύμφορος ο στωικισμός. Όποιος όμως προβλέπει κατά κάποιο τρόπο ότι η μοίρα τού επιτρέπει να γνέσει ένα μακρύ νήμα, καλά θα κάνει να απο-κτήσει επικούρεια οργάνωση^: αυτό έχουν κάνει μέχρι σήμερα όλοι οι άνθρωποι που είναι αφιερωμένοι στην πνευματική εργασία! Γι' αυτούς, θα ήταν πράγματι η μέγιστη απώλεια αν έχαναν την λεπτή τους ευερε-θιστότητα και έβλεπαν να τους δίνεται σε αντάλλαγμα το σκληρό στωικό δέρμα με τα σκαντζοχοιρίσια αγκάθια"'.

307. Υπέρ της κριτικής. -Τώρα σου φαίνεται πλάνη κάτι που αγάπη-σες άλλοτε ως αλήθεια ή αληθοφάνεια: το πετάς μακριά σου κι έχεις την ψευδαίσθηση ότι το λογικό σου κέρδισε μια νίκη. Ίσως όμως αυτή η πλάνη να ήταν απαραίτητη για σένα τότε, τότε που ήσουν ακόμα

246. Για το ζήτημα του νοήματος του επικουρισμού, βλ. εδώ § 45 και 375. m Πρβλ. π.χ. EKijcc«JQog,£7BOToAj/jieo?M£w>w< ^ Τα εις εαυτόν, VII, § 60.

186 Η ΧΑΡΟΥΜΕΝΗ ΕΠΙΣΤΗΜΗ

ενας άλλος -είσαι πάντα ε'νας άλλος- όπως είναι όλες οι τωρινε'ς σου «αλήθειες», κάτι σαν δέρμα, που σου ε'κρυβε και σου κάλυπτε πολλά που δεν έπρεπε να δεις ακόμη. Η καινούργια σου ζωή κι όχι το λογικό σου σκότωσε αυτή τη γνώμη για λογαριασμό σου: όεν την χρειάζεσαι πια, και τώρα καταρρέει, και το ά-λογο βγαίνει έρποντας σαν σκου-λήκι από μέσα της στο φως. Όταν ασκούμε κριτική, αυτό δεν είναι κάτι αυθαίρετο και απρόσωπο· είναι, τουλάχιστον πολύ συχνά, από-δειξη πως υπάρχουν μέσα μας ζωντανές δυνάμεις έτοιμες να κάνουν τον φλοιό τους να σκάσει. Αρνούμαστε και πρέπει να αρνούμαστε, επειδή κάτι μέσα μας θέλει να ζήσει και να επιβεβαιωθεί -κάτι που ίσως δεν το ξέρουμε ή δεν το βλέπουμε ακόμη! -Αυτό ειπώθηκε υπέρ της κριτικής.

308. Η ιστορία κάθε μέρας. -Τι είναι η ιστορία κάθε μέρας στην περί-πτωση σου; Δες τις συνήθειές σου που την αποτελούν: είναι αυτές το προϊόν αναρίθμητοίν μικρών δειλιών και οκνηριών ή της τόλμης και του επινοητικού λογικού σου; Όσο διαφορετικές κι αν είναι αυτές οι δυο περιπτώσεις, είναι δυνατόν οι άνθρωποι να σε επαινούν το ίδιο κι εσύ να τους ωφελείς το ίδιο. Όμως ο έπαινος, η ωφέλεια και η ευυποληψία μπορεί να αρκούν μόνο σ' εκείνους που θέλουν απλώς να έχουν καλή συνείδηση -αλλά όχι σε σένα που βυθομετράς τον εαυτό σου, σε σένα που έχεις μια γνώση της συνείδησης]

309. Από την έβδομη μοναξιά. -Μια μέρα ο ταξιδιώτης έκλεισε μια πόρτα πίσω του, στάθηκε ακίνητος και έκλαψε. Κι ύστερα είπε: «Αυτή η κλίση, αυτή η ορμή προς το αληθινό, το πραγματικό, το μη φαινομενι-κό, το βέβαιο! Πόσο θυμωμένος είμαι μ' αυτήν! Γιατί με ακολουθεί συ-νεχώς αυτός ο ζοφερός και παθιασμένος ιχνηλάτης; Θέλω να ξεκουρα-στώ, αλλά δεν μ' αςρηνει. Πόσα πράγματα με προσελκύουν να σταματή-σω! Παντού υπάρχουν κήποι της Αρμίντα^® για μένα: και πάντα καινούρ-γιοι σπαραγμοί και καινούργιες πίκρες για την καρδιά μου! Πρέπει να συνεχίσω να κινώ τα πόδια μου, αυτά τα κουρασμένα και πληγωμένα πόδια- κι επειδή πρέπει να προχωρήσω, συχνά ρίχνω μια οργισμένη ματιά πίσω στα πιο ωραία πράγματα, που δεν μπόρεσαν να με κρατή-σουν -επειδή δεν μπόρεσαν να με κρατήσουν!

248. Ηρωίδα της ομότιτλης λυρικής τραγωδίας του Λουλυ (1686). Το λιμπρέτο μελοποίησε και ο Γκλουκ το 1777.

ΤΕΤΑΡΤΟ ΒΙΒΛΙΟ: SANCTUS JANUARIUS 187

310. Θέληση και κύμα. -Με πόση απληστία προχωρεί αυτό το κΰμα, σαν να θέλει νά πετύχει κάτι! Πώς χώνεται με τρομακτική βιασύνη ώς τις βαθύτερες γωνιε'ς αυτού του σπηλαίου των βράχοον! Μοιάζει σαν να προ-σπαθεί να φτάσει εκεί πριν από κάποιον μοιάζει σαν να υπάρχει εκεί κάτι κρυμμε'νο που έχει αξία, μεγάλη αξία. -Και τώρα, να το που έρχεται πίσω, λίγο πιο αργά, μα κάτασπρο ακόμα απ' την έξαψη -είναι απογοη-τευμένο; Βρήκε αυτό που γύρευε; Προσποιείται ότι είναι απογοητευμένο; -Μα να που πλησιάζει ένα άλλο κύμα, ακόμα πιο άπληστο, ακόμα πιο άγριο απ' το πρώτο, κι η ψυχή του μοιάζει επίσης να είναι γεμάτη από μυστικά και από την επιθυμία να σκάψει για θησαυρούς. Έτσι ζουν τα κύματα -έτσι ζούμε κι εμείς που θέλουμε! -δεν θα πω περισσότερα. -Πώς; Δεν μ' εμπιστεύεστε; Έχετε θυμώσει μαζί μου, ωραία τέρατα; Φο-βάστε μήπως προδώσω το μυστικό σας; Ας είναι! Θυμώστε μαζί μου, τε-ντώστε τα επικίνδυνα πράσινα σώματά σας όσο πιο ·ψηλά μπορείτε, ορ-θώστε ένα τείχος ανάμεσα σε μένα και στον ήλιο -όπως ακριβώς κάνετε τώρα! Στ' αλήθεια, ήδη τίποτε δεν μένει πια απ' τον κόσμο εκτός από πράσινο λυκόφως και πράσινες αστραπές. Συνεχίστε όπως σας αρέσει, ουρλιάζοντας με ευχαρίστηση και κακία -ή ξαναβυθκπείτε, ρίξτε τα σμα-ράγδια σας στη βαθύτερη άβυσσο και ρίξτε πάνω τους την ατέλειωτη αφρισμένη χαίτη σας -το καθετί είναι εντάξει για μένα, γιατί το καθετί σάς βολεύει εξίσου καλά, εσάς στα οποία εγώ χρωστώ τα πάντα: ποϋς θα μπορούσα να σας προδώσω; Γιατί -ακούστε το αυτό καλά!- σας ξέρω κι εσάς και το μυστικό σας, ξέρω το φύλο σας! Εσείς κι εγώ ανήκουμε στο ίδιο (ρύλο! -Εσείς κι εγώ μοιραζόμαστε το ίδιο μυστικό!

311. Διαθλασμένο φως. -Δεν είναι κανείς πάντα θαρραλέος, κι όταν έρχεται η κούραση, κάποιος από μας παραπονιέται με τον εξής τρόπο: «Είναι τόσο δύσκολο να κάνεις κακό στους ανθρώπους -αχ, γιατί να είναι απαραίτητο αυτό! Τι μας χρησιμεύει να ζούμε κρυμμένοι, όταν δεν θέλουμε να κρατήσουμε μέσα μας ό,τι προκαλεί σκάνδαλο; Δεν θα ήταν σκοπιμότερο να ζούσαμε μέσα στην αναμπουμπούλα και να επα-νορθώναμε στα άτομα γι' αντό που θα μας καταστήσει, που πρέπει να μας καταστήσει ένοχους εναντίον όλων; Να είμαστε τρελοί με τους τρελούς, ματαιόδοξοι με τους ματαιόδοξους, ενθουσιώδεις με τους εν-θουσιώδεις; Δεν θα ήταν πιο δίκαιο αυτό από το να απομακρυνόμαστε τόσο υπεροπτικά απ' το σύνολο; Όταν ακούω για τις κακίες των άλλων εναντίον μου -το πρώτο μου συναίσθημα δεν είναι να ζητήσω επανόρ-θωση; Αυτό είναι το σωστό! -μου φαίνεται πως τους λέω-, ταιριάζω τόσο λίγο μαζί σας κι έχω τόσο πολλή αλήθεια με το μέρος μου: διασκε-

188 Η ΧΑΡΟΥΜΕΝΗ ΕΠΙΣΤΗΜΗ

δάστε λοιπόν σε βάρος μου όσες φορε'ς μπορε'σετε! Να οι ελλείψεις και τα λάθη μου, να η ψευδαίσθηση μου, το κακό μου γούστο, η συγχυσή μου, τα δάκρυα μου, η ματαιοδοξία μου, η κουκουβαγίστικη κρυψώνα μου, οι αντιφάσεις μου! Να λοιπόν με τι να γελάσετε! Γελάστε λοιπόν και διασκεδάστε! Δεν τα βάζω με τον νόμο και τη φϋση των πραγμά-των, που θέλουν να είναι διασκεδαστικές οι ελλείψεις και τα λάθη! -Βέβαια, κάποτε υπήρχαν "πιο ωραίες" εποχές, τότε που μπορούσε ό-ποιος συλλάμβανε μια καινούργια ώς ένα βαθμό σκέψη να αισθάνεται τόσο απαραίτητος (ύστε να βγαίνει στον δρόμο και να φωνάζει στον καθένα: "Κοίτα! Ήγγικεν η βασιλεία των ουρανών^""!" - Εγώ δεν θα έλειπα, αν δεν ήμουν εκεί. Κανένας μας δεν είναι απαραίτητος!». -Αλλά, όπως είπα, δεν σκεφτόμαστε έτσι όταν είμαστε θαρραλέοι: δεν το σκεςπόμαστε αυτό.

312. Ο σκύλος μου. -Έδωσα ένα όνομα στον πόνο μου και τον φωνά-ζω «σκύλο». Είναι το ίδιο πιστός, το ίδιο φορτικός και αδιάντροπος, το ίδιο διασκεδαστικός και έξυπνος όσο κάθε άλλος σκύλος -και μπορώ να τον μαλώνω και να ξεσπώ πάνω του, όταν έχω τις κακές μου: όπως κάνουν άλλοι με τους σκύλους, τους υπηρέτες και τις γυναίκες τους.

313. Καμιά εικόνα μαρτυρίου. -Θα κάνω σαν τον Ραφαήλ^® και δεν θα ζωγραφίσω πια άλλη εικόνα μαρτυρίου. Υπάρχουν αρκετά υ-πέροχα [υψηλά] πράγματα ώστε να μη χρειάζεται να ψάξει κανείς το υπέροχο εκεί που αυτό ζει σε αδελφική σχέση με τη σκληρότητα' κι η φιλοδοξία μου δεν θα έβρισκε καμιά ευχαρίστηση στο να με κάνει υπέροχο δήμιο.

314. Καινούργια κατοικίδια ζώα. -Θέλω να έχω κοντά μου το λιο-ντάρι μου και τον αετό μου, έτσι ώστε να έχω πάντα υποδείξεις και οιωνούς για το πόσο μεγάλη ή μικρή είναι η δύναμη μου. Πρέπει σήμε-ρα να κοιτάξω κάτω προς αυτά και να νιώσω φόβο; Και θα ξανάρθει η ώρα που αυτά θα κοιτάξουν πάνω προς εμένα -με φόβο;

249. Λόγια τσυ Ιησού. Βλ. Κατά Ματθαίον εναγγέλιον, ι', 7. 250.0 ιταλός ζατ/ράφοςτης Αναγέννησης Ραςραήλ (1483-1520) είναι ένας από τους ελάχκηους ζωγράφους σιους οποίους αναφέρεται ο Νίτσε. Βλ. Η γέννηση της τραγωδίας, § Χαραυγή, § 540 και Πέρα από το καλό και το κακό, § 274.

ΤΕΤΑΡΤΟ ΒΙΒΛΙΟ: SANCTUS JANUARIUS 187

315. Η τελευταία ώρα. -Οι καταιγίδες είναι ο κίνδυνος μου: λες να βρω και γω την-καταιγίδα που θα με σκοτώσει όπως σκότωσε τον Όλι-βερ Κρόμγουελ"' η δική του; Ή θα σβήσω σαν το λυχνάρι που δεν το σβήνει ο άνεμος αλλά πεθαίνει μόνο του, κουρασμένο και κορεσμένο απ' τον εαυτό του -σαν το λυχνάρι που έχει κάψει όλο το λάδι του; Ή τέλος: θα σβήσω ο ίδιος τον εαυτό μου για να μην καώ ώς το τέλος;

316. Προφητικοί άνθρωποι. -Δεν έχετε την αίσθηση ότι οι προφητι-κοί άνθρωποι είναι άνθρωποι που υποφέρουν πολύ: πιστεύετε απλώς ότι πήραν ένα ωραίο «χάρισμα» και θα θέλατε να το είχατε πάρει κι εσείς -θα εκφραστώ όμως εδώ μεταφορικά. Πόσο πολύ πρέπει να υποφέρουν τα ζώα από τον ηλεκτρισμό του αέρα και των σύννεφων! Βλέπουμε ότι ορισμένα είδη ζώων έχουν μια προφητική ικανότητα όσον αφορά στον καιρό· παραδείγματος χάρη οι πίθηκοι (όπως μπορεί κανείς να παρα-τηρήσει ακόμη και στην Ευρώπη, και όχι μόνο στα θηριοτροφεία, λό-γου χάρη στο Γιβραλτάρ). Αλλά δεν σκεφτόμαστε ότι οι πόνοι τους -είναι οι προφήτες τους! 'Οταν ένα ισχυρό θετικό ηλεκτρικό φορτίο με-τατρέπεται ξαφνικά, κάτω από την επίδραση ενός σύννεφου που πλη-σιάζει, αλλά που θα είναι για αρκετή ώρα αθέατο, σε αρνητικό ηλε-κτρισμό, και ετοιμάζεται μια μεταβολή του καιρού, τα ζώα αυτά συμπε-ριφέρονται σαν να τα πλησιάζει κάποιος εχθρός και ετοιμάζονται για άμυνα ή φυγή· τις περισσότερες φορές κρύβονται στις φωλιές τους: δεν καταλαβαίνουν τον καιρό ως καιρό αλλά ως εχθρό, του οποίου το χέρι νιώθουν ήδη!

317. Αναδρομική ματιά. -Το αληθινό πάθος (Pathos) κάθε περιόδου της ζωής σπάνια το συνειδητοποιούμε ως τέτοιο όσον καιρό βρισκόμα-στε σ' αυτήν: αντίθετα, νομίζουμε ότι στο εξής θα είναι η μόνη κατά-σταση που είναι δυνατή και λογική για μας και ότι είναι -για να μιλή-σουμε και να κάνουμε μια διάκριση όπως οι Έλληνες- ήθος και όχι πάθος^'^. Λίγες μουσικές νότες που άκουσα σήμερα μου θύμισαν ένα χειμώνα κι ένα σπίτι και μια εξαιρετικά μοναχική ζωή, και το συναί-σθημα μέσα στο οποίο ζούσα τότε: νόμιζα ότι θα μπορούσα να συνεχί-

251. Αγγλος πολιτικός (1599-1658). Την πληροφορία για τον τρόπο θανάτου του την αντλεί ο Νίτσε απότο έργοτου Carlyle The Heroes (1841). 252. Αναφορά στην κλασική ελληνική διάκριση μεταξύ ήθονς (=ο μόνιμος καθορισμός) ναιπάθους (=η προσωρινή κατάσταση).

188 Η ΧΑΡΟΥΜΕΝΗ ΕΠΙΣΤΗΜΗ

σω να ζω έτσι για πάντα. Τώρα όμως καταλαβαίνω ότι ήταν μόνο πάθος και πάθος^^ (Leidenschaft), ένα πράγμα που μπορεί να συγκριθεί μ' αυ-τή την οδυνηρά τολμηρή και σίγουρη για την παρηγοριά που προσφέρει μουσική -ένα πράγμα που δεν μπορεί να το έχει κανείς για χρόνια ή αιωνίως: θα κατέληγε να γίνει πολΰ «υπεργήινος» γι' αυτό τον πλανήτη.

318. Σοφία μέσα στον πόνο. -Στον πόνο υπάρχει τόση σοφία όση και στην ευχαρίστηση: και οι δυο ανήκουν στις πρωταρχικές δυνάμεις της διατήρησης του είδους. Αν δεν συνέβαινε αυτό, ο πόνος θα είχε χαθεί προ πολλού· το ότι κάνει κακό, δεν είναι επιχείρημα εναντίον του αλλά ουσία του. Στον πόνο ακούω τη διαταγή του καπετάνιου: «Μαζέ·ψτε τα πανιά!» Ο τολμηρός θαλασσοπόρος «άνθρωπος» πρέπει να είναι ασκη-μένος να χρησιμοποιεί με χίλιους τρόπους τα πανιά του, γιατί αλλιώς πολυ γρήγορα θα πάει καλιά του κι ο ωκεανός θα τον καταπιεί. Πρέπει επίσης να μάθουμε να ζούμε με μειωμένη ενέργεια: μόλις δώσει ο πόνος το σήμα κινδύνου, είναι η κατάλληλη στιγμή να τη μειώσουμε -κάποιος μεγάλος κίνδυνος, μια καταιγίδα έρχεται, και καλά θα κάνουμε να εί-μαστε «φουσκωμένοι» όσο το δυνατόν λιγότερο. -Είναι αλήθεια ότι υ-πάρχουν άνθρωποι που ακούν ακριβώς την αντίθετη διαταγή όταν πλη-σιάζει ένας μεγάλος πόνος: ποτέ άλλοτε δεν δείχνουν πιο περήφανοι, πιο φιλοπόλεμοι και πιο ευτυχισμένοι· ναι, ο ίδιος ο πόνος τους χαρίζει τις μεγαλύτερες στιγμές τους! Αυτοί είναι οι ηρωικοί άνθρωποι, οι μεγά-λοι προμηθευτές πόνου της ανθρωπότητας: αυτοί οι λίγοι ή σπάνιοι άν-θρωποι που χρειάζονται την ίδια απολογία που χρειάζεται γενικά και ο ίδιος ο πόνος -και πράγματι! δεν πρέπει να τους την αρνηθούμε! Είναι οι πρωταρχικές δυνάμεις διατήρησης και ανάπτυξης του είδους, έστω και μόνον επειδή αντιστέκονται oco βόλεμα και δεν κρύβουν ότι απο-στρέφονται αυτό το είδος ευτυχίας.

319. Ως διερμηνείς των βιωμάτων μας. -Υπάρχει ένα είδος εντιμότη-τας που έμεινε ξένο προς όλους τους ιδρυτές θρησκειών και τους ό-μοιούς τους: δεν έκαναν ποτέ ζήτημα συνείδησης το να γνωρίσουν τα βιώματά τους. «Τι ακριβώς έζησα; Τι συνέβη σε μένα και γύρω από μένα εκείνο τον καιρό; Ήταν αρκετά διαυγές το λογικό μου; Ήταν η θέληση μου αντίθετη σ' όλες τις απάτες των αισθήσεων και γενναία

253. Εδώ, με την έννοια ιης τάσης που είναι διαρκής και ικανή να κυριαρχήσει στην ψυχική ζωή και στις πράξεις του ατόμου.

ΤΕΤΑΡΤΟ ΒΙΒΛΙΟ: SANCTUS JANUARIUS 187

στην αντίσταση της εναντίον των αποκυημάτων της φαντασίας;» -Κα-νένας απ' αυτούς δεν έθεσε τέτοια ερωτήματα, όπως δεν θέτουν σήμε-ρα κι οι αγαπητοί μας άνθρωποι της θρησκείας. Αντίθετα, διψοΰν για πράγματα που αντιβαίνουν στο λογικό, και δεν θέλουν και πολΰ για να ικανοποιήσουν τη δίψα αυτή -κι έτσι έχουν βιώματα «θαυμάτων» και «αναγεννήσεων» και ακούν τις φωνές των αγγελουδιών! Μα εμείς, ε-μείς που διψάμε για λογικό, είμαστε αποφασισμένοι να δούμε κατάμα-τα τα βιώματά μας με την ίδια σοβαρότητα με την οποία θα κάναμε ένα επιστημονικό πείραμα, ώρα μετά την ώρα, μέρα μετά τη μέρα! Εμείς θέλουμε να είμαστε οι ίδιοι τα πειράματα και τα πειραματόζωα του εαυτού μας!

3 2 0 . Τη στιγμή της εκ νέον συνάντησης. - Α : Σ ε κ α τ α λ α β α ί ν ω α κ ό μ η καλά; Ψάχνεις; Που είναι η γωνιά σου και το αστέρι σου στον κόσμο που θεωρείται σήμερα πραγματικός; Πού μπορείς εσύ να ξαπλώσεις στον ή-λιο, ώστε να χαρείς και συ μια περίσσια ευημερία και να δικαιώσεις την ύπαρξη σου; Ας πράξει ο καθένας για λογαριασμό του -μου φαίνεται πως λες- κι ας βγάλει από το μυαλό του τις συζητήσεις για το γενικό, τη μέ-ριμνα για τους άλλους και για την κοινωνία! -Β: Θέλω κάτι παραπάνω, δεν είμαι ερευνητής. Θέλω να δημιουργήσω ένα δικό μου ήλιο για μένα.

321. Καινούργια περίσκεχ/η). -Ας μη σκεφτόμαστε πια τόσο πολύ την τιμωρία, την επίκριση και τη βελτίωση! Σπάνια αλλάζουμε ένα άτομο-ακόμη κι αν το καταφέρουμε, ίσως συμβεί εν αγνοία μας και κάτι άλλο: θα αλλάξουμε κι εμείς απ' αυτό το άτομο! Ας κοιτάξουμε λοιπόν μάλ-λον να αντισταθμίζει και να ξεπερνάει η επιρροή μας τη δική του σε καθετί που θα συμβεί^. Ας μην κάνουμε άμεσο αγώνα! -και αυτό το πράγ-μα είναι όλες οι επικρίσεις, οι τιμωρίες και η επιθυμία βελτίωσης. Ας υψωνόμαστε καλύτερα όσο το δυνατόν ψηλότερα! Ας δίνουμε στο πρό-τυπό μας ολοένα πιο λαμπερά χρώματα! Ας σκοτεινιάζουμε τους άλ-λους με το φως μας! Όχι! Δεν θέλουμε να γίνουμε πιο σκοτεινοί εμείς για χάρη του, σαν όλους τους τιμωρούς και τους δυσαρεστημένους! Ας βαδίζουμε καλύτερα χωριστά! Ας κοιτάμε αλλού!

322. Παραβολή. -Εκείνοι οι στοχαστές κατά τους οποίους όλα τα α-στέρια κινούνται σε κυκλικές τροχιές δεν είναι οι βαθύτεροι· όποιος κοιτάζει μέσα του όπως σ' ένα απέραντο διάστημα κι όποιος φέρει μέ-

188 Η ΧΑΡΟΥΜΕΝΗ ΕΠΙΣΤΗΜΗ

σα του γαλαξίες, ξέρει πόσο ακανόνιστοι είναι όλοι οι γαλαξίες· αυτοί οδηγούν ώς μεσα στο χάος και στον λαβύρινθο της ενθαδικής ΰπαρξης.

323. Ευτυχία μέσα στη μοίρα. -Η πιο μεγάλη διάκριση που μπορεί να μας χαρίσει η μοίρα είναι όταν μας αφήνει να πολεμήσουμε για ένα διάστημα στο πλευρό των αντιπάλων μας. Έτσι είμαστε προορισμένοι για μια μεγάλη νίκη.

324. In media vita [Στη μέση της ζωής""]. -Όχι! Η ζωή δεν μ' έχει απογοητεύσει! Αντίθετα, από χρόνο σε χρόνο τη βρίσκω πιο αληθινή, πιο επιθυμητή και πιο μυστηριώδη -από εκείνη τη μέρα που ήρθε κοντά μου ο μεγάλος ελευθερωτής, δηλαδή η σκέψη ότι η ζωή μπορεί να είναι ένα πείραμα του ανθρώπου της γνώσης - κι όχι ένα καθήκον, μια συμ-φορά ή μια απάτη! -Όσο για την ίδια τη γνώση, ας είναι κάτι άλλο για τους άλλους, για παράδειγμα, ένα κρεβάτι για ανάπαυση ή ένας δρό-μος που οδηγεί σ'αυτό το κρεβάτι ή μια διασκέδαση ή μια απραξία· για μένα είναι ένας κόσμος κινδύνων και νικών, όπου και τα ηρωικά αισθή-ματα έχουν τα δικά τους μέρη για να χορέψουν και να ξεδώσουν. «Η ζωή, μέσο της γνώσης» -μ' αυτή την αρχή στην καρδιά μπορεί κανείς να ζήσει όχι μόνον ανδρεία αλλά και χαρούμενα, και να γελάει χαρούμε-να! Και ποιος ξέρει να γελάει και να ζει καλά, αν δεν ξέρει πρώτα να πολεμά και να νικά^^;

325. Τι ανήκει στο μεγαλείο. -Ποιος θα πετύχει κάτι μεγάλο, αν δεν νιώθει μέσα του τη δύναμη και τη θέληση να προκαλέσει μεγάλους πό-νους; Το να μπορείς να υποφέρεις είναι το λιγότερο: οι αδύναμες γυναί-κες και ακόμη και οι δούλοι δείχνουν συχνά μαεστρία σ" αυτό το πράγ-μα. Αλλά το να μην καταστρέφεσαι από εσωτερική δυστυχία και αβε-βαιότητα, όταν προκαλείς μεγάλο πόνο κι ακούς την κραυγή αυτού του πόνου -αυτό είναι μεγάλο, αυτό ανήκει στο μεγαλείο.

326. Οι γιατροί της ψυχής και ο πόνος. -Όλοι οι κήρυκες της ηθικής

254. 'Οιαν γράφει τη Χαρούμενη επιστήμη, ο Νίτσε είναι 38 ετών. 255. Η παράγραφος αυτή είναι ουσιώδης για την κατανόηση της έννοιας «χαροι3μενη επιστήμη». Πρβλ. § 295.

ΤΕΤΑΡΤΟ ΒΙΒΛΙΟ: SANCTUS JANUARIUS 187

και όλοι οι θεολόγοι έχουν μια κακή συνήθεια: προσπαθούν να κάνουν τους ανθροόπους να πιστέψουν ότι βρίσκονται σε πολύ άσχημη κατά-σταση και ότι χρειάζονται μια δραστική, τελειαπική, ριζική θεραπεία. Κι επειδή οι άνθρωποι στο συνολό τους άκουγαν αυτούς τους δασκά-λους με πάρα πολλή προσοχή για ολόκληρους αιώνες, κάτι απ' αυτή την πρόληψη, ότι δηλαδή βρίσκονται σε πολύ άσχημη κατάσταση, μπήκε τελικά μέσα τους: έτσι σήμερα είναι ανά πάσα στιγμή έτοιμοι να ανα-στενάζουν, να μη βρίσκουν πια τίποτε καλό στη ζωή και να παρουσιά-ζονται ο ένας σιον άλλο με περίλυπο ύφος, σαν να ήταν η ζωή κάτι που πολύ δύσκολα μπορεί να αντέξει κανείς. Στην πραγματικότητα, είναι φοβερά σίγουροι για τη ζωή τους και την υπεραγαπούν και ξέρουν ανεί-πωτες πονηριές και τεχνάσματα για να κατανικούν ό,τι είναι δυσάρεστο και να βγάζουν το κεντρί του πόνου και της δυστυχίας. Μου φαίνεται ότι μιλούν πάντα με υπερβολή για τον πόνο και τη δυστυχία, σαν να ήταν θέμα καλής συμπεριφοράς η υπερβολή εδώ" και από την άλλη αποσιωπούν σκόπιμα το ότι υπάρχουν αναρίθμητα καταπραϋντικά κα-τά του πόνου, όπως τα ηρεμιστικά, η πυρετώδης βιασύνη των σκέψεων, μια ήσυχη κατάσταση, οι καλές και οι κακές αναμνήσεις, προθέσεις, ελπίδες, και πολλά είδη περηφάνιας και συμπάθειας, που έχουν σχεδόν το ίδιο αποτέλεσμα με τα αναισθψικά: ενώ στις περιπτώσεις που ο πό-νος είναι πιο οξύς, η λιποθυμία επέρχεται από μόνη της. Ξέρουμε πολύ καλά πώς να σταλάζουμε γλύκες πάνω στις πίκρες μας, ιδιαίτερα στην πίκρα της ψυχής· βρίσκουμε βοηθητικά μέσα στο θάρρος και στην ευγέ-νεια μας, όπως και στα ευγενέστερα παραληρήματα της υποταγής και της παραίτησης. Μια απώλεια είναι απώλεια μόλις και μετά βίας μία ώρα: κατά κάποιο τρόπο πέφτει μαζί της ένα δώρο από τον ουρανό -μια καινούργια δύναμη παραδείγματος χάρη: έστω κι αν είναι αυτή μια καινούργια ευκαιρία για δύναμη! Τι φανταστικές ιστορίες έπλασαν οι κήρυκες της ηθικής για την εσωτερική «αθλιότητα» των κακών ανθρώ-πων! Τι ψέματα μας έχουν πει για τη δυστυχία των παθιασμένων ανθρώ-πων! -ναι, «ψέματα» είναι η σωστή λέξη εδώ^': διότι γνώριζαν πολύ καλά την ξέχειλη ευτυχία που νιώθουν οι άνθρωποι του πάθους, αλλά τήρησαν σιγή θανάτου γι' αυτήν, επειδή απέρριπτε τη θεωρία τους σύμφωνα με την οποία όλη η ευτυχία αρχίζει μετά την εκμηδένιση του πάθους και τη σιγή της θέλησης! Τέλος, όσον αφορά στη συνταγή όλων αυτών των γιατρών της ψυχής και στον εκθειασμό της δροσαχής, ριζι-κής θεραπείας, είναι θεμιτό να ρωτήσουμε: είναι τάχα πραγματικά τό-σο οδυνηρή, τόσο φορτική η ζωή μας ώστε να βγούμε κερδισμένοι αν

256. Βλ. §157 πιο πάνω.

188 Η ΧΑΡΟΥΜΕΝΗ ΕΠΙΣΤΗΜΗ

την αλλάξουμε μ' ενα στωικό τρόπο ζωής και απολίθωσης; Δεν νιώθου-με αρκετά άσχημα, ώστε να χρειάζεται να νιώθουμε άσχημα κατά τον τρόπο των στωικών!

327. Να παίρνεις το θέμα στα σοβαρά. -Στους περισσότερους ανθρώ-πους ο νους είναι μια δυσκίνητη, θλιβερή μηχανή που τρίζει και που είναι δύσκολο να πάρει μπρος: μιλούν για «παίρνω το θέμα στα σοβα-ρά», όταν θε'λουν να δουλέψουν μαζί της και να σκεφτούν καλά -ω, πόσο επαχθε'ς πρε'πει να είναι γι' αυτούς το καλώς σκέπτεσθαι! Το αγα-πητό κτήνος «άνθρωπος» φαίνεται πως χάνει πάντα την καλή του διά-θεση όταν σκέςπεται καλά: γίνεται «σοβαρό»! Κι «όπου υπάρχει γέλιο και χαρά, εκεί το σκέπτεσθαι δεν αξίζει τίποτε»: αιττή είναι η προκατά-ληψη αυτού του σοβαρού κτήνους εναντίον κάθε «χαρούμενης επιστή-μης». -Καλά λοιπόν! Ας του δείξουμε ότι αυτό είναι προκατάληψη!

328. Να κάνεις κακό στην ηλιθιότητα. -Ασφαλώς, η τόσο πεισματικά και επίμονα διακηρυγμένη πίστη ότι ο εγωισμός είναι αξιοκατάκριτος έκανε συνολικά κακό στον εγωισμό (ενώ ωφέλησε, θα το επαναλάβω εκατό φορές^', τα ένστικτα της αγέλης\), αφαιρώντας του την καλή του συνείδηση και παρακινώντας μας να αναζητούμε σ' αυτόν την αληθινή πηγή όλης της δυστυχίας. «Η φιλαυτία σου είναι η συμφορά της ζωής σου» -αυτό ήταν το κήρυγμα για χιλιάδες χρόνια: κι έβλαψε, όπως είπα ήδη, τη φιλαυτία και της αφαίρεσε πολύ ττνεύμα, πολλή ευδιαθεσία, πολλή επινο-ητικότητα, πολλή ομορφιά- αποβλάκωσε, ασχήμυνε και δηλητηρίασε τη φιλαυτία! -Οι αρχαίοι φιλόσοφοι δίδασκαν αντίθετα πως η κύρια πηγή της δυστυχίας ήταν πολύ διαφορετική: από τον Σωκράτη^® και μετά, οι στοχαστές αυτοί δεν κουράστηκαν να κηρύττουν: «Η απουσία σκέψης και η ηλιθιότητα σας, ο τρόπος σας να qpυτoζωείτε σύμφωνα με τον κανό-να, η υποταγή σας στη γνώμη του γείτονα είναι ο λόγος για τον οποίο τόσο σπάνια φτάνετε στην ευτυχία* εμείς οι στοχαστές, ως στοχαστές, είμαστε πιο ευτυχισμένοι απ' όλους.» Ας μην αποφασίσουμε εδώ αν αυτό το κήρυγμα εναντίον της ηλιθιότητας έχει καλύτερα επιχειρήματα με το μέρος του απ' ό,τι το κήρυγμα εναντίον της φιλαυτίας· το σίγουρο πάντως είναι ότι αφαίρεσε από την ηλιθιότητα την καλή της συνείδηση -οι φιλό-σοφοι αυτοί έκαναν κακό στην ηλιθιότητα!

257. Βλ. §50 και 116. 258. Βλ. την αλληγορία του σπηλαίου σιο έβδομο βιβλίο της Πολιτείας του Πλάτωνα.

ΤΕΤΑΡΤΟ ΒΙΒΛΙΟ: SANCTUS JANUARIUS 187

329. Σχόλη και αργία. -Στον τρόπο με τον οποίο κυνηγούν οι Αμερι-κάνοι το χρυσάφι^^' υπάρχει κάτι ινδιάνικο, κάτι από την αγριότητα που χαρακτηρίζει το ινδιάνικο αίμα: και η λαχανιασμένη βιασύνη που δείχνουν στην εργασία -το καθαυτό ελάττωμα του Νέου Κόσμου- έχει αρχίσει ήδη να μολύνει τη γηραιά Ευρώπη με την αγριότητά της και να τη σκεπάζει με μια εντελώς τερατώδη έλλειψη πνευματικότητας. Ήδη ντρέπεται κανείς να αναπαύεται- ο παρατεταμένος στοχασμός προκα-λεί σχεδόν τύψεις. Ο καθένας σκέςρτεται με το ρολόι στο χέρι, ακόμη κι όταν τρώει το μεσημεριανό του, και με το μάτι κολλημένο στις ςτυλλά-δες του χρηματιστηρίου^"'· ζει σαν κάποιος που συνεχώς «θα μπορούσε να χάσει» κάτι. «Καλύτερα να κάνεις οτιδήποτε παρά τίποτα» -κι αυτή η αρχή είναι απλώς ένα σκοινί που στραγγαλίζει όλη την πνευματική καλλιέργεια και το ανώτερο γούστο. Κι όπως ακριβώς χάνονται φανε-ρά όλες οι μορφές λόγω της βιασύνης των εργαζομένων, έτσι χάνεται και το ίδιο το αίσθημα για τη μορφή, το αφτί και το μάτι για τη μελωδία των κινήσεων. Η απόδειξη γι' αυτό βρίσκεται στη γενική απαίτηση γux χονδροειδή σαφήνεια σ' όλες εκείνες τις καταστάσεις όπου όλοι θέλουν να είναι τίμιοι μεταξύ τους -στις σχέσεις τους με φίλους, γυναίκες, συγ-γενείς, παιδιά, δασκάλους, μαθητές, αρχηγούς και ηγέτες: κανένας δεν έχει πια χρόνο ή δύναμη για εθιμοτυπίες, για έμμεση περιποιητικότητα, για οποιοδήποτε esprit [πνεύμα] στη συζήτηση, και για οποιοδήποτε otium [σχόλη]. Γιατί η ζωή που έχει καταντήσει κυνήγι του κέρδους αναγκάζει το άτομο να ξοδεύει μέχρι εξάντλησης το πνεύμα του στο να υποκρίνε-ται, να ξεπερνά σε πανουργία και να προλαβαίνει τους άλλους: η αλη-θινή αρετή σήμερα είναι να κάνεις κάτι σε λιγότερο χρόνο από έναν άλλο. Κι έτσι οι ώρες κατά τις οποίες επιτρέπεται η εντιμότητα έχουν γίνει σπάνιες- κι όταν έρχονται όμως, είναι κανείς αποκαμωμένος και θέλει όχι μόνο να «αφεθεί» αλλά και να ξαπλώσει πολύ, βαριά και άχα-ρα. Σε συμφωνία μ' αυτή την κλίση γράφουν σήμερα οι άνθρωποι επι-στολές: το ύφος και το πνεύμα αυτών των επιστολών θα είναι πάντα το αληθινό «σημείο των καιρών». Αν η κοινωνικότητα και οι τέχνες προσφέ-ρουν ακόμα κάποια ευχαρίστηση, πρόκειται για το είδος ευχαρίστησης που επινοούν οι δούλοι που είναι κουρασμένοι από τη δουλειά τους. Πόσο ολιγαρκείς έχουν γίνει στη «χαρά» οι μορφωμένοι και οι αμόρφω-τοι μας! Πόσο καχύποπτοι έχουν γίνει απέναντι σε κάθε χαρά! Μέρα

259. Αναφορά (παν «πυρετό του χρυσού» που ξέσπασε στην Αμερική μετά την ανακάλυψη χρυσού στην Καλιφόρνια το 1848. 260. Το 1882 η Γερμανία βρίσκεται ακόμη σε οικονομική ύφεση, ο)ς συνέπεια του κραχ του χρηματισιηριου της Βιέννης το 1873.

188 Η ΧΑΡΟΥΜΕΝΗ ΕΠΙΣΤΗΜΗ

με τη μέρα η εργασία παίρνει όλη την καλή συνείδηση με το μέρος της: η κλίση για χαρά ήδη αυτοαποκαλείται «ανάγκη για διασκέδαση» κι έχει αρχίσει να ντρέπεται για τον εαυτό της. «Είμαστε υπεύθυνοι για την υγεία μας» -αυτό λένε οι άνθρωποι όταν τους τσακώσεις σε μια εκδρομή στην εξοχή. Γρήγορα θα ςρτάσουμε στο σημείο να μη μπορούν οι άνθρωποι να δοθούν στην κλίση για vita contemplativa [θεωρησιακή ζωή] (δηλαδή στο να κάνεις έναν περίπατο μαζί με σκέψεις και φίλους) χωρίς να περιφρονούν τον εαυτό τους και χωρίς να έχουν κακή συνείδη-ση. -Κι όμως! παλιότερα γινόταν το αντίθετο: η εργασία έφερε το βά-ρος της κακής συνείδησης. Ένας άνθρωπος καλής καταγωγής έκρυβε το ότι δούλευε όταν η ανάγκη τον υποχρέωνε να δουλέψει. Ο δούλος εργαζόταν καταπιεσμένος από το αίσθημα ότι έκανε κάτι αξιοκατα-φρόνητο -το ίδιο το «να κάνεις κάτι» ήταν αξιοκαταφρόνητο. «Η ευγέ-νεια και η τιμή υπάρχουν μόνο στο otium [σχόλη] και στον bellum [πόλε-μο]: αυτό διακήρυσσε η φωνή της προκατάληψης των Αρχαίων^®'!

330. Επιδοκιμασία. -Ο στοχαστής δεν χρειάζεται επιδοκιμασίες και χειροκροτήματα, με την προϋπόθεση ότι είναι σίγουρος για το δικό τσο χειροκρότημα: χωρίς αυτό όμως δεν μπορεί να κάνει. Υπάρχουν άν-θρωποι που να μπορούν να ζήσουν χωρίς αυτό και γενικά χωρίς κανένα είδος επιδοκιμασίας; Αμφιβάλλω· ακόμη και σε σχέση με τους σοφότε-ρους ανθρώπους, ο Τάκιτος, που δεν ήταν συκοφάντης των σοφών, έλε-γε: «quando etiam sapientibus gloriae cupido novissima excuitur» [«ακόμη και στους σοφούς, η επιθυμία για δόξα είναι το τελευταίο πράγμα που αποβάλλεται^^]: αυτό σήμαινε για τον Τάκιτο: ποτέ.

331. Καλύτερα κουφός παρά ξεκουφαμένος. -Αλλοτε ήθελε κανείς να κάνει το όνομά του να ακουστεί: σήμερα, awo δεν αρκεί πια, διότι η αγορά έχει γίνει πολύ μεγάλη, -πρέπει να φωνάξει δυνατά για να ακου-στεί. Το αποτέλεσμα είναι ότι ακόμη και τα καλά λαρύγγια ξελαρυγ-γιάζονται και τα καλύτερα αγαθά προσφέρονται από βραχνές φωνές-χωρίς τις κραυγές της αγοράς και χωρίς τη βραχνάδα δεν υπάρχει πια μεγαλοςηιΐα. - Αυτή είναι σίγουρα άσχημη εποχή για τον στοχαστή: αυ-τός πρέπει να μάθει να βρίσκει τη σιωπή του ανάμεσα σε δυο θορύβους και να υποκρίνεται ότι είναι κουφός ώσπου να κουφαθεί πραγματικά.

261. Βλ. π-χ. Αρκποχέλης, Ηθικά Νιχομάχεια, 1095b-1096a. 262. Τάκιτος, Historiae, IV, 6.

ΤΕΤΑΡΤΟ ΒΙΒΛΙΟ: SANCTUS JANUARIUS 187

Όσο δεν το μαθαίνει αυτό, διατρέχει σίγουρα τον κίνδυνο να πεθάνει από ανυπομονησία και πονοκεφάλους.

332. Η κακιά ώρα. -Κάθε φιλόσοφος είχε πιθανόν την κακιά του ώρα, και σκέ(ρτηκε: δεν μετράω και πολύ αν δεν πιστεύουν και στα κακά μου επιχειρήματα! -Και τότε κάποιο χαιρέκακο πουλάκι πέταξε πάνω του και τιτίβισε: «Μετράς; Μετράς;»

333. Τι σημαίνει γιγνώσκειν; -Νοη ridere, ηοη lagere, neque detestari, sed intelligere! [Να μη γελάς, να μην κλαις, να μην απεχθάνεσαι, αλλά να κατανοείς^^!] λέει ο Σπινόζα μ' εκείνο τον απλό και υπέροχο τρόπο που τον χαρακτηρίζει. Κι όμως, σε τελευταία ανάλυση, τι άλλο είναι αυτό το intelligere εκτός από τη μορφή με την οποία μας γίνονται αισθητά τα άλλα τρία διά μιας; Ένα αποτέλεσμα των διαφορετικών και αμοιβαία αντιτι-θέμενων ενορμήσεων που είναι η θέληση να κοροϊδεύεις, να θρηνείς και να καταριέσαι; Πριν καταστεί δυνατή μια γνώση, πρέπει πρώτα η καθε-μιά απ' αυτές τις ενορμήσεις να παρουσιάσει τη μονόπλευρη άποψη της για το πράγμα ή γεγονός· μετά ακολουθεί η μάχη αυτών των μονόπλευ-ρων απόψεων και κατόπιν ένας μέσος όρος, ένας κατευνασμός, μια απο-νομή δικαίου και στις τρεις πλευρές, ένα είδος δικαιοσύνης και συμβο-λαίου: διότι χάρη σ' αυτή τη δικαιοσύνη και σ" αυτό το συμβόλαιο όλες αυτές οι ενορμήσεις μπορούν να διατηρηθούν στην ύπαρξη και να εξα-σφαλίσουν τα δικαιώματά τους η μια απέναντι στην άλλη. Επειδή απ' όλη αυτή τη μακρά διαδικασία αποκτάμε επίγνωση μόνο των τελευταίων σκη-νών της συμφιλίωσης και της ρύθμισης των λογαριασμών, υποθέτουμε ότι το intelligere πρέπει να είναι κάτι συμφιλιωτικό, δίκαιο και καλό, κάτι κατ' ουσία αντίθετο προς τις ενορμήσεις· ενώ στην πραγματικότητα δεν είναι παρά μια ορισμένη σχέση των ενορμήσεων μεταξύ τσυς. Για μακρό-τατες χρονικές περιόδους, η συνειδητή σκέψη ταυτιζόταν με την ίδux τη σκέψη γενικά: μόνο σήμερα βλέπουμε να ξεμυτίζει η αλήθεια ότι το με-γαλύτερο μέρος της πνευματικής δραστηριότητας μας ξετυλίγεται χωρίς να το συνειδητοποιούμε και να το αντιλαμβανόμαστε^· νομίζω όμιος πως οι ενορμήσεις αυτές, που μάχονται μεταξύ τους, ξέρουν πολύ καλά

263.0 Νίτσε παραθέτει κατά προσέγγιση (όπως συνηθίζει γενικά) μια φράση από τον πρόλογο του τρίτου μέρους της Ηθικής του Σπινόζα. 264. Γι' αυτή τη θεμελκόδη θέση του Νίτσε, βλ. π.χ. παρακάτω § 357, καθώς και Πέρα απότοκαλόκαιτοχακό,^Ι.

188 Η ΧΑΡΟΥΜΕΝΗ ΕΠΙΣΤΗΜΗ

πώς να γίνουν αντιληπτές η μια στην άλλη και πώς να βλάψουν η μια την άλλη: από εδώ μπορεί να αντλεί την καταγωγή της εκείνη η αιφνίδια και βίαιη εξάντληση που προσβάλλει όλους τους στοχαστές (είναι η εξάντληση στο πεδίο της μάχης). Ναι, ίσως υπάρχει στα ανταγωνιζόμενα έγκατα του εαυτοΰ μας κάποιος κρυμμένος ηρωισμός, αλλά ασφαλώς τίποτε θεϊκό, τίποτε που να αναπαύεται αιώνια από μόνο του, όπως νόμιζε ο Σπινόζα. Η συνειδητή σκέψη, ιδιαίτερα η σκέψη του φιλοσόφου, είναι η πιο αδύνα-μη κι επομένως η σχετικά ηπιότερη και ηρεμότερη μορφή σκέψης· κι ετσι ο φιλόσοφος είναι εκείνος ακριβώς που μπορεί πιο εύκολα να απατηθεί ως προς τη φυοη του γιγνώσκειν.

334. Πρέπει να μάθουμε να αγαπάμε. -Με τη μουσική μάς συμβαίνει το εξής: πρώτα-πρώτα πρέπει να μάθουμε να ακούμε ένα θέμα, μια μελω-δία, να τη διακρίνουμε με την ακοή, να την απομονώνουμε και να την οριοθετούμε ως ζωή δι' εαυτην ύστερα χρειάζεται κόπος και καλή θέλη-ση για να την ανεχθούμε, παρά την ξενικότητά της, υπομονετικότητα α-πέναντι στην όψη και την έκφραση της, και πραότητα απέναντι σ' ό,τι παράξενο έχει. Στο τέλος έρχεται μια στιγμή που την έχουμε συνηθίσει, που την περιμένουμε, που καταλαβαίνουμε ότι θα νιώθαμε την έλλειψη της αν έλειπε· από κει και πέρα δεν παύει να ασκεί πάνω μας τον εξανα-γκασμό και τη μαγεία της ώσπου να μας κάνει ταπεινούς και συνεπαρμέ-νους λάτρεις της, που δεν επιθυμούν τίποτα καλύτερο στον κόσμο εκτός απ' αυτήν και μόνον αυτήν. -Αυτό όμως δεν μας συμβαίνει μόνο με τη μουσική: με τον ίδιο τρόπο έχουμε μάθει να αγαπάμε όλα τα πράγματα που αγαπάμε τώρα. Στο τέλος ανταμειβόμαστε πάντα για την καλή θέ-ληση μας, για την υπομονή μας, για την επιείκεια μας και για τη γλυκύτη-τά μας απέναντι σ' αχττό που είναι ξένο, καθώς αυτό βγάζει σιγά-σιγά το πέπλο του και παρουσιάζεται σ' εμάς ως καινούργια και ανείπωτη ομορ-φιά. Αυτό είναι το ευχαριστώ του για τη φιλοξενία μας. Ακόμη κι εκείνος που αγαπά τον εαιττό του, το έχει μάθει αυτό με τον ίδιο τρόπο: δεν υπάρ-χει άλλος. Πρέπει να μάθουμε ακόμη και την αγάπη.

335. Ζήτω η φυσική! -Πόσοι άνθρωποι ξέρουν να παρατηρούν; Από τους λίγους που το καταφέρνουν, πόσοι παρατηρούν τον εαυτό τους; «Ο καθένας είναι ο πιο απομακρυσμένος από τον εαυτό του^'» -αυτό το

265. Η φράοη αυτη είναι αντιστροφή μιας φράσης του Τερένχιου (Anäria, πράξη τέταρτη, σκηνή πρώηη).

ΤΕΤΑΡΤΟ ΒΙΒΛΙΟ: SANCTUS JANUARIUS 187

ξέρουν, προς μεγάλη τους δυσφορία, όλοι εκείνοι που εξετάζουν τον εαυτό· και το ρητό «γνώθι οαυτόν!» είναι σχεδόν κακοήθεια όταν α-κούγεται από το στόμα ενός θεοΰ, που το λεει στους ανθρώπους. Το ότι όμως η κατάσταση είναι τόσο απελπιστική όσον αφορά στην αυτοπα-ρατήρηση, το μαρτυρεί καλύτερα από οτιδήποτε άλλο ο τρόπος με τον οποίο μιλούν σχεδόν όλοι για την ουσία μιας ηθικής πράξης - αυτός ο γρήγορος, ανυπόμονος, πεπεισμένος και φλύαρος τρόπος, με το βλέμμα του, το χαμόγελο του και την περιποιητική του ζέση! Μοιάζει σαν να θέλει κάποιος να σας πει: «Μα, αγαπητέ μου φίλε, ακριβώς αυτό είναι όική μου υπόθεση! Απευθύνατε την ερώτησή σας στο μοναδικό πρόσω-πο που έχει το δικαίωμα να σας απαντήσει" τυχαίνει να μην είμαι σε τίποτε περισσότερο σοφός απ' ό,τι σ' αυτό το ζήτημα. Άρα: όταν ένας άνθρωπος κρίνει ότι "αυτό είναι σωστό" και μετά συνάγει ότι "γι' αυτό το λόγο πρέπει να γίνει" και στο εξής κάνει αυτό που αναγνώρισε ως σωστό και χαρακτήρισε ως αναγκαίο -τότε η ουσία της πράξης του εί-ναι ηθική\» Μα φίλε μου, μιλάς εδώ για τρεις πράξεις αντί για μία: η κρίση σου, για παράδειγμα, «αυτό είναι σωστό», είναι μια πράξη -και δεν υπάρχει ήδη ένας ηθικός και ένας ανήθικος τρόπος να εκφέρεις κρίσεις; Γιατί θεωρείς αυτό, ακριβώς αυτό, σωστό; -«Επειδή μου το λεει η συνείδηση μου· και η συνείδηση δεν μιλάει ποτέ ανήθικα, επειδή μό-νον αυτή καθορίζει εκ των προτέρων αυτό που πρέπει να είναι ηθικό!» -Γιατί όμως ακούς τη γλώσσα της συνείδησης σου; Και τι σου δίνει το δικαίωμα να θεωρείς μια τέτοια κρίση αληθινή και αλάθητη; Γι' αυτή την πίστη -δεν υπάρχει περισσότερη συνείδηση; Δεν ξέρεις τίποτε για μια διανοητική συνείδηση; Για μια συνείδηση πίσω από τη «συνείδηση» σου; Η κρίση σου «αυτό είναι σωστό» έχει μια προϊστορία μέσα στις ενορμήσεις, σης κλίσεις, στις αντιπάθειες, σης εμπειρίες και στις μη εμπειρίες σου. «Πώς γεννήθηκε αυτή η κρίση;» πρέπει να ροπήσεις, και μετά επίσης: «τι ακριβώς με σπρώχνει να την ακούσω;» Μπορείς να ακούς τις διαταγές της σαν καλός στρατιώτης που ακούει τη διαταγή του αξιωματικού του. Ή σαν γυναίκα που αγαπάει τον άνδρα που τη διατάζει. Ή σαν κόλακας και δειλός που φοβάται εκείνον που δίνει διαταγές. Ή σαν βλάκας που υπακούει γιατί δεν έχει να αντιτείνει τίπο-τα. Κοντολογίς, υπάρχουν εκατό τρόποι με τους οποίους μπορείς να ακούσεις τη συνείδηση σου. Αλλά το ότι ακούς αυτη ή την άλλη κρίση σαν γλώσσα της συνείδησης σου -μ' άλλα λόγια, το ότι αισθάνεσαι κάη ως σωστό, μπορεί να οφείλεται στο ότι ποτέ δεν σκέφτηκες για τον εαυ-τό σου και δέχπ)κες τυφλά αυτό που σου παρουσίασαν για σαχπό cavS την παιδική σου ηλικία· ή μπορεί να οφείλεται στο ότι αυτό που ονομά-ζεις καθήκον σου σού έφερε μέχρι τώρα ψωμί και τιμές -και το θεωρείς

188 Η ΧΑΡΟΥΜΕΝΗ ΕΠΙΣΤΗΜΗ

«σωστό» επειδή σου φαίνεται «απαραίτητος όρος της ύπαρΙής σου» (και το ότι ε'χεις δικαίωμα στην ύπαρξη σοΰ φαίνεται πράγμα αναντίρρη-το!). Η αταθερότητα της ηθικής σου κρίσης θα μπορούσε ακόμη να είναι απόδειξη του ότι είσαι αξιολυπητος, ότι δεν έχεις προσωπικότητα" η «ηθική σου δύναμη» θα μπορούσε επίσης να πηγάζει από την ισχυρο-γνωμοσύνη σου -ή από την ανικανότητα σου να διαβλε'ψεις καινούργια ιδανικά! Με μια λε'ξη; αν είχες σκεςπεί με λεπτότερο τρόπο, αν είχες παρατηρήσει καλύτερα και είχες μάθει περισσότερα, δεν θα ονόμαζες αυτό το «καθήκον» σου και αυτή τη «συνείδησή» σου καθήκον και συ-νείδηση· η κατανόηση τον τρόπον με τον οποίο γεννιούνται γενικά οι ηθικές κρίσεις πάντα θα σ' έκανε να σιχαθείς αυτές τις περιπαθείς λέ-ξεις, όπως ακριβώς έχεις σιχαθεί κάποιες άλλες περιπαθείς λέξεις σαν την «αμαρτία», τη «σωτηρία της ψυχής» και τη «λύτρωση». -Και τώρα, φίλε μου, μη μου μιλήσεις για την κατηγορική προσταγή! -αυτή η λέξη μού γαργαλάει το αφτί και με κάνει να γελώ παρά την τόσο σοβαρή σου παρουσία: με κάνει να σκέφτομαι τον γερο-Καντ, που υπεξαίρεσε το «πράγμα καθεαυτό» (άλλη γελοιότητα) και τιμωρήθηκε γι' αυτό πέςρτο-ντας στα χέρια της «κατηγορικής προσταγής» και, μ' αυτή την προστα-γή στην καρδιά του, επέστρεψε από λάθος στον «Θεό», στην «ψυχή», στην «ελευθερία» και στην «αθανασία», σαν την αλεπού που επιστρέ-φει από λάθος στο κλουβί της: κι όμως η δύναμη της και η εξυπνάδα της ήταν εκείνες που είχαν σπάσει τα κάγκελα του κλουβιού! -Πώς; θαυμά-ζεις την κατηγορική προσταγή μέσα σου; Αυτή τη «σταθερότητα» της λεγόμενης ηθικής κρίσης σου; Αυτό το «μη εξαρτώμενο από όρους» αί-σθημα ότι «εδώ όλοι πρέπει να κρίνουν όπως κρίνω εγώ»; Θαύμασε καλύτερα τη φιλαυτία σου στο σημείο αυτό! Και την τυφλότητα, τη μι-κρότητα και τη μετριότητα της φιλαυτίας σου! Γιατί φιλαυτία είναι το να αισθάνεσαι πως η δική σου κρίση είναι καθολικός νόμος· κι αυτή η φιλαυτία είναι τυφλή, μικρή και όχι απαιτητική, επειδή προδίδει ότι δεν έχεις ακόμη ανακαλύψει τον εαυτό σου ούτε έχεις δημιουργήσει για σένα ένα δικό σου ιδανικό, ένα πάρα πολύ δικό σου ιδανικό (ένα τέτοιο ιδανικό δεν θα μπορούσε ποτέ να είναι ιδανικό ενός άλλου κι ακόμη περισσότερο άλλων, όλων!). -Όποιος εξακολουθεί να εκφέρει την κρί-ση «σ' αυτή την περίπτωση όλοι θα έπρεπε να ενεργήσουν έτσι», δεν έχει προχωρήσει ακόμη ούτε πέντε βήματα στην αυτογνωσία: γιατί δια-φορετικά θα ήξερε ότι δεν υπάρχουν ούτε μπορούν να υπάρξουν πρά-ξεις όμοιες· ότι κάθε πράξη που έχει γίνει ήδη έγινε με μοναδικό και ανεπανάληπτο τρόπο, και ότι αυτό θα συμβαίνει και με κάθε πράξη που πρόκειται να γίνει στο μέλλον· ότι όλοι οι κανόνες σχετικά με πρά-ξεις αναφέρονται μόνο στη χονδροειδή εξωτερική τους πλευρά (ακόμη

ΤΕΤΑΡΤΟ ΒΙΒΛΙΟ: SANCTUS JANUARIUS 187

και οι βαθύτεροι και λεπτότεροι κανόνες όλων των ηθικών που έχουν εμφανιοτεί μέχρι σήμερα)· ότι οι κανόνες αυτοί μπορεί να οδηγήσουν σε κάποια φαινομενικότητα ταυτότητας, αλλά μόνο σε μία φαινομενικό-τητα- ότι, καθώς κοιτάει κανείς μια πράξη του προκαταβολικά ή ανα-δρομικά, αυτή είναι και παραμένει αδιαπέραστη· ότι οι γνώμες μας για το «καλό» και το «ευγενές» και το «μεγάλο» ποτέ δεν μπορούν να απο-δειχτούν από τις πράξεις μας, επειδή είναι αδύνατο να γνωρίσουμε ο-ποιαδήποτε πράξη· ότι οι γνώμες μας, οι αξιολογήσεις μας και οι πί-νακες μας των καλών ασφαλώς αποτελούν ένα από τα ισχυρότερα ελα-τήρια μέσα στα γρανάζια των πράξεων μας, αλλά και ότι σε κάθε ειδι-κή περίπτωση ο νόμος του μηχανισμού τους είναι αναπόδεικτος. Ας πε-ριοριστούμε λοιπόν να υποβάλλουμε σε κάθαρση τις γνώμες και τις α-ξιολογήσεις μας και να δημιουργήσουμε τους δικούς μας καινούργιους πίνακες καλών''^ κι ας μην τριβελίζουμε το μυαλό μας με την «ηθική αξία των πράξεων μας»! Ναι, φίλοι μου! Είναι καιρός να νιώσουμε αη-δία για την ηθική φλυαρία των μεν προς τους δε! Η εκφορά ηθικών γνωματεύσεων πρέπει να προσβάλλει το γούστο μας! Ας αφήσουμε αυ-τή τη φλυαρία κι αυτό το κακό γούστο σ" εκείνους που δεν έχουν τίποτε άλλο να κάνουν εκτός από το να σέρνουν το παρελθόν λίγα ακόμη βή-ματα μέσα στο χρόνο και που δεν ζουν ποτέ OTO παρόν -μ' άλλα λόγια στους πολλούς, στη μεγάλη πλειονότητα! Εμείς όμως θέλουμε να γίνουμε αυτοί που είμαστε -οι καινούργιοι, εκείνοι που έρχονται μόνο μια φορά, οι ασύγκριτοι, αυτοί που δίνουν οι ίδιοι νόμους στον εαυτό τους, αυτοί που δημιουργούν οι ίδιοι τον εαυτό τους! Και γι' αυτό το σκοπό πρέπει να γίνουμε αυτοί που θα μάθουν καλύτερα απ' όλους και που θα ανα-καλύψουν ό,τι είναι νόμος και αναγκαιότητα στον κόσμο: πρέπει να γίνουμε φυσικοί^'', για να μπορέσουμε να γίνουμε δημιουργοί μ' αυτή την έννοια -ενώ μέχρι τώρα όλες οι αξιολογήσεις και τα ιδεοϋδη κατα-σκευάστηκαν με άγνοια της φυσικής ή σε αντίφαση μ' αυτήν. Γι' αυτό: Ζήτω η φυσική! Κι ακόμη πιο πολλά ζήτω για κείνο που μας αναγκάζει να στραφούμε στη φυσική -για την εντιμότητά μας!

336. Φιλαργυρία της φύσης. -Γιατί φάνηκε τόσο φιλάργυρη η φύση απέναντι στους ανθρώπους ώστε να μην τους αφήσει να λάμψουν, τον

266.0 Νίτσε εμπνέεται από τις δέκα εντολές (τον Νόμο) που έλαβε ο Μαηκιής αιιό τον Ιεχωβά στο όρος Σινά. Η δημιουςγία καινούργιων πιν«ίκων καλών θα αποτελέσει βασικό θέμα του Έτσι μίλησε ο Ζαρατούστρα, «Τρίτο μέρος». 267. Δηλαδή «φυσικοί επιστήμονες».

202 Η ΧΑΡΟΥΜΕΝΗ Ε Π Ι Σ Τ Η Ι ^

έναν περισσότερο, τον άλλο λιγότερο, τον καθε'ναν ανάλογα με την αφθονία του εσωτερικού φωτός του; Γιατί να μη φαίνονται οι μεγάλοι άνθρωποι στην ανατολή και στη δΰση τους τόσο ωραίοι όσο ο ήλιος; Πόσο πιο ξεκάθαρη θα γινόταν τότε η ζωή ανάμεσα στους ανθρώπους!

337. Η μελλοντική «ανθρώπινη ιδιότητα». -Όταν κοιτάζω την εποχή μου με τα μάτια μιας μακρινής εποχής, δεν βρίσκω τίποτε πιο αξιοση-μείωτο στη σημερινή «ανθρώπινη ιδιότητα» από τη χαρακτηριστική της αρετή και αρρώστια που ονομάζεται «ιστορική αίσθηση». Είναι η α-παρχή κάποιου πράγματος εντελώς καινούργιου και παράξενου στην ιστορία: αν δοθούν σ' αυτό τον σπόρο μερικοί αιώνες και άνω, μπορεί να γίνει στο τέλος ένα θαυμάσιο (ρυτό μ' ένα όχι λιγότερο θαυμάσιο άρωμα, που θα μπορούσε να κάνει τη γέρικη γη μας πιο ευχάριστη για να την κατοικεί κανείς. Εμείς που ζούμε στο παρόν, μόλις έχουμε αρχί-σει να φτιάχνουμε, κρίκο με κρίκο, την αλυσίδα ενός πολύ δυνατού αι-σθήματος -δεν ξέρουμε καλά-καλά τι κάνουμε. Μας φαίνεται μάλλον ότι δεν πρόκειται για ένα καινούργιο αίσθημα, αλλά για τον μαρασμό όλων των παλιών αισθημάτων -η ιστορική αίσθηση είναι ακόμα τόσο φτωχή και ψυχρή, και πέ(ρτει πάνω σε πολλούς σαν παγωνιά κάνοντας τους ακόμη πιο φτωχούς και πιο ψυχρούς. Σ' άλλους εμφανίζεται σαν σημάδι των γηρατειών που πλησιάζουν όλο και πιο πολύ, και βλέπουν τον πλανήτη μας σαν μελαγχολικό άρρωστο που, επειδή θέλει να ξεχά-σει την τωρινή κατάστασή του, γράφει την ιστορία της νιότης του. Στην πραγματικότητα, αυτό είναι ένα χρώμα αυτού του καινούργιου αισθή-ματος: όποιος μπορεί να αισθάνεται τη συνολική ιστορία της ανθρωπό-τητας σαν δική του ιστορία, αυτός αισθάνεται, με υπέρμετρη γενίκευση, όλη εκείνη τη θλίψη του αρρώστου που σκέφτεται την υγεία, του γέρου που σκέφτεται τα όνειρα της νιότης του, του ερωτευμένου που έχει χά-σει την αγαπημένη του, του μάρτυρα που βλέπει το ιδανικό του να χά-νεται, του ήρωα το βράδυ μιας αμφίρροπης μάχης που του έφερε μόνο πληγές και την απώλεια του φίλου του- αλλά αν άντεχε κανείς, αν μπο-ρούσε να αντέξει αυτό το τεράστιο σύνολο κάθε λογής θλίψεων, ενώ θα εξακολουθούσε να είναι ο ήρωας που σιο ξημέρωμα της δεύτερης μέ-ρας της μάχης χαιρετάει την αυγή και την τύχη του, επειδή είναι ένας άνθρωπος που έχει μπροστά του και πίσω του έναν ορίζοντα χιλιετιών, επειδή είναι ο κληρονόμος όλης της ευγένειας όλου του πνεύματος του παρελθόντος και ένας κληρονόμος με αίσθηση του καθήκοντος, ο πιο ευγενής απ' τους παλιούς εττ/ενείς και ταυτόχρονα ο πρωτότοκος μιας νέας αριστοκρατίας, τέτοιας που καμιά εποχή δεν είδε ούτε ονειρεύτη-

ΤΕΤΑΡΤΟ ΒΙΒΛΙΟ: SANCTUS JANUARIUS 187

κε μέχρι τώρα· αν μπορούσε κανείς να βάλει όλα αυτά στην ψυχή του, το πιο παλιό, το "πιο καινούργιο, τις απώλειες, τις ελπίδες, τις κατακτή-σεις και τις νίκες της ανθρωπότητας- αν μπορούσε τέλος να τα έχει όλα αυτά μέσα σε μια ψυχή και να τα συγκεντρώσει σε ένα αίσθημα -αυτό σίγουρα θα είχε ως αποτέλεσμα μια ευτυχία που ο άνθρωπος δεν γνώρι-σε μέχρι τώρα: την ευτυχία ενός θεού γεμάτου δύναμη και αγάπη, γεμά-του δάκρυ και γέλιο, μια ευτυχία που, σαν τον ήλιο του δειλινού, θα έδινε συνεχώς τα ανεξάντλητα πλούτη της, σκορπώντας τα στη θάλασ-σα, και θα ένιωθε πλουσιότερη, σαν τον ήλιο, μόνον όταν ακόμη κι ο πιο φτωχός ψαράς θα κωπηλατούσε με χρυσά κουπιά! Αυτό το θεϊκό αίσθημα θα ονομαζόταν τότε -ανθρώπινη ιδιότητα!

338. Η θέληση να υπoφέQOvμε και οι οικτίρμονες. -Είναι ωφέλιμο για σας να είστε πρώτα απ' όλα οικτίρμονες άνθρωποι^; Και είναι αυτό ωφέλιμο για εκείνους που υποφέρουν; Ας αφήσουμε όμως αναπάντητη προς στιγμήν την πρώτη ερώτηση. -Εκείνο που μας κάνει πιο βαθιά και πιο προσωπικά να υποφέρουμε είναι ακατανόητο και απρόσιτο για ό-λους σχεδόν τους άλλους: εδώ είμαστε κρυμμένοι από τους πλησίον μας, ακόμη κι αν τρώμε από την ίδια κατσαρόλα. Παντού όμως που παρατη-ρούν κάποιοι ότι υποφέρουμε, ερμηνεύουν τον πόνο μας επιπόλαια· η ουσία του αισθήματος του οίκτου είναι ότι απογυμνώνει τον ξένο πόνο από καθετί ειδικά προσωπικό: οι «ευεργέτες» μας είναι, περισσότερο απ' τους εχθρούς μας, αυτοί που μειώνουν την αξία και τη θέληση μας. Αν δούμε τις περισσότερες αγαθοεργίες που γίνονται σ' εκείνους που δυστυχούν, η διανοητική επιπολαιότητα με την οποία αναλαμβάνουν οι οικτίρμονες το ρόλο της μοίρας είναι αρκετά σκανδαλώδης: δεν ξέρουν τίποτε για τη συνολική εσωτερική αλληλουχία και σύμπλεξη που ονομά-ζεται δυστυχία για μένα ή για σέναί Ολόκληρη η οικονομία της \|η)χής μου και η εξισορρόπησή της μέσω της «δυστυχίας», η εμφάνιση νέων πηγών και αναγκών, η επούλωση παλιών πληγών, η απώθηση ολόκλη-ρων περιόδων του παρελθόντος -όλα αυτά που μπορούν να συνδέονται με τη δυστυχία δεν ενδιαφέρουν τους αγαπητούς οικτίρμονες: αυτοί θέ-λουν να βοηθήσουν και δεν αναλογίζονται ότι υπάρχει μια προσωπική αναγκαιότητα της δυστυχίας, ότι οι φόβοι, οι στερήσεις, τα φτωχέμοπα, τα μεσάνυχτα, οι περιπέτειες, οι κίνδυνοι και τα λάθη είναι τόσο απα-ραίτητα για μένα και για σένα όσο και τα αντίθετα τους. Αυτοί όμο)ς ποτέ δεν καταλαβαίνουν, για να εκφραστώ με μυστικιστικούς όρους.

268. Κατά τον Σοπενάουερ, ο οίκτος είναι το θεμέλιο της ηθικής.

188 Η ΧΑΡΟΥΜΕΝΗ ΕΠΙΣΤΗΜΗ

ότι ο δρόμος για τον παράδεισο του καθενός περνάει πάντα από την ηδυπάθεια της κόλασης του καθενός^'. Όχι, δεν ξέρουν τίποτε απ' αυτά: η «θρησκεία του οίκτου» (ή «η καρδιά») τους διατάζει να βοηθούν και πιστεύουν ότι ε'χουν βοηθήσει καλύτερα όταν ε'χουν βοηθήσει γρηγορό-τερα! Αν εσείς, οι οπαδοί τούτης της θρησκείας, έχετε απέναντι στον εαυτό σας την ίδια διάθεση που έχετε απέναντι στους συνανθρώπους σας· αν δεν θέλετε να αφήνετε τον πόνο σας να ακουμπάει πάνω σας ούτε μια ώρα κι αν προσπαθείτε συνεχώς να προλαβαίνετε και να μα-ταιώνετε από πολύ καιρό πριν κάθε πιθανή δυστυχία· αν αισθάνεσθε τον πόνο και τη δυσαρέσκεια σαν κάτι κακό, μισητό, σαν κάτι που πρέ-πει να εξαλειφθεί και σαν κηλίδα της ενθαδικής ύπαρξης: τότε είναι ολοφάνερο πως εκτός από τη θρησκεία του οίκτου έχετε στην καρδιά σας και μια άλλη θρησκεία, που ίσως να είναι μητέρα της πρώτης -τη θρησκεία τον βολέματος. Αχ, πόσο λίγο ξέρετε την ευτυχία του ανθρώ-που, εσείς, βολεμένοι και καλοπροαίρετοι άνθρωποι! Διότι η ευτυχία και η δυστυχία είναι αδελφές και μάλιστα δίδυμες, που είτε μεγαλώ-νουν μαζί είτε, όπως συμβαίνει σε σας, μένουν μικρές μαζί! Ας γυρίσου-με όμως τώρα στο πρώτο ερώτημα. -Πώς είναι δυνατό να μείνει κανείς στον δικό του δρόμο! Συνεχώς, κάποια κραυγή μας βγάζει απ' αυτόν είναι σπάνιο να μη δουν τα μάτια μας κάτι που μας ζητά να εγκαταλεί-ψουμε τη δική μας δουλειά και να σπεύσουμε. Ξέρω, υπάρχουν εκατό ευπρεπείς και αξιέπαινοι τρόποι για να χάσω τον δρόμο μου, κι είναι τρόποι αληθινά «ηθικοί»! Ναι, οι σημερινοί κήρυκες της ηθικής του οί-κτου φτάνουν να υποστηρίξουν πως ακριβώς αυτό και μόνον αυτό είναι ηθικό -δηλαδή το να χάνεις τον δρόμο σου και να τρέχεις κοντά στον πλησίον σου. Ξέρω όμως εξίσου καλά πως αρκεί να εκτεθώ στο θέαμα μιας πραγματικής δυστυχίας για να χαθώ κι εγώ ο ίδιος! Κι αν ένας φίλος που υπέφερε μου έλεγε: «Κοίτα, σε λίγο θα πεθάνω· υποσχέσου μου ότι θα πεθάνεις μαζί μου», θα του το υποσχόμουν, όπως και το θέαμα ενός μικρού ορεσίβιου λαού που πολεμά για την ελευθερία τσυ ™ θα με έπειθε να του προσφέρω το χέρι μου και τη ζωή μου -γ ια να διαλέξω μια φορά με καλούς λόγους άσχημα παραδείγματα. Ναι, α-σκούν μια μυστική σαγήνη όλοι αυτοί που αφυπνίζουν τον οίκτο και καλούν για βοήθεια: ο «δικός μας δρόμος» είναι πολύ σκληρός και α-παιτητικός και πολύ απομακρυσμένος από την αγάπη και την ευγνωμο-

269. Η φράση αιττή επανεμφανίζεται συνδεμένη με την ισιορία του Βισβαμίτρα στη Γενεα^γίατηςηθικής, «Τρίτη πραγματεία», § 10νχΐΛ.στι\Χαραυγή, § 113. 270. Είναι το θέμα του μυθιστορήματος του Χέλνιερλιν Υπερίών (1799), του οποίου ο ήρωας συμμετέχει στον ξεσηκωμό των Ελλήν(ΰν εναντίον των Τσύρκοϊν.

ΤΕΤΑΡΤΟ ΒΙΒΛΙΟ: SANCTUS JANUARIUS 187

συνη των άλλων -δεν φεύγουμε απ' αυτόν με το στανιό, απ' αυτόν και από την πιο προσωπική μας συνείδηση, για να καταφύγουμε στη συνεί-δηση των άλλων και στον αξιαγάπητο ναό της «θρησκείας του οίκτου». Μόλις ξεσπάσει κάπου ένας πόλεμος, εκδηλώνεται ανάμεσα στους πιο ευγενείς ανθρώπους ενός λαού μια ηδονή που κρατιέται μυστική: με ενθουσιασμό ρίχνονται στον καινούργιο κίνδυνο του θανάτου, επειδή πιστεύουν ότι η θυσία για χάρη της πατρίδας τούς δίνει επιτέλους την άδεια που επιθυμούσαν πολύ καιρό, την άδεια να ξεφύγουν από τον σκοπό τους. Ο πόλεμος είναι γι' αυτούς μια παρακαμπτήριος που οδηγεί στην αυτοκτονία, αλλά μια παρακαμπτήριος που ακολουθούν με καλή συνείδηση. Και μολονότι πρέπει να αποσιωπήσω εδώ ορισμένα πράγ-ματα, δεν θέλω να αποσιωπήσω και τη δική μου ηθική, που μου λέει: Ζήσε κρυμμένος, για να μπορέσεις να ζήσεις για τον εαυτό σου"'! Ζήσε αγνοώντας εκείνο που φαίνεται το πιο σπουδαίο πράγμα στην εποχή σου! Ανάμεσα σε σένα και στο σήμερα βάλε το δέρμα τριών τουλάχι-στον αιώνων! Κι ο θόρυβος του σήμερα, η κλαγγη των πολέμων και των επαναστάσεων ας είναι για σένα απλό μουρμούρισμα! Θα θελήσεις και συ να βοηθήσεις: αλλά μόνον εκείνους των οποίων τη δυστυχία καταλα-βαίνεις απόλυτα, επειδή μοιράζονται μαζί σου έναν πόνο και μία ελπίδα -τους φίλους σου· και μόνο με τον τρόπο με τον οποίο βοηθάς τον εατττό σου: θέλω να τους κάνω πιο θαρραλέους, πιο ανθεκτικούς, πιο απλούς, πιο χαρούμενους! Θέλω να τους μάθω αυτό που τόσο λίγοι καταλαβαί-νουν σήμερα και λιγότερο απ' όλους οι κήρυκες του οίκτου: το να μοι-ράζεσαι με άλλους τη χαρά!

339. Hto femina [Η ζωή είναι γυναίκα]. - Για να δούμε τις υπέρτατες ομορφιές ενός έργου καμιά γνώση και καμιά καλή θέληση δεν είναι επαρκής· χρειάζεται η πιο σπάνια ευτυχής συγκυρία για να σηκωθεί μια φορά το πέπλο των συννέφο)ν που σκεπάζει αυτές τις κορυφές, ώστε να τις δούμε να λάμπουν στον ήλιο. Και, για να γίνει αυτό, δεν φτάνει μόνο να σταθούμε στο κατάλληλο μέρος; πρέπει η ίδια η ψυχη μας να έχει βγάλει το πέπλο από τις δικές της κορυφές και να έχει ανάγκη μιας εξωτερικής έκφρασης και εικόνας για να βρει στήριγμα και να μείνει κυρίαρχη του εαυτού της. Όλα αυτά όμως συμβαίνουν μαζί τόσο σπά-νια, που τείνω να πιστέψω ότι οι ψηλότερες κορφές κάθε καλού πράγ-ματος, είτε είναι αυτό έργο είτε πράξη, είτε άνθρωπος είτε φύση, έμει-ναν μέχρι τώρα κρυμμένες και σκεπασμένες για τους περισσότερους χι

271. Η έκφραση είναι του Στανιάλ, Journal, 4 Ιουλίου 1814.

188 Η ΧΑΡΟΥΜΕΝΗ ΕΠΙΣΤΗΜΗ

ίσως ακόμη και για τους καλύτερους ανθρώπους: αλλά ό,τι αποκαλύ-πτει τον εαυτό του σε μας, τον αποκαλύπτει σε μας μια φορά μόνο\ -Οι Έλληνες βε'βαια προσεύχονταν: «καθετί ωραίο να συμβεί δυο και τρεις φορε'ς"'!» Αχ, είχαν λόγο να καλούν τους θεούς, γιατί η μη θεϊκή πραγ-ματικότητα μας δίνει το ωραίο ή μια φορά ή καθόλου! Θέλω να πω ότι ο κόσμος είναι ξε'χειλος από ωραία πράγματα, μολαταύτα όμως είναι φτωχός, πολύ ςρτωχός σε ωραίες στιγμές και σε αποκαλύψεις αυτών των πραγμάτων. Ίσως όμως αυτό να είναι η πιο δυνατή μαγεία της ζωής: η ζωή είναι σκεπασμένη από ενα χρυσοκέντητο πέπλο από ωραίες δυνα-τότητες, που αστραποβολάει από υποσχέσεις, αντίσταση, αιδημοσύνη, κοροϊδία, οίκτο και σαγήνη. Ναι, η ζωή είναι γυναίκα!

340. Ο θνήσκων Σωκράτης. -Θαυμάζω το θάρρος και τη σοφία του Σοΰ-κράτη & όλα όσα έκανε, είπε -και δεν είπε. Αυτό το ειρωνικό και ερωτό-ληπτο πονηρό πνεύμα, αυτός ο γητευτής-των-ποντικιών της Αθήνας, που έκανε τους πιο επηρμένους νέους να τρέμουν και να κλαίνε μ' αναφιλητά, δεν ήταν μόνον ο σοφότερος φλύαρος που υπήρ|ε ποτέ: ήταν εξίσου μεγά-λος στη σιωπή. Θα προτιμούσα να έμενε σιωπηλός τις τελευταίες στιγμές της ζωής του- ίσως, τότε, να καταλάμβανε μια ακόμη ιΙηλότερη θέση στην ιεραρχία τ(«ν πνευμάτων. Να ήταν ο θάνατος ή το δηλητήριο ή η ευσέβεια ή η κακία; -κάτι, πάντως, την τελευταία στιγμή τού έλυσε τη γλώσσα, και είπε: «Ω, Κρίτωνα, οφείλω σπον Ασκληπιό έναν πετεινό^.» Αυτή η γελοία και τρομερή «τελευταία λέξη» σημαίνει για εκείνους που έχουν αςρτιά: «Ω, Κρίτωνα, η ζωή είναι μια αρρώστία!» Είναι δυνατόν; Ένας άνθρωπος σαν αυτόν, που είχε ζήσει χαρούμενα και, για τα μάτια όλων, ως στρατιώτης -ήταν ττεσιμιστής! Είχε κρατήσει απέναντι στη ζωή μια χαρούμενη όι|)η, ενώ ταυτόχρονα έκρυβε την τελική κρίση του, το βαθύτερο αισθημά του! Ο Σοϊκράτης, ναι ο Σωκράτης, υπέφερε από τη ζωή\ Κι ύστερα την εκδικήθη-κε μ' αυτά τα σκοτεινά, φρικτά, ευσεβή και βλάσφημα λόγια! Χρειαζόταν ένας Σωκράτης μια τέτοια εκδίκηση; Έλειπε ένας κόκκος μεγαλοφροσύ-νης από την εξαιρετικά πλούσια αρετή του; -Αχ, φίλοι μου! Πρέπει να ξεπεράσουμε ακόμα και τους Έλληνες""!

341. Το μεγαλύτερο βάρος. -Κι αν μια μέρα ή μια νύχτα γλιστρούσε ένας δαίμονας μέσα στην πιο μοναχική μοναξιά σου και σου έλεγε:

272. Βλ. π.χ. Εμπεδοκλής, απ. 25 (έκδ. Diels-Kranz) και Πλάτων, ΦΟηβος, 59e-60a. 273. Πλάιων, Φα/όων, 118a. 274. Η παράγραφος αυτή πρέπει να συγκριθεί με την 36, πιο πάνω.

ΤΕΤΑΡΤΟ ΒΙΒΛΙΟ: SANCTUS JANUARIUS 187

«Αυτη τη ζωη, όπως την έζησες και όπως τη ζεις μέχρι τώρα, θα πρέπει να την ξαναζήσεις άλλη μια φορά κι αναρίθμητες ακόμη φορές" και δεν θα υπάρχει τίποτα καινούργιο σ' αυτήν, αλλά κάθε πόνος και κάθε χαρά και κάθε σκέψη και στεναγμός, και καθετί ανείπωτα μικρό ή μεγάλο της ζωής σου θα ξανάρθει σε σένα, όλα με την ίδια σειρά και διαδοχή -ακόμη κι αυτη η αράχνη, κι αυτό το σεληνόφωτο ανάμεσα στα δένδρα, κι αυτή εδώ η στιγμή, κι εγώ ο ίδιος. Η αιώνια κλεψύδρα της ύπαρξης ανα-ποδογυρίζει ακατάπαυστα και μαζί της και ου, κόκκε σκόνης!» -Δεν θα έπεφτες κατάχαμα, δεν θα έτριζες τα δόντια σου και δεν θα καταριόσουν τον δαίμονα που θα σου μιλούσε έτσι; Ή μήπως θα ζούσες μια ςροβερή στιγμή όπου θα του απαντούσες: «Είσαι θεός και ποτέ δεν άκουσα τίποτε πιο θεϊκό!» Αν σε κυρίευε αυτή η σκέψη, θα σε μεταμόρφωνε, εσένα, έτσι που είσαι, κι ίσως να σ' έκανε σκόνη: το ερώτημα που τίθεται για όλα και για το καθετί: «το θέλεις αυτό άλλη μια φορά κι αναρίθμητες φορές ακόμη;», θα ήταν το μεγαλύτερο βάρος που θα βάραινε τις πράξεις σου! Ή , αντίθετα, πόσο καλός θα έπρεπε να γίνεις απέναντι στον εαυτό σου κι απέναντι στη ζωή ώστε να μην ποθείς τίποτε περισσότερο απ' αυτη την έσχατη αιώνια επιβεβαίωση και επισφράγιση;

342. Incipit tragoedia [Η τραγωδία αρχίζει"']. -Όταν έγινε τριάλαα χρόνων ο Ζαρατούστρα, εγκατέλειψε τον τόπο που είχε γεννηθεί και τη λίμνη Ούρμι και πήγε στο βουνό. Εκεί απόλαυσε το πνεύμα του και τη μοναξιά του δίχως να κουραστεί, για δέκα ολόκληρα χρόνια. Στο τέλος όμως, η καρδιά του άλλαξε -κι ένα πρωί, καθώς ρόδιζε η αυγή, σηκώ-θηκε, παρουσιάστηκε μπροστά στον ήλιο και του μίλησε ως εξής: «Εσύ μεγάλο άστρο! Αν δεν είχες αυτούς που φωτίζεις, τι θα ήταν η ευτυχία σου! Δέκα χρόνια ερχόσουν εδώ πάνω στη σπηλιά μου· μια μέρα θα βαριόσουν το φως σου και τούτο τον δρόμο, αν δεν υπήρχα εγώ, ο αετός μου και το φίδι μου. Εμείς όμως σε περιμέναμε κάθε πρωί, σε απαλλάσ-σαμε από το περίσσευμα σου και σε ευλογούσαμε γι' αυτό. Δες! Έχω μπουχτίσει τη σοφία μου, σαν τη μέλισσα που έχει μαζέψει πάρα πολύ μέλι, έχω ανάγκη από χέρια που απλώνονται. Θα μου άρεσε να προ-σφέρω απλόχερα και να μοιράζω, ώσπου εκείνοι που είναι σοφοί ανά-μεσα στους ανθρώπους να χαρούν και πάλι την τρέλα τους και εκείνοι που είναι φτωχοί τον πλούτο τους. Γι' αυτό πρέπει να κατεβώ στα βάθη: όπως κάνεις εσύ το βράδυ, όταν πηγαίνεις πίσω από τη θάλασσα και φέρνεις φως ακόμη και τον κάτω κόσμο, εσύ υπερβολικά πλούσιο

275. Βλ. την § 1 του προλόγου της δετίτερης έκδοσης και την § 382.

188 Η ΧΑΡΟΥΜΕΝΗ ΕΠΙΣΤΗΜΗ

άστρο! Εγώ πρέπει, σαν εσένα, να δύσω, όπως λένε οι άνθρωποι, στους οποίους θέλω να κατεβώ. Δωσ' μου, λοιπόν, την ευλογία σου, εσύ ήρεμο μάτι, που μπορείς να βλέπεις δίχως φθόνο ακόμη και μιαν υπερβολικά μεγάλη ευτυχία! Ευλόγησε το κύπελλο, που θέλει να ξεχειλίσει ώσπου το νερό να κυλήσει από μέσα του χρυσό και να φέρει παντού την ανα-λαμπτή της αγαλλίασης του! Δες! Αυτό το κύπελλο θέλει πάλι να αδειά-σει, κι ο Ζαρατούστρα θέλει να πάλι να γίνει άνθρωπος.» -Έτσι άρχισε η δΰση του Ζαρατούστρα™.

276. Η παράγραφος αυτή θα επαναληφθΕί λέ|η προς λέξη, με μοναδική εξαίρεση την ανα<ρορά της λίμνης Ούρμι, στην εναρκτήρια παράγραφο του Έτσι μίλησε ο Ζαβατούστρα.

Πέμπτο βιβλίο

Εμείς οι άφοβοι

Carcasse, tu trembles? Tu trembleras bien advantage, Si tu savais oü je te mene.

Σκέλεθρο, τρέμεις; Θα έτρεμες ακόμη περισσότερο αν ήξερες πού σε πηγαίνω.

Τυρεν

343. Τι σημαίνει η ευδιαθεσία μας. -Το μεγαλύτερο πρόσφατο γεγο-νός -το ότι «ο Θεός είναι νεκρός"'», το ότι η πίστη στον χριστιανικό θεό έχει χάσει κάθε αξιοπιστία- έχει αρχίσει να ρίχνει τις πρώτες του σκιές πάνω στην Ευρώπη. Στους λίγους τουλάχιστον, που τα μάτια τους, που η υποψία στα μάτια τους είναι αρκετά δυνατή και λεπτή γι' amo το θέα-μα, δημιουργείται η εντύπωση πως κάποιος ήλιος έχει δύσει και πως κάποια αρχαία και βαθιά εμπιστοσύνη έχει μετατραπεί σε αμφιβολία: ο γέρικος κόσμος μας πρέπει να τους φαίνεται κάθε μέρα πιο όμοιος με δειλινό, πιο φιλύποπτος, πιο ξένος, πιο «γέρος». Γενικά όμως μπορούμε να πούμε: το ίδιο το γεγονός είναι πάρα πολύ μεγάλο, πάρα πολύ μα-κρινό, πάρα πολύ απομακρυσμένο από την ικανότητα των πολλών να το συλλάβουν, για να μπορούμε να ισχυριστούμε απλώς πως έχει ήδη φτάσει η είδηση αυτού του γεγονότος· κι ακόμη λιγότερο ότι πολλοί γνωρίζουν ήδη τι συνέβη πραγματικά και τι θα γκρεμιστεί, τώρα που υπονομεύτηκε αυτή η πίστη, επειδή είχε χτιστεί πάνω σ" αιπη, στηριχτεί σ' αυτή, αναπτυχθεί μέσα σ' αυτή: παραδείγματος χάρη, όλη η ευρωπα-ϊκή ηθική μας στο σύνολό της. Αυτή η πληθώρα και η σειρά από κα-

277. Γάλλος στρατηγός (1611-1675), που έλεγε αυτ<5 στον εαυτό του πριν αχό χάθε μάχη. 278. Βλ. πιο πάνω, § 125.

188 Η ΧΑΡΟΥΜΕΝΗ ΕΠΙΣΤΗΜΗ

ταρρεϋσεις, καταστροφές, αφανισμούς και ανατροπές μάς απειλεί σή-μερα- ωστόσο, ποιος είναι σε θέση να μαντέψει αρκετά απ' αυτό το πράγμα, ώστε να γίνει ο δάσκαλος και ο προάγγελος αυτής της τρομε-ρής λογικής του τρόμου, ο προφήτης ενός σκοτεινιάσματος και μιας έ-κλειιρης ηλίου που όμοιά της ίσως δεν συνέβη μέχρι τώρα στη γη;... Α-κόμη κι εμείς, που είμαστε γεννημένοι για να λύνουμε αινίγματα, εμείς που περιμένουμε πάνω στα βουνά, τοποθετημένοι ανάμεσα στο αΰριο και στο σήμερα, τεντωμένοι πάνω στην αντίφαση ανάμεσα στο αύριο και στο σήμερα, εμείς τα πρωτότοκα, τα πρόωρα γεννημένα παιδιά του αιώνα που έρχεται, εμείς που από τώρα πρέπει πράγματι να μπορούμε να διακρίνουμε τις σκιές που σύντομα θα σκεπάσουν την Ευρώπη -πώς είναι δυνατόν να βλέπουμε το σκοτάδι που πλησιάζει χωρίς να νιώθου-με πως μας αφορά και μας και ιδίως χωρίς να ανησυχούμε και να φοβό-μαστε για μας; Ίσως εξακολουθούμε να βρισκόμαστε κάτω από την επίδραση των εγ/ντερων συνεπειών αυτού του γεγονότος - κι αυτές οι εγγύτερες συνέπειες, οι συνέπειές του για μας, είναι το αντίθετο εντε-λώς απ' ό,τι θα μπορούσε κανείς να περιμένει: δεν είναι καθόλου θλιβε-ρές και ζοφερές, αλλά μοιάζουν με ένα καινούργιο και δύσκολο να πε-ριγραφεί είδος φωτός, ευτυχίας, ανακούφισης, ιλαρότητας, ενθάρρυν-σης, χαραυγής... Πράγματι, εμείς οι φιλόσοφοι και «ελεύθερα πνεύμα-τα», νιώθουμε, όταν ακούμε την είδηση ότι «ο παλιός θεός είναι νεκρός», σαν να λάμπει μπροστά μας μια καινούργια χαραυγή· η καρδιά μας ξεχειλίζει από ευγνωμοσύνη, έκπληξη, προαισθήματα, προσδοκία. Επι-τέλους, ο ορίζοντας μας φαίνεται πάλι ανοιχτός, παρόλο που δεν είναι φωτεινός· επιτέλους, μπορούν να σαλπάρουν πάλι τα πλοία μας, να βγουν στ' ανοιχτά για να αντιμετωπίσουν οποιονδήποτε κίνδυνο· επιτρέπεται πάλι κάθε παρακινδυνευμένο εγχείρημα"' του ανθρώπου της γνώσης· η θάλασσα, η δική μας θάλασσα, είναι ανοιχτή πάλι κι ίσως να μην έχει ξαναγίνει ποτέ τόσο «ανοιχτή θάλασσα».

344. Υπό ποία έννοια είμαστε κι εμείς ακόμη ευαεβείς^°. -Λένε, κι έχουν δίκιο σ' αυτό, ότι στην επιστήμη οι πεποιθήσεις δεν έχουν πολιτι-κά δικαιώματα. Μόνον όταν αποφασίζουν αυτές να κατεβούν στο μετριοπαθές επίπεδο μιας υπόθεσης, μιας προσωρινής πειραματικής ο-πτικής γοονίας, ενός ρυθμιστικού πλάσματος της φαντασίας, τότε μπορεί να τους επιτραπεί η είσοδος και μάλιστα να τους δοθεί μια ορισμένη

279. Πρβλ. Πέρα από το καλό και το κακό, § 1. 280. Πρβλ. Γενεαλογία της ηθικής, «Τρίτη πραγματεία», § 24.

ΠΕΜΠΤΟ ΒΙΒΛΙΟ: ΕΜΕΙΣ Ol ΑΦΟΒΟΙ 213

αξία (κο βασίλειο της γνώσης -πάντα όμως με τον περιορισμό ότι θα μείνουν υπό αστυνομική επιτήρηση, υπό την αστυνομία της δυσπιστίας. -Αν το δούμε όμως αυτό από πιο κοντά, δεν σημαίνει ότι μια πεποίθηση μπορεί να γίνει δεκτή στην επιστήμη μόνον αν πάψει να είναι πεποίθηση; Το προδτο βήμα στην πειθαρχία του επιστημονικού πνεύματος δεν είναι το να μην επιτρέπει στον εαυτό του να έχει πια πεποιθήσεις;... Πιθανόν να είναι έτσι· μόνο που έχουμε ακόμα να ροπήσουμε το εξής: για να μπορέσει να αρχίσει αυτή η πειθαρχία, δεν πρέπει να υπάρχει προηγουμέ-νως κάποια πεποίθηση -πεποίθηση τόσο επιτακτική και τόσο μη εξαρτώ-μενη από όρους που να θυσιάζει προς όφελος της όλες τις άλλες πεποιθή-σεις; Βλέπουμε ότι κι η επιστήμη επίσης στηρίζεται σε μια πίστη- δεν υ-πάρχει επιστήμη «χωρίς προϋπόθεση». Το ερώτημα για το αν χρειάζεται η αλήθεια, όχι μόνο πρέπει να πάρει καταφατική απάντηση εκ των προ-τέρων, αλλά και καταφατική σε τέτοιο βαθμό που να βρίσκει έκφραση η αρχή, η πίστη, η πεποίθηση: «τίποτε δεν χρειάζεται περισσότερο από την αλήθεια, και σε σχέση μ' αυτήν όλα τα υπόλοιπα έχουν αξία δεύτερης σειράς». -Αυτή η μη εξαρτώμενη από όρους θέληση για αλήθεια -τι εί-ναι; Είναι η θέληση να μην απατάσαι; Είναι η θέληση να μψ απατάς; Πράγματι, η θέληση για αλήθεια μπορεί να ερμηνευθεί και με τον δεύτε-ρο τρόπο: αν υποθέσουμε ότι στη γενίκευση «δεν θέλω να απατώ» περιέ-χεται και η ειδική περίπτωση «δεν θέλω να με απατούν». Γιατί όμως να μην απατώ; Γιατί να μην απατώμαι; -Πρέπει να παρατηρήσουμε ότι οι λόγοι της πρώτης περίπτωσης βρίσκονται σε έναν εντελώς διαφορετικό χώρο από εκείνους της δεύτερης: δεν θέλει κανείς να απατάται, επειδή δέχεται ότι είναι επιζήμιο, επικίνδυνο, ολέθριο το να απατάσαι -με την έννοια αυτή, η επιστήμη θα ήταν μια μακρόχρονη σύνεση, μια προφύλα-ξη, μια ωφελιμότητα, εναντίον της οποίας θα μπορούσε κανείς εύλογα να αντιτείνει: Πώς; Το να μη θέλεις να απατάσαι είναι λιγότερο επιζήμιο, επικίνδυνο, ολέθριο; Τι ξέρετε εκ των προτέρων για τον χαρακτήρα της ενθαδικής ύπαρξης, ώστε να μπορείτε να αποφασίζετε αν τα περισσότε-ρα πλεονεκτήματα είναι στην πλευρά της απόλυτης δυσπιοητίας ή στην πλευρά της απόλυτης εμπιστοσύνης; Αν όμως ήταν απαραίτητες και οι δυο, δηλαδή πολλή δυσπιστία και πολλή εμπιστοσύνη: από πού θα έπαιρ-νε η επιστήμη την απόλυτη της πίστη, την πεποίθηση στην οποία στηρίζε-ται, ότι δηλαδή η αλήθεια είναι σπουδαιότερη από κάθε άλλο πράγμα, ακόμη και από κάθε άλλη πεποίθηση; Αυτή ακριβοδς η πεποίθηση δεν θα γεννιόταν μάλιστα ποτέ αν η αλήθεια και η αναλήθεια αποδείκνυαν συ-νεχώς ότι είναι χρήσιμες, όπως πράγματι συμβαίνει. Συνεπώς -η πίστη στην επιστήμη, που υπάρχει αναμφισβήτητα σήμερα, δεν μπορεί να οφεί-λει τη γέννησή της σ' έναν τέτοιο υπολογισμό της οκρελιμότητας· πρέπει

188 Η ΧΑΡΟΥΜΕΝΗ ΕΠΙΣΤΗΜΗ

να γεννηθηκε παρά το ότι η ανώφελε ια και η επικινδυνότητα της «θε'λη-σης για αλήθεια», για «αλήθεια με οποιοδήποτε τίμημα» της αποδεικνύ-ονται οιινεχώς. «Με οποιοδήποτε τίμημα»: πόσο καλά καταλαβαίνουμε αυτε'ς τις λε'ξεις, από τη στιγμή που έχουμε προσφέρει και σφάξει τη μια πίστη μετά την άλλη πάνω σ' αυτό τον βωμό! -Κατά συνέπεια, η «θέληση για αλήθεια» δεν σημαίνει «δεν θέλω να με απατούν», αλλά -δεν μένει άλλη επιλογή- «δεν θέλω να απατώ κανέναν, ούτε τον ίδιο τον εαυτό μου»: και να που βρισκόμαστε έτσι στο πεδίο της ηθικής. Αρκεί να ρωτή-σεις τον εαυτό σου σοβαρά: «γιατί δεν θέλεις να απατάς;», ειδικά αν φαίνεται -κι αιηό ακριβώς συμβαίνει!- ότι η ζωή αποβλέπει στη φαινο-μενικότητα, εννοώ στην πλάνη, την απάτη, την προσποίηση, την τύφλω-ση, την αυτοτυφλωση, ενώ από την άλλη μεριά η μεγάλη μορίρή της ζωής βρισκόταν πάντα από τη μεριά των πιο αδίστακτων πολντροπων^^. Αν ερμηνευθεί με επιείκεια αυτός ο σκοπός, μπορεί να είναι δονκιχωτισμός, ένας μικρός, ενθουσιώδης αστεϊσμός· μπορεί όμως να είναι και κάτι χει-ρότερο, συγκεκριμένα μια αρχή εχθρική προς τη ζωή και καταστροφική... «Η θέληση για αλήθεια» -μπορεί να είναι μια κρυφή θέληση για θάνατο. -Έτσι το ερώτημα: «γιατί η επιστήμη;» μας πάει πίσω στο ηθικό πρόβλη-μα: προς τι γενικά η ηθική, όταν η ζωή, η φύση και η ιστορία «είναι μη ηθικές»; Αναμφίβολα, όσοι είναι φιλαλήθεις (μ' εκείνη την έσχατη και τολμηρή έννοια που προϋποθέτει η πίστη στην επιστήμη) επιβεβαιώνουν έτσι την ύπαρξη ενός άλλον κόσμου από τον κόσμο της ζωής, της φύσης και της ιστορίας- και στο βαθμό που επιβεβαιώνουν αυτό τον άλλο «κόσμο», μήπως δεν αρνούνται και το αντίθετο του, δηλαδή τούτον εδώ τον κόσμο, τον δικό μας κόσμο;... Θα καταλάβατε βέβαια πού θέλω να καταλήξω: η πίστη μας στην επιστήμη βασίζεται πάντα και ακόμα σε μια μεταφυσική πίστη- ακόμη κι εμείς, οι άνθρωποι της γνώσης σήμερα, εμείς οι άθεοι και αντιμεταφυσικοί, εξακολουθούμε να παίρνουμε τη φωτιά μας από την πυρκαγιά που άναΛ|)ε μια χιλιόχρονη πίστη, εκείνη η χριστιανική πίστη που ήταν και πίστη του Πλάτωνα, ότι ο Θεός είναι η αλήθεια, ότι η αλή-θεια είναι θεϊκή... Αν όμως χάνει ολοένα περισσότερο την αξιοπιστία της η πίστη αυτή; Αν τίποτε πια δεν φαίνεται θεϊκό εκτός από την πλάνη, την τυφλότητα και το ψέμα; Αν φανεί πως ο ίδιος ο Θεός είναι το πιο μακρό-χρονο ψέμα μας;

345. Η ηθική ως πρόβλημα. - Η έλλειψη προσώπου παίρνει την εκδί-

281. Ελληνικά στο κείμενο. «Ατπός ηου ασχολείτοα με πολλά πράγματα», ο «επιδέξιος», ο «ευφυής». Έτσι αποκαλείται ο Οδυσσέας στον πρώηο στίχο της Οδύσσειας.

ΠΕΜΠΤΟ ΒΙΒΛΙΟ: ΕΜΕΙΣ Ol ΑΦΟΒΟΙ 213

κησή της παντού: μια εξασθενημένη, αδύνατη, εξαντλημε'νη προσωπι-κότητα, που αρνείται και αποποιείται τον εαυτό της, δεν αξίζει πια για τίποτε καλό -και προπαντός για τη φιλοσοφία. Η «ανιδιοτέλεια» δεν έχει αξία ούτε στον ουρανό ούτε στη γη· όλα τα μεγάλα προβλήματα απαιτούν μεγάλη αγάπη, και μόνο τα ρωμαλέα, ολοκληρωμένα, σίγου-ρα πνεύματα, που πατούν γερά στα πόδια τους, είναι ικανά γι' αυτήν. Υπάρχει μια τεράστια διαφορά ανάμεσα στον στοχαστή που έχει προ-σωπική σχέση με τα προβλήματά του και που βρίσκει σ' αυτά τη μοίρα του, την απελπισία του και τη μεγαλύτερη τύχη του, και στον «απρόσω-πο» στοχαστή, δηλαδή σε εκείνον που το μόνο που μπορεί να κάνει είναι να τα αγγίζει και να τα συλλαμβάνει με τις κεραίες μιας ψυχρής και περίεργης σκέψης. Μπορούμε να βεβαιώσουμε ότι στη δεύτερη πε-ρίπτωση δεν θα βγει τίποτε: γιατί τα μεγάλα προβλήματα, αν υποτεθεί ότι ο' αφήνουν να τα πιάσεις, δεν επιτρέπουν να τα κρατούν βάτραχοι και αδύναμα ανθρωπάκια: αυτό ήταν ανέκαθεν το γούστο τους -ένα γούστο που, παρεμπιπτόντως, μοιράζονται μ' όλα τα γενναία θηλυκά. -Πώς γίνεται λοιπόν να μην έχω συναντήσει ποτέ κανέναν, ούτε καν σε βιβλία, που να τοποθετείται απέναντι στην ηθική ως πρόσωπο, που να γνωρίζει την ηθική ως πρόβλημα κι αυτό το πρόβλημα ως όικη τον προ-σωπική απελπισία, βασανιστήριο, ηδυπάθεια και πάθος; Είναι ολοφά-νερο πως μέχρι σήμερα η ηθική δεν ήταν πρόβλημα· αντίθετα, ήταν αυτό πάνω στο οποίο όλοι κατέληγαν να συμφωνούν έπειτα από δυσπι-στίες, ασυμφωνίες και αντιφάσεις· ήταν ο καθαγιασμένος τόπος της ει-ρήνης, όπου οι στοχαστές μας ξεκουράζονταν ακόμη και από τον εαυτό τους, ανέπνεαν, ξανάπαιρναν ζωή. Δεν βλέπω κανέναν που τόλμησε να κάνει μια κριτική των ηθικών αξιολογικών κρίσεων διαπιστώνω μάλι-στα πως σ' αυτό το ζήτημα δεν έχει κάνει καμιά απόπειρα η επιστημο-νική περιέργεια, η κακομαθημένη, δελεαστική φαντασία των •ψυχολό-γων και των ιστορικών, που εύκολα προκαταβάλλει ένα πρόβλημα και το πιάνει «στον αέρα» χωρίς να ξέρει καλά τι έχει πιάσει. Μόλις και μετά βίας κατάφερα να ανακαλύψω λίγες αδύναμες απόπειρες να γρα-φεί μια ιστορία της γέννησης αυτών των αισθημάτων και αξιολογήσεων (πράγμα που είναι ε-ντελώς διαφορετικό από μια κριτική όπως και από την ιστορία των ηθικών συστημάτων): σε μια ειδική περίπτωση έκανα τα πάντα για να ενθαρρύνω μια κλίση κι ένα ταλέντο γι' αυτού του είδους την ιστορία -μάταια, όπως μου φαίνεται σήμερα^. Αυτοί οι ι-

282.0 Νίτσε αναφέρεται εδώ μάλλον στον μαθητή του Πάουλ Ρέε, συγγραφέα τβ>ν βιβλίων Der Ursprung der moralischen Empfindungen (1877) χαι EHe Entstdmng des Gewissens (1885).

188 Η ΧΑΡΟΥΜΕΝΗ ΕΠΙΣΤΗΜΗ

στορικοί της ηθικης (Άγγλοι οι περισσότεροι^^) δεν λένε και σπουδαία πράγματα; συνήθως συνεχίζουν να υποτάσσονται στη διοίκηση μιας κα-θορισμένης ηθικής και, χωρίς να το ξέρουν, την υπηρετούν ως σημαιοφό-ροι και ακόλουθοι -για παράδειγμα, υιοθετώντας εκείνη τη λαϊκή προ-κατάληψη της χριστιανικής Ευρώπης που με τόση αφέλεια την επανα-λαμβάνουν οι άνθρωποι ώς σήμερα, ότι δηλαδή το χαρακτηριστικό της ηθικής δράσης είναι η άρνηση του εαυτού, η αποποίηση του εαυτού, η αυτοθυσία ή η συμπάθεια κι ο οίκτος. Το πιο συνηθισμένο σφάλμα προ-ϋπόθεσης που κάνουν είναι ότι παραδέχονται πως υπάρχει κάποια σν-ναίνεση των λαών, ή τουλάχιστον των εξημερωμένων λαών, σχετικά μ' ορισμένες αρχές της ηθικής, κι ύστερα συνάγουν απ' αυτό πως οι αρχές αυτές είναι απόλυτα υποχρεωτικές και για σένα και για μένα· ή αντί-στροφα, αφού καταλάβουν την αλήθεια ότι οι ηθικές εκτιμήσεις είναι κατ' ανάγκη διαφορετικές στους διάφορους λαούς, συνάγουν ύστερα απ' αυτό πως καμιά ηθική δεν είναι υποχρεωτική^: και τα δύο συμπε-ράσματα είναι εξίσου παιδαριώδη. Το λάθος που κάνουν οι πιο εκλε-πτυσμένοι απ' αυτούς είναι ότι ανακαλύπτουν και κριτικάρουν τις ίσως τρελές γνώμες ενός λαού για την ηθική του, ή τϋ>ν ανθρώπων για κάθε ανθρώπινη ηθική -άρα για την προέλευσή της, για τη θρησκευτική της επικύρωση, για την προκατάληψη της ελεύθερης θέλησης και άλλα πα-ρόμοια -κι ύστερα νομίζουν πως έχουν κριτικάρει την ίδια την ηθική. Αλλά η αξία μιας εντολής που διατυπώνει ένα «οφείλεις» εξακολουθεί να είναι θεμελιακά διαφορετική και ανεξάρτητη από τέτοιες γνώμες γι' αυτήν και από τα ζιζάνια της πλάνης που ίσως την έχουν σκεπάσει: ό-πως ακριβώς είναι εντελώς ανεξάρτητη η αξία που έχει ένα φάρμακο για έναν άρρωστο από το αν σκέφτεται αυτός την ιατρική επιστημονικά ή σαν γριά. Μια ηθική θα μπορούσε μάλιστα να αναπτυχθεί από μια πλάνη: αλλά κι η διαπίστωση αυτή δεν θα άγγιζε καν το πρόβλημα της αξίας της. -Κατά συνέπεια, κανένας δεν εξέτασε μέχρι σήμερα την αξί-α αυτού του φαρμάκου, του πιο ξακουστού απ' όλα, που ονομάζεται ηθική- το πρώτο βήμα για να γίνει κάτι τέτοιο είναι να τη -θέσουμε νπό ερώτηση. Ε, λοιπόν! Αυτή ακριβώς είναι η δουλειά μας.

346. Το εροχτηματικό μας. -Δεν το καταλαβαίνετε όμως aw0; Πράγ-ματι, οι άνθρωποι θα δυσκολευτούν πολύ να μας καταλάβουν. Αναζη-

283. Αναφορά στον Χέρμπερχ Σπένσερ. Πρβλ. Αί ραι;)/»;, § 146. 284. Στο Παρίσι είχε κυκλοφορήσει ήδη (1885) το βιβλίο του Jean-Marie Guyau, Esquisse d' une morale sans Obligation ni sanction. Ο Νίχσε το είχε 3ϊρομηθεντεί αμέσως.

ΠΕΜΠΤΟ ΒΙΒΛΙΟ: ΕΜΕΙΣ Ol ΑΦΟΒΟΙ 213

τούμε λέξεις, ίσως αναζητούμε και acpxid. Μα ποιοι είμαστε λοιπόν; Αν χρησιμοποιήσουμε μια παλιά έκφραση και απλώς αποκαλέσουμε τον εαυτό μας άθεο^' , άπιστο ή ίσως αμοραλιστή, πάλι απέχουμε από τον σωστό ορισμό μας: είμαστε και τα τρία πράγματα μαζί σε ένα στάδιο πολύ προηγμένο ώστε να καταλάβει κανείς, ώστε να μπορέσετε να κα-ταλάβετε εσείς, κύριοι περίεργοι, τι νιώθει κανείς όταν είναι τέτοιος. Όχι! δεν έχει σχέση μ' εμάς η πικρία και το πάθος του ανθρώπου που έχει ελευθερωθεί από τις αλυσίδες του κι όμως εξακολουθεί να οφείλει να μετατρέψει την απιστία του σε πίστη, σε σκοπό, σε μαρτύριο! Έχου-με καταλάβει πολύ καλά -κι αυτό μας έχει κάνει ψυχρούς και σκλη-ρούς- ότι τίποτε στον κόσμο δεν συμβαίνει θεϊκά· ακόμη και με τα ανθρώπινα μέτρα, τίποτε δεν συμβαίνει ορθολογικά, ευσπλαχνικά ή δί-καια: το ξέρουμε καλά, ο κόσμος στον οποίο ζούμε είναι μη θεϊκός, μη ηθικός, «μη ανθρώπινος» -τον ερμηνεύσαμε για πάρα πολύ καιρό ε-σφαλμένα και ψεύτικα, σύμφωνα όμως με την ευχή και τη θέληση του σεβασμού μας, δηλαδή σύμφωνα με μια ανάγκη. Γιατί ο άνθρωπος εί-ναι ζώο που σέβεται! Είναι όμως και δύσπιστο ζώο: και το ότι ο κόσμος (5εν έχει την αξία που πιστεύαμε, αυτό είναι το πιο σίγουρο πράγμα που συνέλαβε τελικά η δυσπιστία μας. Όσο πιο πολλή δυσπιστία, τόσο πιο πολλή φιλοσοφία. Προφυλαγόμαστε να πούμε ότι ο κόσμος έχει λιγότε-ρη αξία: πράγματι, σήμερα θα βάζαμε τα γέλια, αν βλέπαμε τον άν-θρωπο να έχει την αξίωση να επινοήσει αξίες που θα ξεπερνούσαν την αξία του πραγματικού κόσμου. Σ' αυτό ακριβώς το πράγμα γυρίσαμε την πλάτη μας θεωρώντας το υπερβολική παρεκτροπή της ανθρώπινης κενοδοξίας και του ανθρώπινου ά-λογου, η οποία για πολύ καιρό δεν αναγνωριζόταν ως τέτοια. Βρήκε την τελική της έκφραση στον σύγχρο-νο πεσιμισμό και μια πιο παλιά και δυνατή έκφραση στη διδασκαλία του Βούδα· αλλά κι ο χριστιανισμός την περιέχει, με πιο διφορούμενο και- πιο αμφίβολο, αλλά όχι λιγότερο σαγηνευτικό τρόπο. Ολόκληρη η στάση «άνθρωπος εναντίον κόσμου», ο άνθρωπος ως αρχή «που αρνεί-ται τον κόσμο», ο άνθρωπος ως μέτρο της αξίας των πραγμάτων, ως κριτής του κόσμου, που στο τέλος βάζει την ίδια την ενθαδική ύπαρξη στη ζυγαριά του και τη βρίσκει πολύ ελαφριά -η απίστευτη ανοστιά της στάσης αυτής έγινε τελικά αντιληπτή απ' τη συνείδησή μας και μας αη-δίασε. Γελάμε όταν βλέπουμε τοποθετημένους δίπλα-δίπλα τον «άν-θρωπο και τον κόσμο», που χωρίζα/ται από την υπέροχη προπέτεια της λεξούλας «και»! Πώς όμως; Όταν γελάμε έτσι, δεν προχο>ράμε άλλο

285. Όρος που χρησιμοποιεί συχνά ο Νίτσε. Βλ. π.χ. εδώ, § 344 και Γενεαλο/ία ττ/ς ηθικής, «Δεύτερη πραγματεία», § 25, άκου ο όρος λύεται για τον Ζαρατούστρα

188 Η ΧΑΡΟΥΜΕΝΗ ΕΠΙΣΤΗΜΗ

ένα βήμα στην περιφρόνηση του ανθρώπου; Και κατά συνέπεια και στον πεσιμισμό, στην περιφρόνηση της ενθαδικής ύπαρξης που μποροΰμε εμείς να γνωρίσουμε; Δεν ε'χουμε εκτεθεί στην υποψία μιας αντίθεσης -μιας αντίθεσης μεταξύ του κόσμου με τον οποίο αισθανόμαστε άνετα μέχρι τώρα με τους σεβασμούς μας -οι οποίοι ίσως μας έκαναν να αντέχουμε τη ζωή- και ενός άλλου κόσμου, που είμαστε εμείς οι ίδιον. Πρόκειται για μια αμείλικτη, θεμελιώδη και βαθύτατη υποψία για τον εαυτό μας, μια υπο-ψία που κυριαρχεί όλο και περισσότερο, όλο και χειρότερα εμάς τους Ευρωπαίους, και που εύκολα μπορεί να θέσει αντιμέτωπες τις επόμενες γενιές με το φρικτό δίλημμα: «Είτε καταργήστε τους σεβασμούς σας είτε τον εαυτό σας\» Το δεύτερο θα ήταν μηδενισμός^'· μα μήπως δεν θα ήταν και το πρώτο; -Αυτό είναι το ερωτηματικό /Μζς.

347. Οι πιστοί και η ανάγκη τους για πίστη. - Η ποσότητα της πίστης που χρειάζεται κάποιος για να προκόψει, η ποσότητα του «σταθερού», το οποίο δεν θέλει να κλονιστεί, επειδή κρατιέται απ' αυτό -είναι ένας μετρητής της δύναμης του ή, για να το πω σαφέστερα, της αδυναμίας του. Μου φαίνεται ότι στη γέρικη Ευρώπη μας ο χριστιανισμός εξακο-λουθεί να είναι απαραίτητος στους περισσότερους ανθρώπους ακόμη και σήμερα" γι' αυτό εξακολουθεί να βρίσκει πιστούς. Γιατί έτσι είναι ο άνθρωπος: ένα άρθρο πίστης μπορεί να αναιρεθεί μπροστά του χίλιες φορές -αν όμως το χρειάζεται, θα συνεχίσει να το θεωρεί «αληθινό», συμφωνώντας με εκείνη την περίφημη «απόδειξη της ισχύος» για την οποία μιλάει η Βίβλος. Ορισμένοι εξακολουθούν να χρειάζονται τη με-ταφυσική· αλλά κι εκείνη την επιτακτική επιθυμία για βεβαιότητα που σήμερα εκφορτίζεται με επιστημονική και θετικιστική μορφή στις πλα-τιές μάζες^', η επιθυμία να θέλουμε να έχουμε κάτι απολύτως στέρεο (ενώ μέσα στον πυρετό αυτής της επιθυμίας ασχολούμαστε πιο ελαφριά και πιο νωθρά μ' ό,τι αφορά στη θεμελίωση της βεβαιότητας αυτής): όλα ανχά είναι ακόμη επιθυμία για στήριγμα, έρεισμα· κοντολογίς, εί-

286. Πρώτη εμφάνιση της έννοιας στο δημοσιευμένο έργο του Νίτσε. Εκείνη την εποχή ο όρος ακουγόταν πολΰ από τις εφημερίδες, σε σχέση με τους ρώσους μηδενιστές, οι οποίοι προσπάθησαν να δολοφονήσουν τον τσάρο, επιτυγχάνοντάς TO την τρίτη φορά (Αγία Πετρούτιολη, 1881). Τον μηδενισμό ανέλυσαν επίσης οι συγγραφείς Paul Bourget και Ε. Caro, ο οποίος τον συνέδεσε με τον γερμανικό πεσιμισμό. 287. Πιθανή αναφορά στον επιστημονικό σοσιαλισμό. Ο Νίτσε είχε προμηθευτεί γύρω στα 1875 αρκετά βιβλία που πραγμοαεΰονταν ζητήματα σχεuκά με την πολιτική οιχσνομία και το εργατικό ζήτημα.

ΠΕΜΠΤΟ ΒΙΒΛΙΟ: ΕΜΕΙΣ Ol ΑΦΟΒΟΙ 213

ναι εκείνο το ένστικτο της αδυναμίας, το οποίο δεν δημιουργεί βέβαια θρησκείες, μετάφυσικε'ς, κάθε λογής πεποιθήσεις, αλλά -τις διατηρεί. Πράγματι, γύρω απ' όλα αυτά τα θετικιστικά συστήματα απλώνεται ο καπνός ενός ορισμένου πεσιμιστικού ζόφου, κάτι που μυρίζει κούραση, μοιρολατρία, απογοήτευση και φόβο για καινούργιες απογοητεύσεις -ή αλλιώς επιδεικτική οργή, κακή διάθεση, αναρχισμό της αγανάκτησης κι όσα άλλα συμπτώματα και μεταμφιέσεις του συναισθήματος της αδυ-ναμίας μπορεί να υπάρχουν. Ακόμη και η ορμητικότητα με την οποία χάνονται οι πιο έξυπνοι συγκαιρινοί μας μέσα σε άθλιες γ(ίΐνιές και χα-ραμάδες, για παράδειγμα στην πατριδολατρία (εννοώ αυτό που απο-καλούν οι Γάλλοι chauvinisme [σοβινισμό] και οι Γερμανοί «γερμανι-κό») ή σε δόγματα απόμερων αισθητικών κύκλων, όπως ο παριζιάνικος naturalisme [νατουραλισμός] (που ξεδιαλέγει και αποκαλύπτει μόνον εκείνο το μέρος της qρύσης που προκαλεί αηδία και μαζί έκπληξη -ένα μέρος που αρέσκονται να το ονομάζουν σήμερα Ια verite vraie [αληθινή αλήθεια]) ή στο μηδενισμό αλά Αγία Πετρούπολη (δηλαδή στην πίστη στην απιστία, πράγμα που φτάνει και περιλαμβάνει το μαρτύριο), πά-ντα φανερώνει πριν απ' όλα την ανάγκη για πίστη, για στήριγμα, για ραχοκοκαλιά, για αποκούμπι... Όπου λείπει περισσότερο η θέληση, ε-κεί είναι περισσότερο ποθητή και αναγκαία η πίστη· γιατί η θέληση είναι, ως αίσθημα της διοίκησης, το διακριτικό σημάδι της αυτοκυριαρ-χίας και της ισχύος^*. Μ' άλλα λόγια, όσο λιγότερο ξέρει κανείς να διοικεί, τόσο περισσότερο επιθυμεί κάποιον που να διοικεί, που να διοι-κεί αυστηρά -έναν θεό, ηγεμόνα, κοινωνική τάξη, γιατρό, εξομολογη-τή, δόγμα, κομματική συνείδηση. Απ' αυτό θα μπορούσαμε ίσως να συ-μπεράνουμε ότι οι δυο παγκόσμιες θρησκείες, ο βουδισμός και ο χριστια-νισμός, πιθανόν να οφείλουν τη γένεσή τους, και ιδίως την αιφνίδια διάδοση τους, σε μια φοβερή ασθένεια της θέλησης. Και πράγματι αυτό συνέβη: και οι δύο θρησκείες συνάντησαν μια επιθυμία για ένα «οφεί-λεις» ανεβασμένη ώς τα όρια του παραλογισμού και της απόγνωσης από την αρρώστια της θέλησης. Και οι δύο θρησκείες δίδαξαν τον φα-νατισμό σε εποχές απονάρκωσης της θέλησης κι έτσι πρόσφεραν σε αναρίθμητους ανθρώπους ένα στήριγμα, μια καινούργια δυνατότητα για θέληση, μια ευχαρίστηση με τη θέληση. Πραγματικά, ο φανατισμός είναι η μόνη «δύναμη της θέλησης», την οποία μπορούν να αποκτήσουν αχόμη και οι αδύναμοι κι οι ανασςραλείς, επειδή είναι ένα είδος υπναηισμού

288. Η σύνδεση της θέλησης με την έννοια της διοίκησης ανηπαραθέτει ριζικά τον Νίτσε σης παραδοσιακές φιλοσοφικές απόψεις για τη θέληση. Βλ. ε π ί σ η ς α χ ό το καλό και το κακό, § 19.

188 Η ΧΑΡΟΥΜΕΝΗ ΕΠΙΣΤΗΜΗ

ολόκληρου του αισθητηριακού/διανοητικού συστήματος προς όφελος μιας υπέρμετρης θρε'ψης (υπερτροφίας) ενός και μόνο τρόπου να βλέπεις και να αισθάνεσαι, που από εκείνη τη στιγμή και μετά κυριαρχεί" αυτό τον τρόπο αποκαλεί ο χριστιανός πίστη του. Όταν ένας άνθρωπος ςπάσει στη βασική πεποίθηση ότι πρέπει να τον διοικούν, γίνεται «πιστός». Αντί-στροφα, θα μπορούσαμε να φανταστούμε μια ευχαρίστηση και δύναμη αυτοκαθορισμού, μια ελευθερία της θέλησης^®', δυνάμει των οποίων το πνεύμα θα παρατούσε κάθε πίστη και κάθε επιθυμία για βεβαιότητα, επειδή θα ήταν εξασκημένο να ισορροπεί πάνω σε λεπτά σκοινιά και δυνατότητες και μάλιστα να χορεύει σύρριζα σε αβύσσους. Ένα τέτοιο πνεύμα θα ήταν το εL·ϋθερo πνεύμα par excelknce [κατ' εξοχήν].

348. Για τψ προέλευση των λσγίων. -Στην Ευρώπη οι λόγιοι αναπτύσ-σονται απ' όλες τις κοινωνικές τάξεις και συνθήκες, σαν φυτά που δεν χρειάζονται ειδικό έδαφος: γι' αυτό ανήκουν, από την ίδια τους τη φύση και άθελα τους, στους φορείς της δημοκρατικής σκέψης. Αυτή όμως η προέλευση προδίδεται. Όταν έχει εξασκήσει κανείς κάπως τα μάτια του να αναγνωρίζουν σε ένα λόγιο βιβλίο ή επιστημονική πραγματεία τη διανοητική ιδιοσυγκρασία του λογίου -κάθε λόγιος έχει τη δική του-και να την πιάνουν επ' αυτοφώρω, βρίσκει σχεδόν πάντα πίσω απ' αυτή την «προϊστορία» του λογίου, την οικογένειά του και ιδίως τις ασχολίες και τα επαγγέλματά της. Όπου βρίσκει έκφραση το αίσθημα «αυτό έχει αποδειχτεί πια* ξεμπέρδεψα μαζί του», πρόκειται συνήθως για τον πρό-γονο στο αίμα και στο ένστικτο του λογίου, που επιδοκιμάζει από τη δική του σκοπιά την «τελειωμένη δουλειά» -η πίστη στην απόδειξη εί-ναι απλώς ένα σύμπτωμα αυτού που για αιώνες θεωρούνταν «καλή δου-λειά» από μια εργατική γενιά. Ένα παράδειγμα: οι γιοι των γραμματέ-ων και των κάθε λογής γραφιάδων, που κύριο καθήκον τους ήταν πά-ντα να βάζουν τάξη σ' ένα ετερόκλητο υλικό, να το ταξινομούν σε διά-φορα συρτάρια και γενικά να σχηματοποιούν τα πράγματα, δείχνουν, στην περίπτωση που θα γίνουν λόγιοι, μια τάση να θεωρούν ένα πρό-βλημα λυμένο μόλις το σχηματοποιήσουν. Υπάρχουν φιλόσοφοι που εί-ναι κατά βάση εγκέφαλοι που σχηματοποιούν -γι' αυτούς η τυπική πλευρά της δουλειάς του πατέρα τους έχει γίνει περιεχόμενο. Το ταλέντο για ταξινομήσεις, για πίνακες κατηγοριών, κάτι προδίδει· δεν είναι κανείς ατιμοορητί παιδί των γονιών του. Ο γιος ενός δικηγόρου θα εξακολουθεί

289. Ο Νίτσε δίνει νέο νόημα ατην παραδοσιακή και καθιερωμένη έννοια της «ελευθερίαςτης θέλησης».

ΠΕΜΠΤΟ ΒΙΒΛΙΟ: ΕΜΕΙΣ Ol ΑΦΟΒΟΙ 213

να είναι δικηγόρος, ακόμη κι αν είναι ερευνητής· πρώτα θα θελήσει να πάει καλά η υπό^θεοή του, και μετά ίσως θελήσει να είναι και δίκαιη. Οι γιοι των προτεσταντών ιερε'ων και δασκάλων αναγνωρίζονται από την απλοϊκή σιγουριά τους όταν, ως λόγιοι, θεωρούν αποδεδειγμένη την υπό-θεσή τους αν απλώς την έχουν διατυπώσει με ενθουσιασμό και ζέση- εί-ναι πάρα πολΰ συνηθισμένοι στο να τους πιστεύουν -πράγμα που ήταν μέρος της «δουλειάς» των πατέρων τους! Αντίθετα, οι Εβραίοι, που έχουν πίσω τους τον κΰκλο επιχειρήσεων και το παρελθόν του λαού τους, είναι οι λιγότερο συνηθισμένοι ακριβώς σ' αυτό -στο να τους πιστεύουν οι άλ-λοι: δείτε κάτω απ' αυτό το πρίσμα τους Εβραίους λόγιους: όλοι τους έχουν μεγάλη εκτίμηση για τη λογική, δηλαδή για τον εξαναγκασμό των άλΚων να συμφωνήσουν μαζί τους βάσει επιχειρημάτων. Ξέρουν πως μ' αυτόν μοιραία θα νικήσουν, ακόμη κι εκεί όπου υπάρχει απέναντι τους μια (ρυλετική και ταξική απέχθεια, εκεί όπου τους πιστεύουν πολύ απρό-θυμα. Γιατί τίποτε δεν είναι πιο δημοκρατικό από τη λογική: δεν λογα-ριάζει πρόσωπα και παίρνει και τη γαμψή μύτη για ίσια. (Παρεμπιπτό-ντως, η Ευρώπη δεν χρωστάει και λίγα στους Εβραίους όσον αφορά α-κριβώς στη λογικοποίηση, στην επίτευξη πιο καθαρών διανοητικο&ν συνη-θειών: τα περισσότερα τους χρωστούν οι Γερμανοί, αυτή η αξιοθρήνητα deraissonable [παράλογη] φυλή, που ακόμη και σήμερα το πρώτο πράγ-μα που έχει να κάνει κανείς είναι να της «πλύνει το κείράλι». Γενικά, όπου απέκτησαν επιρροή οι Εβραίοι, δίδαξαν στους ανθρώπους να κάνουν πιο λεπτές διακρίσεις, να συλλογίζονται με περισσότερη ακρίβεια και να γρά-φουν πιο φωτεινά και πιο καθαρά· ανέκαθεν η δουλειά τους ήταν να φέρνουν έναν λαό «στο δρόμο της λογικής».)

349. Και πάλι για την καταγωγή των λογίων. - Η επιθυμία να διατη-ρήσουμε τον εαυτό μας είναι έκφραση μιας κατάστασης απόγνωσης, ενός περιορισμού της πραγματικά θεμελιώδους ενόρμησης της ζωής, που αποβλέπει στην επέκταση της δύναμης και που γι' αυτό συχνά θέτει υπό αμφισβήτηση και θυσιάζει την αυτοδιατήρηση. Είναι σύμπτωμα αυ-τού του πράγματος το ότι ορισμένοι φιλόσοφοι, όπως παραδείγματος χάρη ο φθισικός Σπινόζα, είδαν, έπρεπε να δουν στη λεγόμενη ενόρμη-ση της αυτοδιατήρησης το αποφασιστικό στοιχείο: ήταν ακριβώς άν-θρωποι σε κατάσταση απόγνωσης. Το ότι οι σύγχρονες φυσικές επκπη-μες μπερδεύτηκαν σε τέτοιο βαθμό με το σπινοζικό δόγμα (πιο πρό-σφατο και χειρότερο παράδειγμα ο δαρβινισμός, με την ακατανόητα μονόπλευρη θεωρία του για τον «αγώνα για την ύπαρξη») οφείλεται πιθανόν στην προέλευση των περισσότερων φυσικών επκπημόνοβν: απ'

188 Η ΧΑΡΟΥΜΕΝΗ ΕΠΙΣΤΗΜΗ

ανιτή την άποψη ανήκουν στον «απλό λαό»· οι προγονοί τους ηταν φτωχοί και ασήμαντοι άνθρωποι, που ήξεραν πάρα πολΰ καλά και από πρώτο χέρι τις δυσκολίες της επιβίωσης. Όλος ο αγγλικός δαρβινισμός μοιάζει με τον πνιγηρό αε'ρα του αγγλικού υπερπληθυσμοί», με τη μυρωδιά της απόγνωσης και του στριμώγματος του λαουτζίκου. Ένας cpυσικός επιστή-μονας όμως θα έπρεπε να βγει από την ανθρώπινη κόχη του· και στη φύση δεν X V Q I O Q X O W συνθήκες απόγνωσης και ένδειας αλλά η αΓρθονία και η σπατάλη, μέχρι παραλογισμού. Ο αγώνας για την ύπαρξη είναι μόνο μία εξαίρεση, ένας προσωρινός περιορισμός της θέλησης για ζωή· ο μεγάλος και μικρός αγώνας για την ύπαρξη περιστρέφεται πάντα γύρω από την κατίσχυση, γύρω από την αύξηση και την ανάπτυξη, γύρω από τη δύναμη -σύμφωνα με τη θέληση για δύναμη, που είναι η θέληση της ζωής.

350. Προς τιμήν των homines religiosi [ανθρώπων της θρησκείας]. - Ο αγώνας εναντίον της Εκκλησίας σίγουρα είναι μεταξύ άλλων -γιατί ση-μαίνει πολλά- και αγώνας των πιο κοινών, πιο ικανοποιημένων, πιο ελαφρών, πιο απονήρευτων και πιο επιπόλαιων φύσεων ενα^ντίον της κυριαρχίας των πιο δύσκολων, πιο βαθιών, πιο στοχαστικών, δηλαδή πιο κακών και πιο φιλύποπτων ανθρώπων, που για πολύ καιρό διερευ-νούσαν με βαθιά υποψία την αξία της ενθαδικής ύπαρξης όπως και τη δική τους αξία: το κοινό ένστικτο του λαού, η ευθυμία των αισθήσεών του, η «καλή καρδιά» του εξεγέρθηκαν εναντίον τους. Ολόκληρη η Ρω-μαϊκή Εκκλησία στηρίζεται σε μια νότια υποψία για τη φύση του αν-θρώπου, υποψία που πάντα την καταλάβαινε λανθασμένα ο Βορράς: ο ευρωπαϊκός Νότος κληρονόμησε αυτή την υποψία από τα βάθη της Α-νατολής, από την αρχέγονη και μυστηριώδη Ασία και τη θεωρησιακή της στάση. Ήδη ο προτεσταντισμός είναι μια λαϊκή εξέγερση υπέρ των έντιμων, καλοκάγαθων και επιπόλαιων (ο Βορράς ήταν ανέκαθεν πιο καλοσυνάτος και ηιο ρηχός από τον Νότο)· εκείνο όμως που πραγματι-κά παρέδωσε τα σκήπ:τρα, ολότελα και επίσημα, στον «καλό άνθρωπο» (στο πρόβατο, στο γάιδαρο, στη χήνα, σε καθετί που είναι αθεράπευτα ρηχό, φωνακλάδικο και ώριμο για το τρελοκομείο των «μοντέρνοαν ιδε-ών») ήταν η Γαλλική Επανάσταση.

351. Προς τιμήν των ιερατικών φύσεων. -Νομίζω ότι από αυτό ακρι-βώς που εννοεί ο λαός (και ποιος δεν είναι σήμερα «λαός»;) ως σοφία -δηλαδή απ' αυτή τη συνετή, αγελαδίσια ηρεμία της ψυχής, ευσέβεια και πραότητα του παπά της επαρχίας, που κάθεται στο λιβάδι και παρατη-

ΠΕΜΠΤΟ ΒΙΒΛΙΟ: ΕΜΕΙΣ Ol ΑΦΟΒΟΙ 213

ρεί τη ζωή με σοβαρό ύφος ενώ ταυτόχρονα μηρυκάζει -ένιωθαν πάντα περισσότερο απομακρυσμένοι οι φιλόσοφοι, πιθανόν επειδή δεν ήταν όσο θα έπρεπε «λαός» ή παπάδες της επαρχίας. Και σίγουρα οι φιλόσο-φοι θα είναι οι τελευταίοι που θα πεισθούν ότι μπορεί να καταλάβει ο λαός κάτι απ' αυτό που του είναι το πιο μακρινό: κάτι από το μεγάλο πάθος του ανθρώπου της γνώσης, που ζει και οφείλει να ζει συνεχώς μέσα στη συννεφιασμε'νη θύελλα™ των πιο υψηλών προβλημάτων και των πιο βαριών ευθυνών (κατά κανένα τρόπο ως παρατηρητής, «από έξω», αδιάφορος, σίγουρος, αντικειμενικός...). Ο λαός τιμά ένα εντε-λώς διαφορετικό είδος ανθρώπων, όταν φτιάχνει το δικό τον ιδανικό για τον «σοφό», κι έχει χίλιες φορές δίκιο να τους προσφέρει τα καλύτε-ρα λόγια και τις μεγαλύτερες τιμές: πρόκειται για τους πράους, σοβαρά κουτούς, αγνούς ιερατικούς ανθρώπους^' και για όσους συγγενεύουν μ' αυτούς. Σ' αυτούς απευθύνεται το εγκώμιο που περιέχεται σ' αυτό τον λαϊκό σεβασμό μπροστά στη σοφία. Και πραγματικά, σε ποιους θα είχε περισσότερους λόγους να δείχνει ευγνωμοσύνη ο λαός, αν όχι σ" αυτούς τους ανθρώπους, που προέρχονται από τον λαό και ανήκουν σ' αυτόν, αλλά ως άνθρωποι καθαγιασμένοι, επιλεγμένοι, ως άνθρωποι που θν-σιάζοχη' τον εαυτό τους για το καλό του (οι ίδιοι πιστεύουν πως θυσιά-ζουν τον εαυτό τους για τον Θεό). Σ' αχττους τους ανθρώπους μπορεί ο λαός να ανοίξει ατιμωρητί την καρδιά του, να οπαΛλαγεί από τα μυστι-κά του, τις έγνοιες του κι από άλλα πολύ χειρότερα (-γιατί ο άνθρωπος που «γνωστοποιεί τα του εαυτού του» απαλλάσσεται από τον εαυτό του* κι ο άνθρωπος που «έχει εξομολογηθεί» ξεχνάει). Εδώ διατάζει μια μεγάλη ανάγκη: γιατί και ο ρύπος της ψυχής απαιτεί οχετούς και καθα-ρά και εξαγνιστικά νερά, απαιτεί γρήγορα ρυάκια αγάπης και δυνατές, ταπεινές, καθαρές καρδιές, που να θέλουν να επιτελέσουν μια τέτοια υιτηρεσία μη δημόσιας υγιεινής θυσιάζοντας τον εαυτό τους -γιατί πράγ-ματι θυσία γίνεται εδώ πέρα, κι ο ιερέας είναι και παραμένει ανθριύπι-νο θύμα που θυσιάζεται... Ο λαός θεωρεί αυτούς τους σοβαρούς ανθρώ-πους της «πίστης» που έχουν θυσιάσει τον εαυτό τους κι έχουν γίνει ήρε-μοι σοφούς, δηλαδή ανθρώπους που έχουν αποκτήσει γνώση και που είναι «βέβαιοι» σε σχέση με τη δική του αβεβαιότητα. Ποιος θα μπο-ρούσε να του αφαιρέσει αυτή τη λέξη κι αυτό τον σεβασμό; -Αντίστρο-φα όμως, και εξίσου δικαιολογημένα, οι φιλόσοφοι θεωρούν πάντα τον ιερέα «λαό» και όχι άνθρωπο της γνώσης, επειδή οι ίδιοι δεν πιστεύουν

290. Υνχιχννγμόςσαζ Νεφέλες του Αριστοφάνη. 291. Σε μκχ πρ(&ιη εκδοχή του κειμένου ο Νίτσε αναφέρει εδώ το όνομα του Φραγκίσκου της Ασίζης.

188 Η ΧΑΡΟΥΜΕΝΗ ΕΠΙΣΤΗΜΗ

στον «άνθρωπο της γνώσης»· και μυρίζονται τον «λαό» σ' αυτή την πί-στη και προκατάληψη. Η μετριοφροσύνη ήταν εκείνη που επινόησε στην Ελλάδα τη λέξη «φιλόσοφος» κι άφησε τη μεγαλοπρεπή αλαζονεία του αυτοχαρακτηρισμού «σοφός» στους ηθοποιούς του πνεύματος - η με-τριοφροσύνη τέτοιων τεράτων περηφάνιας και αυταρχικότητας σαν τον Πυθαγόρα, σαν τον Πλάτωνα -.

352. Κατά τι είναι δύσκολο να κάνουμε χωρίς την ηθική. - Ο γυμνός άνθρωπος είναι γενικά αισχρό θέαμα -μιλώ για μας τους Ευρωπαίους (κι όχι για τις Ευρωπαίες!). Ας υποθέσουμε ότι η μοχθηρία ενός μάγου ξεσκεπάζει και γυμνώνει ξαιρνικά όλους τους συνδαιτυμόνες της πιο κε-φάτης συντροφιάς που κάθονται γύρω από ένα τραπέζι" πιστεύω πως αυτό θα τους έκοβε όχι μονάχα το κέφι αλλά και την πιο μεγάλη όρεξη. Φαίνεται πως εμείς οι Ευρωπαίοι δεν μπορούμε να απαλλαγούμε από τη μασκαράτα που λέγεται ντύσιμο. Αλλά η μεταμφίεση των «ηθικών ανθρώπων», η κάλυψη τους από ηθικές φόρμουλες και έννοιες ευπρέ-πειας, με μια λέξη όλη η καλοπροαίρετη απόκρυψη των πράξεών μας κάτω από τις έννοιες του καθήκοντος, της αρετής, του ενδιαφέροντος για τα κοινά, της εντιμότητας, της αυταπάρνησης - όλα αυτά είναι δυ-νατόν να μην έχουν τους λόγους τους; Δεν εννοώ ότι όλα αυτά θέλουν να αποκρύψουν την ανθρώπινη κακία και αχρειότητα -το άγριο ζώο που υπάρχει μέσα μας· αντίθετα, η σκέψη μου είναι ότι ακριβώς ως εξημερωμένα ζώα είμαστε αισχρό θέαμα και έχουμε ανάγκη την ηθική μεταμφίεση -ότι ο «εσωτερικός άνθρωπος» στην Ευρώπη απέχει πολύ από του να είναι τόσο άσχημος ώστε να μπορεί να «αφήνει να βλέπουν» μέσα στην ασχήμια του (έτσι ώστε να είναι όμορςιος απ' αυτή την άπο-ψη). Ο Ευρωπαίος μεταμφιέζεται με την ηθική, επειδή έχει γίνει ένα άρρωστο, ασθενικό, σακάτικο ζώο, που έχει καλούς λόγους να είναι «εξημερωμένο»· γιατί είναι σχεδόν ένα έκτρωμα, κάτι μισό, αδύναμο, αδέξιο... Την ηθική μεταμφίεση δεν τη χρειάζεται η αγριότητα του σαρ-κοβόρου ζώου, αλλά το αγελαίο ζώο με τη βαθιά του μετριότητα, δειλία και ανία με τον εαυτό του. Η ηθική -ας το ομολογήσουμε!- καλλωπίζει τον Ευρωπαίο για να τον κάνει να φαίνεται πιο ευγενής, πιο σπουδαίος, πιο ευυπόληπτος, πιο «θεϊκός».

353. Για την καταγωγή των θρησκειών. - Η ουσιαστική επινόηση των ιδρυτ(ΰν θρησκειών είναι, πρώτον: να εγκαθιδρύουν ένα καθορισμένο είδος ζωής και καθημερινής οργάνωσης των ηθών, που δρα ως disciplina

ΠΕΜΠΤΟ ΒΙΒΛΙΟ: ΕΜΕΙΣ Ol ΑΦΟΒΟΙ 213

voluntatis [πειθαρχία της θέλησης] και, ταυτόχρονα, διώχνει την ανία· και, δετπερον: να δίνουν σ' αυτήν ακριβώς τη ζωη μια ερμηνεία, που την κάνει να φανεί φωτισμένη από την τ3ψιοτη αξία, έτσι ώστε να γίνει αιπη η ζωή ένα αγαθό για χάρη του οποίου αγωνίζεται κανείς και, σε μερικές περιταώσεις, θυσιάζει ακόμη και τη ζωή του. Στην πραγματικότητα, πιο ουσιαστική είναι η δεύτερη επινόηση: η πρώτη, ο τρόπος ζωής, υπήρχε' ήδη από πριν, αλλά πλάι σε άλλους τρόπους ζωής και δίχως να έχει συνεί-δηση της αξίας που έφερε μέσα του. Η σημασία, η πρωτοτυπία του ιδρχπη μιας θρησκείας συνίσταται στο ότι αυτός βλέπει αυτό τον τρόπο ζωής, τον διαλέγει και μαντεύει για πρώτη φορά πώς μπορεί να χρησιμοποιηθεί, πώς μπορεί να ερμηνευτεί. Ο Ιησούς (ή ο Παυλος^*^), παραδείγματος χά-ρη, βρήκε μπροστά του τη ζωή των ασήμαντων ανθρώπων της ρωμαϊκής επαρχίας, μια ζωή ταπεινή, ενάρετη, φορτωμένη έγνοιες: ερμήνευσε αυ-τή τη ζωή, έβαλε μέσα της το ανώτερο δυνατό νόημα και αξία -και μαζί το θάρρος να περιφρονεί κάθε άλλο τρόπο ζωής, τον σιωπηλό φανατισμό των Μοραβών αδελφών^'', τη μυστική, υπόγεια αυτοπεποίθηση, που με-γαλώνει συνεχώς ώσπου στο τέλος είναι έτοιμη να «νικήσει τον κόσμο» (δηλαδή τη Ρώμη και τα ανώτερα κοινωνικά στρώματα α' όλη τη ρωμαϊ-κή αυτοκρατορία). Το ίδιο κι ο Βούδας, βρήκε μπροστά ταυ δίΛοπαρτο & όλες τις κοινωνικές τάξεις και τα στρώματα ταυ λαού του έναν ανθροΐπι-νο τύπο που ήταν καλός και καλοσυνάτος (και πάνω απ' όλα άκακος) λόγω οκνηρίας· και πάλι εξαιτίας αυτής, ο ανθρώπινος αυτός τύπος ζούσε με εγκράτεια, σχεδόν δίχως ανάγκες. Ο Βούδας κατάλαβε πόσο αναπό-φευκτα θα παραδιδόταν ένας τέτοιος τύπος, μ' ολόκληρη τη vis inertiae [δύναμη αδρανείας] του, σε μια πίστη που υπόσχεται πως αποσοβεί την επάνοδο τοιν γήινων ταλαιπωριών (δηλαδή της εργασίας, της δραστηρω-τητας γενικά). Αυτή η «κατανόηση» ήταν η μεγαλοφυία του. Για να ιδρύ-σεις μια θρησκεία πρέπει να είσαι ψυχολογικά αλάθητος στη γνώση μιας ορισμένης μέσης κατηγορίας α|η)χών, που δεν έχουν αναγνοβρίσει ακόμη ότι ανήκουν στο ίδιο σύνολο. Ο ιδρυτής θρησκείας τις συνενώνει· επομέ-νως, η ίδρυση μιας θρησκείας γίνεται πάντα μια μακρόχρονη γιορτή α-μοιβαίας αναγνώρισης.

354. Πα το «πνεύμα τον είδους^». -Το πρόβλημα της συνείδησης (α-

292. Κατά τον Νίτσε, ιδρυτής του χριστιανισμού ως οργανωμένης θρησκείας δεν ήταν ο Ιησούς αλλά ο απόστολος Παύλος. 293. Οι Μοραβοί (ή Βοημοί) αδελςροί ήταν οπαδοί του μεταρρυθμισιη Γιαν Χους, που κάηκε στην πυρά. Η αδελφότητά τους επανεμφανίστηκε δυναμικά τον 18ο αιώνα. 294.0 Σοπενάουερ γράφει ότι το πνεύμα του είδους βρίσκεται πανιού σε πόλεμο με

188 Η ΧΑΡΟΥΜΕΝΗ ΕΠΙΣΤΗΜΗ

κριβέστερα: της συνειδητοποίησης) εμφανίζεται μπροστά μας μόνον ό-ταν αρχίζουμε να καταλαβαίνουμε σε ποιο βαθμό μπορούμε να κάνου-με δίχως αυτήν: και τώρα η φυσιολογία και η ζωολογία μάς οδηγούν στην ε'ναρξη της κατανόησης αυτής (χρειάστηκαν δυο αιώνες για να προ(ρτάσουν την υποιρία του Λάιμπνιτς^^^ που προηγούνταν). Πράγματι, θα μπορούσαμε να σκεφτόμαστε, να αισθανόμαστε, να θέλουμε, να θυμόμαστε, θα μπορούσαμε επίσης να «δρούμε», μ' όλες τις έννοιες της λέξης αυτής, και μολαταύτα να μη «μπαίνει τίποτα απ' όλα αυτά στη συνείδηση μας» (όπως λένε μεταφορικά). Όλη η ζωή θα μπορούσε να υπάρξει χωρίς να δει ούτε μια φορά τον εαυτό της στον καθρέφτη: έτσι άλλωστε συνεχίζει να κυλά το σημαντικότερο μέρος της ζωής μας, δίχως αυτό το αντικαθρέφτισμα, συμπεριλαμβανόμενης της σκεπτόμενης, αι-σθανόμενης, βουλόμενης ζωής μας, όσο προσβλητικό κι αν μπορούσε να ηχήσει αυτό στ' αφτιά των παλιότερων φιλοσόφων. Προς τι λουτόν η συνείδηση γενικά, όταν είναι κατ' ουσίαν περιττή; -Τώρα, αν θέλετε να ακούσετε την απάντησή μου σ' αυτό το ερώτημα και την ίσως υπερβολι-κή εικασία που εμπεριέχει, μου φαίνεται ότι η λεπτότητα και η δύναμη της συνείδησης είναι πάντα συνδεδεμένη με την ικανότητα ενός ανθρώ-που (ή ζώου) για επικοινωνία και ότι αυτή η ικανότητα είναι με τη σειρά της συνδεδεμένη με την ανάγκη για επικοινωνία. Μ' αυτό το τελευταίο όμως δεν εννοώ ότι ο μεμονωμένος άνθρωπος, που είναι μάστορας στο να γνωστοποιεί και να κάνει κατανοητές τις ανάγκες του, πρέπει να είναι και ο περισσότερο εξαρτώμενος από τους άλλους όσον αφορά στις ανάγκες του. 'Οταν όμως εξετάζουμε ολόκληρες φυλές και αλυσί-δες γενεών, μου φαίνεται πως αυτό πράγματι συμβαίνει: εκεί που η α-νάγκη και η δυσκολία ανάγκασαν για πολύ καιρό τους ανθρώπους να επικοινωνούν και να καταλαβαίνουν ο ένας τον άλλο γρήγορα και λε-πταίσθητα, το τελικό αποτέλεσμα ήταν μια περίσσεια αυτής της δύναμης και τέχνης της επικοινωνίας, ένα είδος περιουσίας που συσσωρεύτηκε σιγά-σιγά και περιμένει τώρα έναν κληρονόμο που θα την σπαταλήσει (-τέτοιοι κληρονόμοι είναι οι λεγόμενοι καλλιτέχνες, οι ρήτορες, οι ιε-ροκήρυκες, οι συγγραφείς, όλοι οι άνθρωποι που έρχονται πάντα στο τέλος μιας μακριάς αλυσίδας, όλοι «όψιμα γεννημένοι», με την καλύτε-ρη έννοια της έκφρασης αυτής, και, όπως έχω πει, από τη φύση τους σπάταλοι.) Αν υποτεθεί ότι είναι σωστή αυτή η παρατήρηση, μπορώ να προχωρήσω στην εικασία ότι η συνείδηση γενικά αναπτύχθηκε μόνο κά-

τα πνεύματα ησυ προστατεύουν τα άτομα. Βλ. Die Weh als Wille und Vorstellung, "Ergänzungen zum vimen Buch", § 44. 295. Βλ. παρακάτω, §357.

ΠΕΜΠΤΟ ΒΙΒΛΙΟ: ΕΜΕΙΣ Ol ΑΦΟΒΟΙ 213

τω από την πίεση της ανάγκης για επικοινωνία -ότι από την αρχή ήταν αναγκαία, ωφέλιμη μόνο μεταξύ ανθρώπου και ανθρώπου (ιδιαίτερα μεταξύ εκείνου που διατάζει και εκείνου που υπακούει), και ότι ανα-πτύχθηκε σε σχε'ση με το βαθμό της ωφελιμότητας αυτής. Πράγματι, η συνείδηση είναι μόνον ένα δίκτυο σχέσεων ανάμεσα στους ανθρώπους -μόνον ως τέτοια όφειλε να αναπτυχθεί: ένας μοναχικός και όμοιος με αρπακτικό ζώο άνθρωπος δεν θα τη χρειαζόταν. Το ότι οι πράξεις μας, οι σκέψεις μας, τα συναισθήματά μας, οι ανάγκες μας, οι κινήσεις μας μπαίνουν στη συνείδηση μας (τουλάχιστον εν μέρει), αυτό είναι επακό-λουθο ενός φοβερού «πρε'πει» που για πολύ καιρό κυριαρχούσε τον άν-θρωπο. Ο άνθρωπος, ως το ζώο που διατρέχει τους μεγαλύτερους κινδύ-νους, χρειαζόταν βοήθεια και προστασία, χρειαζόταν τους ομοίους του, χρειαζόταν να μάθει να εκφράζει την απελπισία του και να κάνει τον εαυτό του κατανοητό· και για όλα αυτά χρειαζόταν πριν απ' όλα τη «συνείδηση», ακόμη και για να «γνωρίσει» τι του έλειπε, για να «γνοιρί-σει» πώς ένιωθε, για να «γνωρίσει» τι σκεφτόταν. Γιατί, για να το πούμε άλλη μια φορά: ο άνθρωπος, όπως και κάθε ζωντανό πλάσμα, σκέφτε-ται συνεχώς, αλλά χωρίς να το ξέρει- η σκέψη που γίνεται (χυνειδητή είναι μόνο το μικρότερο μέρος -το επιφανειακότερο και χειρότερο με'-ρος: γιατί μόνον αυτή η συνειδητή σκέψη συμβαίνει με μορφή λε'ξεων, δηλαδή σημείων επικοινωνίας, και το γεγονός αυτό αποκαλύπτει την προέλευση της συνείδησης. Με λίγα λόγια, η ανάπτυξη της γλώσσας και η ανάπτυξη της συνείδησης (όχι του λογικού, αλλά της συνειδητοποίη-σης του λογικού) πάνε χέρι-χέρι. Σ' αυτό πρέπει να προστεθεί ότι ως γέφυρα μεταξύ των ανθρώπων δεν χρησιμεύει μόνον η γλώσσα, αλλά και το βλέμμα, η πίεση, η χειρονομία* η συνειδητοποίηση των αισθητη-ριακών εντυπώσεών μας, η ικανότητα να τις σταθεροποιούμε και κατά κάποιο τρόπο να τις βγάζουμε έξω από μας, μεγάλωναν σε αναλογία με την ανάγκη μας να τις ανακοινώνουμε σε άλλους μέσω σημείων. Ο άν-θρωπος που επινοεί σημεία είναι την ίδια στιγμή ο άνθρωπος που απο-κτά όλο και πιο οξεία συνείδηση του εαυτού του· μόνον ως κοινωνικό ζώο έμαθε ο άνθρωπος να αποκτά συνείδηση του εαυτού του -το κάνει ακόμη, το κάνει όλο και πιο πολύ. -Όπως βλέπετε, η σκέψη μου είναι ότι η συνείδηση δεν ανήκει πραγματικά στην ατομική ύπαρξη του αν-θρώπου, αλλά μάλλον στην κοινοτική και αγελαία φύση του· ότι αυτή η συνείδηση αναπτύχθηκε με λεπτότητα μόνο σε σχέση με την κοινωνική ή την αγελαία ωφελιμότητα· και ότι κατά συνέπεια, όση καλή θέληση κι αν έχουμε για να καταλάβουμε τον εαυτό μας όσο το δυνατόν πιο ατομι-κά, για να «γνωρίσουμε τον εαυτό μας», το μόνο που καταφέρνουμε πάντα είναι να συνειδητοποιήσουμε ακριβώς το μη ατομικό μέσα μας,

188 Η ΧΑΡΟΥΜΕΝΗ ΕΠΙΣΤΗΜΗ

αυτό που ανήκει στον «μέσο όρο», -ότι η ίδια μας η σκέψη συνεχώς τάσσεται με την πλειοψηφία, για να το πούμε έτσι, από τον χαρακτήρα της συνείδησης, από το «πνεύμα του είδους» που τη διέπει, και ξαναμε-ταφράζεται στην προοπτική της αγε'λης. Κατά βάθος όλες οι πράξεις μας είναι ασύγκριτα προσωπικές, μοναδικές, απεριόριστα ατομικές· δεν υπάρχει αμφιβολία γι' αυτό. Αλλά μόλις τις μεταφράσουμε στη συνείδη-ση, παύουν να φαίνονται έτσι... Αυτός είναι ο αληθινός φαινομεναλι-σμός και προοπτικισμός, όπως τους εννοώ εγώ: η φύση της ζωικής συνεί-δησης συνεπάγεται ότι ο κόσμος τον οποίο μπορούμε να συνειδητοποι-ήσουμε είναι ένας κόσμος επιφανειών και σημείων, ένας κόσμος που έχει γίνει κοινός και γενικευμένος -ότι καθετί που γίνεται συνειδητό, γίνεται την ίδια στιγμή ρηχό, ισχνό, ηλίθιο λόγω σχετικοποίησης, διαγενικό, ση-μείο, χαρακτηριστικό γνώρισμα της αγέλης, ότι με κάθε συνειδητοποίη-ση είναι συνδεδεμένη μια μεγάλη και θεμελιώδης διαφθορά, παραποίη-ση, επιφανειακοποίηση και γενίκευση. Τελικά η ανάπτυξη της συνείδη-σης είναι κίνδυνος· κι όποιος ζει ανάμεσα στους πιο συνειδητοποιημένους Ευρωπαίους ξέρει πως είναι αρρώστια. Θα μαντέψατε ότι δεν μ' απα-σχολεί εδώ η αντίθεση του υποκειμένου και του αντικειμένου: αυτή τη διάκριση την αιρηνω στους γνωσιολόγους που έχουν πιαστεί στα δίχτυα της γραμματικής (της μεταςηισικής του λαού). Ακόμη λιγότερο μ' απα-σχολεί η αντίθεση μεταξύ «πράγματος καθ' εαυτό» και φαινομένου· κι αυτό γιατί «γνωρίζουμε» πάρα πολύ λίγα για να επιχειρήσουμε μια τέτοια διάκριση. Απλώς δεν έχουμε κανένα όργανο για το γιγνώσκειν, για την «αλήθεια»: «ξέρουμε» (ή πιστεύουμε ή φανταζόμαστε) τόσα όσα μπο-ρούν να είναι ωφέλιμα για τα συμφέροντα της ανθρώπινης αγέλης, του είδους- κι ακόμη κι αυτό που ονομάζεται εδώ «ωφελιμότητα» τελικά δεν είναι παρά μια απλή πίστη, ενα προϊόν της φαντασίας, κι ίσως η πιο ολέ-θρια ηλιθιότητα που θα μας καταστρέψει μια μέρα.

355. Η καταγωγή της έννοιάς μας «γνώση». -Παίρνω αυτή την εξήγη-ση απ' το δρόμο· άκουσα κάποιον λαϊκό άνθρωπο να λέει «με γνώρισε αμέσως» -κι αυτό μ' έκανε να αναρωτηθώ: τι εννοεί ο λαός με τη λέξη γνώση; Τι ακριβώς θέλει όταν τη ζητάει; Τίποτε παραπάνω απ' αυτό: κάτι ξένο πρέπει να αναχθεί σε κατι γνωστό. Κι εμείς οι φιλόσοφοι — εννοούμε μήπως τίποτα παραπάνω απ' αυτό όταν μιλάμε για γνώση; Το γνοκπό, δηλαδή αυτό που το έχουμε συνηθίσει τόσο πολύ ώστε δεν εκ-πλησσόμαστε μαζί του πια, η καθημερινότητά μας, κάποιος κανόνας στον οποίο είμαστε προσκολλημένοι, το καθετί και τα πάντα με τα ο-ποία νιώθουμε σαν στο σπίτι μας. - Πώς; Μήπως δεν είναι η ανάγκη μας

ΠΕΜΠΤΟ ΒΙΒΛΙΟ: ΕΜΕΙΣ Ol ΑΦΟΒΟΙ 213

για γνώση ακριβώς αυτη η ανάγκη για το γνωστό, αιπη η θέληση να βρού-με κάτω από καθετί ξένο, ασυνήθιστο και δΐ(ρορσύμενο κάτι που να μη μας αναστατώνει πια; Μήπως δεν είναι το ένστικτο του φόβου αυτό που μας αναγκάζει να γνωρίζουμε; Και μήπως δεν είναι η αγαλλίαση του ανθρώ-που της γνώσης αγαλλίαση λόγω της επιστρocpής ενός αισθήματος σιγου-ριάς;... Κάποιος φιλόσοφος θεώρησε τον κόσμο «γνωστό» μόλις τον ανήγα-γε στην «Ιδέα»: αχ, μήπως δεν οφειλόταν αυτό στο ότι η «Ιδέα» του ήταν πολΰ γνωστή και την είχε συνηθίσει τόσο πολυ, στο ότι δεν τη φοβόταν πια^"·; -Ω, πόσο εύκολα ικανοποιούνται οι άνθρωποι της γνώσης! Εξετά-στε σε σχέση μ' αυτό τις αρχές τους και τις λύσεις που έχουν δώσει στα αινίγματα του κόσμου! 'Οταν βρίσκουν κάτι στα πράγματα, κάτω από τα πράγματα, πίσω από τα πράγματα, που είναι δυστυχώς πολύ γνωστό σε μας, για παράδειγμα την προπαίδειά μας ή τη λογική μας, ή το βσύλεσθαι και το επιθυμείν μας -πόσο ευτυχείς γίνονται αμέσως! Γιατί «ό,τι είναι γνω-στό αναγνωρίζεται»: σ' αυτό συμφαχνούν όλοι τους. Ακόμη και οι πιο προ-σεκτικοί ανάμεσα τους δέχονται ότι αυτό που είναι γνωστό μπορούμε του-λάχιστον να το αναγνωρίσουμε ευκολότερα από εκείνο που είναι ξένο- θα ήταν για παράδειγμα πιο μεθοδικό να ξεκινούμε από τον «εσωτερικό κό-σμο», από τα «γεγονότα της συνείδησης», επειδή ο κόσμος αυτός μας είναι πιο γνωοτόςΙ Πλάνη των πλανών! Το γνωστό είναι αυτό στο οποίο έχουμε συνηθίσει· κι αυτό στο οποίο έχουμε συνηθίσει είναι και το πιο δύσκολο να το «γνωρίσουμε» -δηλαδή, να το δούμε ως πρόβλημα, δηλαδή, να το δούμε ως ξένο, ως μακρινό, ως «έξω από μας»... Η μεγάλη σιγουριά των φυσικών επιστημών, σε σύγκριση με την τ|)υχολογία και την κριτική των στοιχείων της συνείδησης -με τις μη φυσικές επιστήμες, όπως θα μπορούσαμε σχεδόν να πούμ«- οφείλεται ακριβώς στο ότι επιλέγουν για αντικείμενο τους ό,τι είναι ξένο: ενώ θεωρούν ότι είναι σχεδόν αντιφοπικό και παράλογο ακόμη και το να θελήσουν να πάρουν ως αντικείμενο το μη ξένο^...

356. Σε τι θα γίνονται τα πράγματα ολοένα πιο «καλλιτεχνικά» στην Ευρώπη. -Ακόμη και σήμερα, στη μεταβατική εποχή μας, όπου τόσο πολλοί καταναγκασμοί έχουν πάψει να υπάρχουν, η μέριμνα για την εξασφάλιση της ζωής εξακολουθεί να αναγκάζει σχεδόν όλους τους άρ-ρενες Ευρωπαίους να υιοθετήσουν έναν ιδιαίτερο ρόλο, το λεγόμενο επάγγελμα τους. Λίγοι διατηρούν απ' αυτή την άποψη την ελευθερία, μια φαινομενική ελευθερία, να διαλέγουν αυτό τον ρόλο για τον εαυτό

296. Πρβλ. mάxm,ΠoL·τείa VII, 517b-c. 297. Πρβλ. Πέρα από το καλό και το καχό, § 34.

188 Η ΧΑΡΟΥΜΕΝΗ ΕΠΙΣΤΗΜΗ

τους· για τους περισσότερους η επιλογή επιβάλλεται απ' έξω. Το αποτέ-λεσμα είναι αρκετά περίεργο: μόλις φτάσουν σε μια ορισμένη ηλικία, σχεδόν όλοι οι Ευρωπαίοι μπερδεύουν τον εαυτό τους με τον ρόλο τους· γίνονται θύματα του ίδιου του «καλού παιξίματος» τους, έχουν ξεχάσει κι οι ίδιοι πόσα τυχαία γεγονότα, διαθέσεις και αυθαίρετα πράγματα μεσολάβησαν όταν αποφασιζόταν το θέμα του «επαγγέλματος» τους -και πόσους άλλους ρόλους θα μπορούσαν πιθανόν να παίξουν: γιατί τώρα είναι πολύ αργά! Αν κοιτάξουμε τα πράγματα πιο βαθιά, ένας χαρακτήρας έχει γίνει πραγματικά από τον ρόλο, μια φύση από την τέχνη. Υπήρξαν εποχές όπου οι άνθρωποι πίστευαν με αλύγιστη βε-βαιότητα, και μάλιστα με ευλάβεια, ότι ο καθένας ήταν προορισμένος για ένα ορισμένο επάγγελμα, για έναν ορισμένο τρόπο βιοπορισμού, και δεν ήθελαν να αναγνωρίσουν εδώ το στοιχείο του τυχαίου, του ρό-λου και του αυθαίρετου. Με τη βοήθεια αυτής της πίστης, οι κοινωνικές τάξεις, οι συντεχνίες και τα κληρονομικά επαγγελματικά προνόμια κα-τόρθωσαν να υψώσουν εκείνα τα τέρατα των κοινωνικών πύργων που διακρίνουν τον Μεσαίωνα και που μπορούν να επαινεθούν τουλάχιστον για ένα πράγμα: την ανθεκτικότητα στο χρόνο ( - και η διάρκεια είναι μια αξία πρώτης σειράς στη γη!). Υπάρχουν όμως κι αντίθετες εποχές, καθαυτό δημοκρατικές, όπου οι άνθρωποι ξεμαθαίνουν ολοένα και πε-ρισσότερο αυτή την πίστη, και μια ορισμένη αναιδής πίστη και άποψη βγαίνει ολοένα περισσότερο στο προσκήνιο -η πίστη των Αθηναίων, που για πρώτη φορά παρατηρείται στην εποχή του Περικλή™, η πίστη των σημερινών Αμερικάνων, που όσο πάει γίνεται και πίστη των Ευρω-παίων: εποχές όπου το άτομο είναι πεισμένο ότι μπορεί να κάνει σχε-δόν τα πάντα, να χειριστεί σχεδόν κάθε ρόλο, όπου ο καθένας πειραμα-τίζεται με τον εαυτό του, αυτοσχεδιάζει, δοκιμάζει εκ νέου, δοκιμάζει με ευχαρίστηση, όπου κάθε φύση παύει και γίνεται τέχνη... Αφού δέ-χτηκαν οι Έλληνες την πίστη στους ρόλους -μια πίστη καλλιτεχνών, αν θέλετε- υπέστησαν, όπως είναι γνωστό, σιγά-σιγά μια περίεργη μετα-μόρφωση, που δεν είναι απ' όλες τις απόψεις άξια για μίμηση: έγιναν πραγματικά ηθοποιοί. Ως ηθοποιοί μάγεψαν και κατέκτησαν όλο τον κόσμο και τελικά ακόμη και «τη νικήτρια του κόσμου» (γιατί η Ρώμη δεν κατακτήθηκε, όπως λένε οι αθώοι, από την ελληνική κουλτούρα, αλλά από τον graeculus histrio [γραικύλο ηθοποιό^"]...). Εκείνο όμως

298. Πρβλ. την κριτική πσυ ασκεί ο Πλάτωνας στη δημοκρατική πολιτική του Περικλή. Ποληε(α,\ΊΙ-\111. 299. Ο Νίτσε εννοεί ότι η Ρώμη κατακτήθηκε από την ελληνιστική (αλεξανδρινή) κσυλτοΰρα, την οποία συνέδεε ήδη από τη Γέννηση της τραγωδίας με την παρακμή (§ 23). Στη διαμόρφίοση τίον απόψεων του συνέβαλαν πολύ οι αναλύσεις του ιστορικού

ΠΕΜΠΤΟ ΒΙΒΛΙΟ: ΕΜΕΙΣ Ol ΑΦΟΒΟΙ 213

που με. φοβίζει, εκείνο που σήμερα μπορεί κανείς να το πιάσει με τα χέρια του, φτάνει να έχει όρεξη, είναι το ότι και εμείς οι σύγχρονοι άνθρωποι βρισκόμαστε ήδη στον ίδιο δρόμο· κι όποτε αρχίζει ο άνθρω-πος να ανακαλύπτει σε ποιο βαθμό παίζει ε'να ρόλο, ως ποιο σημείο μπορεί να είναι ηθοποιός, γίνεται ηθοποιός.,.. Έτσι εμφανίζεται μια καινούργια ανθρώπινη χλωρίδα και πανίδα, που δεν θα μπορούσε να αναπτυχθεί σε πιο στέρεες και πιο περιορισμε'νες εποχε'ς -ή που θα α-φηνόταν «χαμηλά», γιατί θα την κατηγορούσαν και θα την υποψιάζο-νταν για ατιμία. Έτσι εμφανίζονται πάντα οι πιο τρελές και ενδιαφέ-ρουσες εποχές της ιστορίας, όταν οι «ηθοποιοί», οι κάθε λογής ηθοποιοί, γίνονται οι πραγματικοί κυρίαρχοι. Όταν γίνεται αυτό, ένα άλλο είδος ανθροδπων υποβιβάζεται όλο και πιο πολύ και στο τέλος καθίσταται αδύνατο, κυρίως οι μεγάλοι «κατασκευαστές». Παραλύει η δύναμη για οικοδόμηση· αποθαρρύνεται το θάρρος για εκπόνηση μακροπρόθεσμων σχεδίων αρχίζουν να σπανίζουν εκείνοι που έχουν οργανωτικό ταλέ-ντο: ποιος θα τολμούσε πια να καταπιαστεί με έργα που θα απαιτούσαν χιλιάδες χρόνια για την πραγματοποίηση τους; Βλέπουμε να πεθαίνει ακριβώς η θεμελιώδης πίστη που μας επιτρέπει να υπολογίσουμε, να υποσχεθούμε, να προεξοφλήσουμε το μέλλον με σχέδια, να το θυσιά-σουμε στα σχέδιά του έτσι ώστε ο άνθρωπος να έχει αξία και νόημα μόνο στο βαθμό που είναι μια πέτρα σ' ένα μεγάλο οικοδόμημα- και γι' αυτό πρέπει πριν απ' όλα να είναι στέρεος, «πέτρα» -και πάνω απ' όλα όχι ηθοποιός! Για να το πούμε με λίγα λόγια (αχ! οι άνθρωποι θα το αποσιωπούν αυτό για πολύ καιρό ακόμα!): εκείνο που δεν θα οικοδο-μηθεί πια στο εξής, εκείνο που δεν είναι δυνατό να οικοδομηθεί πια, είναι -μια κοινωνία με την παλιά έννοια της λέξης· λείπουν τα πάντα που χρειάζονται για την οικοδόμηση της, και κυρίως το υλικό. Όλοι μας δεν είμαστε πια υλικό για μια κοινωνία: αυτή είναι μια αλήθεια που πρέπει να ειπωθεί τώρα! Δεν μ' ενδιαφέρει καθόλου το ότι το πιο μυω-πικό, ίσως το πιο έντιμο, αλλά οπωσδήποτε το πιο θορυβώδες είδος ανθρώπων που υπάρχει σήμερα, οι κύριοι σοσιαλιστές μας^ , πιστεύ-

Γιάκομπ Μπουρκχαρντ. Για τον εξελληνισμό της Ρώμης, βλ. J. Buickhaidt, Griechisdte Kulturgeschichte, τόμ. 4,6. 300. Οι σοσιαλιστές κατείχαν στο κοινοβούλιο 24 έδρες εκείνη την εποχή. A»S το 1878 πάντοις είχε απαγορειπεί στη Γερμανία κάθε προπαγάνδα υπέρ του σοαιαλισμοό. Σημαντικοί σοσιαλιστές ήταν ο Αουγκούστ Μπεμπέλ και ο Καρλ Λίμπχνεχτ. Παράλληλα, ο Φρίντριχ Ένγκελς επανέκδωσε στη Στοιπγκάρδη τψA&Uöτηm της φιλοσοφίας του Μαρξ (ΙοΕνσυάριος 1885) και δημοσίευσε από τις στήλες του Neue Zeit το δικότου έργο ΟΛσύντβιχ ΦόυερμΛοχκαι το τέλoςτης>dauxκήςφdoaιcη)άIς(Altρ^hoς^ Μάιος 1886).

188 Η ΧΑΡΟΥΜΕΝΗ ΕΠΙΣΤΗΜΗ

ουν, ελπίζουν, ονειρεύονται και κυρίως φωνάζουν και γράφουν το αντίθετο. Διαβάζουμε το σύνθημα τους για το μέλλον «ελεύθερη κοι-νωνία» σ' όλους τους πίνακες και τους τοίχους. Ελεύθερη κοινωνία; Ναι! Ναι! Ξε'ρετε όμως σίγουρα, κύριοι μου, από τι χτίζεται αυτή; Από ξύλινο σίδερο! Από το περίφημο ξύλινο σίδερο'"'! Και ούτε καν ξύλινο....

357. Για το παλιό πρόβλημα: «τι είναι γερμανικό^"^;» -Κάντε ένα λογαριασμό των πραγματικών επιτευγμάτων της φιλοσοφικής σκέ-ψης που οφείλονται στα γερμανικά μυαλά: θα ήταν επιτρεπτό υπό οποιαδήποτε έννοια να αποδοθούν στο ενεργητικό ολόκληρης της ράτσας; Μπορούμε να πούμε ότι είναι και έργο της «γερμανικής ψυ-χής», ή τουλάχιστον σύμπτωμά της, με την έννοια με την οποία έχου-με συνηθίσει να λέμε ότι η ιδεομανία του Πλάτωνα, η σχεδόν θρη-σκευτική τρέλα του με τις Μορφές, είναι συγχρόνως γεγονός και μαρ-τυρία της «ελληνικής ψυχής»; Ή μήπως ισχύει το αντίθετο; Μήπως ήταν αυτά τα επιτεύγματα τόσο ατομικά, τόσο πολύ εξαιρέσεις μέσα στο πνεύμα της φυλής, όπως ήταν λόγου χάρη ο παγανισμός με καλή συνείδηση του Γκαίτε'"^; Ή όπως είναι ο μακιαβελισμός με καλή συνείδηση του Μπίσμαρκ, η λεγόμενη Realpolitik [ρεαλιστική πολιτι-κή'""] του; Μήπως οι φιλόσοφοι μας αντέβαιναν στην ανάγκη της γερμανικής ψυχής; Κοντολογίς, ήταν οι γερμανοί φιλόσοφοι φιλοσο-φίζοντες Γερμανοί; -Θα υπενθυμίσω τρεις περιπτώσεις. Πρώτον, την απαράμιλλη διόραση του Λάιμπνιτς, που τον δικαίωνε όχι μόνο απέ-ναντι στον Ντεκάρτ αλλά και απέναντι σ' όλους όσοι είχαν κάνει φιλοσοφία μέχρι τότε, ότι η συνείδηση είναι απλώς ένα accidens [συμ-

301. Γράφει ο Σοπενάουερ: «'Ηλιοι και πλανήτες δίχως ένα μάτι να τους παραιηρησει, δίχως ενα νου να τους καταλάβει, είναι λόγια που μπορεί να πει κανείς, αλλά που αντιπροσωπεύουν κάτι τόσο ακατανόητο όσο ένα "κομμάτι ξύλινο σίδερο" (σιόηρόξνλον).» Die Welt als WiUe und Vorstellung, I, § 7. 302. Τίτλος ενός κειμένου του Βάγκνερ που δημοσιεύτηκε το 1865, ενώ σχεδίαζε τον Πάρσιφαλ. 303. Γκαίτε: «Αν με ρωτήσουν αν είναι στη ςπίση μου να λοαρεύω τον ήλιο, θα απαντήσω: βεβαίως!». Eckennann, Gespräche mit Goethe, 11 Μαρτίου 1832. 304. Έτσι ονομαζόταν η πολιτική του Μπίσμαρκ, που χαρακτηριζόταν από τις αντικοινοβσυλευτικές της τάσεις. Ο Μπίσμαρκ υποστήριξε στη βουλή ότι τα μεγάλα προβλήματα της εποχής του δεν θα λύνονταν με τα λόγια και τις κοινοβουλευτικές ρυθμίσεις αλλά «με τη φωτιά και το σίδερο». Ο Νίτσε μιλούσε πάντα εχθρικά γι' αυτόν. Βλ. π.χ. Το λυκόφως των ειδώλων, «Τι λείπει από τους Γερμανούς», § 1.

ΠΕΜΠΤΟ ΒΙΒΛΙΟ: ΕΜΕΙΣ 01 ΑΦΟΒΟΙ m t

βεβηκός^"^] της παράσταc7ης, κι όχι το αναγκαίο και ουσιώδες κατηγό-ρημα της· ότι συνεπώς αυτό που ονομάζουμε συνείδηση αποτελεί μόνο μια κατάσταση του πνευματικού και ·ψυχικού μας κόσμου (ίσως μια πα-θολογική κατάσταση) και καθόλου αυτόν τον κόσμο: το βάθος της σκέ-ψης αυτής δεν έχει εξαντληθεί ώς σήμερα. Υπάρχει τίποτα γερμανικό σ' αυτή τη σκέψη; Υπάρχει λόγος να υποθέσουμε ότι ένας Λατίνος δεν θα μπορούσε εύκολα να καταλήξει σ' αυτό το αναποδογύρισμα της φαι-νομενικότητας; -γιατί πραγματικά είναι αναποδογύρισμα. Ας θυμηθού-με, δεύτερον, το φοβερό ερωτηματικό που έβαλε ο Καντ στην έννοια της «αιτιότητας» -χωρίς να αμφιβάλλει, σαν τον Χιουμ, για τη νομιμό-τητά της. Αντίθετα, ο Καντ άρχισε με προσοχή να προσδιορίζει τα όρια της περιοχής μέσα στην οποία έχει νόημα αυτή η έννοια (και δεν έχου-με τελειώσει ακόμη μ' αυτή την οριοθέτηση). Ας πάρουμε, τρίτον, το εκπληκτικό χτύπημα του Χέγκελ, που ανέτρεψε όλες τις καλές και κα-κε'ς συνήθειες της λογικής όταν τόλμησε να διδάξει ότι οι ειδικε'ς έν-νοιες αναπτύσσονται η μια από την άλλη. Μ' αυτή τη θέση τα πνεύματα της Ευρώπης προετοιμάστηκαν για το τελευταίο μεγάλο επιστημονικό κίνημα, τον δαρβινισμό -γιατί χωρίς τον Χέγκελ δεν θα υπήρχε Δαρβί-νος. Υπάρχει τίποτε το γερμανικό σ' αυτόν τον εγελιανό νεωτερισμό, που πρώτος εισήγαγε την αποφασιστική έννοια της «εξέλιξης» στην επι-στήμη; -Ναι, δεν χωράει αμφιβολία: και στις τρεις περιπτώσεις νιώθου-με πως «ανακάλυψαν» και μάντεψαν κάτι από μας τους ίδιους κι είμα-στε ευγνώμονες γι' αυτό και ταυτόχρονα κατάπληκτοι. Η καθεμιά από τις τρεις αυτές θέσεις είναι ένα βαθυστόχαστο κομμάτι της γερμανικής αυτογνωσίας, αυτοεμπειρίας, αυτοκατανόησης. «Ο εσωτερικός μας κό-σμος είναι πολύ πιο πλούσιος, πολύ πιο εκτενής, πολύ πιο κρυμμένος»: αυτό νιώθουμε κι εμείς μαζί με τον Λάιμπνιτς. Ως Γερμανοί, αμφιβάλ-λουμε μαζί με τον Καντ για την ύψιστη εγκυρότητα των γνώσεων στις οποίες φθάνουν οι φυσικές επιστήμες, και γενικά για καθετί που επιτρέ-πει να γίνει γνωστό causaliter [αιτιακά]· μ' αυτή τη σκέψη αμέσοΰς μας φαίνεται μικρότερης αξίας το δυνάμενο να γίνει γνωστό. Εμείς οι Γερ-μανοί είμαστε εγελιανοί, ακόμη κι αν δεν εμφανιζόταν ποτέ ο ίδιος ο Χέγκελ, στο βαθμό που αποδίδουμε (αντίθετα απ' όλους τους Λατί-νους) ενστικτωδώς βαθύτερο νόημα και μεγαλύτερη αξία στο γίγνεσθαι και στην εξέλιξη παρά σ' αυτό που «είναι» (δεν πιστεύουμε στη νομιμό-τητα της έννοιας του «Είναι») -και επίσης στο βαθμό που δεν είμαστε

305. Συμβεβηκός είναι κάθε χαρακτηριστικό που υπάρχει συμιπωμαιικά σε ένα πράγμα, έτσι ώστε, ακόμη κι αν αυτό το χαρακτηρισηκό χαθεί ή μεταβληθεί, το πράγμα να εξακολουθεί να υπάρχει.

188 Η ΧΑΡΟΥΜΕΝΗ ΕΠΙΣΤΗΜΗ

έτοιμοι να παραδεχτούμε ότι η ανθρώπινη λογική μας είναι η λογική καθ' εαυτήν, το μοναδικό είδος λογικής (θα μπορούσαμε αντίθετα να πειστούμε ότι η λογική μας είναι απλώς μια ειδική περίπτωσή της και ίσως μια από τις πιο περίεργες και ηλίθιες περιπτώσεις). Έ ν α τέταρτο ερώτημα θα ήταν αν κι ο Σοπενάονερ, με τον πεσιμισμό του, δηλαδή με το πρόβλημα της αξίας της ενθαόικής ύπαρξης'^, έπρεπε να είναι ανα-γκαστικά Γερμανός. Νομίζω πως όχι. Το γεγονός μετά το οποίο έπρεπε σίγουρα να αναμένεται αυτό το πρόβλημα -ένας αστρονόμος της ψυχής θα μπορούσε να υπολογίσει τη μέρα και την ώρα του-, η πτώση της πίστης στον χριστιανικό Θεό, η νίκη του επιστημονικού αθεϊσμού, είναι ένα πανευρωπαϊκό γεγονός, στο οποίο όλες οι ορυλές έχουν το μερίδιό τους και για το οποίο όλες αξίζουν δόξες και τιμές. Αντίστροφα, θα μπορούσαμε να αποδώσουμε ακριβώς στους Γερμανούς -εκείνους τους Γερμανούς που ήταν συγκαιρινοί του Σοπενάουερ- το ότι καθυστέρη-σαν για πολύ καιρό και με πολύ επικίνδυνο τρόπο αυτή τη νίκη του αθεϊσμού' ο Χέγκελ ειδικά ήταν εκείνος που την καθυστέρησε περισσό-τερο, με τη μεγαλειώδη του προσπάθεια να μας πείσει για τη θεϊκότητα της ενθαδικής ύπαρξης, επικαλούμενος τη βοήθεια της έκτης αίσθησής μας, της «ιστορικής αίσθησης'"'». Ως φιλόσοφος, ο Σοπενάουερ ήταν ο πρώτος σίγουρος και ακλόνητος άθεος που είχαμε εμείς οι Γερμανοί: αυτό αποτελούσε το υπόβαθρο της έχθρας του για τον Χέγκελ. Η μη θεϊκότητα της ενθαδικής ύπαρξης ήταν γι' αυτόν κάτι δεδομένο, απτό, αναμφισβήτητο- έχανε τη φιλοσοφική του ψυχραιμία και οργιζόταν ό-ταν έβλεπε κάποιον να διστάζει ή να μιλάει με περιστροφές πάνω στο θέμα αυτό. Εκεί βρίσκεται όλη η ακεραιότητά του· ο τρόπος που θέτει τα προβλήματα προϋποθέτει τον απόλυτο και ειλικρινή αθεϊσμό, ως νί-κη που επιτεύχθηκε επιτέλους και με μεγάλη δυσκολία από την ευρω-παϊκή συνείδηση, ως την πιο πλούσια σε συνέπειες πράξη μιας δισχιλιε-τούς εκγύμνασης στην αλήθεια, που στο τέλος απαγορεύει στον εαυτό της το ψέμα της πίστης στον Θεό... Βλέπετε τι νίκησε πραγματικά τον χριστιανικό Θεό: η ίδια η χριστιανική ηθική, η έννοια της φιλαλήθειας παρμένη ολοένα πιο αυστηρά, η εκλέπτυνση της χριστιανικής συνείδη-σης από τον εξομολογητή-ιερέα, μεταφρασμένη και μετουσιωμένη σε επιστημονική συνείδηση, σε διανοητική καθαρότητα με κάθε θυσία. Το

306. Τίτλος έργου του Εουγκέν Ντύρινγκ (Der Werth des Lebens, 1865) το οποίο αποτελεί κριτική του πεοιμισμού. Ο Νίτσε το είχε μελετήσει επκπαμένα το 1875. Το 1881 η συζήτηση ανανεώνεται με το βιβλίο του Έντουαρντ φον Χάρτμαν Zur Geschichte und Begründung der Pessimismus (Ιστορία και θεμέλιο του πεσιμιαμού). 307. Πρβλ. §83.

ΠΕΜΠΤΟ ΒΙΒΛΙΟ: ΕΜΕΙΣ Ol ΑΦΟΒΟΙ 213

να βλέπουμε τη φύση σαν να ήταν απόδειξη της καλοσύνης και της προστασίας ενός θεού· το να ερμηνεύουμε την ιστορία προς δόξα ενός θεϊκού λογικού, σαν να ήταν αυτή διηνεκής μαρτυρία της ύπαρξης μιας ηθικής τάξης του κόσμου και ηθικών τελικών σκοπών το να ερμηνεύου-με τα ίδια μας τα βιώματα με τον ίδιο τρόπο που ερμήνευσαν για πολύ καιρό τα δικά τους οι ευσεβείς άνθρωποι, σαν να ήταν το καθετί προ-σταγή, το καθετί σημάδι, το καθετί σχεδιασμένο και προορισμε'νο για τη σωτηρία της ψυχής: όλα αυτά είναι ξεπερασμένα τώρα, έχουν την ανθρώπινη συνείδηση εναντίον τους, θεωρούνται ανάρμοστα και ανέ-ντιμα από κάθε πιο εκλεπτυσμένη συνείδηση, θεωρούνται ψευτιά, φεμι-νισμός, αδυναμία και δειλία. Όσον αφορά σ' αυτή την αυστηρότητα τουλάχιστον, είμαστε κολοί Ευρωπαίοι^"® και κληρονόμοι της πιο μα-κρόχρονης και πιο θαρραλέας αυτοϋπερνίκησης της Ευρώπης. Μόλις λοιπόν διώχνουμε μακριά από μας τη χριστιανική ερμηνεία και καταδι-κάζουμε το «νόημά» της ως παραχάραξη, συναντάμε με τρομερό τρόπο το ερώτημα του Σοπενάονερ: Έχει κανένα νόημα η ενθαδική ύπαρξη; Θα χρειαστεί να περάσουν λίγοι αιώνες για να ακούσουν καλά αυτό το ερώτημα οι άνθρωποι και για να αντιληφθούν το βάθος του. Η απάντη-ση του ίδιου του Σοπενάουερ σε τούτο το ερώτημα'·" ήταν -κτυγγνώμη για τον χαρακτηρισμό- βιαστική, νεανική, απλός συμβιβασμός, ένας τρόπος να μείνεις, και μάλιστα να μείνεις κολλημένος, σ' εκείνες ακρι-βώς τις χριστιανικές-ασκητικές ηθικές προοπτικές που έηαψαν να τις πιστεύουν από τη στιγμή που εξέλιπε η πίστη στον Θεό... Ο Σοπενάουερ όμιος ήταν εκείνος που έθεσε το ερώτημα -όπως είπα, ως καλός Ευρω-παίος κι όχι ως καλός Γερμανός. - Ή μήπως ο τρόπος τουλ«χιστον με τον οποίο σφετερίστηκαν οι Γερμανοί το ερώτημα του Σοπενάουερ α-ποδεικνύει πως είχαν αυτοί μια εσωτερική συγγένεια, προπαρασκευή και ανάγκη για το πρόβλημα αυτό; Το ότι μετά τον Σοπενάουερ οι άν-θρωποι σκέφτηκαν και δημοσίευσαν απόψεις ακόμη και στη Γερμανία (παρεμπιπτόντως, πολύ καθυστερημένα!) για το πρόβλημα που είχε θέ-σει εκείνος, δεν αρκεί για να αποδείξει την ύπαρξη μιας τέτοιας εσω-τερικής συγγένειας- θα μπορούσε μάλιστα κανείς να επικαλεστεί την ξεχωριστή αδεξιότητα αυτού του μετασοπεναουερικού πεσιμισμού ως απόδειξη του αντιθέτου. Προφανώς, οι Γερμανοί δεν έμοιαζαν να είναι στο στοιχείο τους στο θέμα αυτό. Αυτό δεν είναι κατά κανένα τρόπο υπαινιγμός για τον Έντουαρντ φον Χάρτμαν αντίθετα, μέχρι σήμερα

308. ΒΙ-Ανθρώπινο, τιάρα ιαΜανθρώπινο, § 475. 309. Σοπενάουερ: «Η ζωή ταλαντεύεται cjav εκκρεμές από αριστερά σια δεξιά, από τον πόνο στην πλήξη.» Die WeUab Wille und Vorstellw^, IV, § 57.

188 Η ΧΑΡΟΥΜΕΝΗ ΕΠΙΣΤΗΜΗ

δεν μου έχει φύγει η παλιά υποψία ότι είναι πάρα πολύ επιδέξιος για μας. Εννοώ πως ίσως ήταν από την αρχή ένας κακοήθης χωρατατζής^'", που όχι μόνο γελοιοποίησε τον γερμανικό πεσιμισμό, αλλά ατο τέλος μπορεί και να «κληροδότησε» με διαθήκη στους Γερμανούς το πόσο μπορούσαν να γελοιοποιηθούν ακόμη και στην εποχή των ιδρύσεων^". Αλλά ρωτώ: μπορούμε μήπως να θεωρήσουμε δόξα για τους Γερμανούς εκείνη τη γριά σβούρα, τον Μπάνσεν^'^ που πέρασε τη ζωή του γυρίζο-ντας με ηδονή γύρω από τη ρεαλιστική-διαλεκτική του μιζέρια και την «προσωπική του γκίνια»; Μήπως ήταν αυτό γερμανικό; (Με την ευκαι-ρία συνιστώ τα γραπτά του για το σκοπό για τον οποίο τα χρησιμοποίη-σα κι εγώ, ως αντιπεσιμιστική τροφή· μου φαίνεται μάλιστα πως οι elegenatiae psychologicae [ψυχολογικές κομψότητές] τους θα είναι απο-τελεσματικές ακόμη και για την πιο επίμονη δυσκοιλιότητα της ψυχής και του σώματος.) Ή μήπως πρέπει να υπολογίσουμε ως γνήσιους Γερ-μανούς κάποιους ντιλετάντες και γεροντοκόρες σαν εκείνο τον γλυκερό απόστολο της παρθενίας, τον Μαϊνλέντερ''^; Τελικά πρέπει να ήταν Εβραίος (όλοι οι Εβραίοι γίνονται γλυκεροί όταν ηθικολογούν). Ούτε ο Μπάνσεν ούτε ο Μαϊνλέντερ, για να μη μιλήσουμε για τον Έντουαρντ φον Χάρτμαν, δίνουν κάποια σίγουρη απάντηση στο ερώτημα αν ο πε-σιμισμός του Σοπενάουερ, η τρομαγμένη του ματιά σ' έναν απαλλαγμέ-νο από τον Θεό κόσμο, σ' έναν κόσμο που είχε γίνει ηλίθιος, τυφλός, τρελός και αινιγματικός, ο έντιμος του φόβος... δεν ήταν απλώς μια ε-ξαίρεση στη Γερμανία αλλά ένα γερμανικό επίτευγμα. Ενώ όλα τα υπό-λοιπα που βλέπουμε στο προσκήνιο -τη θαρραλέα πολιτική μας και τη χαρούμενη πατριδολατρία μας, που βλέπει όλα τα πράγματα από τη σκοπιά μιας όχι και πολύ φιλοσοφικής αρχής (της αρχής «Deutschland,

310. Μ' αυτά τα λόγια είχε καταφερθεί ο Νίτσε εναντίον του Χάρτμαν ήδη από το 1873 στο τέλος του τρίτου Παράκαιρου στοχασμού «Ωφέλεια και μειονεκτήματα της κπορίας για τη ζωή», § 9. Όλη η παράγραφος αυτή είναι αφιερωμένη στον Χάρτμαν. 311. Η έκφραση aimj παραπέμπει σιην ίδρυση ταυ Δεύτερου Γερμανικού Βασιλείου (Ράιχ) το 1871. 312. Γιουλιους Μπάνσεν (1830-1881), γερμανός φιλόσοφος, ακραίος πεοιμιστης. 313. Φίλιπ Μαίνλένιερ (1841-1876), γερμανός φιλόσοφος. Ο πεσιμισμός του έφτανε στο σημείο να εξυμνεί τη θέληση για παρθενία, για θάνατο και για αυτοκτονία. Αυτοκτόνησε μετά την έκδοση του βιβλίου του Φιλοσοφία της σωτηρίας (1876). Ο Νίτσε ίσοοςτου οφείλειτοντίτλο τηςΧαραιτ»;? και την επανεργοποίηση της εγελιανής έννοιας του θανάτου του Θεοΰ. Ο Μαϊνλέντερ πάντως ήθελε να δείξει ότι η ανθρωπότητα περνά από τον πολυθεϊσμό σιον αθεϊσμό και ότι αυτό εγκαινιάστηκε από τον Ιησού, που ήταν στην ουσία άθεος. Ο Θεός είναι βέβαια νεκρός, υποστηρίζει ο Νίτσε, μόνο που δεν πέθανε μόνος του, αλλά τον σκότωσαν!

ΠΕΜΠΤΟ ΒΙΒΛΙΟ: ΕΜΕΙΣ Ol ΑΦΟΒΟΙ 213

Deutschland über alles» [Η Γερμανία, η Γερμανία υπεράνω όλων""] -που σημαίνει sub specie speciei [υπό το πρίσμα του είδους^'^], συγκεκρι-μένα του γερμανικού είδους) αποδεικνύουν πολύ καθαρά το αντίθετο. Όχι! Οι σημερινοί Γερμανοί όεν είναι πεσιμιστές! Και, για να το πω άλλη μια φορά, ο Σοπενάουερ ηταν πεσιμιστης ως καλός Ευρωπαίος και όχι ως καλός Γερμανός.

358. Η χωριάτικη εξέγερση τον πνεύματος. -Εμείς οι Ευρωπαίοι βρι-σκόμαστε μπροστά σ' έναν φοβερό κόσμο ερειπίων. Λίγα πράγματα εξακολουθούν να στέκουν στο ύψος τους, πολλά φαίνονται σαραβαλια-σμένα και ανησυχητικά, ενώ τα περισσότερα έχουν ήδη σωριαστεί στο έδαφος. Το θέαμα είναι αρκετά γραφικό -πού έχει δει κανείς ωραιότε-ρα ερείπια;- και τα αγριόχορτα, μικρά και μεγάλα, βρίθουν παντού. Η Εκκλησία είναι αυτη η πόλη της πτώσης: βλέπουμε τη θρησκευτική κοι-νότητα του χριστιανισμού να έχει κλονιστεί ώς τα βαθύτερα θεμέλιά της· η πίστη στο Θεό έχει ανατραπεί· η πίστη στο χριστιανικό-ασκητικό ιδεώδες δίνει τώρα την τελευταία της μάχη. Φυσικά, δεν ήταν δυνατό να καταστραφεί με ένα χτύπημα ένα οικοδόμημα σαν το χριστιανισμό, που χτίστηκε με τόση επιμέλεια για τόσους αιώνες (ήταν το τελευταίο ρωμαϊκό οικοδόμημα!). Έπρεπε να το ταρακουνήσουν όλα τα είδη σει-σμών, όλα τα είδη πνευμάτων που τρυπούν, σκάβουν, ροκανίζουν και αποσαθρώνουν. Το πιο περίεργο όμως είναι το εξής: εκείνοι που προ-σπάθησαν περισσότερο να διασώσουν και να διατηρήσουν το χριστια-νισμό έγιναν οι καλύτεροι καταστροφείς του: μιλώ για τους Γερμανούς. Φαίνεται πως οι Γερμανοί δεν καταλαβαίνουν την ουσία μιας Εκκλησί-ας. Δεν διαθέτουν αρκετό πνεύμα γι' αυτό; Ή μήπως δεν είναι αρκετά δύσπιστοι; Όπως κι αν έχει το πράγμα, το οικοδόμημα της Εκκλησίας βασίζεται σε μια νότια ελευθερία και ελευθεροφροσύνη του πνεύματος, όπως και σε μια νότια υποψία ενάντια στη ςρύση, στον άνθρωπο και στο πνεύμα· βασίζεται σε μια εντελώς διαφορετική γνώση και εμπειρία για τον άνθρωπο από εκείνη που συναντάται στον Βορρά. Η λουθηρανική μεταρρύθμιση ήταν, σ' όλη της την έκταση, η αγανακτισμένη εξέγερση της απλότητας εναντίον της «πολλαπλότητας» ή, για να μιλήσουμε πιο προσεκτικά, μια χονδροειδής, απλοϊκή παρεξήγηση, που αξίζει τη συγ-

314. Ποίημα του Χόφμαν φον Φαλερσλέμπεν (1841) που έγινε εθνικός ύμνος της Γερμανίας το 1922. 315. Ο Νίτσε χρησιμοποιεί ως πρότυπο την έκφραση του Σπινόζα «sub specie aetemilatis».

188 Η ΧΑΡΟΥΜΕΝΗ ΕΠΙΣΤΗΜΗ

χώρεση. Οι λουθηρανοί δεν μπορούσαν να καταλάβουν την ε'κφραση μιας νικηφόρας Εκκλησίας και δεν έβλεπαν τίποτε άλλο εκτός από διαφθορά· έκριναν εσφαλμένα τον ευγενή σκεπτικισμό, αυτη την πολυ-τέλεια του σκεπτικισμού και της ανοχής, την οποία επιτρέπει στον εαυτό της κάθε νικηφόρα και σίγουρη για τον εαυτό της δύναμη... Σήμερα παραβλέπουμε αρκετά το ότι σ' όλα τα καίρια ζητήματα της δύναμης η στάση του Λούθηρου ήταν ολέθρια συνοπτική, επιπόλαιη και απρόσε-κτη. Ήταν ένας άνθρωπος που προερχόταν από το λαό, του έλειπαν όλα όσα μπορούσε να κληρονομήσει κανείς από μια κυρίαρχη κάστα, κάθε ένστικτο για δύναμη. Έτσι, το έργο του, η θέληση του να παλινορ-θώσει το έργο της Ρώμης, έγινε, χωρίς αυτός να το ξέρει ή να το θέλει, μόνον η αρχή ενός έργου καταστροφής. Ξέσκισε, κουρέλιασε με ειλι-κρινή οργή ό,τι είχε υφάνει με τόση επιμέλεια και τόσο πολύ καιρό η γριά αράχνη. Παρέδωσε τα ιερά βιβλία στους πάντες -ώσπου στο τέλος έφτασαν στα χέρια των φιλολόγων, που είναι οι καταστροφείς κάθε πίστης που βασίζεται σε βιβλία. Ο Λούθηρος κατέστρεψε την έννοια της «Εκκλησίας» απορρίπτοντας την πίστη στην έμπνευση των Συνό-δατν- γιατί η έννοια της «Εκκλησίας» διατηρεί τη δύναμή της μόνον αν εξακολουθεί να ζει μέσα της, να χτίζει μέσα της και να συνεχίζει να χτίζει μέσα της την κατοικία του το εμπνευσμένο πνεύμα που την ίδρυ-σε. Ο Λούθηρος επέτρεψε στον ιερέα να έχει σεξουαλικές σχέσεις με τη γυναίκα: τα τρία τέταρτα όμως του σεβασμού που μπορεί να νιώσει ο λαός, και ειδικά η γυναίκα του λαού, στηρίζονται στην πίστη ότι όποιος είναι εξαίρεση σ" αυτό το σημείο θα είναι εξαίρεση και στα άλλα -εδώ ακριβώς βρίσκει τον πιο επιτήδειο κάι ύπουλο συνήγορο της η λαϊκή πίστη ότι υπάρχει κάτι υπεράνθρωπο μέσα στον άνθρωπο, η πίστη στο θαύμα, στον Θεό που υπάρχει μέσα στον άνθρωπο και τον λυτρώνει. Αφού ο Λούθηρος έδωσε μ' αυτό τον τρόπο τη γυναίκα στον ιερέα, δεν μπορούσε να μην του αφαιρέσει την αυτήκοη εξομολόγηση· αυτό ήταν ψυχολογικά σωστό, αλλά καταργούσε κατά βάθος τον ίδιο τον χριστια-νό ιερέα, που η μεγαλύτερη χρησιμότητά του υπήρξε πάντα το ότι ήταν ένα άγιο αφτί, ένα σιωπηλό πηγάδι, ένας τάφος μυστικών. «Ο καθένας να είναι ιερέας του εαυτού του» -πίσω από τέτοιες φόρμουλες και από τη χωριάτικη πονηριά τους έκρυβε ο Λούθηρος το αβυθομέτρητο μίσος του εναντίον του «ανώτερου ανθρώπου» και της κυριαρχίας του «ανώ-τερου ανθρώπου», όπως τον αντιλαμβανόταν η Εκκλησία: κατέστρεψε ένα ιδεώδες που δεν μπορούσε να το φτάσει, ενώ φαινόταν να φρίτεει και να αγωνίζεται μόνον ενάντια στον εκφυλισμό του ιδεώδους αυτού. Πραγματικά, αυτός που ήταν αδύνατον να γίνει καλόγερος, απώθησε μακριά του την κυριαρχία των homines religfosi [ανθρώπων της θρησκεί-

ΠΕΜΠΤΟ ΒΙΒΛΙΟ: ΕΜΕΙΣ Ol ΑΦΟΒΟΙ 213

ας] και προκάλεσε μέσα στην τάξη πραγμάτων της Εκκλησίας αυτό που με τόση μισαλλοδοξία πολεμούσε όταν το έβλεπε να γίνεται μέσα στην πολιτική τάξη πραγμάτων: μια «εξέγερση των χωρικών». -Το τι προέκυ-ψε μετά, καλό και κακό, από τη Μεταρρύθμιση του μπορούμε να το σταθμίσουμε κατά προσέγγιση σήμερα -ποιος θα ήταν αρκετά αφελής ώστε να κατηγορήσει ή να επαινέσει τον Λούθηρο γι' αυτές τις συνέ-πειες; Είναι αθώος για όλες, δεν ήξερε τι έκανε^'^ Η ισοπέδωση του ευρωπαϊκού πνεύματος, ιδιαίτερα στον Βορρά -το ότι έγινε καλοσυνά-το, αν προτιμάτε έναν ηθικό όρο- έκανε ένα τεράστιο βήμα μπροστά με τη Μεταρρύθμιση του Λούθηρου, δεν χωράει αμφιβολία γι' αυτό. Παρόμοια, χάρη σ' αυτήν αναπτύχθηκαν η κινητικότητα και η ανησυ-χία του πνεύματος, η δίψα του για ανεξαρτησία, η πίστη του σ' ένα δικαίωμα για ελευθερία, η «φυσικότητά» του. Αν θέλουμε να της ανα-γνωρίσουμε απ' αυτή την τελευταία άποψη την αξία πως προετοίμασε και ευνόησε τον ερχομό εκείνου του πράγματος που τιμάμε σήμερα με την ονομασία «σύγχρονη επιστήμη», δεν πρέπει να ξεχάσουμε να προ-σθέσουμε ότι είναι συνένοχη για τον εκφυλισμό του σύγχρονου λόγιου, για την έλλειψη σεβασμού, αιδημοσυνης και βάθους που δείχνει αυτός, για όλη την αφελή αθωότητα και την εμπιστοσύνη στα ζητήματα της γνώσης -κοντολογίς γι' αυτή την πληβειακότητα του πνεύματος η οποία χαρακτηρίζει τους δύο τελευταίους αιώνες και από την οποία δεν μας έχει απελευθερώσει ούτε κι ο μέχρι τούδε πεσιμισμός. Και οι «μοντέρ-νες ιδέες» επίσης ανήκουν σ' αυτή τη χωριάτικη εξέγερση του Βορρά εναντίον του πιο ψυχρού, πιο διφορούμενου και δύσπιστου πνεύματος του Νότου, που έχτισε το μεγαλύτερο μνημείο του με τη μορ(ρη της χρι-στιανικής Εκκλησίας. Τέλος, ας μην ξεχνάμε τι είναι μια Εκκλησία -κάτι εντελώς διαφορετικό από το «κράτος»: μια Εκκλησία είναι πάνω απ' όλα μια δομή κυριαρχίας, που παραχωρεί την υψηλότερη βαθμίδα στους mo πνευματικούς ανθρώπους και που πιστεύει στη δύναμη της πνευματικότητας τόσο πολύ που απαγορεύει στον εαυτό της να χρησι-μοποιεί όλα τα πιο χονδροειδή μέσα της βίας -πράγμα που αρκεί για να κάνει την Εκκλησία θεσμό πιο ευγενή από το κράτος.

359. Η εκδίκηση εναντίον τον πνεύματος και άλλα πίσω πλάνα της

316.0 Νίτσε χρησιμοποιεί ειροινικά τα λόγια του Ιησού: «Πάτερ, άφες οαποίς-ου γαρ oiSacav τι ποιούσιν.» (ΚατάΛουκάν εναγγέλιον, κγ', 34). Ο ίδιος ο Λούθηρος έλεγε ότι ο «θεός τον είχε οδηγήσει σης κορυφές ααν το άλογο που έχει δεμένα χα μάτια». Βλ. G. Casatis,Lutheretri:gfiseconfessante, Παρi:σ^ 1962, σ. 61.

188 Η ΧΑΡΟΥΜΕΝΗ ΕΠΙΣΤΗΜΗ

ηθικής. -Η ηθική -που νομίζετε πως βρίσκει τους πιο επικίνδυνους και πιο -ύπουλους συνηγόρους της;... Να ένας αποτυχημένος, που δεν διαθέ-τει αρκετό πνεύμα για να μπορεί να το χαρεί, αλλά που έχει αρκετή καλλιέργεια ώστε να το ξέρει αυτό' πλήττει, αηδιάζει και περιφρονεί τον εαυτό του· επειδή έχει κληρονομήσει κάποια περιουσία, στερείται ακόμη και την τελευταία παρηγοριά, την «ευλογία της εργασίας», τη λήθη του εαυτοΰ του μέσα στην «καθημερινή δουλειά». Ένας τέτοιος άνθρωπος, που ντρέπεται κατά βάθος για την ύπαρξή του -ίσως μάλι-στα να έχει και κάποια μικρά ελαττώματα- και που δεν μπορεί, από την άλλη, να συγκρατηθεί και να μη χαλάει ολοένα περισσότερο, να μη γίνεται ματαιόδοξος και ευερέθιστος διαβάζοντας βιβλία που δεν έχει δικαίωμα να διαβάζει ή κάνοντας παρέες με ανθρώπους πιο πνευματι-κούς απ' όσο μπορεί να χωνέψει· ένας τέτοιος άνθρωπος, που έχει δη-λητηριαστεί απ' την κορυφή ώς τα νύχια -γιατί το πνεύμα γίνεται δηλη-τήριο, η μόρφωση γίνεται δηλητήριο, η περιουσία γίνεται δηλητήριο, η μοναξιά γίνεται δηλητήριο σε τέτοιου είδους αποτυχημένους- πέφτει στο τέλος σε μια συνήθη κατάσταση εκδίκησης, θέλησης για εκδίκη-ση... Τι νομίζετε πως χρειάζεται αυτός, πως χρειάζεται απόλυτα, για να δώσει στον εαυτό του μια εμφάνιση ανωτερότητας απέναντι σε πιο πνευ-ματικούς ανθρώπους, και για να του χαρίσει, τουλάχιστον στη φαντασί-α του, την ηδονή της ολοκληρωμένης εκδίκησης·. Πάντα την ηθικότητα, μπορείτε να στοιχηματίσετε γι' αυτό, πάντα τα μεγάλα λόγια της ηθι-κής, το ταμπούρλο της δικαιοσύνης, της σοφίας, της αγιότητας, της αρε-τής, πάντα τον στωικισμό της στάσης (-πόσο καλά κρύβει ο στωικισμός ό,τι δεν έχει κάποιος!...), πάντα το μανδύα της φρόνιμης σιωπής, της προσήνειας, της ηπιότητας, κι όποια είναι τα ονόματα όλων των άλλων ιδεαλιστικών μανδυών, τους οποίους φορούν εκείνοι που έχουν αγιά-τρευτη περιφρόνηση για τον εαυτό τους και οι αθεράπευτα ματαιόδο-ξοι. Μη με παρανοείτε: μέσα από τέτοιους γεννημένους εχθρούς του πνεύματος εμςρανίζονται πού και πού εκείνα τα σπάνια πλάσματα που ο λαός τα σέβεται χρησιμοποιώντας ονόματα όπως «άγιος» και «σοφός»· μέσα από τέτοιους ανθρώπους βγαίνουν εκείνα τα τέρατα της ηθικής που κάνουν θόρυβο, που γράφουν ιστορία - ο Άγιος Αυγουστίνος'" εί-ναι ένα απ' αυτά. Ο φόβος μπροστά στο πνεύμα, η εκδίκηση εναντίον του πνεύματος -πόσες φορές δεν έγιναν ρίζες των αρετών αυτά τα ε-νορμητικώς ρωμαλέα ελαττώματα! Πόσες φορές δεν έγιναν αρετές! -Και για να το ρωτήσω μεταξύ μας: ακόμη κι εκείνη η πιο τρελή και η

317. Από τους σπουδαιότερους θεολόγους της Δυτικής Εκκλησίας (354-430). Πρβλ. Πέρα από το καλό και το κακό, § 50 και 200,0 αντίχριστος, § 59.

ΠΕΜΠΤΟ ΒΙΒΛΙΟ: ΕΜΕΙΣ Ol ΑΦΟΒΟΙ 213

πιο υπερβολική αξίωση, η αξίωση των φιλοσόφων για σοφία, η οποία εμφανίστηκε στο ένα ή στο άλλο με'ρος στη γη, δεν ήταν πάντα, τόσο στην Ινδία όσο και στην Ελλάδα, πριν απ' όλα ένα κρησφύγετο-, Μερι-κές φορές μάλιστα, από την παιδαγωγική σκοπιά, που καθαγιάζει τόσα πολλά ψέματα, η αξίωση αυτή εκθειάστηκε ως τρυφερή προσοχή για εκείνους που βρίσκονται στην περίοδο της διαμόρφωσης τους, της ανά-πτυξης τους, για μαθητές που πρέπει συχνά να αμυνθούν εναντίον του ίδιου του εαυτού τους μέσω της πίστης στο πρόσωπο (μέσω μιας πλά-νης)... Πιο συχνά όμως είναι ένα κρησφύγετο μέσα στο οποίο σώζει τον εαυτό του ο φιλόσοφος, επειδή έχει κουραστεί, έχει γεράσει, έχει γίνει •ψυχρός, σκληρός, ως αίσθημα ότι το τέλος είναι κοντά, ως σύνεση εκεί-νου του ενστίκτου που έχουν τα ζώα μπροστά στο θάνατο: πηγαίνουν χωριστά, μένουν σιωπηλά, διαλέγουν τη μοναξιά, κρύβονται σε σπη-λιές, γίνονται σοφά... - Πώς; Η σοφία ένα κρησφύγετο του φιλοσόφου -για να ξεφύγει αυτός από το πνεύμα;

360. Ανο είδη αιτιών που συγχέονται. -Ιδού ποιο είναι, κατά τη γνώμη μου, ένα από τα ουσιαστικά βήματα και προόδους που έχω κάνει: έμα-θα να ξεχωρίζω την αιτία της δράσης από την αιτία της δράσης με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, της δράσης-προς-μια-ορισμένη-κατεύθυνση, της δράσης-που-αποβλέπει-στον-τάδε-σκοπό. Το πρώτο είδος αιτίας είναι μια ποσότητα συσσωρευμένης δύναμης που περιμένει να χρησιμοποιη-θεί κατά κάποιον τρόπο, για κάποιο σκοπό" ενώ το δεύτερο είδος αιτί-ας είναι, σε σύγκριση μ' αυτή τη δύναμη, κάτι εντελώς ασήμαντο, ένα μικρό τυχαίο κατά το οποίο αυτή η ποσότητα «εκλύεται» μ' έναν και καθορισμένο τρόπο: το σπίρτο σε σχέση με το μπαρουτοβάρελο. Σ' αυ-τά τα μικρά τυχαία και «σπίρτα» κατατάσσω και όλους τους δήθεν «σκοπούς», όπως και τους ακόμη πιο δήθεν «προορισμούς της ζωής»: είναι σχετικά τυχαίοι, αυθαίρετοι, σχεδόν αμελητέοι σε σχέση με τη φοβερή ποσότητα δύναμης που πιέζει, όπως είπα, για να χρησιμοποιη-θεί κατά κάποιο τρόπο. Η συνηθισμένη άποψη είναι διαφορετική: οι άνθρωποι είναι συνηθισμένοι να θεωρούν την πρόθεση (σκοπούς, προ-ορισμούς κτλ.) κινητήρια δύναμη, ακολουθώντας μια παμπάλαιη πλάνη -αυτή η δύναμη όμως είναι απλώς η κατευθυντήρια δύναμη: οι άνθρω-ποι συγχέουν τον τιμονιέρη με τον ατμό. Κι ούτε πάντα τον τιμονιέρη, την κατευθυντήρια δύναμη... Μήπως δεν είναι πολύ συχνά ο «σκοπός», η «πρόθεση», ένα εξωραϊστικό πρόσχημα, μία εκ των υστέρων αυτοτυ-φλωση από τη ματαιοδοξία, που δεν θέλει να παραδεχτεί ότι το πλοίο ακολονθεί το ρεύμα, στο οποίο μπήκε τυχαία; Ότι το πλοίο «θέλει» να

188 Η ΧΑΡΟΥΜΕΝΗ ΕΠΙΣΤΗΜΗ

προχωρήσει σ' αυτό το δρόμο, επειδή πρέπει να το κάνει αυτό; Ότι έχει βε'βαια μια κατεΰθυνση αλλά όχι τιμονιε'ρη; - Εξακολουθεί να μας λεί-πει μια κριτική της έννοιας του «σκοπού».

361. Για το πρόβλημα τον ηθοποιού. - Τ ο πρόβλημα του ηθοποιού μ' έχει απασχολήσει τον πιο πολύ καιρό· δεν ήμουν σίγουρος (και μερικές φορές, εξακολουθώ να μην είμαι) για το αν μόνον από εδώ μπορεί να ορτάσει κανείς στην επικίνδυνη έννοια του «καλλιτέχνη» -μια έννοια που την μεταχειρίστηκαν μέχρι τώρα με ασυγχώρητη ευμένεια. Η ψευ-δότητα με καλή συνείδηση· η ηδονή με την υπόκριση, που ξεσπάει σαν δύναμη και πετάει στην άκρη τον λεγόμενο «χαρακτήρα», τον βουλιά-ζει και μερικές φορές τον πνίγει· η εσωτερική λαχτάρα να μπεις μέσα σ' ένα ρόλο και μια μάσκα, μια εμφάνιση· μια αφθονία ικανοτήτων προ-σαρμογής κάθε λογής, που δεν μπορούν πια να ικανοποιηθούν μένο-ντας στην υπηρεσία της πιο άμεσης και στενής χρησιμότητας: όλα αυτά δεν είναι άραγε απλώς ο ηθοποιός καθ' εαυτόν;,.. Αυτό το ένστικτο πρέπει να αναπτύχθηκε ευκολότερα σε οικογένειες του κατώτερου λα-ού, που ήταν υποχρεωμένες να επιβιώνουν κάτω από μεταβαλλόμενες πιέσεις και εξαναγκασμούς, σε βαθιά εξάρτηση, να συμμορφώνονται δουλικά στις περιστάσεις, να οργανώνονται εκ νέου ανάλογα με τις και-νούργιες καταστάσεις, να αλλάζουν πάντα το ύφος και τη στάση τους, μαθαίνοντας σιγά-σιγά να μετατρέπουν το παλτό τους ανάλογα με κάθε καιρό κι έτσι να γίνουν οι ίδιες παλτό και δάσκαλοι σ' εκείνη την ενσω-ματωμένη και ενσαρκωμένη τέχνη τού να παίζουν το αιώνιο κρυςρτούλι που στην περίπτωση των ζώων λέγεται mimicry [μιμητισμός^*®]. Ώσπου στο τέλος, αυτή η ικανότητα, συσσωρευμένη από γενιά σε γενιά, έγινε δεσποτική, ανορθολογική και ανυπότακτη, ένα ένστικτο που έμαθε να διαφεντεύει τα άλλα ένστικτα, και γέννησε τον ηθοποιό, τον «καλλιτέ-χνη» (τον παλιάτσο, τον ·ψεύτη, το γελωτοποιό, τον τρελό, τον κλόουν και την κλασική φιγούρα του υπηρέτη, τον Ζιλ Μπλας· γιατί σε τέτοιους τύπους βρίσκουμε την προϊστορία του καλλιτέχνη και αρκετά συχνά και της «μεγαλοφυίας»). Αλλά και σε ανώτερες κοινωνικές συνθήκες ανα-πτύσσεται κάτω από παρόμοιες πιέσεις ένα παρόμοιο είδος ανθρώπου: μόνο που εδώ το θεατρινίστικο ένστικτο χαλιναγωγείται από ένα άλλο ένστικτο: αιττό συμβαίνει παραδείγματος χάρη στην περίπηωση του «δι-πλωμάτη» -θα πίστευα πρόθυμα ότι ένας καλός διπλωμάτης θα μπο-

318. Ο Νίτοε δανείζεται αρκετές φορές σιο έργο του αυτό τον όρο της αγγλικής φυσνκής επιστήμης. Βλ. π.%. Χαραυγή, § 26.

ΠΕΜΠΤΟ ΒΙΒΛΙΟ: ΕΜΕΙΣ Ol ΑΦΟΒΟΙ 213

ρούσε να γίνει καλός ηθοποιός θεάτρου, αν υποτεθεί ότι του είναι αυτό «επιτρεπτό». Όσο για τους Εβραίους^^'^, το\ κατεξοχψ λαό της τέχνης της προσαρμογής, μπορούμε να τους δούμε, αν ακολουθήσουμε αυτό το νήμα σκέψης, σαν ιστορικό θεσμό για την εκτροφή"" ηθοποιών, σαν αληθινό φυτώριο ηθοποιών. Και πράγματι είναι πολύ επίκαιρη η ερώ-τηση: ποιος καλός ηθοποιός δεν είναι σήμερα Εβραίος; Ο Εβραίος ως γεννημένος «άνθρωπος των γραμμάτων», ως αληθινός αφέντης του ευ-ρωπαϊκού τύπου (των εφημερίδων), ασκεί αυτή τη δική του δύναμη πά-νω στη βάση της ικανότητάς του να είναι ηθοποιός: γιατί ο άνθρωπος των γραμμάτων είναι κατ' ουσία ηθοποιός"' -παίζει τον «ειδήμονα», τον «επαγγελματία». - Τέλος, οι γυναίκες: ας σκεφτούμε όλη την ιστορί-α των γυναικών -δεν ήταν υποχρεωμένες να είναι πρώτα και πάνω απ' όλα ηθοποιοί; Ακούστε τους γιατρούς που υπνώτισαν γυναίκες· τέλος, αγαπήστε τις -αφήστε να σας «υπνωτίσουν»! Ποιο είναι πάντα το απο-τέλεσμα; Το ότι «παίζουν ένα ρόλο» ακόμη κι όταν δίνονται... Η γυναί-κα είναι τόσο καλλιτεχνική...

362. Η πίστη μας ότι η Ευρώπη θα γίνει πιο αντρίκια. -Οφείλουμε στον Ναπολέοντα (και κατά κανένα τρόπο στη Γαλλική Επανάσταση, που απέβλεπε στην «αδελφοσύνη» των λαών και σε μια ανθηρή ανταλ-λαγή εγκαρδιότητας), το ότι από δω και πέρα πρέπει να ακολουθήσουν λίγοι πολεμοχαρείς αιώνες, άνευ προηγουμένου στην ιστορία, το ότι έ-χουμε μπει στην κλασική εποχή τον πολέμου, του επιστημονικού και ταυ-τόχρονα λαϊκού πολέμου στην πιο μεγάλη κλίμακα (όσον αφορά στα μέσα, στα ταλέντα και στην πειθαρχία), την οποία όλοι οι μεταγενέστε-ροι αιώνες θα τη βλέπουν με ζήλια και δέος για την τελειότητά της: γιατί το εθνικό κίνημα από το οποίο βγαίνει αυτή η δόξα του πολέμου είναι το ανταποδοτικό χτύπημα εναντίον του Ναπολέοντα και δεν θα υπήρχε χωρίς αυτόν. Σ' αυτόν λοιπόν θα αποδοθεί μια μέρα το ότι ο άντρας έγινε πάλι αφέντης στην Ευρώπη πάνω στον έμπορο και τον αμόρφωτο άνθρωπο -κι ίσως πάνω στη «γυναίκα», που τόσο την παρα-χαϊδεύε ο χριστιανισμός, το ενθουσιώδες πνεύμα του 18ου αιώνα κι

319. BL Πέρα από το καλό και το κακό, § 250-251. 320. Züchtung. Η εκτροςρη έχει για τον Νίτσε θετικό νόημα, σε ανχίθεοη προς την Zähmung, την «εξημέρωση», που συνίσταται σιη συνεχή προσπάθεια βελτίωσης ενός άγριου ζώου, κατάργησης τοη* επιθετικών και απρόβλεπτο>ν χαραχτηρισιιχών του. Πρβλ. Το λυκόφως των ειάώλοη>, «Οι "βελτκαιές" της ανθροΜιάτητας», § 2-5. 321. Βλ. §366.

188 Η ΧΑΡΟΥΜΕΝΗ ΕΠΙΣΤΗΜΗ

ακόμη περισσότερο οι «μοντε'ρνες ιδε'ες». Ο Ναπολέων, που θεωρούσε σχεδόν προσωπικό του εχθρό τις μοντέρνες ιδέες και τον πολιτισμό, έδειξε μ' αυτη την έχθρα του πως ήταν ένας από τους μεγαλύτερους συνεχιστές της Αναγέννησης· ξανάφερε στο φως ένα μεγάλο κομμάτι από την ουσία της αρχαιότητας, ίσως μάλιστα το καίριο, το γρανιτένιο κομμάτι. Και ποιος ξέρει αν δεν κυριαρχήσει αυτό το κομμάτι της ουσί-ας της αρχαιότητας και πάνω στο εθνικό κίνημα, κι αν δεν γίνει κληρο-νόμος και συνεχιστής του Ναπολέοντα με τη θετική έννοια" γιατί ο Να-πολέων ήθελε, όπως όλοι ξέρουμε, την Ευρώπη ενωμένη, κι αυτό ως κυρίαρχη της γης.

363. Πώς το κάθε φύλο έχει τη διχή του προκατάληψη για τον έρωτα. -Παρά τις παραχωρήσεις που είμαι πρόθυμος να κάνω στην προκατάλη-ψη της μονογαμίας, ποτέ δεν θα παραδεχτώ τον ισχυρισμό ότι ο άντρας και η γυναίκα έχουν ίσα δικαιώματα στον έρωτα: α\πά δεν υπάρχουν. Γεγονός είναι ότι ο άντρας και η γυναίκα εννοούν κάτι διαφορετικό με τον έρωτα -κι ένας goto τους όρους του έρωτα και στα δυο φυλα είναι να μην προϋποθέτει το ένα ότι το άλλο έχει το ίδιο αίσθημα, την ίδια έννοια για τον «έρωτα». Αυτό που εννοεί η γυναίκα με τον έρωτα είναι αρκετά σαφές: ολοκληρωτική αφοσίωση (όχι απλό δόσιμο) ψυχή τε και σώματι, χωρίς περιορισμό και επιφύλαξη, μάλλον με ντροπή και φρίκη με την ιδέα μιας εξασφαλισμένης με ρήτρα ή υποκείμενης σε όρους αφοσίωσης. Αφοΰ λοιπόν δεν υπάρχουν όροι, ο έρωτας της γυναίκας είναι μια πίστη: η γυναίκα δεν έχει άλλη πίστη. - Ο άντρας, όταν αγα-πάει μια γυναίκα, θέλει ακριβώς αυτό τον έρωτα απ' αυτήν και επομέ-νως ο ίδιος απέχει στον ύψιστο βαθμό από την προϋπόθεση του γυναι-κείου έρωτα. Ας υποθέσουμε όμως ότι υπάρχουν άντρες που δεν τους είναι ξένη η επιθυμία για ολοκληρωτική αφοσίωση· ε, λοιπόν, αυτοί απλώς δεν είναι άντρες. Ένας άνδρας που αγαπάει όπως μια γυναίκα γίνεται δούλος· ενώ μια γυναίκα που αγαπάει όπως μια γυναίκα γίνεται πιο τέλεια γυναίκα... Το πάθος της γυναίκας, με την απόλυτη απάρνηση των δικαιωμάτων της, προϋποθέτει ακριβώς ότι από την άλλη μεριά δεν υπάρχει ίδιο πάθος, ίδια θέληση για απάρνηση: γιατί αν και οι δύο σύ-ντροφοι αναγκάζονταν από τον έρωτα να απαρνηθούν τον εαυτό τους, θα προέκυπτε -δεν ξέρω τι· ίσως το κενό; - Η γυναίκα θέλει να παίρνε-ται και να γίνεται δεκτή σαν κατοχή, θέλει να απορροφιέται μέσα (κην έννοια -της κατοχής, θέλει να είναι «κατεχόμενη». Κατά συνέπεια, θέ-λει κάποιον που να παίρνει, που να μη δίνει τον εαυτό του και να μην παραδίνεται, αλλά, αντίθετα, που να πλουτίζει τον εαυτό του μέσω της

ΠΕΜΠΤΟ ΒΙΒΛΙΟ: ΕΜΕΙΣ Ol ΑΦΟΒΟΙ 213

πρόσθεσης της δύναμης, ετττυχίας και πίστης που ταυ δίνει η γυναίκα. Η γυναίκα παραδίνεται, ο άνδρας αποκτά περισσότερα -νομίζω ότι κανέ-να κοινωνικό συμβόλαιο, καμιά καλή θέληση για δικαιοσύνη δεν μπο-ρεί να ξεπεράσει αυτή τη φυσική αντίθεση, όσο επιθυμητό κι αν είναι να μη βλέπει κανείς συνεχώς το πόσο σκληρός, φοβερός, αινιγματικός και μη ηθικός είναι αυτός ο ανταγωνισμός. Γιατί ο έρωτας συνολικά, ο μεγάλος και πλήρης, είναι φυση και γι' αυτό θα είναι πάντα «μη ηθι-κός». -Κατά συνέπεια, η συζυγική πίστη εμπεριέχεται στον έρωτα της γυναίκας, προκύπτει από τον ορισμό του. Στον άντρα μπορεί εύκολα να γεννηθεί ως απόρροια του έρωτά του, πιθανόν ως ευγνωμοσύνη ή ως ιδιοσυγκρασία του γούστου του και «εκλεκτική συγγένεια^^», όπως λέ-νε, δεν ανήκει όμως στην ουσία του έροοτά του: έτσι μπορεί κανείς με κάποιο δικαίωμα να μιλήσει για την ύπαρξη μιας φυσικής αντινομίας μεταξύ του έρωτα και της συζυγικής πίστης στον άνδρα. Γιατί ο έρωτας του άνδρα είναι μια θέληση για έχειν κι όχι μια απάρνηση και παράδο-ση· αλλά η θέληση για έχειν τελειώνει πάντα από τη στιγμή που πραγ-ματοποιείται το έχειν... Πράγματι, είναι η πιο λεπτή και πιο φιλύποπτη δίψα του άντρα για κατοχή, η οποία σπάνια και καθυστερημένα παρα-δέχεται αυτό το «έχειν», αυτή που δίνει διάρκεια στον έρωτά του. Είναι μάλιστα πιθανό να μεγαλώσει ο ερωτάς του και μετά την παράδοση της γυναίκας· ο άνδρας δεν ομολογεί εύκολα ότι μια γυναίκα δεν έχει πια να του «παραδώσει» τίποτα.

364. Ο ερημίτης μιλάει. - Η τέχνη να συναναστρέφεσαι ανθρώπους εξαρτάται ουσιαστικά από την επιδεξιότητα (που απαιτεί μακρόχρονη εξάσκηση) να δέχεσαι και να τρως ένα φαγητό στου οποίου το μαγείρε-μα δεν έχεις καμιά εμπιστοσύνη. Κι αν κάτσεις στο τραπέζι πεινώντας σαν λύκος, όλα είναι εύκολα («η χειρότερη συντροφιά σε κάνει να αι-σθανθείς», όπως είπε ο Μεφιστοφελής^^)· αλλά δεν έχεις αυτή την πεί-να όταν τη χρειάζεσαι! Α, πόσο δύσπεπτοι είναι οι συνάνθροΜϊοι σου! Πρώτη αρχή: όπως κάνεις όταν βρίσκεσαι μπροστά σε μια δυστυχία, έτσι και τώρα συγκέντρωσε όλο σου το θάρρος, όρμα με τόλμη, θαύμα-σε τον εαυτό σου καθώς το κάνεις, σφίξε τα δόντια σου για να κρύψεις την αποστροφή σου και κατάπιε την αηδία σου. Δεύτερη αρχή: «κάνε καλύτερο» τον συνάνθρωπό σου, επαινώντας τον παραδείγματος χάρη.

322.0 Νίτσε συνοψίζει τις απόψεις που διατύπωσε σιο Πέρα από το καλό χω το χαχό, § 232-239. ΟιΕκλεχτικέςσυγ)>έι>ειες είναι μυθιστόρημα του Γκαίτε (1809). 323. Γκαίτε, Φάονστ I, σι. 1638-1640.

188 Η ΧΑΡΟΥΜΕΝΗ ΕΠΙΣΤΗΜΗ

ώστε να αρχίσει να ιδρώνει από ευτυχία για τον ίδιο του τον εαυτό· η πιάσε μια άκρη από τις καλές ή «ενδιαφέρουσες» ιδιότητες του και τρά-βα την ώσπου να βγάλεις όλη την αρετή έξω και να μπορέσεις να κρύ-ψεις τον συνάνθρωπό σου μέσα στις πτυχές της. Τρίτη αρχή: αυτοϋπνω-τισμός. Στύλωσε τα μάτια σου στο αντικείμενο της συντροφιάς σου σαν να ήταν γυάλινη σφαίρα, ώσπου να πάψεις να νιώθεις ευχαρίστηση ή απαρέσκεια· πηγαίνεις για ύπνο απαρατήρητος, γίνεσαι άκαμπτος και νηφάλιος; αυτό είναι ένα πρακτικό φάρμακο δανεισμένο από τη φιλία και τον γάμο, δοκιμασμένο πάρα πολύ, παινεμένο ως απαραίτητο, πα-ρόλο που δεν έχει βρει ακόμη την επιστημονική του διατύπωση. Το λα-ϊκό του όνομα είναι - υπομονή.

365. Ο ερημίτης ξαναμιλάει. -Κι εμείς συναναστρεφόμαστε ανθρώ-πους· κι εμείς φοράμε ταπεινά το ρούχο με το οποίο {ως το οποίο) μας γνωρίζουν οι άλλοι, μας σέβονται, μας αναζητούν -κι ύστερα εμφανιζό-μαστε με παρέα, δηλαδή μ' ανθρώπους μεταμφιεσμένους, που δεν θέ-λουν να ονομάζονται έτσι. Κι εμείς κάνουμε ό,τι κάνουν όλες οι συνετές μάσκες και αποπέμπουμε ευγενικά κάθε περιέργεια που δεν περιορίζε-ται στη «φορεσιά» μας. Υπάρχουν όμως κι άλλοι τρόποι και τεχνάσμα-τα για να είσαι με ανθρώπους, για να τους «συναναστρέφεσαι»: για παράδειγμα, σαν φάντασμα -πράγμα που συνιστάται αν θέλεις να τους ξεφορτωθείς γρήγορα ή να τους φοβίσεις. Η απόδειξη: απλώνουν το χέρι τους για να μας πιάσουν και δεν μπορούν. Αυτό φοβίζει. Ή περνάς μέσα από μια κλειστή πόρτα. Ή όταν όλα τα φώτα είναι σβηστά. Ή μετά τον θάνατο σου. Το τελευταίο είναι το par exceüence [κατ' εξοχήν] τέχνασμα των μεταθανάτιων ανθρώπων. («Μη φαντάζεστε λοιπόν», έ-λεγε μια μέρα ένας τέτοιος ανυπόμονα, «ότι θα είχαμε όρεξη αυτή την αποξένωση, την ψυχρότητα και την ησυχία του τάφου που μας σκεπάζει -αυτή την υπόγεια, κρυμμένη, βουβή, ανεξερεύνητη μοναξιά, που εμείς τη λέμε ζωή αλλά που θα μπορούσε εξίσου να λέγεται θάνατος, αν δεν ξέραμε τι θα απογίνουμε κι αν δεν ξέραμε ότι μόνο μετά τον θάνατο μας θα μπούμε στη ζωή μας και θα γίνουμε ζωντανοί, ω! πολύ ζωντανοί! εμείς οι μεταθανάτιοι άνθρωποι'^!»)

366. Μπροστά σ' ένα βιβλίο λογίου. -Δεν ανήκουμε σ' εκείνους που σχηματίζουν σκέψεις μόνον όταν βρίσκονται ανάμεσα σε βιβλία, όταν

324. Πρβλ, Το λυκόφως των ειδώλων, «Ρητά και αιχμές», § 15.

ΠΕΜΠΤΟ ΒΙΒΛΙΟ: ΕΜΕΙΣ Ol ΑΦΟΒΟΙ 213

ωθούνται από βιβλία -εμείς συνηθίζουμε να σκεφτόμαστε έξω, στον ελεύθερο αε'ρα; καθώς περπατάμε, πηδούμε, σκαρφαλώνουμε, χορεύ-ουμε, κατά προτίμηση σε μοναχικά βουνά ή κοντά στη θάλασσα, όπου ακόμη κι οι δρόμοι γίνονται στοχαστικοί. Οι πρώτες μας ερωτήσεις για την αξία ενός βιβλίου, ενός ανθρώπου ή μιας μουσικής σύνθεσης είναι: «Μπορεί να βαδίσει; Ακόμη περισσότερο, μπορεί να χορέτρει;»... Δια-βάζουμε σπάνια, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι διαβάζουμε χειρότερα απ' τους άλλους. Αχ, πόσο γρήγορα μαντεύουμε πώς έφτασε κάποιος στις ιδέες του, κι αν έιρτασε σ' αυτές καθισμένος μπροστά στο μελανοδοχείο του, με ζουλιγμένη την κοιλιά και το κεφάλι σκυμμένο πάνω απ' τα χαρτιά: ω, πόσο γρήγορα τελειώνουμε με το βιβλίο του! Τα στριμωγμέ-να σπλάχνα προδίδονται, πάνω σ' αυτό μπορεί να στοιχηματίσει κα-νείς, τόσο όσο ο αέρας του κλειστού δωματίου, το χαμηλό ταβάνι, ο στενός χώρος. -Αυτό ένιωσα πριν από λίγο, μόλις έκλεισα ένα ευπρε-πές, σοφό βιβλίο - με ευγνωμοσύνη, πολλή ευγνωμοσύνη, αλλά και ανα-κούφιση... Τα βιβλία των λογίων είναι σχεδόν πάντα καταπιεστικά, κα-ταπιεσμένα· ο «ειδικός» εμφανίζεται πάντα σε κάποιο σημείο, ο ζήλος του, η σοβαρότητα του, η ζέση του, η οργή του, η υπερεκτίμηση που έχει για τη γωνία όπου κάθεται και γνέθει, η καμπούρα του -κάθε ειδικός έχει την καμπούρα του. Ένα βιβλίο λογίου αντικατοτττρίζει πάντα μια ψυχή που έχει γίνει κυρτή: κάθε επάγγελμα κυρτώνει τη ράχη αυτού που το ασκεί. Ξανακοιτάξτε τους φίλους των νεανικών σας χρόνων, ό-ταν έχουν γίνει κάτοχοι της επιστήμης τους: αχ, πάντα συμβαίνει το αντίθετο! Αυτή τους έχει κάνει κτήμα της και τους κατατρύχει. Ριζωμέ-νοι στη γωνιά τους, ζαρωμένοι σε σημείο που δεν αναγνωρίζονται, ανε-λεύθεροι, χωρίς ισορροπία, αδυνατισμένοι και με γωνιές σ' όλο τους το σώμα εκτός από ενα μέρος που είναι ολοστρόγγυλο -όταν τους βλέπει κανείς έτσι, αναστατώνεται και βουβαίνεται. Κάθε επάγγελμα, ακόμη κι αν έχει χρυσό πάτωμα, έχει πάνω του ένα μολυβένιο ταβάνι που πιέ-ζει με δύναμη την ψυχή ώσπου την κάνει αλλόκοτη και καμπούρα. Αυτό δεν μπορεί να αλλάξει. Και προπαντός μη φανταστείτε πως είναι δυνα-τό να αποφύγει κανείς αυτή την παραμόρφωση με εκπαιδευτικά τεχνά-σματα. Κάθε είδος μαστοριάς πληρώνεται πολύ ακριβά πάνω σ' αυτή τη γη, όπου όλα ίσως πληρώνονται πολύ ακριβά. Δεν μπορείς να είσαι ο άνθρωπος του επαγγέλματός σου αν δεν είσαι μαζί και το θύμα του: αυτό είναι το τίμημα. Εσείς όμως θα θέλατε να είναι τα πράγματα αλ-λιώς -πιο φτηνά, προπαντός πιο βολικά- έτσι δεν είναι, κύριοι Συγκαι-ρινοί; Ας είναι λοιπόν! Μόνο που στην περίπτωση αυτή θα έχετε κάτι άλλο: αντί για τον τεχνίτη και τον μάστορα, τον «άνθρωπο των γραμμά-των», τον επιτήδειο, «πολυμήχανο» άνθρωπο των γραμμάτων, που δεν

188 Η ΧΑΡΟΥΜΕΝΗ ΕΠΙΣΤΗΜΗ

έχει καμπούρα -εκτός από εκείνη που έχει όταν στέκεται μπροστά σας ως πλασιέ του πνεύματος και «φορέας» της κουλτούρας- τον άνθρωπο των γραμμάτων, που στην πραγματικότητα δεν είναι τίποτα, αλλά «α-ντιπροσωπεύει» σχεδόν τα πάντα, παίζοντας τον ειδήμονα και «αντικα-θιστώντας» τον, και αναλαμβάνοντας με κάθε σεμνότητα να πληρωθεί, να τιμηθεί και να δοξαστεί ο ίδιος στη θέση του ειδήμονα. -Όχι , φίλοι λόγιοι! Σας ευλογώ ακόμη και για την καμπούρα σας! Γιατί, σαν εμένα, περιφρονείτε τους «ανθρώπους των γραμμάτων» και τα παράσιτα της κουλτούρας! Γιατί δεν ξέρετε να εμπορεύεστε το πνεύμα! Και γιατί έχε-τε γνώμες που δεν μπορούν να μεταφραστούν σε χρηματικές αξίες! Και γιατί δεν αντιπροσωπεύετε τίποτε που να μην ε<στε! Και γιατί μόνη σας θέληση είναι να γίνετε μάστορες στο επάγγελμά σας, με σεβασμό για κάθε είδος μαστοριάς και δεξιότητας και με την πιο αδυσώπητη απόρρι-ψη κάθε πράγματος επίπλαστου, μισογνήσιου, μεταμφιεσμένου, βιρτουό-ζικου, δημαγωγικού ή θεατρινίστικου in letteris et artibus [στα γράμματα και σης τέχνες] -κάθε πράγματος που δεν μπορεί να αποδείξει ενώπιόν σας την απόλυτή του εντιμότητα όσον αφορά στην πειθαρχία και στην προηγούμενη εκπαίδευση! (Ακόμη και η μεγαλοφυία δεν μπορεί να αντι-σταθμίσει μια τέτοια έλλειψη, όσο κι αν ξέρει να ξεγελά τον κόσμο για το αντίθετο: αυτό το καταλαβαίνει κανείς, όταν γνωρίσει από κοντά τους πιο προικισμένους ζωγράφους και μουσικούς μας. Όλοι τους -χωρίς κα-μιά εξαίρεση σχεδόν- ξέρουν πώς να εφευρίσκουν και να χρησιμοποιούν πονηρά τρόπους, πρόσφορα μέσα, ακόμη και αρχές, προκειμένου να ι-διοποιηθούν τεχνητά και εκ των υστέρων την εμφάνΐ€η] μιας τέτοιας εντι-μότητας, μιας τέτοιας (πέρεας εκπαίδευσης και καλλιέργειας, χωρίς φυ-σικά να καταφέρνουν να ξεγελούν τον εαυτό τους, χωρίς να πνίγουν διαρ-κώς την κακή τους συνείδηση. Γιατί, δεν το ξέρετε; Όλοι οι μεγάλοι σύγ-χρονοι καλλιτέχνες υποφέρουν από κακή συνείδηση...)

367. Η πρώτη διάκριση που πρέπει να κάνουμε στα έργα τέχνης. -Κάθε σκέψη, ποίηση, ζωγραφική, μουσική σύνθεση, κάθε κτίριο και γλυπτό, ανήκει είτε στην τέχνη-μονόλογο είτε στην τέχνη ενώπιον μαρτύ-ριον. Στη δεύτερη πρέπει να συμπεριληφθεί ακόμη κι εκείνη η φαινομε-νική τέχνη-μονόλογος, η οποία εμπεριέχει την πίστη στον Θεό, ολόκλη-ρος ο λυρισμός της προσευχής: γιατί για τον ευσεβή δεν υπάρχει μονα-ξιά -αυτή την εφεύρεση την κάναμε εμείς οι άθεοι. Δεν ξέρω καμιά βαθύτερη διαφορά στη συνολική οπτική ενός καλλιτέχνη απ' αυτήν: βλέ-πει το έργο του (τον «εαυτό» του) στην πορεία με τα μάτια του ατπόπτη μάρτυρα ή «έχει ξεχάσει τον κόσμο»; Αυτό είναι το ουσιώδες στοιχείο

ΠΕΜΠΤΟ ΒΙΒΛΙΟ: ΕΜΕΙΣ Ol ΑΦΟΒΟΙ 213

σε κάθε τέχνη-μονόλογο -η οποία βασίζεται στη λησμονιά, είναι η μου-σική της λησμονιάς.

368. Ο κυνικός μιλάει^^. -Οι αντιρρήσεις μου για τη μουσική του Βά-γκνερ είναι αντιρρήσεις ςιυσιολογίας: γιατί να μπω στον κόπο να τις μεταμφιέσω σε αισθητικές φόρμουλες^"; Το «γεγονός» είναι για μένα ότι δεν ανασαίνω πια εΰκολα όταν αρχίζει να επιδρά πάνω μου η μουσι-κή του· ότι το πόδι μου γρήγορα αγανακτεί και εξεγείρεται -το πόδι μου νιώθει την ανάγκη για ρυθμό, χορό, βάδισμα, από τη μουσική απαι-τεί κυρίως τις απολαύσεις που βρίσκονται στο καλό βάδισμα, περπάτη-μα, πήδημα και χορό. -Αλλά και το στομάχι μου δεν διαμαρτύρεται εξίσου; Και η καρδιά μου; Και η κυκλοφορία του αίματος μου; Και τα σπλάχνα μου; Δεν βραχνιάζω απαρατήρητα όταν την ακούω; -Κι έτσι αναρωτιέμαι: τι περιμένει ολόκληρο το σώμα μου από τη μουσική; Πι-στεύω, το ίδιο του το ξαλάφρωμα·. θα 'λεγες πως όλες οι ζωικές λειτουρ-γίες θέλουν να ενεργοποιηθούν από ανάλαφρους, τολμηρούς, σφριγη-λούς, σίγουρους για τον εαυτό τους ρυθμούς- θα 'λεγες πως η σιδερένια, η μολυβένια ζωή θέλει να χρυσωθεί από χρυσε'ς, καλές και τρυφερές αρμονίες. Η μελαγχολία μου θέλει να ξεκουραστεί στα κρησφύγετα και στις αβύσσους της τελειότητας: γι' αυτό χρειάζομαι τη μουσική. Τι με νοιάζει το δράμα! Τι με νοιάζουν οι σπασμοί των ηθικών εκσιάσεών του που ευχαριστούν τον λαουτζίκο! Τι με νοιάζουν οι τσαρλατανιές των κινήσεων των ηθοποιών!... Θα μαντέψατε ότι είμαι αντιθεατρικός -αλ-λά ο Βάγκνερ ήταν, αντίθετα, κατ' ουσίαν άνθρωπος του θεάτρου και ηθοποιός, ο πιο ενθουσιώδης μανιακός της παντομίμας που έγινε ποτέ, ακόμη και ως μουσικός!... Και, παρεμπιπτόντως: αν η θεωρία του Βά-γκνερ ήταν ότι «το δράμα είναι ο σκοπός, η μουσική είναι πάντα ένα μέσο γι' αυτό^^'», η πρακτική του ήταν πάντα, από την αρχή ώς το τέ-λος, «η πόζα είναι ο σκοπός· το δράμα, όπως και η μουσική, είναι πάντα απλά μέσα για την επίτευξη αυτού του σκοπού». Η μουσική ως μέσο για να υπογραμμίσεις, να ενισχύσεις και να δώσεις εσοπερικότητα σης δρα-

325.0 Νίτσε επαναλαμβάνει αυτό το κείμενο, με μικρές τροποποιήσεις, σιο βιβλίο του του 1888Μτσε εναντίον Βάγκνερ (δεύτερη παράγραςΜς). 326. Ο Νίτσε ανάγει την αισθητική στη «ςρυσιολογία». Τα αισθήματα αισθητικής ευεξίας είναιγι' αυτόν αισθήματα βιολογικής ευεξίας. Βλ. NachgelasseneFroffnente AJF,16[75]. 327. Αναφορά σία θεωρητικά κείμενα του Βάγκνερ, ιδίως στο Οπερα και δράμα (1850).

188 Η ΧΑΡΟΥΜΕΝΗ ΕΠΙΣΤΗΜΗ

ματικές κινήσεις και στην εξωτερική εκφραστικότητα του ηθοποιού' και το βαγκνερικό δράμα, απλή ευκαιρία για πολλε'ς δραματικές πόζες! Ο Βάγκνερ είχε, εκτός απ' όλα τα άλλα ένστικτα, και τα ένστικτα που στον μεγάλο ηθοποιό διατάζουν: και ως μουσικός, όπως ειπώθηκε ήδη. -Αυτό εξήγησα μια μέρα, όχι δίχως κόπο, ο' έναν πιστό οπαδό του Βά-γκνερ, κι είχα λόγους να προσθέσω: «Να γίνετε λίγο πιο ειλικρινείς με τον εαυτό σας: δεν βρισκόμαστε στο θέατρο! Στο θέατρο είναι κανείς ειλικρινής μόνον ως μάζα· ως μεμονωμένο άτομο ψεύδεται, λέει ψέμα-τα στον εαυτό του. Αφήνει κανείς τον εαυτό του στο σπίτι όταν πηγαίνει στο θέατρο, αρνείται το δικαίωμα του να έχει δική του γλώσσα, επιλογή και γούστο, ακόμη και το θάρρος που έχει και ασκεί, όταν βρίσκεται μέσα στους τέσσερις τοίχους του δωματίου του, απέναντι στον Θεό και τους ανθρώπους. Στο θέατρο κανένας δεν κουβαλάει μαζί του τις πιο λεπτές αισθήσεις της τέχνης του, οΰτε κι ο καλλιτέχνης ακόμη που δου-λεύει για το θέατρο: είναι ένα μέρος όπου είσαι λαουτζίκος, κοινό, αγέ-λη, θηλυκό, φαρισαίος, ζώο που ψηφίζει, δημοκράτης, πλησίον, συνάν-θρωπος· είναι ένα μέρος όπου υποκύπτει ακόμη και η πιο προσωπική συνείδηση από την ισοπεδωτική μαγεία της πλειονότητας· όπου η η-λιθιότητα ενεργεί ως λαγνεία και μόλυνση, όπου βασιλεύει ο "γείτο-νας", όπου γίνεται κανείς απλός γείτονας...» (Ξέχασα να αναφέρω πώς αντέδρασε σ' αυτές τις αντιρρήσεις φυσιολογίας ο φωτισμένος μου βα-γκνεριστής: «Δηλαδή δεν είστε αρκετά υγιής για τη μουσική μας;»)

369. Το δίπλα-δίπλα μας. -Λεν πρέπει να ομολογήσουμε στον εαυτό μας, εμείς οι καλλιτέχνες, ότι υπάρχει σε μας μια ανησυχητική διαφορά, ότι το γούστο μας και η δημιουργική δύναμη μας κρατιούνται περιέρ-γως χωριστά το ένα από το άλλο, παραμένουν χωριστά το ένα από το άλλο και ότι το καθένα μεγαλώνει με τον δικό του τρόπο -θέλω να πω ότι έχουν εντελώς διαφορετικούς βαθμούς και ρυθμούς παλιού, νέου, ώριμου, υπερώριμου και σαπισμένου. Ένας μουσικός, παραδείγματος χάρη, μπορεί να δημιουργεί σ' όλη του τη ζωή πράγματα που έρχονται σε πλήρη αντίθεση μ' ό,τι εκτιμά, απολαμβάνει και προτιμά το χαλασμέ-νο αφτί ακροατή και η χαλασμένη καρδιά ακροατή που έχει: και μά-λιστα δεν χρειάζεται να έχει επίγνωση αυτής της αντίφασης! Όπως δεί-χνει η σχεδόν οδυνηρά συχνή εμπειρία μας, μπορεί κανείς να αναπτύξει το γούστο του πέρα από το γούστο της δύναμής του, χωρίς αυτό να παραλύει τη δύναμη αυτή και να εμποδίζει την παραγωγικότητα της· μπορεί όμως να συμβεί και το αντίθετο -και πάνω σ' αυτό θα ήθελα να επιστήσω την προσοχή των καλλιτεχνών. Ένας μόνιμος δημιουργός, μια

ΠΕΜΠΤΟ ΒΙΒΛΙΟ: ΕΜΕΙΣ Ol ΑΦΟΒΟΙ 213

«μητέρα», με τη μεγάλη σημασία της λέξης, ένας άνθρωπος που δεν ξέρει και που δεν ακοΰει πια παρά τις εγκυμοσύνες και τους τοκετούς του πνεύματος του, ένας άνθρωπος που δεν έχει πια χρόνο να σκεφτεί τον εαυτό του και το έργο του και να κάνει συγκρίσεις, ένας άνθρωπος που δεν έχει πια καμιά επιθυμία να ασκήσει το γούστο του και απλώς το λησμονεί, χωρίς να νοιάζεται αν στέκει όρθιο, αν εξακολουθεί να υ-πάρχει ή αν πέφτει -ένας τέτοιος άνθρωπος μπορεί ίσως να παράγει έργα των οποίων την εμβέλεια είναι από πολύ καιρό πριν ανίκανος να κρίνει: έτσι, λέει βλακείες γι' αυτά και για τον εαυτό του -τις λέει και τις πιστεύει. Μου φαίνεται πως αυτή είναι σχεδόν η φυσιολογική σχέση ανάμεσα στους γόνιμους καλλιτέχνες και στα έργα τους -κανένας δεν ξέρει λιγότερο ένα παιδί από τους ίδιους τους γονείς του- και, για να πάρω ένα σπουδαίο παράδειγμα, ισχύει και στην περίπτωση ολόκληρου του ποιητικού και καλλιτεχνικού κόσμου της Ελλάδας: ο κόσμος αυτός ποτέ δεν «ήξερε» τι έκανε...

370. Τι είναι ο ρομαντισμός^^; -Θα θυμάστε ίσως, τουλάχιστον όσοι είστε φίλοι μου, ότι στην αρχή ρίχτηκα σ' αυτό τον σύγχρονο κόσμο με κάποιες σοβαρές πλάνες και υπερεκτιμήσεις, εν πάση περιπτώσει ως κάποιος που ελπίζει. Αντιλαμβανόμουν -ποιος ξέρει από ποιες προσω-πικές εμπειρίες;- τον φιλοσοφικό πεσιμισμό του 19ου αιώνα σαν να ή-ταν το σύμπτωμα μιας ανώτερης δύναμης της σκέψης, ενός πιο τολμη-ρού θάρρους και μιας πιο θριαμβευτικής πληρότητας ζωής από εκείνες που χαρακτήριζαν τον 18ο αιώνα, τον αιώνα του Χιουμ^ ', του Καντ, του Κοντιγιάκ^^" και των αισθησιοκρατών^": έτσι, η τραγική γνώση μου φαινόταν πως ήταν η χαρακτηριστική πολυτέλεια της κουλτούρας μας, η πιο πολύτιμη, ευγενής και επικίνδυνη σπατάλη της -μια πολυτέλεια ό-μως που ήταν επιτρεπτή λόγω του υπερβολικού πλούτου της κουλτούρας αυτής. Ομοίως, επανερμήνευσα τη γερμανική μουσική έτσι ώστε να την αναγνωρίσω ως έκφραση μιας διονυσιακής δύναμης της γερμανικής χής: πίστευα ότι άκουγα μέσα της το σεισμό με τον οποίο απελευθερώ-νεται τελικά μια αρχέγονη δύναμη σωρευμένη για αιώνες -αδιάφορη

328. Το κείμενο επαναλαμβάνεται στο Νίτσε εναντίον Βάγκνερ (1888) με τον τίτλο «Εμείς οι αντίποδες». 329. Ντέιβιντ Χιουμ (1711-1776), άγγλος φιλόσοφος. 330. Ετιέν Μπονό ντε Κονιιγιάκ (1714-1780), γάλλος φιλόσοφος 331. Αισθησιοκρατία: θεωρία σύμφωνα με την οποία η γνώοη προέρχεται από τις αισθήσεις. Αισθησιοκράτες θεωρούνται ο Λοκ, ο Μπέρκλεϋ, ο Χιουμ, ο Κονιιγιάκ κ.ά.

188 Η ΧΑΡΟΥΜΕΝΗ ΕΠΙΣΤΗΜΗ

για το αν αρχίζει να ταρακουνιέται εξαιτίας της όλο εκείνο το οικοδό-μημα που λέγεται κουλτούρα. Όπως βλέπετε, αυτό που δεν μπορούσα να δω τότε, τόσο στον φιλοσοφικό πεσιμισμό όσο και στη γερμανική μουσική, ήταν ο καθαυτό χαρακτήρας τους -ο ρομαντισμός τους. Τι εί-ναι ο ρομαντισμός; Κάθε τέχνη, κάθε φιλοσοφία μπορεί να θεωρηθεί φάρμακο και βοηθητικό μέσο στην υπηρεσία της αναπτυσσόμενης, α-γωνιζόμενης ζωής: προϋποθέτουν πάντα τον πόνο και ανθρώπους που υποφέρουν. Υπάρχουν όμως δύο είδη ανθρώπων που υποφέρουν: πρώ-τον, εκείνοι που υποφέρουν από την πλησμονή της ζωής, που ζητούν μια διονυσιακή τέχνη κι επίσης μια τραγική θεώρηση και κατανόηση της ζωής -και, δεύτερον, εκείνοι που υποφέρουν από το ηπώχεμα της ζωής και ζητούν γαλήνη, ακινησία, ακύμαντη θάλασσα, λύτρωση από τον εαυτό τους μέσω της τέχνης και της γνώσης ή, αντίθετα, μέθη, σπα-σμούς, νάρκωση και τρέλα. Όλος ο ρομαντισμός στις τέχνες και στις γνώσεις αντιστοιχεί στη διπλή ανάγκη του δεύτερον είδους ανθρώπων και περιελάμβανε (και περιλαμβάνει) τόσο τον Σοπενάουερ όσο και τον Ρίχαρντ Βάγκνερ, για να αναφέρω τους δύο πιο διάσημους και γνω-στούς ρομαντικούς, τους οποίους παρανοούσα εκείνη την εποχή -καθό-λου όμως προς βλάβη τους, όπως θα παραδεχτείτε δίκαια. Ο πιο πλού-σιος σε πληρότητα ζωής, ο διονυσιακός θεός και άνθρωπος, όχι μόνο μπορεί να αντέξει τη θέα του φοβερού και του αμφίβολου, αλλά μπορεί και να κάνει μια φοβερή πράξη και να επιδοθεί σ' οποιαδήποτε πολυ-τέλεια καταστροφής, διάλυσης και άρνησης· στην περίπτωσή του, το κακό, το α-νόητο και το άσχημο φαίνεται επιτρεπτό, χάρη σε μια πε-ρίσσεια γεννητικών, γονιμοποιητικών δυνάμεων, που μπορούν να μετα-τρέψουν οποιαδήποτε έρημο σε εύφορη γη. Αντίστροφα, εκείνοι που υποφέρουν περισσότερο και είναι οι πιο φτωχοί σε ζωή χρειάζονται κυ-ρίως ηπιότητα, ησυχία και καλοσύνη, τόσο στη σκέψη όσο και στη δρά-ση -και, αν γίνεται, κι έναν θεό που να είναι αληθινά θεός για αρρώ-στους, έναν «λυτρωτή»· επίσης χρειάζονται τη λογική, την εννοιακή κα-τανοητότητα της ενθαδικής ύπαρξης -γιατί η λογική καθησυχάζει και χαρίζει εμπιστοσύνη- κοντολογίς, μια ορισμένη ζεστή γωνιά που κρα-τάει μακριά τον φόβο και έναν εγκλεισμό σε αισιόδοξους ορίζοντες. Έτσι έμαθα σιγά-σιγά να καταλαβαίνω τον Επίκουρο, το αντίθετο του διονυσιακού πεσιμιστή"^ · επίσης τον «χριστιανό», που στην πραγμα-τικότητα είναι απλώς ένα είδος επικούρειου και, σαν αυτόν, κατ' ουσί-αν ρομαντικός, και το μάτι μου γινόταν όλο και οξιίτερο για εκείνη την

332. Βλ. παραπάνω, § 45 και το τέλος της § 1 του Δ οχιμίου αυτοκριτικής με το οποίο αρχίζει η Γέννηση της τραγωδίας.

ΠΕΜΠΤΟ ΒΙΒΛΙΟ: ΕΜΕΙΣ Ol ΑΦΟΒΟΙ 213

πολύ δύσκολη και δολερή μορορη παλινδρομικής παραγωγής, στην οποί-α οφείλονται οι περισσότερες πλάνες: μιλώ για την παραγωγή που από το έργο πηγαίνει στο δημιουργό, από την πράξη στον πράττοντα, από το ιδεώδες σ' εκείνον που το χρειάζεται, από κάθε τρόπο σκέψης και εκτίμησης στην ανάγκη που διατάζει πίσω απ' αυτόν. -Απέναντι σε όλες τις αισθητικές αξίες χρησιμοποιώ στο εξής αυτή τη βασική διάκριση: σε κάθε περίπτωση ρωτώ, «δημιουργική έχει γίνει εδώ η πείνα ή η πλησμο-νή;» Σε πρώτη ματιά, φαίνεται προτιμότερη μια άλλη διάκριση, επειδή είναι πολυ προφανής -συνίσταται στο να εξεταστεί προσεκτικά αν η αιτία της δημιουργίας είναι η επιθυμία για ακινητοποίηση, για απαθα-νατισμό, για «Είναι», ή, αντίθετα, η επιθυμία για καταστροφή, για αλ-λαγή, για καινούργιο, για μέλλον, για γίγνεσθαι. 'Οταν όμως εξετάσει κανείς βαθύτερα αυτά τα δυο είδη επιθυμίας, φαίνονται αμφίσημα και μπορούν να ερμηνευτούν σύμφωνα με το σχήμα που παρουσιάστηκε προηγουμένως και είναι, νομίζω, προτιμότερο. Η επιθυμία για κατα-στροφή, αλλαγή και γίγνεσθαι μπορεί να είναι έκφραση μιας υπερά-φθονης δύναμης, η οποία κυοφορεί το μέλλον (όπως είναι γνωστό, ο όρος μου γι' αυτό το πράγμα είναι «διονυσιακό»), μπορεί όμως να είναι επίσης το μίσος τ(ον αποτυχημένων, των απόκληρων, των μη προνομιού-χων, που καταστρέφουν, πρέπει να καταστρέψουν, επειδή τους εξοργί-ζει και τους προκαλεί το υπάρχον, κάθε υπάρχον, κάθε Είναι: για να καταλάβετε αυτό το αίσθημα, δείτε από πιο κοντά τους αναρχικούς μας"^. Η θέληση για απαθανατισμό απαιτεί κι αυτή μια διπλή ερμηνεία Μπορεί να προέρχεται, πρώτον από ευγνωμοσύνη και αγάπη: μια τέχνη τέτοιας καταγωγής θα είναι πάντα τέχνη αποθέωσης, ίσως διθυραμβική σαν την τέχνη του Ρούμπενς"" ή μακάρια ειρωνική σαν την τέχνη του Χαφίζ^" ή διαυγής και εξευγενισμένη σαν την τέχνη του Γκαίτε, σκορ-πίζοντας ένα ομηρικό φως και δόξα πάνω σ' όλα τα πράγματα. Μπορεί όμως να είναι επίσης η τυραννική θέληση κάποιου που υποφέρει βαθιά, που αγωνίζεται και βασανίζεται, και που θα ήθελε να μετατρέψει το πιο προσωπικό, το πιο μοναδικό, το πιο οικείο, την πραγματική ιδιοσυ-

333.0 Νίτσε δεν κάνει διάκριση μεταξύ σοσιαλιστών, κομουνισκών και αναρχικών. Η στάση του εκφράζειτη ριζική αντίθεση του προς τις ιδέες αιπ;ές, παραμένει όμως αδικαιολόγητη για έναν στοχαστή του μεγέθους του. 334. Πέτερ-ΠάουλΡουμπενς (1577-1640), φλαμανδός ζωγράφος. 335. Μοχάμεντ Σαμς-Οντ-Ντιν ή Χαφίζ (περί το 1327-1390), πέρσης ποιητής χαι θεολόγος. Μολαταύτα έγραψε πολλά εροηικά και βακχικά ποιήματα που ενώθηκαν σε μια συλλογή, το/d</8tiviov. Για να τιμήσει τον Χαφίζ, ο Γκαίτε έγραψε μια συλλογή ποιημάτων με τον τvύo/lυτp^oavaτoL·κόvAtßάvιov (1819), λίγο μετά τη μετάφραση των ποιημάτων του Χαφίζ στα γερμανικά.

188 Η ΧΑΡΟΥΜΕΝΗ ΕΠΙΣΤΗΜΗ

γκρασία του πόνου του σε υποχρεωτικό νόμο και εξαναγκασμό -κά-ποιου που εκδικείται όλα τα πράγματα αποτυπώνοντας πάνω τους με πυρωμένο σίδερο την εικόνα τον, την εικόνα του μαρτυρίου τον. Αυτή η τελευταία στάση είναι ρομαντικός πεσιμισμός στην πιο εκφραστική του μορφή, είτε πρόκειται για τη φιλοσοφία της θέλησης του Σοπενάουερ είτε πρόκειται για τη μουσική του Βάγκνερ: -ο ρομαντικός πεσιμισμός, το τελευταίο μεγάλο συμβάν στη μοίρα της κουλτούρας μας. (Το ότι μπορεί ακόμη να υπάρχει ένα εντελώς διαφορετικό είδος πεσιμισμοΰ, ε'νας κλασικός πεσιμισμός -αυτό το προαίσθημα και όραμα ανήκουν σε μένα, είναι αναπαλλοτρίωτα από μένα, είναι το proprium et ipsissimum μου: μόνο που η λέξη «κλασικό» προσβάλλει τα αορτιά μου, είναι πάρα πολΰ τετριμμένη κι έχει γίνει πολύ στρογγυλή και αγνώριστη. Ονομάζω αυτό τον πεσιμισμό του μέλλοντος -γιατί έρχεται! τον βλέπω να έρχε-ται! -όιοννσιακό πεσιμισμό.)

371. Εμείς οι ακατανόητοι. -Παραπονεθήκαμε ποτέ για το ότι μας παρανόησαν, μας έκριναν στραβά, μας πήραν για άλλους, μας συκο-φάντησαν, μας άκουσαν λάθος και δεν μας άκουσαν καθόλου; Αυτός ακριβώς είναι ο λαχνός μας -ω! για πολύ καιρό ακόμη! ας πούμε, για να είμαστε μετριόφρονες, μέχρι το 1901- κι αυτός είναι και ο τίτλος τιμής μας- δεν θα τιμούσαμε αρκετά τον εαυτό μας, αν επιθυμούσαμε να ήταν αλλιώς τα πράγματα. Μας παίρνουν για άλλους -είναι γεγο-νός ότι εμείς οι ίδιοι μεγαλώνουμε, αλλάζουμε συνεχώς, πετάμε από πάνω μας τον παλιό φλοιό μας, αλλάζουμε το δέρμα μας κάθε άνοιξη, δεν παύουμε να γινόμαστε όλο πιο νέοι, όλο πιο μελλοντικοί, όλο πιο •ψηλοί, όλο και πιο δυνατοί, χώνουμε τις ρίζες μας όλο και πιο δυνατά στα βάθη -στο κακό-, ενώ ταυτόχρονα αγκαλιάζουμε τους ουρανούς μ' όλο πιο πολλή αγάπη, μ' όλο πιο ανοιχτά χέρια, ρουφώντας το φως τους μ' όλο περισσότερη δί·ψα, μ' όλα τα κλαδιά και τα φύλλα μας. Σαν τα δέντρα μεγαλώνουμε -αυτό είναι δύσκολο να το καταλάβει κανείς, όπως και καθετί της ζωής!- όχι μόνο σ' ένα μέρος αλλά πα-ντού, όχι προς μία κατεύθυνση, αλλά τόσο προς τα πάνω και προς τα έξω όσο και προς τα μέσα και προς τα κάτω -η δύναμή μας δρα ταυ-τόχρονα στον κορμό, στα κλαδιά και στις ρίζες, δεν είμαστε πια ελεύ-θεροι να κάνουμε μόνον ένα μεμονωμένο πράγμα, να είμαστε κάτι μεμονωμένο... Αυτός είναι ο κλήρος μας, όπως είπα· μεγαλώνουμε σε ύψος· κι αν ακόμη δεχτούμε ότι αυτό μπορεί να αποβεί μοιραίο -γιατί κατοικούμε όλο πιο κοντά στην αστραπή!- αυτή η παραδοχή δεν μας κάνει να το τιμάμε λιγότερο, γιατί είναι κάτι που δεν θέλουμε να το

ΠΕΜΠΤΟ ΒΙΒΛΙΟ: ΕΜΕΙΣ Ol ΑΦΟΒΟΙ 213

μοιραστούμε, να το έχουμε κοινό. Δεν θέλουμε να μοιραστούμε το μοιραίο τού ύψους, το δικό μας μοιραίο...

372. Γιατί δεν είμαστε ιδεαλιστές. -Άλλοτε οι φιλόσοφοι φοβούνταν τις αισθήσεις: μήπως εμείς ξεμάθαμε υπερβολικά αυτό τον φόβο; Σήμε-ρα, όλοι μας είμαστε αισθησιοκράτες, εμείς οι φιλόσοφοι του παρόντος και του μέλλοντος, όχι στη θεωρία, αλλά στην πράξη, στην πρακτική... Εκείνοι αντίθετα σκέφτονταν ότι οι αισθήσεις μπορούσαν να τους σα-γηνεύσουν και να τους απομακρύνουν από τον δικό τους κόσμο, από το κρύο βασίλειο των «Ιδεών», και να τους πάνε σε κάποιο επικίνδυνο και πιο νότιο νησί: εκεί, αυτό φοβούνταν, οι αρετές τους ως φιλοσόφων θα έλιωναν σαν το χιόνι στον ήλιο. Το «κερί στ' αφτιά» ήταν σχεδόν συνθή-κη του φιλοσοφείν ένας αυθεντικός φιλόσοφος δεν άκουγε πια τη ζωή, στο βαθμό που η ζωή είναι μουσική· αρνιόταν τη μουσική της ζωής -είναι μια παλιά δεισιδαιμονία των φιλοσόφων να νομίζουν πως κάθε μουσική είναι μουσική των Σειρήνων. -Εμείς σήμερα έχουμε την τάση να διατυπώσουμε την αντίθετη κρίση (που μπορεί βέβαια να είναι εξί-σου εσφαλμένη): συγκεκριμένα, ότι οι Ιδέες είναι χειρότερες πλανεύ-τρες από τις αισθήσεις μας, με όλη την ψυχρή και αναιμική όψη τους και παρά τούτη την όψη τους: πάντα ζούσαν από το «αίμα» του φιλοσό-φου, πάντα κατανάλωναν τις αισθήσεις του και μάλιστα, αν θέλετε να μας πιστέψετε, την «καρδιά» του. Εκείνοι οι παλιοί φιλόσοφοι ήταν άν-θρωποι χωρίς καρδιά: το φιλοσοφείν ήταν πάντα ένα είδος βαμπιρι-σμού. Δεν νιώθετε κάτι βαθιά αινιγματικό και ανησυχητικό όταν βλέ-πετε τέτοιες μορφές, ακόμη και τον Σπινόζα'^'; Δεν βλέπετε το δράμα που ξετυλίγεται μπροστά σας, αυτή την ωχρότητα παν μεγαλώνει ακα-τάπαυστα, την απο-αισθησιοποίηση να ερμηνεύεται μ' ολοένα πιο ιδε-αλιστικό τρόπο; Δεν διαισθάνεσθε, στο πίσω πλάνο, την παρουσία μιας αιματορουφήχτρας, που αρχίζει με τις αισθήσεις και τελειώνει αφήνο-ντας μόνο τα κόκαλα, και το κροτάλισμά τους; -εννοώ τις κατηγορίες, τα φραστικά σχήματα, τις λέξεις (γιατί, συγγνώμη, αυτό που έμεινε από τον Σπινόζα, η amor intellectualis dei [διανοητική αγάπη για τον θεό" '] , είναι απλό κροτάλισμά και τίποτε άλλο! Τι είναι η amor, τι είναι ο deus.

336. Πέντε χρόνια νωρίτερα, το 1881, ο Νίτσε έγραφε σιον φίλο του Φρανις'Οβερμπε*: «Είμαι κατάπληκτος! Έχω έναν πρόδρομο και τι πρόδρομο! Γνοδριζα ελάχΗΠα τον Σπινόζα [... ] 'Οχι μόνον έχουμε την ίδια γενική τάση, αλλά βρίοχω τον εαιηό μου σε πέντε καίρια αημεία της διδασκαλίας του [... ]» 337. Βλ. Σπινόζα, Ethica, πρόι. 33.

188 Η ΧΑΡΟΥΜΕΝΗ ΕΠΙΣΤΗΜΗ

αν δεν υπάρχει ούτε μια σταγόνα αίμα μέσα τους;...). Εν συνόψει: όλος ο φιλοσοφικός ιδεαλισμός μέχρι σήμερα ήταν κάτι σαν αρρώστια, αν δεν ήταν, όπως στην περίπτωση του Πλάτωνα, η περισκειρη μιας υπερ-βολικά πλούσιας και επικίνδυνης υγείας, ο φόβος απέναντι σε υπερβο-λικά δυνατές αισθήσεις"®, η σωφροσύνη ενός σώφρονος σωκρατικού. -Μήπως εμείς οι σύγχρονοι δεν είμαστε αρκετά υγιείς ώστε να έχουμε ανάγκη τον ιδεαλισμό του Πλάτωνα; Και μήπως δεν φοβόμαστε τις αι-σθήσεις επειδή -

373. Η «επιστήμη» ως προκατάληψη. -Από τους νόμους της ιεραρχίας προκύπτει ότι οι λόγιοι, στο βαθμό που ανήκουν στη μεσαία τάξη του πνεύματος, ποτέ δεν μπορούν να δουν τα πραγματικά μεγάλα προβλή-ματα και ερωτηματικά' το θάρρος τους και τα μάτια τους δεν φτάνουν τόσο μακριά -και, ιδίως, η ανάγκη τους, που τους έκανε ερευνητές, η ενδόμυχη προεξόφληση και ευχή τους να είναι τα πράγματα φτιαγμένα με τον τάδε και τον δείνα τρόπο, ο φόβος τους και η ελπίδα τους, όλα κατασιγάζουν και ικανοποιούνται πάρα πολύ γρήγορα. Πάρτε, για πα-ράδειγμα, τον σχολαστικό Άγγλο Χέρμπερτ Σπένσερ. Εκείνο που τον κάνει να «ενθουσιάζεται» με τον τρόπο του κι ύστερα τον οδηγεί να τραβήξει μια γραμμή ελπίδας, έναν ορίζοντα επιθυμητών πραγμάτων, εκείνη την τελική συμφιλίωση του «εγωισμού και του αλτρουισμού» -προκαλεί σχεδόν αηδία σ' όσους είναι όμοιοί μας: μια ανθρωπότητα που θα υιοθετούσε αυτές τις σπενσεριανές προοπτικές ως τελικές προο-πτικές της θα μας φαινόταν άξια περιφρόνησης, εκμηδενισμού! Αλλά και μόνο το ότι ο Σπένσερ ήταν υποχρεωμένος να θεωρήσει υπέρτατη ελπίδα του κάτι που σε άλλους φαίνεται και πρέπει να φαίνεται απε-χθής δυνατότητα, είναι ένα ερωτηματικό που δεν μπόρεσε να το προ-βλέψει... Το ίδιο ισχύει και μ' εκείνη την πίστη, με την οποία ικανο-ποιούνται τόσοι και τόσοι υλιστές (ρυσικοί επιστήμονες σήμερα, την πί-στη σ' έναν κόσμο που πρέπει να βρίσκει το ισοδύναμο του και το μέτρο του στην ανθρώπινη σκέψη και στις ανθρώπινες αξιολογικές έννοιες -έναν «κόσμο της αλήθειας», που μπορεί τελικά να συλληφθεί με τη βο-ήθεια τσυ τετράγωνου μικρού ανθρώπινου λογικού. Πώς; Θέλουμε πραγ-ματικά να αφήσουμε την ενθαδική ύπαρξη να υποβαθμιστεί για μας έτσι -να αναχθεί σε δουλική άσκηση υπολογισμού και σε κατ' οίκον ασχολία για τους μαθηματικούς; Πάνω απ' όλα, δεν πρέπει να θέλουμε να απογυμνώσουμε την ύπαρξη από την πολυσημαντόττμά της: αυτό ε-

338. Βλ. Διογένης Λαέρτιος, Φιλοσόφων βίων και δογμάτων συναγωγή, I, βιβλίο 3.

ΠΕΜΠΤΟ ΒΙΒΛΙΟ: ΕΜΕΙΣ Ol ΑΦΟΒΟΙ 213

πιβάλλει το καλό γούστο, κΰριοί μου, το γοΰστο του σεβασμού για καθε-τί που βρίσκεται' έξω από τον ορίζοντα σας! Το ότι η μόνη δικαιολογη-μένη ερμηνεία του κόσμου είναι εκείνη στην οποία δικαιολογείστε ε-σείς, στην οποία μπορεί κανείς να συνεχίζει να δουλεύει και να κάνει επιστημονική έρευνα με τον τρόπο που εννοείτε εσείς (μήπως εννοείτε, στην πραγματικότητα, μηχανοκρατικά]) -μια ερμηνεία που δέχεται μό-νο το να μετράς, να υπολογίζεις, να ζυγίζεις, να βλέπεις, να αγγίζεις, και τίποτα άλλο-, αυτό είναι χοντροκοπιά και αφέλεια, αν δεν είναι βέβαια διανοητική αρρώστια, ιδιωτεία. Αντίθετα, μήπως είναι αλήθεια ότι ε-κείνο που μπορούμε να προσεγγίσουμε είναι ακριβώς η πιο επιφανεια-κή και εξωτερική πλευρά της ενθαδικής ύπαρξης -η πλευρά της που φαίνεται περισσότερο, το δέρμα της και η αισθητότητά της; Μια «επι-στημονική» ερμηνεία του κόσμου, όπως την εννοείτε εσείς, μπορεί κατά συνέπεια να είναι μια από τις πιο ηλίθιες ερμηνείες του κόσμου, δηλαδή μια από τις πιο φτωχές σε νόημα: αυτό λέγεται για τα αφτιά και τις συνειδήσεις των κυρίων μηχανοκρατών, που ανακατεύονται σήμερα πρό-θυμα με τους φιλοσόφους και επιμένουν ότι η μηχανική είναι η θεωρία των πρώτων και των τελευταίων νόμων πάνω στους οποίους πρέπει να είναι στηριγμένη σαν σε γερό πάτωμα όλη η ενθαδική ύπαρξη. Ένας όμως ουσιαστικά μηχανικός κόσμος θα ήταν ένας κόσμος ουσιαστικά δίχως νόημαΙ Ας υποθέσουμε ότι εκτιμάμε την αξία ενός μουσικού κομ-ματιού ανάλογα με το πόσο πολύ απ' αυτό μπορεί να μετρηθεί, να υπο-λογιστεί και να αναχθεί σε τύπους: πόσο παράλογη θα ήταν μια τέτοια «επιστημονική» εκτίμηση της μουσικής! Τι θα είχαμε καταλάβει, συλ-λάβει, γνωρίσει απ' αυτήν; Τίποτα, πραγματικά τίποτα απ' ό,τι είναι πραγματικά «μουσική» σ' αυτήν!...

374. Το καινούργιο μας «άπειρο». -Μέχρι πού φτάνει ο προοπτι-κός χαρακτήρας της ενθαδικής ύπαρξης ή αν έχει αυτή άλλο χαρα-κτήρα, αν μια ενθαδική ύπαρξη δίχως ερμηνεία, δίχως «νόημα» δεν γίνεται ακριβώς «α-νοησία», αν, από την άλλη μεριά, κάθε ύπαρξη δεν είναι ουσιαστικά μια ερμηνενουσα ύπαρξη -να τι δεν μπορεί να απαντηθεί, όπως είναι εύλογο, ακόμη και από την πιο επίπονη και ευσυνείδητη ανάλυση και αυτοεξέταση του νου: γιατί, στην πορεία της ανάλυσης αυτής, ο ανθρώπινος νους δεν μπορεί να αποφύγει να δει τον εαυτό του κάτω από τις προοπτικές του μορφές και μόνο κάτω απ' αυτές. Δεν μπορούμε να αλλάξουμε τη γωνία του βλέμματός μας: είναι καταδικασμένη περιέργεια να θέλεις να μάθεις τι άλλα είδη νου και προοπτικής θα μπορούσαν να υπάρχουν: για παράδειγμα, αν

202 Η ΧΑΡΟΥΜΕΝΗ Ε Π Ι Σ Τ Η Ι ^

κάποια όντα μπορούν να αισθάνονται τον χρόνο να κυλάει προς τα πίσω ή άλλοτε προς τα μπρος κι άλλοτε προς τα πίσω (πράγμα που θα συνεπαγόταν μια άλλη κατεύθυνση της ζωής και μια άλλη ε'ννοια της αιτίας και του αποτελέσματος). Νομίζω όμως πως απέχουμε, σή-μερα τουλάχιστον, από τη γελοία προπέτεια να θεσπίζουμε από τη γωνία μας ότι μπορεί να υπάρξει προοπτική μόνον απ' αυτή τη γωνί-α. Αντίθετα, για μας ο κόσμος έχει ξαναγίνει για μια ακόμη φορά «άπειρος», στο βαθμό που δεν μπορούμε να αποκλείσουμε τη δυνα-τότητα του να περικλείει άπειρες ερμηνείες. Μας έπιασε πάλι η μεγά-λη ανατριχίλα· ποιος όμως θα είχε όρεξη να θεοποιήσει αμέσως, πά-λι, με τον αρχαίο τρόπο, αυτό το τέρας τον άγνωστο κόσμο; Και να λατρέψει στο εξής αυτό το άγνωστο πράγμα ως «τον άγνωστο»; Αλί-μονο, σ' αυτό το άγνωστο πράγμα περιέχονται πάρα πολλές μη θεϊ-κές δυνατότητες ερμηνείας, πάρα πολλή διαβολιά, ηλιθιότητα και μωρία της ερμηνείας -ακόμη και η ίδια μας η ανθρώπινη, πάρα πολύ ανθρώπινη ερμηνεία, που τόσο καλά την ξέρουμε...

375. Γιατί φαινόμαστε επικούρειοι. -Είμαστε προσεκτικοί, εμείς οι σύγχρονοι άνθρωποι, απέναντι στις τελικές πεποιθήσεις· η δυσπιστία μας παρακολουθεί άγρυπνα τα γητέματα και τις εξαπατήσεις της συ-νείδησης που εμπεριέχονται σε κάθε ισχυρή πίστη, σε κάθε απόλυτο Ναι και Όχι: πώς εξηγείται αυτό; Ίσως από το ότι αυτό που υπάρχει εδώ είναι κατά μεγάλο μέρος η σύνεση του «καμένου παιδιού», του απογοητευμένου ιδεαλιστή- κατά ένα άλλο όμως, καλύτερο μέρος, υ-πάρχει και η περιχαρής περιέργεια κάποιου που κάποτε ήταν κολλη-μένος στη γωνία του κι είχε οδηγηθεί σε απελπισία απ' αυτήν, και τώρα χαίρεται και ενθουσιάζεται στο αντίθετο της γωνιάς, σ' αυτό που δεν έχει όρια, στο «ελεύθερο καθ' εαυτό». Έτσι αναπτύσσεται μια σχεδόν επικούρεια κλίση για γνώση, που δεν θέλει να αφήσει να της ξεφύγει ο αμφίβολος χαρακτήρας των πραγμάτων ομοίως, μια αποσιρο<ρή για τις μεγάλες λέξεις και χειρονομίες της ηθικής, ένα γού-στο που απορρίπτει όλες τις χονδροειδείς, τετράγωνες αντιθέσεις και είναι υπερήφανο για την εξάσκηση του στην επιφυλακτικότητα. Γιατί αυτό αποτελεί την υπερηφάνεια μας, αυτό το ελαφρό σφίξιμο των χα-λιναριών καθώς χύνεται μπροστά η ακατανίκητη ορμή μας για βε-βαιότητα, αυτή η αυτοκυριαρχία του καβαλάρη κατά τη διάρκεια των πιο άγριων καλπασμών του: γιατί εξακολουθούμε να καβαλάμε τρελά και φλογερά άλογα, κι όταν διστάζουμε, δεν είναι ο κίνδυνος αυτ<5 που μας κάνει να διστάζουμε...

ΠΕΜΠΤΟ ΒΙΒΛΙΟ: ΕΜΕΙΣ Ol ΑΦΟΒΟΙ 213

376. Οι περίοδοι επιβράδυνσης. -Έτσι νιώθουν όλοι οι καλλιτέχνες και οι δημιουργοί «έργων», δηλαδή το μητρικό είδος ανθρώπων: στο τέλος κάθε περιόδου της ζωής τους, την οποία κόβει κάθε φορά ένα έργο, πιστεύουν πάντα ότι έχουν ςρτάσει στον σκοπό τους, ότι είναι έτοι-μοι να δεχτούν με καρτερία τον θάνατο, με το αίσθημα: «τώρα είμαι ώριμος γι' αυτόν». Αυτό δεν είναι έκφραση κόπωσης -αλλά μάλλον μιας ορισμένης φθινοπωρινής λιακάδας και γλυκύτητας, τις οποίες αφήνει πάντα στον δημιουργό του το ίδιο το έργο, το ωρίμασμα ενός έργου. Τότε ο ρυθμός της ζωής επιβραδύνεται και γίνεται παχύρρευστος σαν το μέλι -ως τις μακρές παύσεις, ως την πίστη στη μακρά παύση...

377. Εμείς οι απάτριδες. -Ανάμεσα στους σημερινούς Ευρωπαίους δεν λείπουν εκείνοι που έχουν το δικαίωμα να αυτοαποκαλούνται απά-τριδες με μια χαρακτηριστική και τιμητική έννοια -σ' αυτούς ακριβώς συνιστώ θερμά τη μυστική μου σοφία και gaya scienza\ Γιατί ο κλήρος τους είναι σκληρός, οι ελπίδες τους αβέβαιες, χρειάζεται πραγματικά μαεστρία για να επινοήσει κανείς μια παρηγοριά γι' αυτούς -αλλά τι βοηθάει αυτό! Εμείς τα παιδιά του μέλλοντος, πώς θα ήταν δυνατόν να νιώσουμε σαν στο σπίτι μας μέσα σ' αυτό το σήμερα! Απεχθανόμαστε όλα τα ιδανικά τα οποία μπορούν να κάνουν κάποιον να νιώσει σαν στο σπίτι του ακόμη και σ' αυτή την εύθραυστη, τσακισμένη, μεταβατική περίοδο· όσο για τις «πραγματικότητές» της, δεν πιστεύουμε ότι θα έ-χουν διάρκεια. Ο πάγος που τις κρατάει ακόμη σήμερα έχει γίνει πολύ λεπτός: ο άνεμος που λιώνει τον πάγο έχει αρχίσει να φυσάει· εμείς οι ίδιοι, εμείς οι απάτριδες, είμαστε κάτι που σπάζει τον πάγο κι άλλες υπερβολικά λεπτές «πραγματικότητες»... Δεν «διατηρούμε» τίποτα, δεν θέλουμε επίσης να επιστρέψουμε σε κανένα παρελθόν, δεν είμαστε κα-τά κανένα τρόπο «φιλελεύθεροι», δεν δουλεύουμε για την «πρόοδο», δεν έχουμε ανάγκη να βουλώνουμε τα αφτιά μας για να μην ακούμε τις σειρήνες του μέλλοντος στην αγορά: το τραγούδι τους για τα «ίσα δι-καιώματα», για την «ελεύθερη κοινωνία», για το «όχι πια αφεντικά και δούλοι» δεν μας δελεάζει καθόλου! Απλώς, δεν θεωρούμε επιθυμητό να εδραιωθεί στη γη η βασιλεία της δικαιοσύνης και της ομόνοιας (για-τί, ασφαλώς, θα ήταν η βασιλεία της «μετριοποίησης» και του «χινε-ζισμού»)· χαιρόμαστε μ' όλους εκείνους που αγαπούν, σαν και μας, τον κίνδυνο, τον πόλεμο και τις περιπέτειες, που δεν αφήνονται να συμ-βιβαστούν, να αιχμαλωτιστούν, να συμφιλιωθούν και να ευνουχιστούν, κατατάσσουμε τον εαυτό μας στην κατηγορία των κατακτητών, σκε-πτόμαστε για την αναγκαιότητα νέων οργανώσεων και μιας νέας δου-

188 Η ΧΑΡΟΥΜΕΝΗ ΕΠΙΣΤΗΜΗ

λείας·''-'": γιατί κάθε ενίσχυση και ανΰψωση του τΰπου «άνθρωπος» συνε-πάγεται κι ε'να νέο είδος υποδούλωσης -δεν είναι αλήθεια; Μ' όλα αυ-τά, μπορούμε να νιώθουμε εύκολα σαν στο σπίτι μας σε μια εποχή που διεκδικεί την τιμή ότι είναι η πιο ανθρώπινη, η πιο ήπια, η πιο δίκαιη εποχή απ' όσες είδε με'χρι τώρα ο ήλιος; Το χειρότερο είναι ότι τέτοια ωραία λόγια μάς προκαλούν άλλο τόσο άσχημες υποψίες! Δεν βλέπου-με σ' αυτά παρά μόνο την έκφραση -και τη μασκαράτα- μιας βαθιάς εξασθένησης, κόπωσης, γηρατειών, εξαντλημένης ενέργειας! Τι μας εν-διαφέρουν τα μπιχλιμπίδια που μπορεί να χρησιμοποιήσει ο άρρωστος για να καλλωπίσει την αδυναμία του! Ας τον αφήσουμε να τα επιδει-κνύει σαν να είναι η αρετή του -δεν υπάρχει αμφιβολία πως η αδυναμία σε κάνει ήπιο, ω, τόσο ήπιο, τόσο δίκαιο, τόσο άκακο, τόσο «ανθρώπι-νο»! -Η «θρησκεία του οίκτου^""», στην οποία θέλουν να μας μυήσουν -αχ, ξέρουμε αρκετά καλά τα υστερικά αρσενικά και θηλυκά ανθρωπά-κια που χρειάζονται σήμερα ακριβώς αυτή τη θρησκεία για πέπλο και για ψιμύθιο! Δεν είμαστε ανθρωπιστές· δεν θα τολμούσαμε ποτέ να επιτρέψουμε στον εαυτό μας να μιλήσει για την «αγάπη του για την ανθρωπότητα» -κανένας από μας δεν είναι αρκετά θεατρίνος για κάτι τέτοιο! Ούτε αρκετά σενσιμονιστής'·" ούτε αρκετά Γάλλος. Πρέπει να προσβληθεί κανείς πράγματι από μια γαλατική υπερβολή εροΰτικής ευε-ρεθιστότητας και ερωτευμένης ανυπομονησίας για να πλησιάσει έντι-μα, με τον σαρκικό του πόθο, την ανθρωπότητα... Η ανθρωπότητα! Υ-πήρξε τάχα ποτέ πιο βδελυρή γριά ανάμεσα σ' όλες τις γριές (εκτός ίσως από την «αλήθεια»: ένα ερώτημα για φιλοσόφους); Όχι, εμείς δεν αγαπάμε την ανθρωπότητα· από την άλλη μεριά όμως, δεν είμαστε αρ-κετά «Γερμανοί», με την έννοια με την οποία χρησιμοποιείται συνεχώς σήμερα η λέξη «Γερμανός», ώστε να είμαστε φερέφωνα του εθνικισμού και του (ρυλετικού μίσους και να χαιρόμαστε με την εθνικιστική ψώρα της καρδιάς και της εθνικιστικής δηλητηρίασης του αίματος, που κά-νουν σήμερα τους λαούς της Ευρώπης να στήνουν σύνορα και να οχυ-ρώνονται σαν να βάζουν ο ένας τον άλλο σε καραντίνα. Γι' αυτό το πράγμα είμαστε πάρα πολύ απροκατάληπτοι, πάρα πολύ κακοί, πάρα

339. Η σκέψη αυτή δεν είναι καινούργια. Ο Νίτσε σχεδίαζε να γράψει ένα κείμενο σχετικά ήδη αχό το 1871, ακριβώς μετά την Κομούνα του Παρισιού. Πρβλ. επίσης Πέρα από το καλό και χο κακό, «Ένατο μέρος. Τι είναι ευγενές;». 340. Αναφορά crtov Σοπενάουερ. 341.0 γάλλος φιλόσοφος και οικονομολόγος Κλίοντ-Ανρί ντε Ρουρβουά, δούκας ταυ Σαιν-Σιμόν (1760-1825) πίστευε ότιη βιομηχανία θα μπορούσε να απελευθερι6σειτην ανθρωιιότητα Οι μαθητές του Ενφανιέν, Μπαζάρ, Λερού δημιούργησαν το ρεύμα που ο Ένγκελς χαρακτήρισε «ονιοκικοίσοσιαλυστές». Πρβλ. Οαντίχρισνος, § 54.

ΠΕΜΠΤΟ ΒΙΒΛΙΟ: ΕΜΕΙΣ Ol ΑΦΟΒΟΙ 213

πολυ διεφθαρμένοι, πάρα πολύ καλά πληροφορημένοι, πάρα πολΰ «τα-ξιδεμένοι»: προτιμάμε να ζοΰμε σε βουνά, χώρια, «παράκαιρα», σε πε-ρασμένους ή μελλοντικούς αιώνες, έστω και για να γλιτώσουμε από τη βουβή λύσσα στην οποία θα καταδικαζόμασταν ως μάρτυρες μιας πολι-τικής που ερημώνει το γερμανικό πνεύμα, επειδή το κάνει ματαιόδοξο, και που είναι, άλλωστε, μικρή πολιτική: προκειμένου να κρατήσει το ίδιο της το δημιούργημα έτσι ώστε να μη γκρεμιστεί αμέσως αυτό, δεν της είναι απαραίτητο να το φυτέψει ανάμεσα σε δύο θανάσιμα μίση; Δεν είναι αναγκασμένη να θέλει τη διαιώνιση του χωρισμού της Ευρώ-πης σε πολλά μικρά κράτη;... Εμείς οι απάτριδες είμαστε πολύ πολύ-μορφοι και ανάμικτοι ως προς τη φυλή και την καταγωγή μας, ως «σύγ-χρονοι άνθρωποι», και γι' αυτό δεν νιώθουμε τον πειρασμό να συμμε-τάσχουμε στον ψευδολόγο φυλετικό αυτοθαυμασμό και στην απρέπεια που επιδεικνύονται σήμερα στη Γερμανία ως διακριτικό σημάδι του γερ-μανικού τρόπου σκέψης, και που είναι διπλά ψεύτικα και απρεπή πράγ-ματα για τον λαό της «ιστορικής αίσθησης». Είμαστε, με μια λέξη -κι ας είναι αυτή λόγος τιμής μας!- καλοί Ευρωπαίοι, οι κληρονόμοι της Ευ-ρώπης, οι πλούσιοι, αυτοί που έχουν πάρει πάρα πολλά αλλά και έχουν αναλάβει τις περισσότερες υποχρεώσεις, οι κληρονόμοι των χιλιάδων χρόνων του ευρωπαϊκού πτνεύματος'^^: ως τέτοιοι, έχουμε ξεπεράσει τον χριστιανισμό και νιώθουμε απέχθεια γι' αυτόν - επειδή ακριβώς μεγα-λώσαμε απ' αυτόν, επειδή οι πρόγονοί μας ήταν χριστιανοί με ανυπο-χώρητη χριστιανική εντιμότητα: για την πίστη τους θυσίαζαν πρόθυμα την περιουσία και το αίμα τους, την κατάσταση και τη γη των πατέρων τους'" ' . Εμείς -κάνουμε το ίδιο. Αλλά γιατί; Για την απιστία μας; Για κάθε είδος απιστίας; Όχι, το ξέρετε πολύ καλά, φίλοι μου! Το κρυμμένο Ναι μέσα σας είναι πιο δυνατό απ' όλα τα Όχι και Ίσως που αρροκτιαί-νουν εσάς και την εποχή σας· κι όταν πρέπει να πάρετε τις θάλασσες, εσείς μετανάστες, εκείνο που σας σπρώχνει είναι επίσης -μια πίστη]...

378. «Και θα ξαναγίνουμε διαχητείς». -Εμείς, οι γενναιόδωροι και πλού-σιοι σε πνεύμα, που στεκόμαστε στην άκρη των δρόμων σαν ανοιχτά πηγάδια και δεν θέλουμε να εμποδίσουμε κανέναν να αντλήσει το νερό μας: δεν ξέρουμε δυστυχώς πώς να αμυνόμαστε όταν το θέλουμε, δεν

342. Γράφει ο Νίτσε σια Nachgelassene FragmenteXI, 31 [10]: «Ο περιπλανώμενος, άπατρις, ταξιδιώτης, αυτός που ξε'μαθε να αγαπά τον λαό του, επεώή αγα3Ηί πολλούς λαούς, ο καλός Ευρωπαίος.» 343.0 Νίτσε πίστευε ότι οι πρόγονοί του ήταν πολοίνοί ευγενείς. Βλ. Ecct Homo, «Γιατί είμαι τόσο σοφός», § 3,

188 Η ΧΑΡΟΥΜΕΝΗ ΕΠΙΣΤΗΜΗ

έχουμε τρόπο να εμποδίσουμε τους άλλους από το να μη μας κάνουν ταραγμένους, θολούς: η εποχή στην οποία ζοΰμε ρίχνει μέσα μας ό,τι πιο «επίκαιρο» έχει- τα βρομερά της πουλιά ρίχνουν μέσα μας τις κουτσου-λιές τους· τα παιδιά τα μπιχλιμπίδια τους· και οι κατάκοποι ταξιδιώτες, που έρχονται κοντά μας να ξεκουραστούν, τις μικρές και μεγάλες μιζέ-ριες τους. Εμείς όμως θα κάνουμε ό,τι κάναμε πάντα: ό,τι ρίξουν μέσα μας, θα το πάρουμε και θα το θάψουμε κάτω στο βυθό μας -γιατί είμαστε βαθιοί, δεν το ξεχνάμε αυτό- και θα ξαναγίνουμε διαυγείς...

379. Παρέκβαση του γελωτοποιού. -Δεν είναι μισάνθρωπος αυτός που έγραψε τούτο το βιβλίο: το μίσος για τους ανθρώπους πληρώνεται σήμε-ρα πολύ ακριβά. Για να μισήσει κανείς τους ανθρώπους όπως τους μι-σούσαν άλλοτε, όπως τους μισούσε ο Τίμων""*, ολοκληρωτικά, χωρίς καμιά εξαίρεση, με όλη του την καρδιά, μ' όλη την αγάπη του μίσους, πρέπει να απαρνηθεί την περιφρόνηση: -και πόση λεπτή χαρά, πόση υπομονή, πόση καλοσύνη δεν χρωστάμε ακριβώς στην περιφρόνηση μας! Επιπλέον, μας κάνει «εκλεκτούς του Θεού»: η εκλειαυσμένη περιφρό-νηση είναι το γούστο μας και το προνόμιο μας, η τέχνη μας, η αρετή μας ίσως, εμάς, των πιο νεοτερικών ανάμεσα στους σύγχρονους!... Αντίθε-τα, το μίσος βάζει τους ανθρώπους στην ίδια μοίρα, τον έναν απέναντι στον άλλο· στο μίσος υπάρχει τιμή· τέλος, στο μίσος υπάρχει φόβος, ένα μεγάλο, καλό κομμάτι φόβου. Εμείς οι άφοβοι όμως, εμείς οι πιο πνευ-ματικοί άνθρωποι της εποχής αυτής, γνωρίζουμε αρκετά το προνόμιό μας για να ζούμε δίχως φόβο σ' αυτή την εποχή, επειδή ακριβώς είμα-στε οι πιο πνευματικοί άνθρωποι. Πολύ δύσκολα θα μας αποκεφαλί-σουν, θα μας φυλακίσουν ή θα μας εξορίσουν δεν θα απαγορέψουν ούτε θα κάψουν τα βιβλία μας. Η εποχή αγαπάει το πνεύμα, μας αγα-πάει και μας χρειάζεται, ακόμη κι αν πρέπει να της δώσουμε να κατα-λάβει ότι είμαστε καλλιτέχνες στην περιφρόνηση· ότι κάθε συναναστρο-φή με ανθρώπους μάς προκαλεί ελαφρό ρίγος· ότι παρά την ηπιότητα, την υπομονή, την κοινωνικότητα και την ευγένεια μας, δεν μπορούμε να πείσουμε τη μύτη μας να παρατήσει την προκατάληψη που δείχνει όταν βρεθεί κοντά σ' έναν άνθρωπο· ότι αγαπάμε τόσο περισσότερο τη φύση όσο λιγότερο ανθρώπινη είναι, και την τέχνη όταν είναι φυγή τσυ καλλιτέχνη μπροστά στον άνθρωπο ή χλευασμός του ανθρώπου από τον καλλιτέχνη ή αυτοχλευασμός του καλλιτέχνη...

344. Έλληνας φιλόσοφος (Αθήνα, 5ος αι.) Βλ. Διογένης Λαέρτιος, Φιλοσόφων βίων και δογμάτα/ν συναγωγή, II, βιβλίο 9. Με βάση τον Τίμωνα συνέθεσαν τον τύπο του μιοανθρώπου ο Λουκιανός, ο Πλούταρχος και ο Σαίξπηρ.

ΠΕΜΠΤΟ ΒΙΒΛΙΟ: ΕΜΕΙΣ Ol ΑΦΟΒΟΙ 213

380. ο <ααξιδιώτης» μιλάει. -Για να εξετάσουμε από απόσταση την ευρωπαϊκή ηθικότητα μας, για να τη μετρήσουμε σε σχέση με άλλες ηθικότητες, παλιότερες και μελλοντικε'ς, πρέπει να κάνουμε ό,τι κάνει ο ταξιδιώτης που θέλει να γνωρίσει το ΰψος των πΰργων μιας πόλης: εγκαταλείπει την πόλη. Οι «σκέψεις για τις ηθικές προκαταλήψεις», αν δεν θέλει κανείς να είναι προκαταλήψεις για τις προκαταλήψεις, προϋ-ποθέτουν μια τοποθέτηση έξω από την ηθική, κάποιο σημείο πέρα απ' το καλό και το κακό^·", στο οποίο πρέπει να ανεβούμε, να σκαρφαλώ-σουμε ή να πετάξουμε -και, στην παρούσα κατάσταση, τουλάχιστον ένα πέρα απ' το δικό μας καλό και κακό, μια ελευθερία από κάθε «Ευ-ρώπη», την οποία εννοώ ως ένα σύνολο αξιολογικών κρίσεων που διοι-κούν και έχουν γίνει σάρκα και αίμα μας'^. Το ότι θέλουμε να πάμε εκεί έξω, εκεί πάνω, μπορεί να είναι μια μικρή τρέλα, ένα ιδιαίτερο, παρά-λογο «πρέπει» -γιατί κι εμείς οι άνθρωποι της γνώσης έχουμε τις ιδιοσυ-γκρασίες μας της «ανελεύθερης θέλησης»: το ζήτημα είναι αν μπορεί κανείς πραγματικά να πάει εκεί πάνω. Αυτό μπορεί να εξαρτάται από ποικίλες συνθήκες· κατ' ουσία, το ζήτημα είναι πόσο ελαφροί ή βαριοί είμαστε -το πρόβλημα του «ειδικού βάρους» μας. Πρέπει να είναι κα-νείς πολύ ελαφρύς για να μεταφέρει τόσο μακριά τη θέληση του για γνώ-ση και θαρρείς πέρα από την εποχή του, για να φτιάξει για τον εαυτό του μάτια που να επιθεωρούν χιλιετηρίδες και, επιπλέον, καθαρό ουρανό μέ-σα σ' αυτά τα μάτια! Πρέπει να έχει ελευθερώσει τον εαυτό του από πολλά πράγματα που καταπιέζουν, εμποδίζουν, κρατούν κάτω, και κά-νουν βαριούς ακριβώς εμάς τους σημερινούς Ευρωπαίους. Ο άνθρωπος ενός τέτοιου «πέρα», που θέλει να δει τα ανώτερα μέτρα αξιών της επο-χής του, πρέπει πριν απ' όλα να «ξεπεράσει» την εποχή του μέσα στον ίδιο τον εαυτό του -αυτή είναι η δοκιμή της δύναμης του- και, κατά συνέ-πεια, να ξεπεράσει όχι μόνο την εποχή του, αλλά και τη με'χρι τούδε αποστροφή και αντίθεσή του προς αυτή την εποχή, τον πόνο του από αυτή την εποχή, τον παράκαιρο χαρακτήρα του, τον ρομαντισμό του...

381. Για το ζήτημα της κατανοψότητοζ. -Όταν γράφει κανείς, δεν θέλει μόνο να είναι κατανοητός, αλλά εξίσου σίγουρα να μψ είναι κα-

345. Η χαρούμενη επισιημη είναι λοιπόν σκέψη «πέρα από το καλό και το χαχό». 346. Πρβλ. Πέρα από το καλό και το κακό, § 202: «Ανοοίολύψαμε όη σε όλες τις χΰριες ηθικές κρίσεις η Ευροδπη έχει γίνει ομόφαινη,συμπεριλαμβανόμενοιν και tojv χωρών όπου κυριαρχεί η επιρροή της Ευροδπης: γνωρ^ονν ρητά σήμερα σιην Ευροίπΐ) ανιό που ο Σωκράτης πίστευε ότι δεν γνοβριζε...»

188 Η ΧΑΡΟΥΜΕΝΗ ΕΠΙΣΤΗΜΗ

τανοητός. Όταν κάποιος βρίσκει ακατανόητο ένα βιβλίο, αυτό δεν εί-ναι κατά κανένα τρόπο ένσταση εναντίον του ίδιου του βιβλίου: ίσως να ήταν αυτή η πρόθεση του συγγραφέα -ίσως να μην ήθελε αυτός να τον καταλαβαίνει ο «οποιοσδήποτε». Όλα τα ευγενή πνεύματα και γούστα επιλέγουν τους ακροατές τους όταν θέλουν να επικοινωνήσουν επιλέ-γοντας τους βάζουν την ίδια στιγμή φράγματα μπροστά (Κους «άλλους». Όλοι οι λεπτότεροι νόμοι ενός στιλ έλκουν από εδώ την καταγωγή τους: την ίδια στιγμή, κρατούν μακριά, δημιουργούν μια απόσταση, απαγο-ρεύουν την «είσοδο», την κατανόηση, όπως είπα πιο πριν -ενώ ανοί-γουν τα αφτιά εκείνων που τα αφτιά τους συγγενεύουν με τα δικά τους. Και για να το πω μεταξύ μας και για τη δική μου περίπτωση: δεν θέλω ούτε η άγνοιά μου ούτε η ζωντάνια του ταμπεραμέντου μου να μ' εμπο-δίσουν να είμαι κατανοητός σε σας, φίλοι μου: ούτε η ζωντάνια μου, όσο πολύ κι αν με πιέζει να καταπιαστώ μ' ένα θέμα γρήγορα, απλώς για να μπορέσω να καταπιαστώ μ' αυτό. Γιατί πλησιάζω τα βαθιά προβλήματα όπως τα κρύα μπάνια: γρήγορα μέσα και πάλι γρήγορα έξω. Το ότι δεν φτάνει κανείς βαθιά μ' αυτό τον τρόπο, αρκετά βαθιά κάτω, αυτό είναι προκατάληψη εκείνων που φοβούνται το νερό, των εχθρών του κρύου νερού" μιλούν χωρίς να έχουν πείρα. Ω! Το δυνατό κρύο σε κάνει γρή-γορο! -Και για να ρωτήσω κάτι παρεμπιπτόντως: όταν πλησιάζουμε έ-να θέμα γρήγορα, βιαστικά, αστραπιαία, αυτό παραμένει κατ' ανάγκη ακατανόητο και ανεξιχνίαστο; Πρέπει οπωσδήποτε να καθίσουμε πά-νω του μ' όλο μας το βάρος; Να το κλωσήσουμε σαν να 'ταν αβγό; Diu noctuque incubando [με το μυαλό αφοσιωμένο εκεί, μέρα νύχτα], όπως έλεγε για τον εαυτό του ο Νεύτων; Τουλάχιστον υπάρχουν αλήθειες τό-σο δειλές και ευαίσθητες που μόνο ξαφνικά μπορείς να τις πιάσεις -που είτε πρέπει να τις αιφνιδιάσεις είτε να τις αφήσεις ήσυχες... Τέλος, η συντομία μου έχει και μια άλλη αξία; το είδος των ζητημάτων που με απασχολούν με αναγκάζει να πω πολλά πράγματα με συντομία, προ-κειμένου να με ακούσουν με ακόμη μεγαλύτερη συντομία. Γιατί, όταν είναι κανείς αμοραλιστής, πρέπει να αποφεύγει να διαφθείρει την αθω-ότητα, εννοώ τους γαϊδάρους και τις γεροντοκόρες και των δύο φύλων, που δεν έχουν τίποτε από τη ζωή εκτός από την αθωότητά τους· ακόμη περισσότερο, τα γραπτά μου πρέπει να τους ενθουσιάζουν, να τους ανυ-ψώνουν και να τους ενθαρρύνουν στην αρετή. Δεν ξέρω πιο κωμικό θέαμα στη γη απ' αυτό των ενθουσιασμένων γέρικων γαϊδάρων και παρ-θένων, που διεγείρονται απ' τα γλυκά συναισθήματα της αρετής· κι «αυτό το είδα» -έτσι μίλησε ο Ζαρατούστρα. Αυτά για την πρόθεση της συ-ντομίας. Τα πράγματα είναι χειρότερα με την άγνοιά μου, που δεν προ-σπαθώ να την κρύψω από τον εαυτό μου. Υπάρχουν ώρες που ντρέπο-

ΠΕΜΠΤΟ ΒΙΒΛΙΟ: ΕΜΕΙΣ Ol ΑΦΟΒΟΙ 213

μαι γι' αυτήν υπάρχουν όμως και ώρες που ντρέπομαι για το ότι ντρέ-πομαι. Σήμερα- ίσως είναι άσχημη η θέση όλων των φιλοσόφων απένα-ντι στη γνώση: η επιστήμη αναπτύσσεται, και οι σοφότεροι από μας κοντεύουν να ανακαλύψουν πως γνωρίζουν πολύ λίγα'"'. Τα πράγματα θα ήταν όμως χειρότερα, αν συνέβαινε κάτι διαφορετικό -αν ξέραμε πάρα πολλά· το πρώτο καθήκον μας είναι και θα είναι να μην παίρνου-με τον εαυτό μας για άλλο. Είμαστε κάτι άλλο από λόγιοι, παρόλο που είναι αναπόφευκτο να είμαστε, ανάμεσα στ' άλλα, και λόγιοι. Έχουμε διαφορετικές ανάγκες, διαφορετική ανάπτυξη και διαφορετική πέψη: χρειαζόμαστε περισσότερα, χρειαζόμαστε επίσης και λιγότερα. Πόσα χρειάζεται ένα πνεύμα για να τραφεί -γι ' αυτό δεν υπάρχει συνταγή" αν το γούστο του όμως κλίνει στην ανεξαρτησία, στο γρήγορο πηγαινέλα, στις περιπλανήσεις, ίσως στις περιπέτειες, για τις οποίες είναι φτιαγμέ-νοι μόνον οι πιο σβέλτοι, θα προτιμήσει να ζει ελεύθερο με λιγότερη τροφή παρά ανελεύθερο με την κοιλιά πρησμένη. Αυτό που θέλει ένας καλός χορευτής από την τροφή του δεν είναι το πάχος, αλλά η μεγαλύ-τερη δυνατή ευλυγισία και δύναμη -και δεν ξέρω τι παραπάνω θα μπο-ρούσε να θέλει το πνεύμα ενός φιλοσόφου από το να γίνει ένας καλός χορευτής. Γιατί ο χορός είναι το ιδανικό του, η τέχνη του και, τέλος, η μόνη του ευσέβεια, η «θεία λειτουργία» του...

382. Η μεγάλη υγεία. -Εμείς οι καινούργιοι, εμείς που δεν έχουμε όνομα, εμείς οι δυσκολονόητοι άνθρωποι, εμείς τα πρόωρα παιδιά ενός αβέβαιου ακόμη μέλλοντος, χρειαζόμαστε για έναν καινούργιο σκοπό κι ένα καινούργιο μέσο -δηλαδή, μια καινούργια υγεία, πιο δυνατή, πιο πονηρή, πιο ανθεκτική, πιο τολμηρή και πιο χαρούμενη από οποιαδήποτε προηγούμενη υγεία. Όποιος έχει μια ψυχή που διψά να ζήσει όλο το φάσμα των μέχρι τούδε αξιών και των πραγμάτων που έχουν θεωρηθεί επιθυμητά και να κάνει τον περίπλου όλων των ακτών αυτής της ιδανικής «Μεσογείου»· όποιος θέλει να μάθει, από τις περι-πέτειες της πιο προσωπικής του εμπειρίας, πώς νιώθει ένας κατακτη-τής του ιδεώδους και κάποιος που το ανακαλύπτει, κι επίσης ένας καλ-λιτέχνης, ένας άγιος, ένας νομοθέτης, ένας σοφός, ένας επιστήμονας, ένας ευσεβής άνθρωπος, ένας μάντης κι ένας που στέκει σαν θΐός παράμερα, σύμφωνα με το παλιό στιλ: αυτός χρειάζεται ένα πράγμα κυρίως, τη μεγάλη υγεία -την οποία δεν αρκείται να την έχει κανείς.

347. Πρβλ. Πέρα από το καλό και το κακό, § 205, όπου η ανάλυση αιηη αναπιύσσεται περαιτέρω.

188 Η ΧΑΡΟΥΜΕΝΗ ΕΠΙΣΤΗΜΗ

αλλά την κατακτά συνεχώς και πρέπει να την κατακτά, γιατί τη θυ-σιάζει συνεχώς και πρε'πει να τη θυσιάζει!... Και τώρα, αφοΰ για πολύ καιρό οδοιπορούσαμε έτσι, εμείς οι Αργοναύτες του ιδεώδους, με πε-ρισσότερη ίσως τόλμη απ' όσο θα ήταν λογικό, αφού υποφέραμε αρ-κετές φορές από ναυάγια και ζημιές και μείναμε όμως, όπως είπα, πιο υγιείς απ' όσο θα ήθελαν να μας επιτρέψουν να μείνουμε, επικίνδυνα υγιείς, για πάντα υγιείς, μας φαίνεται πως τώρα έχουμε απέναντί μας, ως ανταμοιβή για όλα αυτά, μια ανεξερεύνητη χώρα, που κανένας δεν είδε ακόμη τα σύνορα της, κάτι «πέρα» από τις γνωστές μέχρι τώρα χώρες και τις γωνιές του ιδεώδους, έναν κόσμο τόσο πλούσιο σε πράγματα όμορφα, παράξενα, αμφίβολα, φοβερά και θεϊκά, ώστε η περιέργειά μας και η λαχτάρα μας να τον αποκτήσουμε έχουν βγει από τα όριά τους -αχ, έτσι που στο εξής τίποτε δεν θα μπορέσει πια να μας χορτάσει! Έπειτα από τέτοιες επισκοπήσεις και με τέτοια άγρια πείνα σιη συνείδηση και δίψα για γνώση, πώς θα μπορούσαμε να ικα-νοποιούμαστε ακόμη με τους τωρινούς ανθρώπους; Είναι ίσως πολύ κακό, αλλά και αναπόφευκτο, να δυσκολευόμαστε να παραμένουμε σοβαροί, όταν εξετάζουμε ποιοι είναι οι πραγματικά αξιόλογοι γι' αυ-τούς σκοποί και ελπίδες· συχνά μάλιστα δεν μπορούμε ούτε μια ματιά να τους ρίξουμε. Ένα άλλο ιδεώδες τρέχει μπροστά μας, ένα ιδεώδες παράξενο, που βάζει σε πειρασμό, επικίνδυνο, για το οποίο δεν θέ-λουμε να πείσουμε κανέναν, επειδή σε κανέναν δεν αναγνωρίζουμε εύκολα το δικαίωμα να το έχει: είναι το ιδεώδες ενός πνεύματος που παίζει με αφέλεια -δηλαδή, όχι σκόπιμα, αλλά λόγω μιας ξέχειλης δύναμης και πληρότητας- μ' ό,τι ονομαζόταν μέχρι τώρα άγιο, καλό, απαραβίαστο, θείο· το ιδεώδες για το οποίο το ύψιστο επίπεδο στο οποίο ο λαός βάζει εύλογα το μέτρο των αξιών του, θα ήταν ήδη συνώ-νυμο του κινδύνου, της πτώσης, της ταπείνωσης ή τουλάχιστον της α-ναψυχής, της τύφλωσης, της προσωρινής λησμονιάς του εαυτού· το ι-δεώδες μιας ανθρώπινης, υπεράνθρωπης^"® ευημερίας και ευμένειας, που θα φανεί συχνά απάνθρωπο -γ ια παράδειγμα, αν αντιπαρατα-χθεί σε ολόκληρη τη μέχρι τούδε επίγεια σοβαρότητα, σε κάθε είδους επισημότητα στις χειρονομίες, στα λόγια, στον τόνο, στο βλέμμα, στην ηθική και σιον προορισμό, σαν να ήταν η αθέλητη και η πιο ενσαρκω-μένη παρωδία τους. Παρ' όλα αυτά όμως, είναι ένα ιδεώδες με το οποίο πραγματικά αρχίζει για πρώτη φορά η μεγάλη σοβαρότητα, με το οποίο μπαίνει για πρώτη φορά το πραγματικό ερωτηματικό, με το

348. Σε αντίθεση προς την έκφραση «ανθρώπινο, πάρα πολΰ ανθρώπινο», που ήταν τίτλος προγενέστερου βιβλίου του.

ΠΕΜΠΤΟ ΒΙΒΛΙΟ: ΕΜΕΙΣ Ol ΑΦΟΒΟΙ 213

οποίο αλλάζει η μοίρα της ψυχής, προχωρά ο δείκτης του ρολογιού, αρχίζει η τραγωδία'·"...

383. Επίλογος. -Ενώ όμως ζωγραφίζω σιγά-σιγά αυτό το σκοτεινό ερωτηματικό στο τέλος και εξακολουθώ να θε'λω να υπενθυμίσω στους αναγνώστες μου τις αρετές του σωστού αναγνώστη -τι λησμονημένες και άγνωστες αρετές που είναι!-, να που ακούω γύρω μου το πιο μοχθη-ρό, κεφάτο και διαβολικό γέλιο: τα πνεύματα του ίδιου μου του βιβλίου ρίχνονται πάνω μου, μου τραβούν τ' αςπιά και με επαναφέρουν στην τάξη. «Δεν αντέχουμε πια», μου φωνάζουν, «μακριά, μακριά από μας αιηη η μαύρη σαν τον κόρακα μουσική! Δεν λάμπει γύρω μας το φοπει-νό πρωινό; Και το μαλακό πράσινο χώμα και γρασίδι, το βασίλειο του χορού; Υπάρχει καλύτερη ώρα για να είσαι χαρούμενος; Ποιος θα πει ένα τραγούδι για μας, ένα τραγούδι του πρωινού, τόσο ηλιόλουστο, τό-σο ανάλαφρο, τόσο πουπουλένιο που δεν θα τρομάζει τα τζιτζίκια, αλλά αντίθετα θα τα καλεί να πάρουν μέρος στο χορό και στο τραγούδι; Καλύτερα η απλή χωριάτικη γκάιντα παρά αυτοί οι μυστηριώδεις ήχοι, αυτός ο βατραχίσιος κοασμός'^", οι φωνές από τον τάφο και τα σφυρίγ-ματα του σκίουρου με τα οποία μας φιλοδωρήσατε μέχρι τώρα μέσα στην έρημο σας, κύριε ερημίτη και μουσικέ του μέλλοντος'"! Όχι! Όχι άλλοι τέτοιοι τόνοι! Από δω και μπρος ας παιανίσουμε πιο ευχάριστες, πιο χαρούμενες μελωδίες'"!» -Αυτό σας αρέσει, ανυπόμονοι φίλοι μου; Ε, καλά λοιπόν! Ποιος δεν θα ήθελε να σας κάνει το κέφι; Η γκάιντά μου περιμένει, όπως κι ο λάρυγγάς μου -ακόμη κι αν είναι λιγάκι βρα-χνιασμένος, συγγνώμη! Είμαστε στο βουνό. Αυτό όμως που θα ακούσε-τε είναι τουλάχιστον καινούργιο- κι αν δεν το καταλάβετε, αν παρανο-ήσετε τον τραγουδιστή, τι σημασία έχει; Αυτό είναι η λεγόμενη «κατά-ρα του τραγουδιστή'^'». Όσο πιο καθαρά μπορέσετε να ακούσετε τη μουσική του και τη μελωδία του, τόσο πιο καλά θα μπορέσετε να χορέ-ψετε σύμφωνα με τον ήχο του αυλού του. Το θέλετε;...

349. Βλ. τον τίτλο της § 342. Ο Νίτσε κλείνει το πέμπτο βιβλίο με το ίδιο θέμα με το οποίο έκλεινε το τέταρτο βιβλίο. 350. Η εικόνα αυτη δηλώνει στα γερμανικά τον κακό οιωνό. 351. Αναφορά στον Βάγκνερ. 352. Εισαγωγή στο ποίημα του ΣίλλερLteίί an die Freude {Ωδή στη χαρά), 1780, που χρησιμοποίησε ο Μπετόβεν στην 9η συμφωνία του. 353. Τίτλος ενός ποιήματος του γερμανού ποιητή Λοΰντβιχ Ούλαντ (1787-1862).

Παράρτημα

Τραγούδια τον πρίγκιπα Έκνομον^^^

ΣΤΟΝ ΓΚΑΙΤΕ

Το άφθαρτο είναι η παραβολή σου^^ ! Ο Θεός, ο απατηλός Είναι απάτη ποιητή...

Καθώς κυλάει ο τροχός του κόσμου Αγγίζει τον ένα σκοπό μετά τον άλλο: Απόγνωση, τον λέει ο οργίλος Παιχνίδι, τον λέει ο γελωτοποιός...

Το παιχνίδι του κόσμου, το κυρίαρχο. Ανακατεύει το είναι με το φαίνεσθαι: Το αιώνια χωρατατζίδικο'^® Μας ανακατεύει και μας εκεί μέσα!...

ΚΛΗΣΗ ΠΟΙΗΤΗ

Μια μέρα που είχα ξαπλώσει για να ξεκουραστώ Κάτω από πυκνά φυλλώματα Άκουσα ένα ελαφρό τικ-τακ Ήπια, σαν να κρατούσε το μέτρο. Θυμωμένος, άρχισα να το δείχνω Αλλά δεν μπορούσα να κάνω τίποτα.

354. Vogelfrei, κατά λέξη «ελεύθερος σαν το πουλί», είναι ιδιωματική έκφραση που σημαίνει τον «εκτός νόμου». Με το όνομα αυτό, ο Νίτσε θέλει να δηλώσει την ελευθερία του πνεύματος από τους κοινωνικούς καταναγκασμούς και πιέσεις. 355. «Το φθαρτό είναι μόνο παραβολή», γράφει ο Γκαίτε στους τελευταίους σιίχους του δεύτερου Φάουστ. 356. Αναφορά στον Ηράκλειτο (το παιχνίδι).

188 Η ΧΑΡΟΥΜΕΝΗ ΕΠΙΣΤΗΜΗ

Ώσπου στο τέλος, όπως ένας ποιητής, Αρχισα να μιλώ κι εγώ με τικ-τακ.

Καθώς έςρτιαχνα στίχους. Οι συλλαβε'ς πηδούσαν, οπ, σπ, η μια πίσω απ' την άλλη, Ξαφνικά μ' ε'πιασαν τα γε'λια Και γελούσα ένα τέταρτο της ώρας συνεχώς. Εσ\5 ποιητης; Εσύ ποιητης; Έχει σαλέψει το μυαλό σου; -«Μάλιστα, κύριε, είσαι ποιητής» Λέει ο δρυοκολάπτης σηκώνοντας τους ώμους.

Ποιον περιμένω σ' αυτό τον θάμνο; Ποιον παραμονεύω σαν ληστής; Ένα απόφθεγμα; Μια εικόνα; Η ρίμα μ' ένα πήδημα ανεβαίνει πάνω του. Ό,τι τρέχει ή πηδάει γρήγορα Το κάνει σ ποιητής στίχο. «Μάλιστα, κύριε, είσαι ποιητής» Λέει ο δρυοκολάπτης σηκώνοντας τους ώμους.

Οι ρίμες μοιάζουν με βέλη; Δες το τρέμουλο, δες το ρίγος, δες το αναπήδημα 'Οταν το βέλος σχίζει τα ευγενή μέρη Του μικρού σώματος της σαύρας! Πεθαίνετε, φτωχοί διάβολοι Ή τρικλίζετε σαν μεθυσμένοι! «Μάλιστα, κύριε, είσαι ποιητής» Λέει ο δρυοκολάπτης σηκώνοντας τους ώμους.

Κυρτά αποφθέγματα που γράφονται βιαστικά Μεθυσμένες φράσεις, πώς βιάζονται όλες! Ώσπου όλες σας, στίχο με στίχο Κρεμιέστε απ' την αλυσίδα του τικ-τακ. Κι υπάρχει μια σκληρή φάρα Που χαίρεται μ' όλα αυτά; Είναι κακοί οι ποιητές; «Μάλιστα, κύριε, είσαι ποιητής» Λέει ο δρυοκολάπτης σηκώνοντας τους ώμους. Κοροϊδεύεις πουλί; Θέλεις να αστειευτείς; Αν πάει άσχημα το μυαλό μου

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ: ΤΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ ΤΟΥ ΠΡΙΓΚΙΠΑ ΕΚΝΟΜΟ Υ 277

Τι θα απογίνει η καρδιά μου; Α! να φοβάσαι, να τρέμεις την οργή μου! Όμως ο ποιητής φτιάχνει ρίμες Όπως κι αν είναι, ακόμη κι οργισμένος. «Μάλιστα, κύριε, είσαι ποιητής» Λέει ο δρυοκολάπτης σηκώνοντας τους ώμους.

ΣΤΟΝ ΝΟΤΟ

Σ' ενα στραβό κλαρί κάθομαι Και κουνώ την κούραση μου. Ένα πουλί με φιλοξενεί. Και στη φωλιά του ξεκουράζομαι. Μα που είμαι λοιπόν; Αχ, μακριά, πολύ μακριά!

Η άσπρη θάλασσα αποκοιμήθηκε Ένα πορφυρό πέπλο πέφτει πάνω της. Βράχοι, συκιές, πύργος και λιμάνι. Ειδύλλια ακούγονται, βελάσματα προβάτων Ω, αθωότητα του Νότου, δέξου με!

Να βαδίζεις με βήμα -αυτό δεν είναι ζωή. Το ένα πόδι και μετά το άλλο -σε κάνει Γερμανό και βαρύ. Είπα στον άνεμο να με πάρει μαζί του. Το πουλί μ' έμαθε να πετάω. Για τον Νότο πέταξα πάνω απ' τη θάλασσα.

Λογικό! Θλιβερή ιστορία! Μας φέρνεις πολΰ γρήγορα στο σκοπό μας! Πετώντας έμαθα τι με ξεγελούσε Τώρα έχω θάρρος, αίμα και σφρίγος Για μια καινούργια ζωή, για ένα καινούργιο παιχνίδι...

Είναι σοφό να σκέ(ρτεσαι μονάχος Θα ήταν όμως ηλίθιο να τραγουδάς μονάχος! Ακούστε λοιπόν ένα τραγούδι που σας παινεύει Και καθίστε ήσυχα τριγύρω μου σε κύκλο Κακά μικρά πουλιά!

Τόσο νέα, τόσο ψεύτικα, τόσο περιπλανώμενα

188 Η ΧΑΡΟΥΜΕΝΗ ΕΠΙΣΤΗΜΗ

Μου φαίνεστε φτιαγμένα για τον έρωτα Και για όλες τις όμορφες διασκεδάσεις; Στον Βορρά, διστάζω να το ομολογήσω Αγάπησα μια γυναίκα, γριά για κλάματα. Τη λέγανε «αλήθεια»...

Η ΕΥΣΕΒΗΣ ΜΠΕΜΠΑ

Όσο είναι ακόμα όμορφο το κορμάκι μου Καλά θα έκανα να είμαι ευσεβής. Ξέρουμε πως ο Θεός αγαπάει τις γυναίκες Και προπαντός τις όμορφες. Και θα συγχωρέσει πρόθυμα το ςπωχό καλογεράκι Που τόσο του αρέσει να είναι μαζί μου Όπως και τόσα ά>Λα καλογεράκια.

Δεν είναι κανένας γκριζομάλλης Πατέρας της Εκκλησίας, Όχι, είναι νέος και συχνά ροδαλός. Παρά τη γκρίζα του ακεφιά, Γεμάτος ζήλια κι απόγνωση. Δεν μ' αρέσουν οι γέροι Κι εκείνου δεν του αρέσουν οι γριές: Πόσο θαυμαστά και σοφά Τα κανόνισε αυτά ο Κύριος!

Η Εκκλησία ξέρει να ζήσει Δοκιμάζει τις καρδιές και τα πρόσωπα, Με βλέπει και θα με συγχωρέσει... Και ποιος δεν θα με συγχωρούσε; Ψελλίζεις κάτι με το στοματάκι σου Γονατίζεις και μετά φεύγεις. Κι η καινούργια αμαρτία Σβήνει την παλιά.

Ευλογημένος ο Θεός επί της γης, Που αγαπάει τα όμορφα κορίτσια Κι εύκολα συγχωρεί Τέτοιες αταξίες Όσο είναι ακόμα όμορφο το κορμάκι μου Καλά θα έκανα να είμαι ευσεβής

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ: ΤΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ ΤΟΥ ΠΡΙΓΚΙΠΑ ΕΚΝΟΜΟ Υ 277

Σαν γίνω γριά φαφούτα Ας με πάρει- ο διάβολος!

Η ΜΥΣΤΗΡΙΩΔΗ! ΒΑΡΚΑ

Χθες τη νύχτα, καθώς κοιμούνταν όλα Κι ο αγε'ρας μ' αβέβαιο στεναγμό Γύριζε μες στα σοκάκια^" Δεν με γαλήνευε το μαξιλάρι Ούτε το αφιόνι, ούτε εκείνο που φέρνει Τον βαθύ ύπνο: η καλή συνείδηση.

Στο τέλος παράτησα τον ύπνο Κι έτρεξα στο ακροθαλάσσι. Το φεγγάρι έλαμπε, η νύχτα ήταν γλυκιά Και βρήκα στη ζεστή άμμο άνθρωπο και βάρκα Νυσταγμένους και τους δυο, βοσκό και πρόβατο Νυστάζοντας η βάρκα έφυγε απ' την ακτή.

Πέρασε μια ώρα, ίσως και δυο, Μήπως ένας χρόνος; Ξαφνικά Αίσθηση και σκέψη Βυθίστηκαν σε μια αιώνια μονοτονία: Έ ν α άπατο βάραθρο ανοίχτηκε... Αυτό ήταν...

Ήρθε το πρωί: πάνω σε μαύρα βάθη Στέκει μια βάρκα, ήσυχη, πολύ ήσυχη... Τι έγινε; Εκατό ρωτούσαν: τι έγινε, αίμα; Τίποτε δεν έγινε! Κοιμόμασταν, κοιμόμασταν Όλοι μας - ω, πόσο καλά, πόσο καλά!

ΕΡΩΉΚΗ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗ (κατά τη διάρκεια της οποίας ο ποιητής πέφτει σε μια τρύπα)

Ω θαύμα! Μα πετάει ακόμα Ανεβαίνει ψηλά με τα φτερά του ακίνητα;

357. Της Γένοβας, συμφιονα με το χειρόγραφο.

188 Η ΧΑΡΟΥΜΕΝΗ ΕΠΙΣΤΗΜΗ

Τι τον ανεβάζει και τον κουβαλά; Ποιος είναι ο σκοπός του, ο δρόμος του, το χαλινάρι του;

Σαν τ' αστέρι και την αιωνιότητα Ζει σε ΰψη που αποφεύγει η ζωή. Γεμάτος οίκτο ακόμη και για τον φθόνο... Και πετάει στα σύννεφα Όποιος τον βλε'πει μόνο να πλανάρει!

Ω, πουλί άλμπατρος! Αιώνια ενόρμηση με σπρώχνει προς τα υψη Σε σκε'φτηκα κι ε'χυσα. Δάκρυα, δάκρυα -ναι, σ' αγαπώ!

ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΕΝΟΣ ΘΕΟΚΡΙΤΕΙΟΥ' " ΓΙΔΟΒΟΣΚΟΥ

Εδώ κείτομαι, άρρωστος oca σωθικά, Και με κατατρώνε οι ψύλλοι Κι εκεί κάτω, φώτα και θόρυβοι ακόμη! Τους ακούω να χορεύουν...

Εκείνη ήθελε αυτή την ώρα Να γλιστρήσει κοντά μου· Σαν το σκυλί περιμένω Και κανένα σημάδι δεν βλέπω.

Εκείνο το σημείο του σταυρού, όταν το υποσχόταν; Πώς μπόρεσε να πει ψέματα; Μήπως τρέχει πίσω απ' τον καθένα Όπως οι γίδες μου;

Αηό πού το μεταξϋϊτό της ^ρόρεμα; Α, περήφανή μου! Ώστε υπάρχουν ακόμα μερικοί τράγοι Σε τούτο το δάσος;

Πόσο αγέλαστο και δηλητηριώδη Σε κάνει η εροπική αναμονή!

358. Θεόκριτος, έλληνας ποιτρής (περί το 310-250πΧ), πατέραςτης βουκολικής ποίησης.

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ: ΤΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ ΤΟΥ ΠΡΙΓΚΙΠΑ ΕΚΝΟΜΟ Υ 277

Κι έτσι, μια αποπνικτική νύχτα Βγαίνει στον κήπο το δηλητηριώδες μανιτάρι

Ο έρωτας με τρώει Σαν τα επτά κακά Δεν μπορώ να φάω πια τίποτα Αντίο, κρεμμύδια μου!

Το φεγγάρι βασίλεψε κιόλας στη θάλασσα Κουράστηκαν όλα τα αστέρια Γκρίζα χαράζει η μέρα: Θα ήθελα να πέθαινα.

«ΑΥΤΕΣ ΟΙ ΑΒΈΒΑΙΗΣ ΨΥΧΕΣ»

Γι' αυτές τις αβέβαιες ·ψυχές Τις μισώ θανάσιμα Όλες οι τιμές τους είναι βάσανο, Όλοι οι έπαινοι τους σκασίλα για τον εαυτό τους και ντροπή

Επειδή δεν περνώ τοΰτη την εποχή Δεμένος στο δικό τους σκοινί, Μ' ακολουθεί μέσα απ' τα μάτια τους Απελπισμένος φθόνος με δηλητηριώδη γλύκα.

Ας με καταριούνται, ας με περιφρονούν Κι ας μου γυρίζουν την πλάτη! Αυτά τα μάτια που ψάχνουν αβοήθητα Για μένα αιώνια θα γελιούνται!

ΓΕΛΩΤΟΠΟΙΟΣ ΣΕ ΑΠΟΓΝΩΣΗ

Αχ! Αυτά που έγραψα στο τραπέζι και τον τοίχο Με την καρδιά και το χέρι γελωτοποιού Χρησίμεψαν για να στολίσουν τον τοίχο και το τραπέζι;

Μα λέτε: «Τα χέρια των γελωτοποιών λερώνουν Τραπέζια και τοίχους^" - πρέπει να τα καθαρίσουμε

359. Τα λόγια αυτά είναι γερμανική παροιμία.

188 Η ΧΑΡΟΥΜΕΝΗ ΕΠΙΣΤΗΜΗ

Από κάθε λεκέ, ώς τον τελευταίο!» Επιτρέψτε μου να βάλω ένα χεράκι: Έμαθα να χρησιμοποιώ το σφουγγάρι και τη σκούπα Σαν κριτικός και πνετίμα του νερού.

Μα σαν τελειώσει η δουλειά Ευχαρίστως θα σας έβλεπα, εσάς τους υπερσοφούς, Να λερώνετε τραπέζι και τοίχο με σοφία...

RIMUS REMEDIUM [Η ΡΙΜΑ ΕΙΝΑΙ ΦΑΡΜΑΚΟ] Ή : πώς παρηγορούνται οι άρρωστοι ποιητές

Ω εσύ Χρόνε, σαλιάρα μάγισσα, Από το στόμα σου τρέχουν οι ώρες Η μια πίσω από την άλλη Αδικα φωνάζει η αηδία μου: «Καταραμένο, καταραμένο να είναι Το λαρύγγι της αιωνιότητας!»

Ο κόσμος -είναι από μπρούντζο: Ένας μανιασμένος ταύρος -δεν ακούει καμιά φωνή. Ο πόνος γράφει με στιλέτα που πετούν Στα κόκαλα μου: «Ο κόσμος δεν έχει καρδιά. Και θα ήταν τρέλα να τα βάζεις μαζί του!».

Χύσε όλα τ' αφιόνια σου, Χύσε, πΛ)ρετέ, δηλητήριο μες στο μυαλό μου! Πολύ καιρό βάζεις σε δοκιμασία το χέρι Και το κεφάλι μου. Τι ζητάς; Τι; «Με τι -ανταμοιβή;» Χα! Κατάρα στην πόρνη Και στον χλευασμό της!

'Οχι! Γύρνα πίσω! Έξω κάνει κρύο, ακούω τη βροχή -Έπρεπε να 'μαι πιο τρυφερός μαζί σου; -Να, πάρε! Να, χρυσάφι: πώς λάμπει! Να σε πω «ευτυχία;» Να σ' ευλογήσω, εσένα, πυρετέ;

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ: ΤΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ ΤΟΥ ΠΡΙΓΚΙΠΑ ΕΚΝΟΜΟ Υ 277

Η πόρτα ανοίγει απότομα! Η βροχή μουσκεύει το κρεβάτι μου: Η λάμπα σβήνει απ' τον αέρα -αναποδιές με το τσουβάλι! Βάζω στοίχημα, ναι στοίχημα Πως όποιος δεν θα 'χε τώρα εκατό ρίμες θα πέθαινε, ναι, θα πλάνταζε!

«Η ΕΥΤΥΧΙΑ ΜΟΥ»

Ξαναβλέπω τα περιστέρια του Αγίου Μάρκου'"': Η πλατεία είναι σιωπηλή, το πρωινό αναπαύεται εκεί. Είναι γλυκιά δροσιά. Σαν σμήνη από περιστέρια Στο γαλάζιο ουρανό στέλνω τα τραγούδια μου Κι ύστερα πάλι τα φωνάζω πίσω Για να κρεμάσω άλλη μια ρίμα στα φτερά τους Ευτυχία μου! Ευτυχία μου!

Εσύ ήσυχη, ανοιχτογάλανη, μεταξένια στέγη του ουρανού Πλανιέσαι πάνω από το χρωματιστό κτίριο Το οποίο εγώ -τι λέω;- αγαπώ, φοβάμαι, φθονώ... Θα ήθελα να ρουφήξω την ψυχή του! Μα θα την έδινα ποτέ πίσω; Όχι , ούτε λέξη, τρoqρή των ματιών μου! Ευτυχία μου! Ευτυχία μου!

Εου αυστηρέ πύργε, με τι λιονταρίσια ορμή Υψώνεσαι δίχως κόπο, θριαμβευτικά! Όλη η πλατεία αντηχεί απ' τη βαθιά αρμονία σου: Στα γαλλικά θα ήσουν το accent aigu [η οξεία]; Αν έμενα εδώ σαν και εσένα Θα ήξερα από ποιον μαλακό σαν το μετάξι εξαναγκασμό.. Ευτυχία μου! Ευτυχία μου!

Φύγε μουσική! Άσε τις σκιές να πυκνώσουν Και να γίνουν σκοτεινή, υγρή νύχτα! Είναι πολύ νωρίς ακόμη για να χτυπήσεις- τα χρυσά

360. Στη Βενετία.

188 Η ΧΑΡΟΥΜΕΝΗ ΕΠΙΣΤΗΜΗ

Σου στολίδια δεν έχουν γίνει ακόμα κόκκινα Έχει πολΰ φως ακόμα Πολΰ φως για στίχους, για κλεφτά βήματα. Για μοναχικά μουρμουρητά Ευτυχία μου! Ευτυχία μου!

ΓΙΑ καινούργ ιες ΘΑΛΑΣΣΕΣ

Εκεί κάτω θέλω να πάω: εμπιστεύομαι Στο εξής τον εαυτό μου και το χέρι μου. Ανοιχτή είναι η θάλασσα, μέσα στο μπλε Ορμάει το γενοβέζικο πλοίο μου^^'.

Όλα λάμπουν όλο και πιο καινούργια Το μεσημέρι κοιμάται πάνω στον χώρο και στον χρόνο-Και το μάτι σον -φοβερά Με κοιτάζει, ω απεραντοσύνη!

ΣΙΛΣ ΜΑΡΙΑ'®'

Εδώ καθόμουν και περίμενα -δίχως να περιμένω τίποτα Πέρα απ' το καλό και το κακό, απολαμβάνοντας Άλλοτε το φως, άλλοτε τις σκιές, όλα ένα παιχνίδι Όλα λίμνη, όλα μεσημέρι, όλα χρόνος δίχως σκοπό. Όταν ξαφνικά, φίλη μου'", το ένα έγινε δυο -Κι ο Ζαρατούστρα πέρασε από μπροστά μου.

ΣΤΟΝΜΙΣΤΡΑΑ Ένα τραγούδι χορού

Ω Μιστράλ, εσύ, κυνηγέ των σύννεφων Φονιά της θλίψης, σαροίττ) του ουρανού, Σ' αγαπώ όταν μουγκρίζεις! Μήπως δεν γεννηθήκαμε κι οι δυο

361. Υπαινιγμός στον Χριστόφορο Κολόμβο. 362.0 Νίτσε συγχ(ονεύει εδώ δύο οράματα: εκείνο της αιώνιας επιστροςϊής που είδε σιο Σιλς Μαρία (καλοκαίρι του 1881) και εκείνο του Ζαρατούστρα που είδε στο Ραπάλοτον επόμενο χειμώνα. Βλ. σχετικά το £cce//omo. 363. Απευθύνεται μάλλον σιη Αου Σολομέ.

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ: ΤΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ ΤΟΥ ΠΡΙΓΚΙΠΑ ΕΚΝΟΜΟ Υ 277

Απ' την ίδια κοιλιά, πρόωρα προορισμένοι Αιώνια για την ίδια μοίρα;

Εδώ οτα γλιοτερά μονοπάτια των βράχων Τρέχω χορεύοντας για να σε συναντήσω Χορεύοντας όπως εσύ τραγουδάς και σφυρίζεις: Εσυ, που χωρίς καράβι και κουπί Ορμάς πάνω στις άγριες θάλασσες Εσυ, πιο λεύτερε αδελφέ της λευτεριάς.

Μόλις ξύπνησα άκουσα το κάλεσμά σου Πήδησα ώς στα σκαλιά των βράχων Ώ ς τον κίτρινο τοίχο στη θάλασσα. Γεια σου! Κατέβαινες κιόλας νικηφόρος Απ' το βουνό όμοιος με τα κύματα Τα διαμαντένια των φωτεινών χειμάρρων.

Πάνω στο αλώνι του ουρανού Είδα τα άλογά σου να καλπάζουν, Είδα το άρμα που σε μεταφέρει, Είδα το χέρι σου να χτυπάει 'Οταν κατέβαζες γρήγορα σαν αστραπή Το μαστίγιο στη ράχη των αλόγων. Σε είδα να πηδάς απ' το άρμα Για να ορμήσεις πιο γρήγορα προς τα κάτω Σε είδα, σαν βέλος Να καρφώνεσαι κάθετα στην άβυσσο, Σαν τη χρυσή αχτίδα που τρυπάει Τα πρώτα ρόδα της αυγής.

Χόρευε τώρα, πάνω σε χιλιάδες ράχες Στις ράχες των κυμάτων, των πονηρών κυμάτων... Ζήτω σ' όποιον φτιάχνει καινουργίους χορούς! Ας χορέψουμε με χίλιους τρόπους, Κι ας λέγεται ελεύθερη η τέχνη μαςί Και χαρούμενη η επιστήμη μαςί

Ας κόψουμε από κάθε φυτό Ένα λουλούδι για τη δόξα μας Και δυο (ρυλλα για το στεςράνι μας!

188 Η ΧΑΡΟΥΜΕΝΗ ΕΠΙΣΤΗΜΗ

Ας χορέψουμε σαν τους τροβαδούρους Ανάμεσα στους αγίους και τις πόρνες Ανάμεσα στον θεό και τον κόσμο!

Όποιος δεν μπορεί να χορεύει με τους ανέμους Όποιος είναι φασκιωμένος κι αρρωστιάρης Σακάτης, γέρος και λεπτολόγος Όποιος συμπεριφέρεται σαν υποκριτής Όποιος είναι παλιάτσος της υπόληψης Και χήνα της αρετής. Έξω από τον παράδεισό μας!

Ας φυσήξουμε τη σκόνη των δρόμων Μέσα στη μύτη των ασθενικών Ας τους τρομάξουμε όπου τους βρούμε! Ας καθαρίσουμε όλη την ακτή Από το χνώτο των σκελετωμένων στηθών, Από τα άτολμα μάτια!

Ας διώξουμε αυτούς που θολώνουν τον ουρανό Αυτούς που αμαυρώνουν τον κόσμο Αυτούς που μαζεύουν σύννεφα· Ας καθαρίσουμε το βασίλειο του ουρανού! Ας μουγκρίσουμε... μαζί σου Πνεύμα πιο ελεύθερο απ' όλα τα ελεύθερα πνεύματα Σαν την καταιγίδα μουγκρίζει η ευτυχία μου

Και για να βαστάξει αιώνια η μνημη Αυτής της εχττυχίας πάρε το κληροδότημα της, Πάρε τούτο το σιεφάνι μαζί σου εκεί πάνω! Πέτα το όλο και πιο ψηλά, πιο μακριά Πέταξε ώς την οροφή του ουρανού Και κρέμασε το -στ' άστρα!